Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΣΤ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΣΤ'. Συνάντηση στην Κούγκα


- Και πού θα μ' οδηγήσεις;

- Στο πάτωμα Κούγκα.

Ο Βούλγαρος οπλαρχηγός τράβηξε πίσω το πόδι του από την πλώρη της πλάβας, που ήταν μισοβγαλμένη στην ακρολιμνιά.

- Δηλαδή στου λύκου τη σπηλιά; έκανε υποψιάρικα.

Ο πλαβαδόρος, που στέκουνταν όρθιος στην πρύμη με το πλατσί μισοβουτημένο στο νερό, γέλασε.

- Φαίνεται πως δεν τον ξέρεις το λύκο, αποκρίθηκε.

- Άσ' τα λόγια, είπε ο οπλαρχηγός. Αυτός, και το σταυραδέλφι του από το Τσέκρι, μας χάλασαν τόσον κόσμο και κοντεύουν να μας πάρουν το Βάλτο. Και δεν ξέρω, λες, το λύκο;

- Δεν τον ξέρεις, βοεβόδα μου, είπε πάλι ο πλαβαδόρος. Αυτός πιστεύει ό,τι και να του πεις!... Ψέματα; Πες, βοεβόδα Κασάπτσε!

- Καλά σου λέει ο Στόιος! Πίστεψε τον, Ζλατάν! αποκρίθηκε ο Κασάπτσε. Μίλησε του γλυκά, και αυτός θα σε πιστέψει.

- Μη γυρεύετε να μου τον κάνετε Παναγίτσα; είπε ο Ζλατάν, που άρχισε να θυμώνει. Ξεχάσατε το Ζερβοχώρι, που κόντεψε να το κάψει όλο; Και τη μάχη της κεντρικής μας καλύβας, που κόντεψε να μας την πάρει; Που θα μας την έπαιρνε, αν δεν ήταν χαλασμένες οι μπόμπες του;... Συχάσετε! Μην έγινε και κοπελούδα τώρα, ο Άγρας!

Οι άντρες, που στέκουνταν γύρω στον αρχηγό τους, γέλασαν.

- Δεν είπαμε πως είναι κοπελούδα, είπε σοβαρά ο Κασάπτσε. Λέμε πως άλλαξε γνώμη για τον αγώνα στη Μακεδονία, και πως θα σε πιστέψει αν του μιλήσεις γλυκά! Έχει αυτός, δυστυχώς, και αποδείξεις πως μπορεί να επιτύχει. Λίγα χωριά μας τάχα γύρισαν τελευταίως Πατριαρχικά, με το κήρυγμα του της αγάπης; Και λίγοι δικοί μας προσχώρησαν στην πολιτική του, γυρεύουν συνεννόηση, φανατίστηκαν και δουλεύουν τώρα μαζί του; Γιατί, νομίζεις, ανησυχεί ο Αποστόλ Πέτκωφ; Και γιατί σε στέλνει το Κομιτάτο εσένα να του μιλήσεις; Σε ξέρει ο Άγρας ακαταδάμαστο. Να σε πάρει εσένα από το μέρος του, να σε πείσει να συνεργαστείτε, θα είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του. Τι φοβάσαι;

Συλλογισμένος άκουε ο Ζλατάν, χαϊδεύοντας τα κοκκινόξανθά του γένεια.

- Καλά! είπε υποχωρώντας. Μα αν, ίσα ίσα επειδή με ξέρει αλύγιστο, γυρεύει να μου στήσει παγίδα;

Πάλι γέλασε ο Στόιος ο πλαβαδόρος.

- Είναι ο πιο ανυποψίαστος άνθρωπος!... χαχάνισε. Μου το 'λεγε και αυτός ο χαζός, ο Χρήστοφ Μπόζαν, που τον πήρε αιχμάλωτο ο καπετάν Ματαπάς, κι επειδή του χάρισε τη ζωή κόντεψε να γίνει Γρεκομάνος κι αυτός. Τον βάλαμε κατάσκοπο τώρα κοντά στον Άγρα, και μου λέει και αυτός τα ίδια, πως ο λύκος είναι έτοιμος να γίνει αρνί!

- Έπειτα, δεν πας μόνος Ζλατάν, είπε ο Κασάπτσε. Θα παρουσιαστείς εσύ, μα θα σε ακολουθήσομε όλοι, και θα μας έχεις κοντά αν αγριέψει αυτός.

Τα πονηρά μάτια του Ζλατάν στάθηκαν μια στιγμή στους άντρες του.

- Δυο στην πλάβα μαζί μου, και άλλοι δυο σε δεύτερη πλάβα! πρόσταξε.

Και μπήκε στο μονόξυλο μπροστά του, και κάθησε στη μέση.

- Στην καλύβα μας του Κόρακα πρώτα, παρήγγειλε. Να τους ειδοποιήσομε να είναι έτοιμοι και αυτοί, και από το Γκολοσέλο, να έλθουν αν ακούσουν τουφεκιές.

Ήταν ηλιακό μαϊάτικο πρωινό. Ο Βάλτος, ολοπράσινος, βούιζε από ζωή, πουλιά, αγρίμια, έντομα. Τα νούφαρα, τα καλάμια, τα χλωρά ψαθιά και οι πλατύφυλλες λαπατιές, παράβγαιναν στο συνορισιό, ποιο θα φουντώσει πυκνότερα, ποιο θ' απλώσει πλατύτερα τα φουσκωμένα από χυμούς κλωνάρια του. Νερόφιδα και ψάρια, χέλια, βατράχια, βδέλλες, μερμήγκιαζαν στο νερό. Πεταλούδες και χρυσόμυγες, βρωμούσες και ζουζούνια όλων των ειδών, πετολογούσαν δώθε και κείθε. Και παντού, μες στα κλαριά, στην επιφάνεια του νερού, ψηλά, χαμηλά, στα καλάμια, στους βάτους, στα ραγάζια, σμήνος βούιζαν κουνούπια, άγρια, επιθετικά, μεταφέροντας στο λεπτό τους κεντρί τον πυρετό και το θάνατο, όπου κάθιζαν.

