Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΕ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΕ'. Γρέγος


Από το καμένο σπίτι του Μήτρη Τάνε, ο Αποστόλης είχε γυρίσει άπρακτος στο χωριατόσπιτο του γέρου. Τον βρήκε όπως τον είχε αφήσει, με το περίστροφο στο χέρι, κοιτάζοντας το δρόμο.

- Το σπίτι κάηκε, έφθασα αργά, είπε λαχανιασμένος από το τρέξιμο ο Αποστόλης. Δεν πήρα τα γράμματα.

- Τον Μήτρη Τάνε τον σκότωσαν; ρώτησε ο γέρος.

- Δεν τον γνωρίζω. Μα σκότωσαν δυο που βγήκαν από την πόρτα του.

- Περίμενε με δω, πάγω να βεβαιωθώ. Μη μας δουν όμως μαζί. Μπορεί και να βαστά κανένα γράμμα πάνω του. Πάγω να τον ψάξω, είπε ο γέρος.

Και βγήκε έξω. Στο δρόμο πολεμούσαν ακόμα. Από το παράθυρο κοίταζε ο Αποστόλης τη μάχη, χωρίς να φαίνεται. Έξαφνα, ένα σκυλάκι πήδηξε μέσα, ρίχθηκε πάνω του με κλάματα χαρούμενα. Την ίδια ώρα ο Περικλής δρασκέλιζε το πεζούλι του παραθύρου και λαφριά πηδούσε στην κάμαρα.

- Τι κάνεις εδώ; ρώτησε. Τρόμαξα να σε βρω! Χωρίς τον Μάγκα θα σε γύρευα ακόμα. Και κόντεψε να με δει ο Αρχηγός...

Ο Αποστόλης του είπε όσα ήξερε και πως περίμενε το γέρο. Μια κανάτα νερό στέκουνταν σ' ένα ράφι. Την πήρε ο Περικλής και ήπιε λαίμαργα.

- Φύγαμε χωρίς παγούρια, είπε' φερθήκαμε σαν αμάθητα σχολιαρόπαιδα. Και τούτο το νερό βρωμά! Πουφ! Μα άκουσε να σου πω! Με είδε ο Μήτσος και με μάλωσε...

- Θα μςις μαντατέψει; ρώτησε ανήσυχα ο Αποστόλης.

- Όχι. Μα μου είπε πού να τον βρούμε, έξω από το χωριό, να γυρίσομε, λέγει, μαζί. Είχε δίκαιο ο Αρχηγός πως ο κίνδυνος είναι στη διάσπαση του σώματος και στις παρεξηγήσεις. Ένας σκοπός δικός μας δεν τον γνώρισε, που πηδούσε πάνω από ένα χαντάκι με τον μπάρμπα - Τάσο, τον Κουκουδέα και τον Ζαφειρίου, και τον πυροβόλησε.

- Τον χτύπησε; αναφώνησε ο Αποστόλης.

- Όχι! Ήταν συννεφιά ευτυχώς, και στη βία του ο σκοπός δε σημάδεψε καλά. Αστόχησε το βόλι. Τώρα πολεμά το σώμα του εδώ κοντά. Έφυγα μη με δει και με αναγνωρίσει...

Ο γέρος επέστρεφε. Είχε δει τα δυο πτώματα. Δεν ήταν του Τάνε. Ήταν δυο ακόλουθοι του. Ο Τάνε κάηκε ή γλίτωσε. Μα οι αντάρτες είχαν νικήσει, πέντε έξι σπίτια είχαν καεί, οι χειρότεροι κομιτατζήδες είχαν πέσει, οι άλλοι έφευγαν, κρύβουνταν, παραδίνουνταν. Η μάχη είχε κοπάσει, το τουφεκίδι ολοένα λιγόστευε, κάπου κάπου μακριά ακούονταν κανένα δυο πυροβολισμοί, και πάλι σώπαιναν. Τ' αγόρια βγήκαν στο δρόμο. Παντού ερημιά, τρόμος, σιωπή. Τα παράθυρα όλα κλειστά, και οι πόρτες επίσης. Κάπου κάπου ένας θρήνος γυναικείος ακούονταν πίσω από τα ξύλινα κανάτια. Και πάλι απλώνουνταν σιωπή.

Ο γέρος τους είχε ακολουθήσει.

- Για πού τραβάτε; ρώτησε.

- Γι' αυτόν το λόφο.

- Δεν περνάτε από δω. Είναι σειρά βουλγάρικα σπίτια, και πίσω από τα παραθυρόφυλλα θα παραμονεύουν. Πάτε από πάνω, κάνετε αλλόγυρο, θα βρείτε μια χαράδρα που θα σας βγάλει στο λόφο. Στο καλό, παιδιά μου!

Τ' αγόρια έκαναν όπως τους είπε ο γέρος. Μα έχασαν ώρα. Σαν έφθασαν στο λόφο βρήκαν τον Μήτσο μόνο. Το σώμα όλο είχε φύγει, μα, πιστός στο λόγο του, είχε μείνει πίσω ο Μήτσος και περίμενε τον εξάδελφο του και τον Αποστόλη.

- Στα σκοτεινά δε θα τους ξαναβρούμε, είπε σκοτισμένος.

- Θα βρω εγώ το δρόμο, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Ένα δρόμο που έκανα μια φορά, δεν τον χάνω ποτέ...

- Κι έχομε και το σκύλο, είπε μια βαθιά φωνή κοντά τους.

- Πάλι εσύ, καπετάν Ακρίτα!... αναφώνησε ο Μήτσος. Τι μου γυρεύεις απόψε και όλο σε βρίσκω κοντά μου; Πώς έμεινες πίσω;

- Εσύ δεν έμεινες τάχα, για να συνοδεύσεις δυο τρελόπαιδα; έκανε ήσυχα ο Γρέγος.

Συγκινημένος είπε ο Μήτσος:

- Μου έσωσες τη ζωή μια φορά, καπετάν Ακρίτα, σαν πέταξες από το χέρι του Βουλγάρου το τουφέκι του, και με ξαναγλίτωσες...

- Κι εσύ θα 'κανες το ίδιο, διέκοψε με απάθεια ο Γρέγος. Μα μη χασομερνούμε. Έχομε δρόμο πολύ ως το Βάλτο.

- Γιατί έμεινες πίσω; ρώτησε ο Μήτσος.

- Δεν ξέρει ο Αρχηγός πως έφυγα, ώστε δε θα με γυρεύει. Και είπα κάλλιο δυο άντρες παρά ένας. Δεν είναι βέβαιο πως θα βρούμε το δρόμο ελεύθερο. Και τα παιδιά δε λογαριάζουν.

