Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΑ ΟΡΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ.


Ἡ Θάλασσα καὶ ἡ Στεριά, εὐθὺς ποῦ εἶχαν ἔβγει
ἀπ’ τὴν δημιουργία,
’πιασθῆκαν στὰ μαλώματα: ἡ κάθε μιὰ γυρεύγει
νὰ πάρῃ τὰ πρωτεῖα.

—Γιὰ πέσε καὶ προσκύνα με, Στεριά, τὴν ἀδελφή σου!
ἡ θάλασσα φωνάζει.
Ἐγὼ ’γεννήθηκα προτοῦ, κ’ εἶμαι τρανήτερή σου,
νὰ μὲ τιμᾷς ταιριάζει.

—Ἐμὲ προσκύνα, κράζ’ αὐτή. Ἂν ἦμαι κι’ ἀπὸ σένα
μικρότερη, τὶ τάχα;
Ἐγώ ’χω τόσα δὰ καλὰ παιδάκια γεννημένα,
ἐσὺ νερὸ μονάχα.—

Τότε γυρίζ’ ἡ θάλασσα καὶ τὰ παιδιά της κράζει,
σὰν ἦσαν κοιμισμένα.
—Γιὰ σηκωθῆτε, κύματα! Ἀκοῦτε πῶς χλευάζει,
τὴν μάνα σας, ἐμένα;—


Κ’ εὐθὺς ἐπυργωθήκανε τὰ κύματ’ ’ως στ’ ἀστέρια,
μ’ ὅλα τὰ δυνατά τους·
κ’ ἐσυμφωνῆσαν στὴν στιγμή, κι’ ἁπλώσανε τὰ χέρια
νὰ πνίξουνε τὴν θειά τους.

Μὰ δὲν τὸ ἤθελ’ ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ἀσυμφωνία
στὸ μεταξύ τους βάζει.
Κ’ ἐνῷ τὸ ἕνα τὴν Στεριὰ προσβάλλει μὲ μανία,
το ἄλλο τους διστάζει.

Τότε φωνάζει κ’ ἡ Στεριά, καὶ τὰ βουνὰ ξυπνάει,
ποῦ ἐκοιμοῦνταν κάτω.
Γιὰ πέστε πάνω τους, παιδιά, ’σφαλῆστε τὰ πελάγη
μέσα στῆς Γῆς τὸν πάτο!

Καὶ ’σηκωθῆκαν τὰ βουνά, τὰ ὄρη τὰ μεγάλα,
σὰν δράκοι θεριωμένοι.
Κι' ὡρμῆσαν πρὸς στὴν Θάλασσα, νὰ μὴν ἀφήσουν στάλα
νερὸ στὴν οἰκουμένη.

Μὰ δὲν τὸ ἤθελ' ὁ Θεός. Γιὰ τοῦτο κεραυνόνει
τὴν μάνα τους, τὴν ξέρη.
Καὶ τὰ βουνά, ποῦ τρέχανε, ἡ φρίκη τὰ παγόνει
Στὰ τωρινὰ τὰ μέρη.

Τώρα ποθοῦν τὰ κύματα μὲ θόρυβο μεγάλο
τὴν Γῆ νὰ κατακλύσουν,

μὰ μόλις τὧνα σηκωθῇ, πέφτει χαμαὶ τὸ ἄλλο,
χωρὶς νὰ συμφωνήσουν.

Τώρα τὰ ὄρ’ ἐπιθυμοῦν νὰ κλείσουν κάθε κῦμα,
σὰν λάδι στὸ σκουτέλι,
μά, στεριωμένα, δὲν ’μποροῦν νὰ κάμουν ἕνα βῆμα,
γιατ’ ὁ Θεὸς τὸ θέλει.