Οι άντρες, μες στις δυο πλάβες, προχωρούσαν προσεκτικά, ψάχνοντας τα καλάμια με τα μάτια τους, μην πέσουν σε καμιά ενέδρα, μην τους είχαν στήσει οι Γρεκομάνοι καμιά παγίδα. Μα τίποτα δεν παρουσιάστηκε ανησυχητικό και μπήκαν στο Γρουνάντερο, και από κει στη νερομάνα που πήγαινε στην Κούγκα, χωρίς επεισόδιο. Λίγο όμως προχώρησαν, και βίγλες τους σταμάτησαν.

- Αλτ! περιμένετε δω! Θα έλθει εδώ να σας μιλήσει ο Αρχηγός.

Μια ματιά του Ζλατάν τον έπεισε πως ο «Αρχηγός» ήταν καλά φυλαγμένος. Σκοποί παντού διαφαίνουνταν μες στα χλωρά φυλλώματα. Οι μάνες και τα μονοπάτια που οδηγούσαν στην Κούγκα είχαν σε κάθε στροφή και από ένα φρουρό. Κάθησε και περίμενε, με το τουφέκι στο χέρι, τα πιστόλια στη ζώνη, και το μαχαίρι πάντα έτοιμο. Από ένα μονοπάτι μια πλάβα ξεπρόβαλε με δυο πλαβαδόρους χωρικούς. Ένας τρίτος άντρας, καθισμένος χάμω στη μέση της, κοίταζε ήσυχα μπροστά του. Ήταν ξεσκούφωτος, τα καστανά του πυκνά μαλλιά σγούραιναν άτακτα στο μέτωπο του, αναλόγως πού τα πλάκωνε ο άνεμος. Δεν είχε τουφέκι, ούτε άλλο όπλο, και πήγαινε αμέριμνος, το χέρι του ακουμπισμένο στην κουπαστή της πλάβας πίσω του. Χαμηλόφωνα ρώτησε ο Ζλατάν τον Στόιο:

- Αυτός είναι;

- Αυτός, αποκρίθηκε ο πλαβαδόρος, επίσης χαμηλόφωνα. Ο μεσαίος, χωρίς σκουφί.

Είδε ο Άγρας τα δυο βουλγάρικα μονόξυλα και σηκώθηκε.

- Ώρα καλή, βοεβόδα Ζλατάν! είπε ζωηρά - το αγορίστικο ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του φωτίζοντας το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Ήλθες, βλέπω, οπλισμένος! Για μάχη ή για ειρηνική συνομιλία ετοιμάστηκες;

Ο Ζλατάν επίσης σηκώθηκε, προσέχοντας μην αναποδογυρίσει το μονόξυλο, και αποκρίθηκε ελληνικά κι αυτός, χοντροπροφέροντας τα σύμφωνα:

- Για συνεννόηση ήλθα, καπετάν Άγρα. Μα το τουφέκι το 'χομε σύντροφο εμείς οι αγωνιστάδες!...

Ο Άγρας έκανε νόημα στους πλαβαδόρους του, και αμέσως πλεύρισαν αυτοί τη βουλγάρικη πλάβα.

- Έμπα μέσα, βοεβόδα, είπε του Βουλγάρου, και τα παιδιά μου ας μπουν στην πλάβα σου με τα δικά σου παιδιά. Αυτά που έχω να σου πω, θα τ' ακούσομε μόνο οι δυο μας. Και βλέποντας τον Ζλατάν να διστάζει:

- Πάρε και το τουφέκι σου, αφού δεν τ' αποχωρίζεσαι, είπε γελαστά, και μη φοβάσαι. Δεν έχω ούτε πιστόλι μαζί μου εγώ.

Με όλο του τον οπλισμό μπήκε ο Ζλατάν στην πλάβα του Άγρα, και οι δυο πλαβαδόροι πέρασαν στην πλάβα του Ζλατάν. Πήρε ο Άγρας ένα πλατσί κι έσπρωξε το μονόξυλο του στη μέση του νερού. Παρακάτω, Έλληνες και Βούλγαροι πλαβαδόροι, στραβοκοιτάζουνταν. Λόγια μεταξύ τους δεν αντάλλαξαν πολλά. Συμπάθεια καμιά δεν τους πλησίαζε. Με δυσπιστία παραμόνευε ο ένας τον άλλον. Έλληνες και Βούλγαροι κρυφοκοίταζαν, παρακολουθούσαν τους αρχηγούς τους, έτοιμοι να αλληλοσφαχθούν, στο πρώτο σημείο διαμάχης των καπεταναίων. Και τόσο ήταν ο νους τους στη μοναχική πλάβα, στη μέση της νερομάνας, που κανένας τους δεν παρατήρησε πίσω από το πράσινο φύλλωμα των καλαμιών δυο μαύρα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, σ' ένα χλωμό παιδικό μουτράκι, που κρυφοκοίταζαν και αυτά τους δυο απομονωμένους αρχηγούς, και πάλι τους πλαβαδόρους στα δυο μονόξυλα, παρακολουθώντας τα λόγια τους, τις κινήσεις τους, και τις ματιές τους ακόμα. Και όταν τελείωσε η κρυφοκουβέντα των αρχηγών, και πήρε πάλι ο Άγρας το πλατσί, κι έκανε νόημα στους πλαβαδόρους να πλησιάσουν, και όταν μπήκε ο καθένας στη δική του πλάβα, και βγήκαν οι βίγλες από τους κρυψώνες τους, και συνόδεψαν τους Βουλγάρους ως το Γρουνάντερο, και τράβηξε ο Άγρας για την Κούγκα, πάλι κανένας δεν παρατήρησε το μικρό μονόξυλο, που περνούσε σιωπηλά, αργά, σα σαύρα, ανάμεσα στις χλωρές φυτείες, με το λαφρύ σουσούρισμα του ανέμου μες στα ραγάζια και στους βάτους.