«Τα παιδιά» λογάριαζαν τον εαυτό τους και πειράχθηκαν με τα λόγια του Γρέγου. Ο Αποστόλης εννοούσε ν' αποδείξει την χρησιμότητα του, και αναλαμβάνοντας την αρχηγία, γοργά κατέβηκε το λόφο και ξαναπήρε το δρόμο από τον οποίο είχαν έλθει. Πλάγι του, ρουθουνίζοντας και μυρίζοντας το χώμα έτρεχε ο Μάγκας. Κανένας δε μιλούσε. Ο Γρέγος πήγαινε δεύτερος, ύστερα ο Περικλής και τελευταίος ο Μήτσος. Πέρασαν μιαν αρβανίτικη κισλάδα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας. Πλησίασαν στο χωριό Αγιοι Απόστολοι, και ο οδηγός, ακολουθώντας το παράδειγμα του μπάρμπα - Τάσου, κατέβαινε σε μια χαράδρα, για να πηγαίνουν στα σκεπά, όταν ο Μάγκας άρχισε να δίνει σημεία ανησυχίας. Πήγαινε, ήρχουνταν, μύριζε το χώμα, έτρεχε στον Περικλή και τον καλούσε με σιγανά κλάματα. Και πάλι έτρεχε μπρος, πίσω, χωρίς ν' απομακρύνεται.

- Κίνδυνος... μουρμούρισε ο Περικλής.

Μετέδωσε ο Γρέγος τη λέξη στον Αποστόλη, και όλοι ξαπλώθηκαν χάμω. Μα τίποτα δεν ακούονταν. Μόνος ο Μάγκας έμενε ανήσυχος, ξεσκεπάζοντας τα σκυλόδοντα του και γρυλίζοντας πνιχτά. Τα σύννεφα είχαν κυλήσει, ξεσκέπασαν το φεγγάρι, που φώτιζε αμείλικτα.

- Δε μας μένει καιρός, ό,τι γίνει ας γίνει, πρέπει να φύγομε, ψιθύρισε ο Γρέγος.

Και αθόρυβα ξαναπήραν το δρόμο τους, μες στη χαράδρα, με τον Γρέγο τελευταίο, που έκλειε τη γραμμή. Ξαφνικά όρμησε σιωπηλά ο Μάγκας σ' ένα θάμνο. Την ίδια στιγμή μια φλόγα έλαμψε και μια σφαίρα σφύριξε. Μ' έναν πήδο, προσπέρασε ο Γρέγος τον Μήτσο που ήταν μπροστά του και τον σκέπασε με το σώμα του, την ώρα που από το βάτο δεύτερη φλόγα πετάγουνταν και δεύτερος πυροβολισμός σκούσε.

- Μην τραβάτε! πρόσταξε τους δικούς του ο Γρέγος.

Και πηδώντας με το ένα πόδι, σέρνοντας το άλλο, έπεσε με όλο του το βάρος μες στο θάμνο. Τα δυο αγόρια και ο Μήτσος είχαν ριχθεί και αυτοί στα χαμόκλαδα. Μα η πάλη είχε τελειώσει. Κάτω από τα μεγάλα χέρια του Γρέγου, που του έσφιγγαν το λαιμό, ένας άνθρωπος ψυχοραγούσε.

- Πίσω σεις!... είπε μες στα σφιγμένα δόντια του ο Γρέγος.

Ενας δυο σπασμοί τίναξαν ακόμα το σώμα του άλλου, κι έμεινε ακίνητος. Μα ακόμα δεν τον άφηνε ο Γρέγος. Τα χέρια του, σαν τσιγκέλια σιδερένια, τον βαστούσαν από το λαιμό. Και ξαφνικά τον άφησε, κύλησε στο πλευρό, ύστερα στη ράχη και τα χέρια του απλώθηκαν ανοιχτά.

- Και τώρα φύγετε, είπε του Μήτσου που έσκυβε πάνω του. Προφθαίνετε ακόμα.

Με φρίκη είδε ο Μήτσος, στο φως του φεγγαριού, πως ήταν σκεπασμένος αίματα. Με χέρια που έτρεμαν, τράβηξε ένα μαχαίρι που του είχε μπήξει ο άλλος στο στήθος.

- Φύγετε, επανέλαβε ο Γρέγος. Πείτε του Βασίλη πως πλήρωσε ο Μήτρη Τάνε το αίμα που έχυσε.

- Ο Τάνε; αναφώνησε ο Αποστόλης. Αυτός είναι ο Τάνε; Ο Γρέγος έκανε να σηκώσει το κεφάλι του.

- Τον ξέρεις και αυτόν μήπως, νήπιο; έκανε κοροϊδευτικά. Ήδη ο Αποστόλης είχε ξεκουμπώσει το αντερί του Βουλγάρου, άδειαζε τις τσέπες του, σκάλιζε τη ζώνη του.

Παραμερίζοντας τα χέρια του Μήτσου, που γύρευε να σταματήσει το αίμα που ανάβρυζε από το στήθος του, ο Γρέγος ανασηκώθηκε στον άγκωνά του.

- Βρε, δεν ντρέπεσαι; είπε του Αποστόλη. Σκυλεύεις πεθαμένο;

- Τα χαρτιά του, ναι! Είχε πάρε δώσε με τον Ζλατάν! Ο Γρέγος χαμογέλασε.

- Μωρέ ανήλικο... θα γίνεις μεγάλος καπετάνιος εσύ, αν επιζήσεις, μουρμούρισε.

Και ξανάπεσε στη ράχη. Ανυπόμονα παραμέρισε τον Μήτσο, κι έναν επίδεσμο που γύρευε να του βάλει.

- Μη χάνετε ώρα, του είπε, εγώ είμαι τελειωμένος. Μου έσπασε η σφαίρα το πόδι. Δεν μπορώ να βαδίσω. Φύγετε εσείς...

- Δε σ' αφήνομε, καπετάν Ακρίτα, είπε πνιχτά ο Περικλής. Και χαμηλόφωνα πρόσταξε ο Μήτσος:

- Με τα τρία τουφέκια και τις ζώνες μας... ένα φορείο... Αγριεμένος ανασηκώθηκε ο Γρέγος.

- Φύγετε! είπε μες στα δόντια του, ή σας την ανάβω! Και άρπαξε το περίστροφο του από τη ζώνη του.

- Άναψε μας την σα θες, αποκρίθηκε ο Μήτσος, μα δε σ' αφήνομε στους Τούρκους.

Πιο γλυκά είπε ο Γρέγος:

- Στους Τούρκους δε θα μ' αφήσετε... Ξημέρωσε η τρίτη μέρα του μάγου. Μήτσο, πες του πατέρα σου πως το χρέος μου σήμερα το ξεπλήρωσα.

