Τα ψηλά βουνά/Ένας εθελοντής χωροφύλακας για την αλεπού

Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ἕνας ἐθελοντὴς χωροφύλακας γιὰ τὴν ἀλεποὺ


32. Ἕνας ἐθελοντὴς χωροφύλακας γιὰ τὴν ἀλεπού.

Φεύγοντας ὁ Γεροθανάσης ἄφησε ἄλλο δῶρο: τὸ μικρό του σκύλο, τὸν Γκέκα.

Ὁ Γκέκας εἶχε ἔρθει μαζί του, μὰ τώρα δὲν ἔφευγε. Ἤθελε νὰ µείνη µὲ τὰ παιδιά. Ἀκολούθησε τὸ Γεροθανάση ὡς τὰ δέντρα, ἔπειτα ξαναγύρισε. Ὁ Γεροθανάσης τοῦ φώναξε, πάλι ὁ Γκέκας πῆγε ὡς ἐκεῖ, µὰ πάλι ξαναγύρισε.

Ἀφοῦ γύρισε δυὸ τρεῖς καλύβες καὶ τὶς µύρισε καλά, στάθηκε µπροστὰ στὸ Δημητράκη καὶ στὸν Κωστάκη, καὶ τοὺς κοίταξε κουνώντας τὴν οὐρά, σὰ νὰ τοὺς ἔλεγε: «παίζοµε;»

Πρὶν τοῦ ἀπαντήσουν ἄρχισε αὐτὸς τὰ πηδήματα. Ἔτρεχε χωρὶς νὰ τὸν κυνηγᾶ κανείς. Δηλαδή· «ἂν δὲν παίζετε σεῖς, παίζω ἐγώ».

Τὰ παιδιὰ ἔβαλαν τὰ γέλια. Νὰ ἕνας ἐθελοντής!


Ὁ Γκέκας γεννήθηκε κι αὐτὸς τσοπανόσκυλο. Ἔχει αὐτιὰ ὀρθὰ καὶ µυτερά, καὶ τὸ µαλλὶ µεγάλο καὶ δασύ. Εἶναι ἄσπρος, µ’ ἕνα σταχτὶ µπάλωµα στὴ ράχη, στὰ πόδια καὶ στὸ πρόσωπο. Φαίνεται ἑνὸς χρόνου σκύλος, καὶ εἶναι κουτάβι.

Ἄ, µὰ δὲν ὑποφέρεται ἡ ζωὴ στὰ βλάχικα. Σὰν πολὺ βαρὺς εἶναι ὁ Γεροθανάσης. Προχτὲς ποὺ τοῦ δάγκασε λιγάκι ὁ Γκέκας τὴ φουστανέλα, ἔφαγε µιὰ µὲ τὴν ἀγκλίτσα. Δὲν παίζει ὁ γέρος.

Μὰ οὔτε καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ παίζουν· πᾶνε µὲ τὸ κοπάδι. Ὁ Λάμπρος ποὺ ἦταν µικρός, βόσκει διακόσια γίδια. Δὲν ἔφτανε αὐτό, διαβάζει τώρα καὶ µιὰ φυλλάδα.

Νὰ παίξη µὲ τὰ πρόβατα; Αὐτὰ δὲν παίζουν, µόνο βόσκουν. Λοιπὸν σηκώθηκε ὁ Γκέκας κι ἦρθε στὰ παιδιά. Καὶ νὰ τὸν διώξουν, δὲ φεύγει ἀπὸ δῶ.


Ἀφοῦ πήδησε κάμποσες φορὲς χωρὶς νὰ τὸν κυνηγήσουν, ξαναγύρισε καὶ κουνιόταν πότε στὸ ἕνα, πότε στὸ ἄλλο παιδί. Ἦταν σὰ νάλεγε: «Δὲ θὰ µοῦ µάθετε κανένα παιγνίδι;»

Στὸ τέλος ἅρπαξε τὴν πετσέτα τοῦ Φουντούλη στὰ δόντια του, καὶ τὴν ἔφερνε µὲ µανία βόλτες στὸν ἀέρα. Τότε ὅλα τὰ παιδιὰ µὲ γέλια καὶ φωνὲς τὸν κυνήγησαν γύρω στὶς καλύβες. Τρέχοντας γλιστροῦσε, ἔπεφτε, γάβγιζε, φυσοῦσε καὶ σιγομούγκριζε, σὰ νὰ ἔγινε κάτι σπουδαῖο. Μὰ κι ἀλήθεια κάτι σοβαρὸ γινόταν· κατώρθωσε ὁ Γκέκας νὰ τὸν κυνηγήσουν. Αὐτὸ ἤθελε. Ποῦ νὰ γυρίση τώρα στὸ Γεροθανάση!

Τὰ παιδιὰ πᾶνε μὲ τὰ παιδιά.