Από μακριά ακολουθούσε, στα κρυφά, το μικρό στενό μονόξυλο, τις δυο βουλγάρικες πλάβες, ως το τελευταίο στρίψιμο προς το Ζερβοχώρι. Και όταν βεβαιώθηκε ο μικρός που το οδηγούσε πως ξεμπαρκάριζαν οι Βούλγαροι και τραβούσαν για το χωριό, έστριψε και αυτός, ακολούθησε τις μάνες που κατέβαιναν νότια, μπήκε στο μονοπάτι του καπετάν Παναγιώτη και βγήκε στην κρυφή σκάλα κοντά στη Γιάντσιστα. Πήδηξε από την πλάβα και ούρλιασε σιγά σαν τσακάλι, και περίμενε κρυμμένος ανάμεσα στα καλάμια της ακρολιμνιάς. Κάπου κάπου, ξανάβγαζε ένα σιγανό ούρλιασμα, και πάλι σώπαινε και περίμενε. Ώσπου ακούστηκαν ακροπατήματα, και χωρίστηκαν τα καλάμια, και βγήκε από μέσα ένα μεγάλο αγόρι, που κάθησε χάμω πλάγι στο μικρό.

- Άργησες, είπε. Τον βρήκες τουλάχιστον;

- Τον βρήκα, αποκρίθηκε ο μικρός· μα δεν ήταν στο Ζερβοχώρι, Αποστόλη, γι' αυτό άργησα. Τον γύρευα εκεί, όπως μου είπες. Τον βρήκα όμως στην Πλάσνα, και τον ακολούθησα κρυφά ως κοντά στην Κούγκα.

Ο Αποστόλης ξιπάστηκε.

- Στην Κούγκα; ψιθύρισε. Τι δουλειά είχε στην Κούγκα ο Ζλατάν;

- Ήταν εκεί ο καπετάν Άγρας... Είχαν, φαίνεται, συνεννόηση... Βγήκε ο καπετάν Άγρας και ανταμώθηκαν σ' ένα μονοπάτι, τον πήρε στην πλάβα του και μίλησαν πολλή ώρα. Είχαν διώξει τους πλαβαδόρους και μίλησαν μυστικά.

Ο Αποστόλης έπιασε ξαφνισμένος το χέρι του μικρού.

- Γιωβάν! είπε πνιχτά. Πρέπει να τον σταματήσομε!

- Πώς; ρώτησε θλιμμένα ο μικρός. Ποιος θα μας ακούσει εμάς;

Λίγη ώρα έμεινε συλλογισμένος ο Αποστόλης.

- Όλα μας έρχονται στραβά!... είπε μες στα δόντια του. Η αρρώστια του Περικλή!... Ήταν ανάγκη, τάχα, να πιει αυτό το βρωμόνερο στα Κουρφάλια και να πάθει τύφο;... Η αναχώρηση του καπετάν Νικηφόρου... Ο καβγάς του Μήτσου με το γερο - Νικηφόρο το Δεύτερο... Λες και διασπάστηκε το σώμα, μιας κι έφυγε ο Αρχηγός μας, ο καπετάν Νικηφόρος!

- Τι θα έκανε, Αποστόλη, ο καπετάν Νικηφόρος, αν είχε μείνει στο Τσέκρι; ρώτησε μελαγχολικά ο Γιωβάν.

- Δεν ξέρω. Μα θα ξέραμε σε ποιον να πάμε να πούμε τι γίνεται εδώ. Τώρα δεν ξέρομε. Δεν ξέρομε καν πού είναι ο κυρ Βασίλης, αν έμεινε στη Θεσσαλονίκη.

- Και ο θείος μου πέθανε... μουρμούρισε αφηρημένα ο Γιωβάν.

- Ο θειος σου; Τι σχέση έχει ο θειος σου; έκανε αναμένος ο Αποστόλης. Στον Άγγελ Πέιο θα πηγαίναμε για συμβουλή;

Φοβισμένα μουρμούρισε ο Γιωβάν:

- Όχι βέβαια στον Άγγελ Πέιο... Δεν ήθελα να πω... Μη θυμώνεις...

Μα ο Αποστόλης ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με τη δική του σκέψη, για να παρακολουθήσει τους συλλογισμούς του μικρού.

- Άκου δω, Γιωβάν, του είπε σκουτουρεμένος. Ένας μονάχα μπορούσε να μας δώσει καλή συμβουλή: Ο καπετάν Ματαπάς! Μα είναι πολύ μακριά. Το ίδιο και ο κύριος Ζώης. Μα και αυτός είναι μακριά. Δεν έχομε καιρό να πάμε ούτε στον Όλυμπο ούτε στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να τα βγάλομε πέρα μονάχοι μας. Άκουσες μήπως τι λέγανε οι δυο καπεταναίοι στην πλάβα;

- Όχι. Μιλούσαν μυστικά. Άκουσα μόνο τον καπετάν Άγρα που ρώτησε τον Ζλατάν αν πήγαινε για μάχη ή για συνεννόηση, γιατί βαστούσε τουφέκι. Ο καπετάν Άγρας ήταν ξαρμάτωτος, δεν είχε ούτε πιστόλι απάνω του...

- Πάντα ο ίδιος! έκανε συγκινημένος ο Αποστόλης. Η παλικαριά του πάγει ως την τρέλα!... Και οι άλλοι Βούλγαροι... αυτοί που τον συνόδευαν... είπαν τίποτα;

- Όχι. Κοίταζαν τους αντάρτες και δε μιλούσαν. Και οι δικοί μας τους παραφύλαγαν. Και αυτοί δε μιλούσαν.

- Και σα χωρίστηκαν οι αρχηγοί;

- Ο καπετάν Άγρας τράβηξε για την Κούγκα. Ο Ζλατάν βγήκε στο Ζερβοχώρι. Κι εγώ ήλθα.

- Ο καπετάν Άγρας λοιπόν θα έλθει από δω να γυρίσει στη Νιάουσα... είπε στοχαστικά ο Αποστόλης. Δεν μπορεί με ασφάλεια να πάγει αλλού. Θα τον περιμένομε δω. Να, σου έφερα να μασήσεις κάτι. Και όπου πάγει εκείνος, θα τον ακολουθήσομε.