- Ποιο χρέος;

- Έτσι πες του. Ο Βασίλης ξέρει. Και του Βασίλη πέστε πως ζει ακόμα ο Ζλατάν, πως του μένει να σκοτώσει τον Ζλατάν... Και τώρα φύγετε. Γεια σας!

Ο Μήτσος είχε βάλει χάμω τα τρία τουφέκια και ετοιμάζουνταν να λύσει τη ζώνη του... Με το γερό του πόδι τα κλώτσησε ο Γρέγος.

- Θα φύγετε; γρύλισε φουρκισμένος.

- Δε σ' αφήνομε ζωντανό, του αποκρίθηκε ο Μήτσος.

- Α, έτσι; έκανε ο Γρέγος κοροϊδευτικά.

Και σηκώνοντας το περίστροφο του, το ακούμπησε στον κρόταφο του πριν προφθάσει κανένας να τον εμποδίσει. Κουφή ακούστηκε εκπυρσοκρότηση, και ο Γρέγος έπεσε πίσω νεκρός, το κρανίο του κομμάτια, τα μυαλά του χυμένα!

Όλη αυτή η άγρια σκηνή δεν είχε βαστάξει περισσότερο από λίγα λεπτά. Καμιά φωνή δεν ακούστηκε, κανένας δε μίλησε. Σιωπηλά γονάτισε ο Μήτσος, πήρε το περίστροφο από το χέρι του πεθαμένου, σήκωσε από χάμω το τουφέκι του, και γύρισε να φύγει. Χωρίς λέξη, σα ζαλισμένα, τον ακολούθησαν τα δυο αγόρια. Και σιωπή απλώθηκε στον κάμπο...

Πέρασε ώρα... Το φεγγάρι, ψυχρό, αδιάφορο, μια σκιάζουνταν από περαστικά σύννεφα, και μια φώτιζε τη χαράδρα του θανάτου, με τους δυο εχθρούς πεσμένους, σχεδόν πλάγι πλάγι, αδελφωμένους στον αιώνιο ύπνο. Και στη βαθιά αυτή νυχτερινή σιγή, κλαριά τσάκισαν σιγά, σώπασαν και πάλι τσάκισαν, και μια σκιά χαμηλή έρποντας σχεδόν, βγήκε από τους θάμνους, πλησίασε σιγά τους πεθαμένους. Έξαφνα, από άλλο θάμνο μια πέτρα πέταξε, χτύπησε τη σκιά στο πλευρό, και τρομαγμένο έφυγε το αγρίμι και χάθηκε. Ένα παιδί βγήκε από τα παλιούρια, έριξε μια ματιά στ' απάνω και στα κάτω της ρεματιάς, και ακροπατώντας σίμωσε τους πεθαμένους. Μια ματιά μόνο έριξε στο Βούλγαρο, και γονάτισε κοντά στον Έλληνα αντάρτη. Με τρεμάμενο χέρι άγγιξε το αιματωμένο στήθος, ύστερα το πρόσωπο, και τραβήχθηκε αγριεμένο. Και πάλι έσκυψε πάνω στον πεθαμένο και ψιθύρισε:

- Καπετάν Ακρίτα!... Καπετάν Ακρίτα!...

Μα τίποτα δεν ακούστηκε. Οι πεθαμένοι δεν απαντούν.

Πάλι άπλωσε ο μικρός το χέρι στο στήθος του νεκρού, έκανε να ξεκουμπώσει το σταυρωτό του αντερί. Το χέρι του αντάμωσε κάτι σκληρό. Έψαξε και βρήκε ένα ωρολόγι, και μαζί ένα πέτσινο παλιωμένο μικρό πορτοφόλι. Τρέμοντας από συγκίνηση το άνοιξε ο μικρός. Ήταν ένα απλό πορτοφολάκι με δυο τσέπες. Η μια τσέπη ήταν άδεια. Στην άλλη βρήκε μόνο μια φωτογραφία. Στο χλωμό φως του φεγγαριού διέκρινε μια κοπέλα νέα, με την κατσούλα του Γιδά, που χαμογελούσε, το χέρι ακουμπισμένο στο γοφό, το κεφάλι λίγο πίσω. Τα χέρια του μικρού έτρεμαν όλο και περισσότερο. Γύρισε την εικόνα από την ανάποδη και είδε μια γραμμή καλογραμμένη, και από κάτω λέξεις γραμμένες με πιο χοντρό γράψιμο, τη μια κάτω από την άλλη. Δεν ήξερε καλά να διαβάσει. Και δεν είχε πια φως. Σύννεφα σκέπαζαν πάλι το φεγγάρι. Έβγαλε σπίρτα από την τσέπη του, άναψε ένα φρύγανο και ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Του ήλθε ζάλη. Εκανε να φιλήσει τη φωτογραφία, μα δεν πρόφθασε. Επεσε με το μέτωπο στο χώμα και λιγοθύμησε...

Είχε ξημερώσει όταν έφθασε ο Αποστόλης με τον Μήτσο και τον Περικλή στη σκάλα των Αγίων Αποστόλων. Ο καπετάν Νικηφόρος είχε περάσει με το σώμα του και τράβηξε για την καλύβα. Μόνος ο Βασίλης, μ' έναν πλαβαδόρο και δυο πλάβες, περίμενε ακόμα τους αργοπορημένους. Αναστέναξε ο Βασίλης, σαν πετάχθηκε πάνω του ένα άσπρο σκυλάκι και αναγνώρισε το Μάγκα. Και βγήκε από τα καλάμια και είδε τρεις αντάρτες που προχωρούσαν κατάκοποι.

- Κύριε Μήτσο! Και σεις παιδιά! Δόξα τω Θεώ! είπε με ανακούφιση. Το βλέμμα του πέρα έψαξε τον κάμπο με τα καλάμια και τα παλιούρια. Λείπει ακόμα ένας, πρόσθεσε.

Μα ξαφνικά είδε τα αίματα που σκέπαζαν τα ρούχα και τα χέρια του Μήτσου.

- Πληγώθηκες; ρώτησε ανήσυχα.

Με το χέρι έκανε νόημα αόριστο ο Μήτσος. Βραχνά είπε:

- Εγώ όχι. Μα δε θα γυρίσει πια εκείνος που λείπει.

Ο Βασίλης είχε χλωμιάσει. Έκανε να μιλήσει, μα καμιά λέξη δε βγήκε από το σφιγμένο του λαιμό. Και σιωπηλά μπήκαν στην πλάβα και τράβηξαν για την καλύβα των Αγίων Αποστόλων.

