Ο Μάρτης (Γεώργιος Βιζυηνός)

Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Ο ΜΑΡΤΗΣ.


Ὁ Μάρτης βάλλει τ’ Ἀπριλιοῦ τὰ λαμπερὰ φορέματα,
καὶ καταβαίν’ ἀπ’ τ’ ἁψηλὰ μὲ τῶν βουνῶν τὰ ῥέμματα,
καὶ ὅπου εἶναι κάμποι,
φωτοβολᾷ καὶ λάμπει.

Μέσ’ στὸν φελλό τους τὰ δενδρὰ ῥιγοῦν καὶ συμμαζεύονται·
τ’ ἄνθη στοὺς κόρφους των βαθιὰ κοιμοῦνται κι’ ὀνειρεύονται·
καὶ τὰ λουλούδια ’κόμα
δὲν ’βγῆκαν ἀπ’ τὸ χῶμα.

—Δενδρά!—ὁ Μάρτης τὰ λαλεῖ—Γι’ ἀφῆστε τὰ καμώματα!
Ἄνθη! τὰ μάτι’ ἀνοίξετε, κ’ ἐβγῆτ’ ἀπὸ τὰ στρώματα,
νὰ διῆτε τί σᾶς φέρει
τὸ μαγικό μου χέρι!

Ἐγὦμ’ ὁ μῆνας, ποῦ γυρνᾷ σὲ κάθε χρόνου κύλιμα,
καὶ φέρει μόσχους καὶ θωριαίς εἰς τ’ ἄνθη μ’ ἕνα φίλημα,
καὶ φέρ’ εἰς κάθε κόρη
ἕνα καλὸν ἀγόρι!—


Τ’ ἀκοῦνε τ' ἄνθη καὶ κοτοῦν κι’ ἀνοίγουν τὰ χειλάκια τους·
καὶ μισανοίγουν τὰ δενδρὰ τὰ πράσινα ματάκια τους.
Τὰ ῥόδα, ποὺ κυττάζουν,
κι’ αὐτὰ φθονοῦν καὶ σχάζουν.

Τ’ ἀκούει κ’ ἡ ἀμυγδαλιά, κορίτσι κουτοπόνηρο,
κι’ ἀπὸ τὸν ὕπνο πλανευτή, ἐρωτεμμέν’ ἀπ’ ὄνειρο,
πὰ στὰ γυμνά της κάλλη
νυφιάτικ’ ἄνθη βάλλει.

—Καλὸ στὸν ἔμμορφο τὸν νιό, ποῦ ψὲς τὸν ὠνειρεύθηκα!
Ποῦ στὸ γλυκό μου τ’ ὄνειρο εἶδα πῶς τὸν ’πανδρεύθηκα!
σὰν τὶ καλὰ μὲ φέρει
τὸ ποθητό μου ’ταῖρι;—

Τῆς φέρει στρῶμ’ ἀπ’ τὸν Χιονιά κι’ ἀπ’ τὸν Βοριὰ παπλώματα!
Τὴν νύχτα κάμνουν τὴν χαρά, κι’ αὐτοῦ στὰ ’ξημερώματα,
τῆς ἀγκαλιᾶς τ’ ἡ πάχνη
τὴν εὔμορφην ἀδράχνει.

Πρωΐ, τῆς κάμνει σάβανο τὸ νυμφικό της φόρεμα·
τὸ γιῶμα μοιρολογητὴ τῆς φέρν’ ἕνα θολόρεμμα·
τὸ δειλινὸν ἀστράφτει,
καὶ ῥίχτει καὶ τὴν κάφτει!