Μα όλη μέρα πέρασε, και δε φάνηκε κανένας. Κρυμμένα μες τα καλάμια τα δυο αγόρια περίμεναν. Και πότε φύλαγε ξυπνητός ο Αποστόλης, και ξαπλωμένος στο χώμα κοιμούνταν ο Γιωβάν, και πότε ξαγρυπνούσε ο Γιωβάν κι έπαιρνε κανένα ύπνο ο Αποστόλης. Νύχτα, σκοτεινά, παραφύλαγε ο Γιωβάν, όταν άκουσε τρίψιμο μιας πλάβας μες στα καλάμια. Ξύπνησε τον Αποστόλη, και, πλάγι πλάγι ζαρωμένα τα δυο αγόρια, είδαν την πλάβα που σήκωσε τη μύτη της στη σκάλα, και τρεις άντρες πήδηξαν στο χώμα. Ο ένας, μικρόσωμος, γοργοκίνητος, ξαναμπήκε στην πλάβα κι έσκυψε κατά τα καλάμια όπου στέκουνταν κρυμμένα τ' αγόρια.

- Λαγός στ' αμπέλι! είπε χαμηλόφωνα. Μας πρόλαβε μουσαφίρης! Ένα μονόξυλο εδώ!...

Ο Αποστόλης πετάχθηκε από τον κρυψώνα του, κρατώντας τον Γιωβάν από το χέρι.

- Εμείς είμαστε, κύριε Αρχηγέ! Ο Αποστόλης ο οδηγός και ο Γιωβάν ο παραγιός μου, έκανε λαχανιασμένος από τη συγκίνηση.

- Τα δυο παιδιά! Βρε, τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ έξω; ρώτησε ο Άγρας.

- Σε περιμέναμε, κύριε Αρχηγέ, να σε οδηγήσομε όπου θες να πας! αποκρίθηκε αποφασιστικά ο Αποστόλης.

- Και πού το 'ξερες πως θα περάσω από δω; ρώτησε ο Άγρας.

- Η δουλειά μας είναι να μαθαίνομε πότε μας έχουν ανάγκη οι καπεταναίοι, είπε ο Αποστόλης.

Και τέτοια συγκίνηση τον έπιασε ξαφνικά, ώστε πνίγουνταν η φωνή του. Ο καπετάν Άγρας ακούμπησε χαδιάρικα το χέρι του στον ώμο του αγοριού.

- Αν είναι αυτή η δουλειά σου, την ξέρεις και την εκτελείς καλά, είπε με αγάπη. Νόμιζα πως μπήκα κρυφά στο Βάλτο, και με ανακάλυψαν δυο παιδιά!...

Κρυφά, στα σκοτεινά, τσίμπησε ο Αποστόλης το αυτί του Γιωβάν. Ήταν το ευχαριστώ του, το συγκινημένο, που του έκοβε τη φωνή.

- Έχω μαζί μου τον πιστό μου Τώνη Μίγγα. Εσύ όμως, λέει, βλέπεις και στα σκοτεινά, είπε ο καπετάν Άγρας. Τα καταφέρνεις να μας πας στο βουνό; Τα καταφέρνεις να μας πας στη Νιάουσα πριν φέξει;

- Σας πάγω.

- Μη μας πας όμως από πολλούς αλλόγυρους. Ξέρεις, δε βαστώ πια σε πολύ μακρύ δρόμο... Αυτοί οι πυρετοί...

- Θα σε πάγω από μονοπάτια που κόβουν δρόμο, έννοια σου, Αρχηγέ μου! είπε βουρκωμένος ο Αποστόλης. Και θα ξεκουραστείς στο δρόμο!... Και θα φθάσομε νύχτα, πριν φέξει!...

Άλλες δυο πλάβες είχαν φθάσει, με πέντε αντάρτες, ευζώνους του καπετάν Άγρα, και με τον οδηγό Αντώνη Μίγγα. Αποχαιρέτησαν τους πλαβαδόρους, και, μπαίνοντας στη σειρά, ο Αποστόλης εμπρός με τον Μίγγα και τον Γιωβάν, ο καπετάν Άγρας ύστερα, κι ένας ένας οι εύζωνοι ακολουθώντας, τράβηξαν κατά το Βέρμιο, με τις συνηθισμένες προφυλάξεις των ανταρτών στις νυχτερινές τους πορείες.

Σε όλο το δρόμο αντιλήφθηκε ο Αποστόλης πως ο Άγρας δεν ήταν πια ο παλιός οπλαρχηγός. Πήγαινε, ίσιος πάντα, παλικαρίσια, αδάμαστος. Μα η αναπνοή του κόβουνταν συχνά, και συχνά αναγκάζουνταν να σταθεί. Οι σύντροφοι του, που αντιλαμβάνουνταν την κόπωση του, προσποιούνταν κάθε λίγο, πότε ο ένας τους πως είχε χτυπήσει το πόδι του, πότε ο άλλος πως είχε κουραστεί, ή πως ήθελε ο τρίτος να ψήσει έναν καφέ, και στάθμευαν μες στα παλιούρια, και κάθουνταν μερικά λεπτά, για ν' ανασάνει ο κουρασμένος Αρχηγός. Μα ούτε γελιούνταν ο Άγρας. Είχαν φθάσει πια στο πράσινο φυλλωμένο δάσος, έξω από τη Νιάουσα, και κάθησαν τελευταία φορά ν' ανασάνουν από τον ανήφορο. Και είπε ο Άγρας στον καπετάν Τυλιγάδη, που δεν τον άφηνε από κοντά:

- Καλά και φθάνει αυτές τις μέρες ο καπετάν Αμύντας3, να σας οδηγεί πια εκείνος στο μέλλον! Εγώ ξέφτισα, παιδιά!

Μια βοή σηκώθηκε, οι άντρες βουρκωμένοι διαμαρτυρούνταν, βεβαίωναν, ορκίζουνταν, πως αγάπη τέτοια που είχαν στον Αρχηγό τους, για κανέναν άλλο δεν θα την ένιωθαν πια ποτέ. Και είπε ο καπετάν Τυλιγάδης, βάζοντας σε λόγια τη σκέψη και το αίσθημα ολωνών:

- Εσύ με την ψυχή σου μας σπρώχνεις! Για σένα, θα πέφταμε στη φωτιά, κύριε Αρχηγέ!