Πίσω τους ακολουθούσε η άλλη πλάβα, με τον ένα πλαβαδόρο. Σιωπηλά ανέβηκαν στο πάτωμα. Ο καπετάν Νικηφόρος με το σώμα του είχε ήδη ξαναφύγει για το Τσέκρι. Σιωπηλά πήγε ο Βασίλης ίσια στο κοντάρι, όπου ήταν ανεβασμένη κιόλα η σημαία, και την κατέβασε μεσίστια. Και χωρίς λέξη να πει στους αντάρτες, που βγήκαν να υποδεχθούν τους πολεμιστές και που έστεκαν μουδιασμένοι, μπήκε στην καλύβα με τον Μήτσο και τον Περικλή κι έκλεισε το μουσαμά της πόρτας. Ένας αντάρτης, ο Νάσος ο πλαβαδόρος, σταμάτησε τον Αποστόλη την ώρα που ετοιμάζουνταν να τους ακολουθήσει.

- Τι τρέχει; ρώτησε. Ποιον πενθούμε;

- Τον καπετάν Ακρίτα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

Και με την ξανάστροφη του χεριού του σκούπισε ένα δάκρυ που έκανε να κυλήσει από τα βουρκωμένα μάτια του. Εκείνη τη μέρα το Τσέκρι πανηγύριζε τη μεγάλη νίκη, την ανέλπιστη, την καταστροφή των κομιτατζήδων στα Κουρφάλια. Από παντού έφθαναν χαιρετισμοί, δώρα, συγχαρητήρια. Ακόμα και Τούρκοι, μπέηδες και άλλοι, έστελναν συγχαρητήρια κι ευχαριστήρια στον καπετάν Νικηφόρο, που είχε απαλλάξει, λέγει, την περιφέρεια από την τρομοκράτηση, των Κουρφαλιών. Στην καλύβα των Αγίων Αποστόλων, αντιθέτως, νέκρα βασίλευε. Ο Βασίλης είχε κατεβάσει μεσίστια τη σημαία. Όλοι ήξεραν την αγάπη του για τον πεθαμένο φίλο του. Οι αντάρτες δεν τολμούσαν ούτε τη φωνή τους να υψώσουν· είχαν αποτραβηχθεί στη μπάντα ν' ανταλλάξουν χαμηλόφωνα τις σκέψεις τους, να μάθουν από τον Αποστόλη πώς πέθανε ο θρυλικός αρχηγός.

- Ο καπετάν Ακρίτας πέθανε! Ο καπετάν Ακρίτας πάει!...

- Κρίμα στο παλικάρι! - Κρίμα στον ανίκητο μας γίγα!...

Γιατί σε όλους είχε επιβληθεί ο Γρέγος, με την ατρομησιά του, το δυνατό του σώμα, το προστακτικό του ύφος που παντού τον έδειχνε αρχηγό, την αποφασιστικότητα του, την αστραφτερή του ματιά. Και όσοι δεν τον είχαν δει σε μάχη ή σε τολμηρή επιχείρηση, όσοι είχαν ακούσει τους άθλους του καπετάν Ακρίτα, που είχε αφήσει θρυλικό όνομα σε όλη τη Μακεδονία, ζούσαν με την ελπίδα να τον γνωρίσουν καμιά μέρα, να πολεμήσουν ίσως μαζί του. Και τώρα σκοτώθηκε ο καπετάν Ακρίτας, αυτοκτόνησε λέει, γιατί ένα βόλι του είχε σπάσει το πόδι, και δεν ήθελε οι άλλοι να μείνουν πίσω και να τους πιάσουν οι Τούρκοι, σα βγουν να κυνηγήσουν το ελληνικό σώμα που έκαψε και ξεκαθάρισε τα Κουρφάλια... Στην καλύβα ωστόσο, κλεισμένος, άκουε ο Βασίλης τη διήγηση των δυο εξαδέλφων, χωρίς ν' ανοίξει τα χείλη του, χωρίς ν' αρθρώσει λέξη. Και σαν του επανέλαβε ο Μήτσος τα τελευταία λόγια του καπετάν Ακρίτα, πως ζει ακόμα ο Ζλατάν, πως μένει να σκοτώσει τον Ζλατάν, πάλι δε μίλησε ο Βασίλης. Και όταν ρώτησε ο Μήτσος:

- Γνώρισε ο καπετάν Ακρίτας τον πατέρα μου; Τι χρέος είχε ο καπετάν Ακρίτας προς τον πατέρα μου; δεν αποκρίθηκε ο Βασίλης.

Τα μάτια καρφωμένα στο περίστροφο και στο τουφέκι του Γρέγου, που του τα είχε δώσει ο Μήτσος, φαίνουνταν να μην ακούει ούτε να βλέπει τι γίνουνταν και λέγουνταν γύρω του. Και σώπασαν τα δυο εξαδέλφια. Και ξαπλώθηκαν να κοιμηθούν, ενώ καθισμένος στο πάτωμα, με τα χέρια σταυρωμένα γύρω στα γόνατα του, ο Βασίλης εξακολουθούσε να κοιτάζει στο κενό, χαμένος στη μαύρη του συλλογή.

Μα και τα εξαδέλφια δε βρήκαν ύπνο. Ήταν παρατεντωμένα τα νεύρα τους. Γύριζε και ξαναγύριζε ο Μήτσος στο νου του τα λόγια του καπετάν Ακρίτα, και αναπολούσε πόσες φορές του είχε σώσει την ζωή του. Στα Κουρφάλια δυο φορές τον είχε γλιτώσει, τη μια σαν πέταξε το τουφέκι από το χέρι του Βουλγάρου, και την άλλη, σαν τον τράβηξε από μια φλογισμένη σκεπή που γκρεμίζουνταν. Και θυμήθηκε τη νύχτα στο Ζορμπά, πως έφυγε αυτός να κυνηγήσει τους Βουλγάρους και ζήτησε από τον καπετάν Νικηφόρο να δώσει άλλη αγγαριά του Μήτσου, αγγαριά που του είχε φανεί τότε εξευτελιστική, σαν υπογραφή για την ασφάλεια της ζωής του. Και πλάγι του, άλλο τόσο συλλογίζουνταν, ξάγρυπνος και ο Περικλής, τα μάτια στυλωμένα στην κωνική σκεπή πάνω από το κεφάλι του. Από τη νυχτερινή τραγωδία είχε βγει ο Περικλής πιο ώριμος, πιο άντρας ακόμα. Είχε νιώσει βαθιά το μεγαλείο της αυτοκτονίας του Γρέγου. Αν δεν πετούσε τα μυαλά του, ίσως θα σώζουνταν από τη μαχαιριά του στήθους και από τη σφαίρα στο πόδι. Ήταν τέτοιο δυνατό σκαρί! Μα θα παρακινδύνευε η αργή του πορεία τη σωτηρία των άλλων. Και με στωική περιφρόνηση της ζωής του, τους είχε απαλλάξει από τη φροντίδα του. Και ξαπλωμένος στα καλάμια της καλύβας ένιωθε τώρα ο Περικλής την ίδια περιφρόνηση της ζωής, την ίδια αδιαφορία για το θάνατο, που τόσο εύκολα έπαιρνε παλικάρια σαν τον καπετάν Ακρίτα.