Συγκινημένος και ο Άγρας του έδωσε δυο στον ώμο.

- Το ξέρω, είπε, πως μου είστε όλοι αφοσιωμένοι ως το θάνατο. Μα το ίδιο πρέπει ν' αφοσιωθείτε και στο νέο σας αρχηγό.

Σηκώθηκε και πήρε το τουφέκι του.

- Αρκεί να του αφήσω την περιφέρεια ειρηνεμένη... όπως τη θέλω!... πρόσθεσε· κι έπειτα: Εμπρός, παιδιά! Μαρς! πρόσταξε.

Μα το τέλος της πορείας δεν ήταν πια τόσο σιωπηλό. Μερικά ψιθυρίσματα και μουρμουρίσματα πηγαινοέρχουνταν μεταξύ των αντρών.

- Δεν πρέπει να τον αφήσομε!

- Δεν πρέπει να τους πιστέψει!

- Αυτοί είναι δόλιοι!

- Αυτοί είναι ψεύτες, προδότες, άτιμοι!...

Μερικά λόγια έφθασαν ως τ' αυτιά του καπετάν Άγρα, που ακολουθούσε πρώτος τον οδηγό. Χαμογέλασε το αγαθό του παιδιάτικο χαμόγελο, μα δε μίλησε. «Σα δουν μόνο, θα πεισθούν...» συλλογίστηκε.

Κι εξακολούθησε το δρόμο του, κι έφθασαν στη Νιάουσα, και μπήκαν στο σπίτι που φιλοξενούσε τον Αρχηγό, πριν ξημερώσει, καθώς το είχε υποσχεθεί ο Αποστόλης, και κατάκοπος πλάγιασε ο Αρχηγός, τρέμοντας από πυρετό, με όλη τη ζέστη του Μαΐου, που έφθανε πια στο τέλος του. Την άλλη μέρα είχε σύσκεψη ο καπετάν Άγρας, με τους προεστούς της Νιάουσας, με το γιατρό τον Περδικάρη, που ήταν πρόεδρος και ψυχή της Ελληνικής Κοινότητος της Νιάουσας, και με δυο τρεις παπάδες και δασκάλους της περιφέρειας. Στο πλαγινό δωμάτιο, όπου κάθουνταν ο Αποστόλης και κολλούσε με ψαρόκολλα δυο ξεκολλημένες βέργες της ξύλινης βιβλιοθήκης του σπιτονοικοκύρη, ακούουνταν όλη η συζήτηση, αν και είχαν κλείσει την πόρτα.

Ο καθένας από τους προεστούς, δασκάλους ή παπάδες, διηγούνταν τι είχε δει, ακούσει, παρατηρήσει αυτές τις τελευταίες μέρες στην κοινότητα, στο σχολείο, στην ενορία, στο χωριό του. Η καινούρια στάση του καπετάν Άγρα είχε συγκινήσει και προσελκύσει πολύν κόσμο. Οι αγροτικοί προπάντων πληθυσμοί είχαν αποκάμει από το ελληνοβουλγάρικο αλληλοφάγωμα, τις ρουμούνικες προδοσίες, τη σερβική προπαγάντα, τις τούρκικες πιέσεις. Δε βαστούσαν πια. Δήλωναν πως ήταν Γύφτοι, πως ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι δεν ήθελαν πια να λέγονται, ούτε στα σχολεία πια δεν έστελναν τα παιδιά τους, μη χρωματιστούν και πέσουν στην εκδίκηση της αντίθετης παρατάξεως. Στις πόλεις μέσα, το φυλετικό μίσος κρατούσε ακόμα συμπαγείς τους πληθυσμούς, Βουλγάρους κι Έλληνες, τους έριχνε σα λυσσασμένους λύκους, τους μεν εναντίον στους δε. Μα στην ύπαιθρο, τα μίση δεν ήταν τόσο εξημμένα. Πολλά βουλγαρόφωνα και βουλγαρόφρονα χωριά είχαν προσχωρήσει στην ειρηνική πολιτική του Άγρα, ζητούσαν συμφιλίωση, συνεργασία, ενότητα δράσεως εναντίον του κοινού εχθρού και τυράννου, του Τούρκου. Φανατικοί κομιτατζήδες είχαν αναγκαστεί να φύγουν, να πάρουν τα βουνά. Άλλοι, πιο λογικοί, ή λιγότερο φανατισμένοι, ζητούσαν συνεννόηση με τον Άγρα και ειρήνη, ειρήνη στ' όνομα του Θεού, αγάπη και ομόνοια, που να μπορούν να ζήσουν και αυτοί, να βόσκουν τα πρόβατα τους, να καλλιεργούν τα χωράφια τους, χωρίς να τρέμουν κάθε νύχτα πως θα 'ρθει ο αντίπαλος να τους κάψει σπίτι κι εσοδεία, να τους σφάξει τα πρόβατα, και, χειρότερα, τις γυναίκες και τα παιδιά τους!

Κάπου κάπου σηκώνουνταν και μια αντιλογία.

- Μα ήταν ειλικρινείς αυτοί που δήλωναν συμφιλίωση;

- Δε θα σηκώνουνταν πάλι όλοι, σαν ένας άνθρωπος, αν κατέβαινε κανένας Αποστόλ Πέτκωφ, ή Σαντάνσκης, ή Κόλε, ή Μήτρη, ή Γιάγκωφ Στογιάν4;... Και, η εκδίκηση δε θα ήταν τότε χειρότερη;

Μα ήσυχη, γλυκομίλητη, ειρηνική ακούουνταν τότε η απάντηση του Άγρα: «Όχι, δε θα μπορέσει πια να πιάσει πόδι η άγρια εκδίκηση, αν μια φορά γευθούν ειρήνη και αδελφοσύνη οι πολυτυραννισμένοι, οι πολυβασανισμένοι μακεδονικοί πληθυσμοί. Πολύ αίμα χύθηκε και πολύ υπέφεραν οι δυστυχισμένοι χωρικοί στην ύπαιθρο, όπου εκτεθειμένοι, πότε στην εκδίκηση των Βουλγάρων και πότε των Ελλήνων, και πάντα τιμωρημένοι από τον κοινό εχθρό, τον Τούρκο, που πίεζε, φορολογούσε, φυλάκιζε και κρεμνούσε, χωρίς να ξέρει ούτε γιατί ούτε πώς, μόνο και μόνο για να τρομοκρατεί, και διαιρώντας να κυβερνά!...» Το παραδέχουνταν οι προεστοί, «αλλά...»