Ο πεθαμένος είχε υψωθεί σε θρησκεία γι' αυτόν. Το μαχαίρι που είχε τραβήξει ο Μήτσος από το στήθος του, το είχε μαζέψει ο Περικλής, κι αιματωμένο όπως ήταν, το είχε τυλίξει στο μαντίλι του και το είχε κρύψει στον κόρφο του, κειμήλιο ιερό. Το περίστροφο και το τουφέκι του πεθαμένου, τα είχε δώσει του Βασίλη ο Μήτσος. Μα το μαχαίρι του Βουλγάρου δεν το ανέφερε ο Περικλής, δεν ήθελε να το δώσει. Θησαυρός ατίμητος γι' αυτόν, θα του θύμιζε τον ήρωα. Όπως ο Μίκης Ζέζας ήταν το παράδειγμα και το ιδανικό του καπετάν Νικηφόρου, έτσι και τούτο το στωικό παλικάρι θα έμενε το δικό του ιδανικό. Δάκρυ δεν είχε χύσει ούτε ένα ο Περικλής, όταν πεθαμένο τον ξάπλωσαν στο χώμα και τον άφησαν πλάγι στον πνιγμένο με τα χέρια του Βούλγαρο. Μα τώρα, μόνο που τον συλλογίζουνταν, βούρκωναν τα μάτια του... Και θυμούνταν, αναπολούσε περασμένα του λόγια, και όσα του είχε διηγηθεί ο Αποστόλης... «Του είχε προείπει ο μάγος της Ουγκάντας το θάνατο του. Ήταν, λέει, γραφτό του να μη γυρίσει στην Ελλάδα. Είχε πολεμήσει, λέει, στα '97, και κάποιος σακαράκας με λουστραρισμένες μπότες τον είχε πει “τουρκόσπορο”. Παντού και πάντα μια ατμόσφαιρα μυστηρίου περιτύλιγε τις κινήσεις και το παρελθόν του πεθαμένου. Ποιος ήταν; Ποιος κρύβουνταν κάτω από το όνομα του καπετάν Ακρίτα; Γιατί από καιρό είχε αρχίσει ν' αμφιβάλλει ο Περικλής για τη γνησιότητα του οπλαρχηγού...». Ένα φώναγμα του φρουρού συντάραξε τη σιωπηλή καλύβα.

- Εεε!... Επίσκεψη-η-η!...

Ο Βασίλης δεν κούνησε. Και ο Μήτσος που είχε ανασηκωθεί, ξανάπεσε στο πλευρό. Ας φρόντιζαν οι ξεκουρασμένοι άντρες έξω τον επισκέπτη. Αυτοί, ταλαιπωρημένοι από τη νυχτερινή αγρυπνία, είχαν ανάγκη να ξεκουραστούν. Μα όταν παραμέρισε ο μουσαμάς της πόρτας, και μια γυναίκα παρουσιάστηκε στο άνοιγμα, όλοι πετάχθηκαν στα πόδια τους. Ήταν η κυρία Ηλέκτρα με τον Αποστόλη, και από το χέρι κρατούσε τον Γιωβάν. Χωρίς να χαιρετήσει κανένα, μπήκε μέσα, έκλεισε το άνοιγμα της πόρτας και κάθησε σε μια κάσα που χρησίμευε για σκαμνί. Ήταν σοβαρή, αγέλαστη, χλωμή, σαν ξαγρυπνιμένη. Θλιμμένα είπε του Βασίλη:

- Τον έθαψα.

Μηχανικά ρώτησε ο Βασίλης:

- Ποιον;

Χωρίς να ξέρει τίποτα, μάντευε τι είχε γίνει.

- Τον Γρέγο. Δεν έπρεπε να μείνει έτσι, θα τον έτρωγαν τα τσακάλια... είπε η κυρία Ηλέκτρα.

Μια στιγμή κανένας δε μίλησε. Ήταν σα να ξεσκεπάζουνταν απρόοπτα ένα ιερό μυστικό. Και ήταν σα να παραβρίσκουνταν όλοι σε κηδεία. Και βαριά, αργοπροφέροντας, ρώτησε ο Βασίλης:

- Πώς το ξέρετε σεις πως τον έλεγαν Γρέγο;

- Μου το είπε ο Γιωβάν.

- Πώς το ήξερες εσύ, Γιωβάν;

Μα ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε. Έτρεμε όλος. Και σαν πάντα όταν δεν ήθελε να πει, σήκωσε τον ένα του ώμο. Η κυρία Ηλέκτρα άδειαζε την τσέπη της.

- Ήμουν στο χωριό Άγιοι Απόστολοι, είπε. Με μετέθεσε στο Μπόζετς το Κέντρο, ώσπου να βγει από τη φυλακή η κυρία Ευθαλία και να ξαναχτιστεί το σχολειό μου. Σταμάτησα στους Αγίους Αποστόλους, ν' αφήσω το μικρό στου παπα - Μιχάλη, τον παπά του χωριού. Δεν είχα ύπνο. Με είχε ειδοποιήσει ο παπάς πως πέρασε σώμα ανταρτών και πως το είχαν αντιληφθεί οι Τούρκοι. Δεν ήξεραν όμως αν ήταν Έλληνες ή Βούλγαροι. Εγώ είχα μάθει πως ο καπετάν Νικηφόρος είχε καλέσει τα παιδιά μας από την Κουλακιά, το Νιχώρι και τ' άλλα μας χωριά, και ήμουν φοβερά ανήσυχη, μην βγει ο στρατός και τους κόψει την υποχώρηση. Είχα πλαγιάσει τούτον το μικρό και πήγα στου παπά το σπίτι, που είναι λίγο έξω απ' το χωριό. Όλη νύχτα μείναμε ξυπνητοί, ο γερο παπα - Μιχάλης κι εγώ, και καιροφυλακτούσαμε. Αργά τη νύχτα - δυο ήταν; τρεις το πρωί; δεν ξέρω - ακούσαμε τουφεκιές. Βγήκαμε κρυφά. Τραβήξαμε καταπού είχαν πέσει οι τουφεκιές. Φθάσαμε σε μια χαράδρα. Είχα ένα κλεφτοφάναρο ηλεκτρικό ευτυχώς, γιατί είχε συννεφιάσει και δε βλέπαμε πού πηγαίναμε. Τραβούσαμε στην τύχη. Έξαφνα είδα μπροστά μου τούτον, που με φώναζε!... έκανε συγκινημένη, δείχνοντας τον Γιωβάν που στέκουνταν με σκυφτό κεφάλι, περιμένοντας τιμωρία. Με είχε προλάβει. Είχε βγει μόνος, είχε βρει δυο σκοτωμένους, ένα Βούλγαρο και τον Γρέγο. Ήταν πολύ ταραγμένος ο μικρός. Είχε βρει και μου έδωσε τούτα. Σου ανήκουν, Βασίλη.