- Όχι, δεν έχει «αλλά»! Αφήσετε τα «αλλά»! σηκώθηκε πάλι η φωνή του Άγρα. Προπαγανδίζετε το Ευαγγέλιο, τη συγχώρεση, την αγάπη, και θα πεισθούν όλοι πως μόνο με τη συμφιλίωση και τη συνεργασία ολωνών των Χριστιανών θα ελευθερωθεί μια μέρα η Μακεδονία!...

Ο Γιωβάν, που κάθουνταν πλάγι στον Αποστόλη και παρακολουθούσε τη δουλειά του, άπλωσε το χέρι και το ακούμπησε στο χέρι του μεγάλου.

- Αλήθεια, Αποστόλη; ρώτησε χαμηλόφωνα, σκύβοντας να δει το σύντροφο του καταπρόσωπο. Αλήθεια, θ' αγαπήσομε με τους Βουλγάρους;

Τα φρύδια του Αποστόλη ήταν σουφρωμένα, το πρόσωπο του αγριεμένο. Μα δάκρυα φούσκωναν τα μάτια του.

- Για να το λέγει ο Αρχηγός, έτσι θα είναι... είπε από μέσα από τα σφιγμένα δόντια του.

- Και με τον Ζλατάν;

- Και με τον Ζλατάν!

- Όχι, Αποστόλη! αναφώνησε ο Γιωβάν.

Ξαφνίστηκε ο Αποστόλης. Η φωνή του Γιωβάν, τα χέρια του, τα χείλη του, όλα έτρεμαν, ταράζουνταν όλος από συγκίνηση και πάθος.

- Τι έπαθες; έκανε ο Αποστόλης. Τι έχεις εσύ με τον Ζλατάν; Τι ξέρεις γι' αυτόν;

- Και ο... και ο Γρέγος ήθελε να τον σκοτώσομε! αναφώνησε ο Γιωβάν.

Και ξέσπασε στ' αναφιλητά. Περίεργος τον κοίταζε ο Αποστόλης.

- Πώς το ξέρεις; ρώτησε. Δεν ήσουν εσύ εκεί σα σκοτώθηκε... Και πώς το 'μαθες πως τον έλεγαν Γρέγο τον καπετάν Ακρίτα; Ποιος σου το 'πε;

Απότομα έχωσε ο Γιωβάν το χέρι στον κόρφο του. Μα πάλι μετάνοιωσε. Έσκυψε το κεφάλι στα λυγισμένα του γόνατα κι έκλαψε με λυγμούς.

- Γιωβάν... κάτι έχεις!... είπε πονόψυχα ο Αποστόλης. Κάτι μου κρύβεις... Γιατί δε θέλεις να μου πεις;

- Δεν μπορώ!... Αχ, δεν μπορώ!... έκανε ο μικρός ανάμεσα στ' αναφιλητά του. Ήταν πάρα πολύ φρικτό! Δεν μπορώ να μιλώ γι' αυτά!... Αχ, δεν μπορώ, Αποστόλη!...

Οι φωνές μες στην πλαγινή κάμαρα πλησίαζαν, κάποιος γύρισε το πόμολο της πόρτας. Σαν τρομαγμένο αγρίμι πετάχθηκε πάνω ο Γιωβάν, κι έτρεξε έξω και κρύφθηκε. Και δεν τον ξαναβρήκε όλη μέρα ο Αποστόλης. Είχε και δουλειά ο Αποστόλης. Τον έστειλε ο Αρχηγός σε θελήματα και σε μηνύματα, και μόνο το βράδυ, την ώρα του ύπνου, ξαναβρέθηκε με τον Γιωβάν. Μα ήταν τόσο χλωμός και χαλασμένος ο μικρός, ώστε λυπήθηκε ο Αποστόλης να ξανανοίξει την πρωινή ομιλία. Άλλωστε κι εκείνος ήταν ταραγμένος και διστακτικός. Μαλλιοτραβιούνταν μέσα σε δυο αντίθετες επιρροές. Είχε ακούσει το πρόγραμμα του Άγρα, και η γλύκα, η συμπόνια, η ευγένεια και η πραότης του λόγου του τον είχαν τραντάξει, του είχαν αναστατώσει την καρδιά. Μα από την άλλη, η ενθύμηση της κυρίας Ηλέκτρας τον τάραζε ως τα δάκρυα. Τι θα 'λεγε η κυρία Ηλέκτρα; Βέβαια αυτή δε θα ήθελε συμφιλίωση, αγάπη, συνεργασία, με Βούλγαρο - Ρουμουνο - Σέρβους, αυτή που τους μισούσε, τους Βουλγαρορουμούνους όσο και τους Τούρκους! Και ο λόγος της κυρίας Ηλέκτρας ζύγιζε άλλο τόσο, όσο και του καπετάν Άγρα. Ήταν Ευαγγέλιο γι' αυτόν. Δυο αντίθετα Ευαγγέλια, που αντιπάλευαν και αντικρούουνταν σε κάθε τους λέξη!... Και να μην είχε δει τον Άγρα στη μάχη; Να μην ήξερε τι ατρόμητο παλικάρι ήταν; Μα τον είχε δει, σκεπασμένο αίματα, να πολεμά τους Βουλγάρους με πείσμα, με λεονταρίσια αφοβιά. Κάποιο σοβαρό λόγο θα είχε ν' αλλάξει τώρα στάση και ιδεολογία...