Και του έτεινε ένα ασημένιο ωρολόγι, με χαραγμένο σύμπλεγμα από δυο γράμματα, Γ και Θ, και ένα πέτσινο σακουλάκι με χρυσά νομίσματα - επίσης κι ένα κλειδί εξώπορτας.

- Άνοιξα το σακουλάκι, πρόσθεσε η κυρία Ηλέκτρα, βρήκα τα χρήματα όπως είναι, το κλειδί - που είναι, λέγει ο μικρός, το κλειδί κάποιας εκκλησίας - κι ένα χαρτί που λέγει πως είναι όλα για σένα... Πάρτα, Βασίλη.

Με τρεμάμενα χέρια ξεδίπλωσε ο Βασίλης το χαρτί. Έγραφε, με μεγάλο χαρακτηριστικό γράψιμο: «Αφήνω στον Βασίλη Ανδρεάδη τα υπάρχοντα μου, όλα», και υπέγραφε: «Γ.Θ.». Τίποτε άλλο.

Ο Αποστόλης έσκυψε και κοίταξε το γράψιμο, και αναγνώρισε το ευανάγνωστο και πολύ χαρακτηριστικό γράψιμο του ψευτόπαπα που είχε οδηγήσει στο Λουδία και στην εκκλησία της Κάλιανης, και που είχε ξαναδεί στα χέρια του κυρ Θανάση στο Κλειδί.

- Πού τα βρήκες αυτά, Γιωβάν; ρώτησε αργοπροφέροντας ο Βασίλης.

Μα ο μικρός σήκωσε πάλι τον ώμο του χωρίς ν' αποκριθεί.

- Τα βρήκε στην τσέπη του αντεριού του νεκρού, είπε για κείνον η κυρία Ηλέκτρα.

- Άλλο τίποτα δεν είχε; ρώτησε πάλι ο Βασίλης, τα μάτια σκυμμένα στο χαρτί. Σημειωματάριο; Χαρτοφυλάκιο;

- Όχι. Σκάλισα η ίδια τις τσέπες του. Αργά, διστακτικά, ρώτησε πάλι ο Βασίλης:

- Πώς το 'ξερες, Γιωβάν, πως τον έλεγαν Γρέγο τον καπετάν Ακρίτα;

- Το 'ξερα κι εγώ! αναφώνησε ο Αποστόλης. Το 'ξερα πως δεν ήταν ο καπετάν Ακρίτας!

- Εσύ ήξερες και αυτό και πολλά άλλα, είπε ο Βασίλης. Ήξερες πως ως ψευτόπαπα τον είχες οδηγήσει στο Ρουμλούκι, μια νύχτα, και είχατε περάσει το Λουδία. Μα ο Γιωβάν, πώς ήξερε τ' όνομα του; Του το 'πες εσύ;

Κάτω από το υποψιάρικο βλέμμα του Βασίλη, ο Γιωβάν έτρεμε όλος, έτοιμος να κλάψει. Τον συμπάθησε ο Αποστόλης.

- Όχι, δεν του το 'πα εγώ, αποκρίθηκε, γιατί μας απαγορεύεται να μεταλέμε τι ξέρομε. Μα όπως το 'μαθα εγώ, θα το 'μαθε κι εκείνος. Σα μιλούσατε μεταξύ σας, δεν τον έλεγες ποτέ καπετάν Ακρίτα ή Κώστα. Τον έλεγες Γρέγο πάντα. Τη νύχτα που σκότωσες τον Άγγελ Πέιο, θα έτυχε να τον πεις με τ' όνομα του. Ε, Γιωβάν;

Μα πάλι ο μικρός δεν αποκρίθηκε, μόνο σήκωσε στον Αποστόλη τα μαύρα μάτια του, βουρκωμένα από ευγνωμοσύνη. Ο Μήτσος, συγκινημένος κοίταξε την κυρία Ηλέκτρα.

- Ποιος τον έθαψε; ρώτησε διακόβοντας την ανάκριση του Βασίλη.

- Εμείς· ο παπα - Μιχάλης κι εγώ. Ήταν αργή δουλειά, γιατί δεν είχαμε τσαπί. Με χοντρά κλαδιά και με τα χέρια ανοίξαμε το λάκκο. Βοήθησε και τούτο, είπε ακουμπώντας με αγάπη το χέρι της στο σκυφτό κεφάλι του Γιωβάν. Κουβάλησε πέτρες, γιατί ήταν μακρύς και ρηχός ο λάκκος. Ήταν γίγας ο Γρέγος. Και τον σκεπάσαμε με όσες πέτρες βρήκαμε, μην τον βρουν τ' αγρίμια. Και είπε μια ευχή ο παπάς. Ήταν πια μέρα σα φύγαμε, εκείνος για το χωριό, κάνοντας αλλόγυρο, μην ανταμώσει το στρατό που είχε βγει σε καταδίωξη, εγώ για το Τσέκρι. Εκεί μου είπαν πως δεν πήγες, Βασίλη, πως θα είσαι δω. Και ήλθα.

- Και ο Βούλγαρος τι έγινε; ρώτησε ο Περικλής.

Η κυρία Ηλέκτρα σήκωσε τα φρύδια της με μιαν έκφραση θλιμμένη. Μα πετάχθηκε στη μέση ο Αποστόλης κι έβγαλε κάτι χαρτιά απ' τον κόρφο του.

- Δεν πειράζει αν δεν τον θάψουν και αν τον φαν τα τσακάλια! είπε με την αποκλειστικότητα της ηλικίας του. Αυτός ήταν κακούργος! Ήταν ο Μήτρη Τάνε! Και, κυρ Βασίλη, βρήκα αυτά πάνω του. Είχε νταραβέρια με τον Ζλατάν. Πριν τα πάγω στον Αρχηγό, θέλεις να τα δεις;