Ανήσυχος γυρνούσε και ξαναγυρνούσε ο Αποστόλης στο στρωσίδι του χάμω, πλάγι στον κοιμισμένο Γιωβάν. Και ξαφνικά ένιωσε νοσταλγία φοβερή για την κυρία Ηλέκτρα, να τη δει, να της μιλήσει, να του ξεμπερδέψει εκείνη το μπερδεμένο κουβάρι του συλλογισμού του, που ήταν όλο αντιλογίες. Μα πώς να πάγει στην κυρία Ηλέκτρα; Όλα τώρα στο Βάλτο είχαν μεταρρυθμιστεί. Ο καπετάν Νικηφόρος, άρρωστος τόσο που δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του, είχε φύγει από το Βάλτο, καβάλα, με λίγους άντρες του. Είχε κατέβει στην Κουλακιά, όπου αποχαιρέτησε τα παιδιά του, και, ντυμένος ψαράς, με άλλους δυο Κουλακιώτες ψαράδες, είχε πάγει στη Θεσσαλονίκη, όπου είδε το Γενικό Πρόξενο, πριν ξαναγυρίσει στην Κουλακιά, και από κει στα Γιουβάρια, όπου τον πήρε κρυφά ένα καΐκι για το Τσάγεζι.

Τον Περικλή, άρρωστο, με τύφο λέγει, τον είχαν μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, στης γιαγιάς του Μήτσου, και μαζί του είχαν πάγει και ο Βασίλης και ο Μήτσος, μαζί και η κυρία Ηλέκτρα, που είχε μείνει χωρίς δουλειά όταν βγήκε από τη φυλακή η κυρία Ευθαλία, και που τον είχε νοσηλεύσει τις πρώτες μέρες στο Τσέκρι. Πού να τη βρει λοιπόν τώρα την κυρία Ηλέκτρα ο Αποστόλης, και πώς να τη ρωτήσει; Στο Βάλτο είχε μείνει ο καπετάν Νικηφόρος ο Β', μονάχος, με υπαρχηγούς. Ακόμα και ο καπετάν Κάλας είχε φύγει.

Φοβέριζαν οι Τούρκοι πως θα εκτοπίσουν όλα τα σώματα, ελληνικά και βουλγάρικα, από το Βάλτο. Μα ως τώρα είχαν περιοριστεί σε πυκνό τουφεκίδι στις ακρολιμνιές, ολόγυρα στο Βάλτο, σα να ήθελαν με μπαμ και μπουμ ν' απομακρύνουν σπουργίτια. Στη δική τους δυτική γωνιά, και οι Βούλγαροι δεν ακούουνταν πια, δεν κουνούσαν, δεν πείραζαν τις ελληνικές καλύβες, που κρατούσαν και αυτές αμυντική μόνο στάση. Ήταν σα να είχε εκφυλιστεί ο Αγώνας. Και τα ήσυχα νερά της Λίμνης απόπνεαν μούχλα, σαπίλα και πυρετούς, ανενόχλητα πια, γεμάτα νεροπούλια, νερόφιδα, βδέλλες, κουνούπια και αρρώστια. Την επαύριο το βράδυ ξανάπεσε ο Αποστόλης σε καινούριες αντιλογίες και συγκινήσεις. Ήταν πάλι στο πλαγινό δωμάτιο με τον Γιωβάν, έτοιμοι να πλαγιάσουν, όταν μπήμε μέσα ο Ηρακλής Χατζηδημούλας5, μηχανικός στη Νιάουσα και άνθρωπος με πολλήν υπόληψη, βαρυσήμαντος και συνετός. Τον είχε ζητήσει, λέγει, ο καπετάν Άγρας, να έλθει νύχτα, να του μιλήσει. Πού ήταν ο καπετάν Άγρας;

Τον άκουσε ο Αρχηγός, στην πλαγινή κάμαρα, και τον έμπασε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Και με λίγα λόγια, απλά, με υπομονή εξηγώντας για ποιους λόγους είχε αλλάξει στάση, εξέθεσε ο Άγρας στον Χατζηδημούλα την καινούρια πορεία που έπρεπε ν' ακολουθήσουν στη Μακεδονία οι Έλληνες οπλαρχηγοί. Δεν εσύμφερε, λέγει, αυτό το αλληλοφάγωμα, παρά μόνο στους Τούρκους, που το εγκαρδίωναν για να στηρίζονται αυτοί στα μίση των Χριστιανών. Βαθύτερη και πλατύτερη έπρεπε να είναι η δράση των Ελλήνων.

- Πρέπει να μονιάσομε όλοι εμείς οι Βαλκανικοί, είπε ο καπετάν Άγρας· να δώσομε, πρώτοι εμείς οι Έλληνες, που είμαστε οι πιο πολιτισμένοι, το παράδειγμα της προθυμίας, της συμφιλιώσεως και της συνεργασίας. Και όταν μονιάσομε εμείς οι Χριστιανοί, να ριχθούμε μαζί του Τούρκου, και να ελευθερώσομε τη Μακεδονία!

Ο Χατζηδημούλας ξιπάστηκε.

- Και πώς θα τους νουθετήσεις αυτούς; ρώτησε. Για να μονιάσεις με το λύκο, πρέπει να το θέλει και αυτός.

- Θα το θελήσει! αποκρίθηκε ο Άγρας. Όσο περισσότερο τον βλέπω, τόσο δε μ' αρέσει τούτος ο αλληλοσπαραγμός των Ελλήνων καν Βουλγάρων! Αδυνατίζομε και μεις και αυτοί, και χαίρεται, «μον και μονάχα» όπως λέτε δω στη Νιάουσα, ο Τούρκος, κι έτσι δε θα δει ελευθέρια, «καν κανείς» από σας. Και για να μπορέσω να φθάσω στο αποτέλεσμα που θέλω, ήλθα σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους να παύσει αυτό το φάγωμα...

- Ήλθες εσύ, καπετάν Άγρα, σε συνεννόηση με τους Βουλγάρους!... αναφώνησε συνταραγμένος ο Χατζηδημούλας.