Ήταν ασήμαντα χαρτιά, λογαριασμοί μικροαγορών και σημειώσεις χωρίς νόημα. Ένα μόνο κράτησε την προσοχή του Βασίλη και το μετέφρασε ελληνικά, όσο το διάβαζε μεγαλόφωνα. Ήταν κακογραμμένο, από αγράμματο άνθρωπο, κι έλεγε βουλγάρικα: «Αγαπητέ συνάδελφε, χαίρε. Μάθε πως δε συμφέρει να χτυπήσομε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων κατά πρόσωπο, γιατί δε θα τα βγάλομε πέρα. Μα μπορούμε με υποσχέσεις να τον δελεάσομε. Άρχισε κιόλα να δουλεύει ο βοεβόδας, και σ' αυτά είναι μάστορης. Έχει ο Γρεκομάνος την αδυναμία της φυλής του. Δε θέλει, λέει, να χύσει αίμα. Θα είναι εύκολο να τον τυλίξομε. Βαστάξετε σεις στα Κουρφάλια, βαστούμε μεις στο Ζερβοχώρι, φθάνει να μην κατέβει αυτός. Αν δε μας κάνουν χαλάστρες οι Τούρκοι και μας βγάλουν από το Βάλτο, θα τον πιάσομε ζωντανό, τον άτιμο. Εσείς το δικό σας κοιτάξετε, μην επαναλάβει το κόλπο του Μπόζετς, και από το δικό μας έννοια σας...». Ακολουθούσαν μερικά χαιρετίσματα στον τάδε και στον δείνα, και τελείωνε, «Σε φιλώ», και ακολουθούσε μόνο μια σφραγίδα, δυο κόκαλα σταυρωμένα. Καμιά υπογραφή, ούτε ημερομηνία. Συλλογισμένος μελετούσε ο Βασίλης τη σφραγίδα:

- Είναι του Ζλατάν; ρώτησε ο Μήτσος.

- Δεν την γνωρίζω, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Μα έπιασε ομήρους ο Αρχηγός. Ίσως να την ξέρουν αυτοί.

- Ο «δικός σας» που λέγει, είναι φανερά ο καπετάν Νικηφόρος, είπε πάλι ο Μήτσος. Μα ποιος είναι ο Αρχηγός των Γρεκομάνων; Μην εννοεί το Δεσπότη, που διευθύνει τα πάντα;

- Όχι, είπε αποφασιστικά ο Αποστόλης· δεν είναι ο Δεσπότης.

Ξαφνισμένος ρώτησε ο Μήτσος.

- Το ξέρεις;

- Δεν ξέρω τίποτα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης (τα ξυπνά του μάτια αναμμένα), μα από το γράμμα φαίνεται πως είναι κάποιος στη δυτική μεριά του Βάλτου, αφού αυτοί το Ζερβοχώρι φυλάγουν. Πρέπει να μάθει κανείς πού είναι ο Ζλατάν, ποιες σχέσεις έχει, τι μηχανορραφίες άρχισε ο «βοεβόδας», πού θα είναι πάλι ο αιώνιος και αόρατος Αποστόλ Πέτκωφ. Έπειτα ξέρουν και αυτοί, όπως και μεις, πως καμιά εκτέλεση δε γίνεται χωρίς διαταγή του Δεσπότη. Δε θα 'λεγε ποτέ για το Δεσπότη πως έχει την αδυναμία της φυλής μας, να μη χύσει αίμα. Κάποιον άλλον εννοεί. Και για να τον βρούμε, πρέπει πρώτα να βρούμε τον Ζλατάν...

Με περιέργεια κοίταζε ο Βασίλης το νέο αυτό αγόρι και άκουε το συλλογισμό του.

- Θα πεθάνεις πολύ νέος εσύ, ή θα γίνεις μεγάλος καπετάνιος, είπε αργά, συλλογισμένος.

Ντράπηκε πολύ ο Αποστόλης, και αποτραβήχθηκε, και βγήκε έξω. Τον ακολούθησε σαν πιστό σκυλάκι ο Γιωβάν.

- Το ίδιο του είπε και ο Γρέγος, πρόσθεσε ο Μήτσος. Μα ο συλλογισμός του είναι σωστός...

- Μόνο που δεν έπρεπε να το πει εμπρός στο Βουλγαράκι, είπε ο Βασίλης - το μέτωπο οργωμένο από βαθιές ρυτίδες.

Η κυρία Ηλέκτρα, που είχε ακουμπήσει με κούραση στον τοίχο, ανορθώθηκε με ορμή.

- Μην τον υποψιάζεσαι πια, Βασίλη! διαμαρτυρήθηκε έντονα. Τους μισείς τους Βουλγάρους!

- Μισούσε τον Άγγελ Πέιο και θέλησε μάλιστα, αν και θειας του, να τον σκοτώσει, είπε ο Βασίλης. Μα τη φυλή του, μπορεί να τη μισήσει;

- Μπορεί! Κάποιο μυστήριο κρύβει αυτό το αμίλητο παιδί, είπε η κυρία Ηλέκτρα. Δεν ξέρω γιατί τόσο μισεί τους ομόφυλους του' δεν το λέγει. Μα τους μισεί με φανατισμό, πίστεψε το, Βασίλη! Θα του εμπιστεύουμουν εγώ το μεγαλύτερο μου μυστικό... Μα πού τον πήγε ο Αποστόλης;... Γιωβάν!... φώναξε.

Ντροπαλός παρουσιάστηκε ο μικρός στην πόρτα.

- Έλα να κοιμηθείς, Γιωβάν! είπε γλυκά η δασκάλισσα. Ο Μήτσος άπλωσε χάμω μια κουβέρτα.

- Και σεις είστε πολύ κουρασμένη, κυρία Ηλέκτρα, είπε, και ο Γιωβάν φαίνεται αποκαμωμένος. Κοιμηθείτε εδώ και οι δυο' εμείς πάμε έξω.

- Και σεις όμως θα είστε κουρασμένοι, έκανε η κυρία Ηλέκτρα.

Ο Μήτσος κοκκίνισε.

- Μας ντροπιάσατε εμάς, αποκρίθηκε. Εμείς, τρεις άντρες, φύγαμε και τον αφήσαμε να τον φαν τα τσακάλια, όπως είπατε. Και σεις, μια γυναίκα, πήγατε και τον θάψατε...