- Βέβαια! Κι έπεισα μερικούς απ' αυτούς. Και αύριο θα πάγω ο ίδιος να βρω έναν από τους σημαντικούς οπλαρχηγούς τους...

Ο Χατζηδημούλας τον διέκοψε:

- Τρελάθηκες, καπετάν Άγρα;... αναφώνησε αγριεμένος. Έχεις γνώση; Φαντάζεσαι πως γίνεται συνεννόηση ποτέ μ' αυτούς;... Και θα πας, λέει, να τους βρεις;... Δεν έχεις λοιπόν ιδέα τι άπιστα θηρία είναι οι Βούλγαροι;

- Τους ξέρω και τους πολέμησα, αποκρίθηκε με το ανοιχτόκαρδο του χαμόγελο ο καπετάν Άγρας. Μα θα πάγω! Και θα πάγω μόνος, χωρίς το σώμα μου! Τι θα μου κάνουν; Θέλουν δε θέλουν θα μ' ακούσουν!

- Θα σ' ακούσουν, λέει; Δεν είσαι στα συγκαλά σου! φώναξε με θυμό ο Χατζηδημούλας. Να σου πω εγώ τι θα σου κάνουν! Θα σε γελάσουν, θα σε τραβήξουν στις σπηλιές τους, θα σε πιάσουν, θα σε δέσουν, και θα σε γυρνούν από χωριό σε χωριό και από σπίτι σε σπίτι! Και δε θα πουν πως σε γέλασαν! Παρά θα πουν πως σε νίκησαν σε μάχη, εσένα, τον καπετάν Άγρα, το Γενικό Αρχηγό των Ελλήνων, όπως σε λεν μεταξύ τους! Κι έτσι θα καταστρέψεις τον Αγώνα! Και θ' ακουστεί σ' όλη τη Μακεδονία πως νικήθηκε ο Γενικός Αρχηγός των Ελλήνων, και θα φημιστούν οι κομιτατζήδες ως παλικαράδες, και θα φοβηθούν οι δικοί μας, και θα σηκώσουν κεφάλι οι Βούλγαροι, και θα είσαι συ αιτία που θα χαλάσει ο Αγώνας, και θα παν χαμένοι τόσοι κόποι, τόσο αίμα!...

Έτρεμε ο Χατζηδημούλας, και φώναζε, και δάκρυα από θυμό και αγανάκτηση γέμιζαν τα μάτια του. Αντίκρυ του, ήσυχος, στρίβοντας ένα τσιγάρο, σοβαρός μα ακλόνητος, τον άκουε ο Τέλος Άγρας.

- Μη μου μιλάς έτσι - σου το παρακαλώ, Χατζηδημούλα! είπε με καλοσύνη. Έχω πάρει απόφαση και δε θέλω ν' αλλάξω γνώμη! Ώστε μη μου λες τ' αντίθετα και μη θυμώνεις!... Έχω ειδοποιήσει, και θα πάγω χωρίς άλλο!

- Να μην πας! Θα σ' εμποδίσομε! Δεν έχεις δικαίωμα!...

- Θα πάγω και δε θα μ' εμποδίσετε, είπε ήσυχα μα αποφασιστικά ο Άγρας. Και δε θα χαλάσω τον Αγώνα εγώ. Ούτε μπορούν να πουν οι Βούλγαροι πως έπιασαν το Γενικό Αρχηγό των Ελλήνων - ούτε καν «αρχηγό», γιατί ο κόσμος ξέρει πως έρχεται σε δυο μέρες ο αντικαταστάτης μου, ο καπετάν Αμύντας, που είναι και ανώτερος μου, και πως εγώ δεν είμαι πια παρά απλώς ιδιώτης.

- Μην το κάνεις, καπετάν Άγρα!... Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου! αναφώνησε πνιγμένος από συγκίνηση ο Χατζηδημούλας.

Χαμογέλασε ο Άγρας:

- Εσείς οι ντόπιοι δε βλέπετε, με τα μίση σας, λίγο παραπέρα... είπε όλο και πιο γλυκά. Εγώ νομίζω πως βλέπω πιο καθαρά. Κι επιτέλους, αν αποτύχω, τι πειράζει;... Το πολύ πολύ θα χαθεί ένας άνθρωπος. Μα αν επιτύχω, είναι τόσο μεγάλη η ωφέλεια, που δεν μπορείς εσύ να τη φανταστείς.

- Θα πας χαμένος! Θα φας το κεφάλι σου!... Θα σε σφάξουν!...

Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.

- Τι είναι ένας άνθρωπος, εμπρός σ' έναν τέτοιο σκοπό; είπε ήρεμα.

Στο πλαγινό δωμάτιο, ο Αποστόλης είχε ακολουθήσει όλη τη συζήτηση. Η καρδιά του χτυπούσε σκεπαρνιές ως πάνω στα μηνίγγια του, τον ζάλιζε... Άρπαξε το χέρι του Γιωβάν.

- Κάτσε δω! του είπε. Κοίταζε, άκουε, μην τον αφήσεις!... Εγώ πάγω στη Θεσσαλονίκη!... Πρέπει να δω την κυρία Ηλέκτρα!...

- Στη Θεσσαλονίκη;... Πώς θα πας;... μουρμούρισε ο Γιωβάν ξαφνισμένος.

- Θα τρέξω στο σταθμό... κάτω στον κάμπο!... Μεταφέρουν στρατό οι Τούρκοι, έχει απόψε νυχτερινό τραίνο Βοδενών - Βέρροιας!... Θα το προκάνω, και το πρωί θα είμαι στη Θεσσαλονίκη!... Έχει δίκαιο ο κύριος Χατζηδημούλας... Α, χάθηκε ο Γρέγος!... Μη χαθεί και τούτος!...

Και πνιγμένος από τα δάκρυα που του ανέβαιναν στο λαιμό, βγήκε έξω, κατέβηκε τον αμαξιτό δρόμο, έτρεξε ως το σταθμό της Νιάουσας, που ήταν πέντε έξι χιλιόμετρα μακριά, και όπου θα σταματούσε το νυχτερινό τραίνο, στο διάβα του κατά τη Βέρροια – Θεσσαλονίκη.