Βγήκαν έξω με τον Περικλή και τον Βασίλη, κι έκλεισαν το μουσαμά. Ξαπλώθηκαν στο πάτωμα να κοιμηθούν, χωρίς ν' ανταλλάξουν τις σκοτεινές τους σκέψεις, ο καθένας στη γωνιά του. Πλάγι στην πόρτα, απ' έξω, ήταν ξαπλωμένος και ο Αποστόλης. Είχε χάσει όμως τον ύπνο του. Χίλιες μύριες σκέψεις πιλαλούσαν στο ανήσυχο μυαλό του. Ξαπλωμένος στα καλάμια, εμπρός στην πόρτα, γύρευε να συνδυάσει τη ζωή του Βασίλη που δεν την καλοήξερε, με τη ζωή του Γρέγου, που δεν την ήξερε καθόλου. Φίλος στενός του Βασίλη ήταν βέβαια ο Γρέγος. Και όμως, σαν τον είδε στο λημέρι του βουνού, δεν τον αναγνώρισε, και χρειάστηκαν μυστικά νοήματα για να τον καταλάβει... Ένα πνιγμένο αναφιλητό μες στην καλύβα τον τάραξε. Σήκωσε μια γωνίτσα του μουσαμά και κοίταξε μέσα. Η κυρία Ηλέκτρα κοιμούνταν, το ένα της χέρι διπλωμένο κάτω από το κεφάλι της. Πλάγι της ο Γιωβάν, καθισμένος σταυροπόδι, κοίταζε κάποιο χαρτί στις χούφτες του κι έκλαιγε σιωπηλά. Ήταν τόσο θλιμμένο το μουτράκι του, ήταν τόσο βυθισμένος στη λύπη του, τόσο απόμακρος και μυστικός, που ντράπηκε ο Αποστόλης πως τον είδε, και πως χώθηκε τάχα στην κρυφή του λύπη, ακάλεστος, αδιάκριτος. Σιωπηλά χαμήλωσε τη σηκωμένη γωνιά του μουσαμά κι έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί. Και όταν, αργά το απόγευμα, βγήκε η κυρία Ηλέκτρα με τον Γιωβάν από την καλύβα, και τον παρέδωσε στον Αποστόλη να του δώσει κάτι να φάγει, χάιδεψε ο μεγάλος το μικρό του σύντροφο με ασυνήθιστη τρυφερότητα. Μα δεν τον ρώτησε: «Τι έχεις κι έκλαιγες πρωτύτερα;».

Είχαν καθίσει λίγο παράμερα και είχε χώσει ο Γιωβάν το χέρι του στο χέρι του Αποστόλη. Και χαμηλόφωνα του διηγήθηκε το δράμα της περασμένης νύχτας. Τον είχε βάλει, λέει, στο κρεβάτι της η κυρία Ηλέκτρα. Μα αυτός είχε μυριστεί κάτι, είχε πάρει το αυτί του κάποια λόγια του σπιτονοικοκύρη, που ήταν πρόεδρος της κοινότητος και φιλοξενούσε την κυρία Ηλέκτρα. Και είδε πως βγήκε η κυρία Ηλέκτρα. Και ντύθηκε και αυτός στα σκοτεινά και βγήκε από το παράθυρο.

- Και δε φοβήθηκες μόνος τη νύχτα; ρώτησε ο Αποστόλης, προστατευτικά ρίχνοντας το χέρι του γύρω στο μικρό.

Ο Γιωβάν σήκωσε τα μάτια του ερωτηματικά στο μεγαλύτερο του.

- Τόσες φορές δε βγήκα μόνος από τη στάνη του Άγγελ Πέιο, για να σε ανταμώσω; ρώτησε. Και ζούσε τότε ο Άγγελ Πέιο. Τώρα, τι να φοβηθώ που πέθανε;

- Έχεις δίκαιο. Λέγε λοιπόν. Σα βγήκες από το παράθυρο πού πήγες;

- Ήθελα να πάγω του παπά. Το ήξερα πως θα πήγε εκεί η κυρία Ηλέκτρα. Μα φύλαγαν ζαπτιέδες στο δρόμο. Έκανα αλλόγυρο. Και τότε άκουσα τουφεκιές. Και πήγα στη χαράδρα που είχαν πέσει οι τουφεκιές. Κρύβουμουν μόνο μη με δουν. Δεν ήξερα ποιος πυροβόλησε. Μα δεν ήταν κανένας. Μόνο ένα τσακάλι πήγαινε σιγά σιγά, ψάχνοντας. Και το ακολούθησα. Και το είδα που κάτι έγλειφε λαίμαργα. Σώπασε ο μικρός, ανατριχιασμένος. Τον έσφιξε ο Αποστόλης λίγο πιο κοντά.

- Λοιπόν; ρώτησε.

- Τότε του έριξα μια πέτρα, και τρόμαξε κι έφυγε. Πήγα να δω. Είχε φεγγάρι. Βρήκα ένα Βούλγαρο κι έναν αντάρτη Πατριαρχικό. Ήταν και οι δυο σκοτωμένοι. Αναγνώρισα τον καπετάν Ακρίτα. Τον φώναξα. Μα ήταν πεθαμένος...

- Και ύστερα;

- Ύστερα δεν ξέρω.

- Πώς δεν ξέρεις; Βρήκες τ' ωρολόγι του και τις λίρες!

- Ναι, είπε διστακτικά ο Γιωβάν. Μα... μα... Στάθηκε μια στιγμή, κι έξαφνα ξέσπασε στα κλάματα. Συμπονετικά ρώτησε ο Αποστόλης:

- Πού βρήκες την κυρία Ηλέκτρα;

Έπνιξε ο Γιωβάν τ' αναφιλητά του, και είπε κόβοντας τις φράσεις του:

- Ήλθε κείνη... νομίζω πως ζαλίστηκα... δεν ξέρω... Ήταν σκοτεινά... είδα ένα φως σαν άστρο που κοίταζε εδώ κι εκεί. Κι έπεσε το φως στο φόρεμα της κυρίας Ηλέκτρας, και τη γνώρισα τότε, και τη φώναξα. Και ήλθε με τον παπά και τον έθαψε τον Γρέγο...

- Γιωβάν, πώς το ξέρεις πως τον έλεγαν Γρέγο; διέκοψε ο Αποστόλης.

Ο Γιωβάν σήκωσε ένα τρομαγμένο βλέμμα στον Αποστόλη, μα δεν αποκρίθηκε.

- Τον άκουσες τον Βασίλη μήπως; Ή τον Μανόλη το Στενημαχίτη; ρώτησε πάλι ο Αποστόλης.

Μα και πάλι δεν αποκρίθηκε ο Γιωβάν. Και ξαφνικά, θάβοντας το μουτράκι του στις παλάμες του, ξαναξέσπασε στα κλάματα. Με περιέργεια τον κοίταξε ο Αποστόλης που έκλαιγε, και κοίταζε τους ώμους του που τινάζουνταν από τ' αναφιλητά.

- Γιατί δε θέλεις να μου πεις; ρώτησε λίγο πειραγμένος. Ανάμεσα στους λυγμούς του μουρμούρισε ο Γιωβάν:

- Μη με ρωτάς!... Παρακαλώ μη με ρωτάς!... Θυμήθηκε ο Αποστόλης μια παρόμοια σκηνή στο Μπόζετς, σαν τον ρώτησε αν η σκοτωμένη Βουλγάρα ήταν μάνα του.

Ξαφνικά πέταξε ο Γιωβάν τα δυο του χέρια γύρω στο λαιμό του Αποστόλη.

- Αποστόλη! του είπε με αγωνία. Έρχεσαι να πάμε μαζί να βρούμε αυτόν τον κομιτατζή που τον λεν Ζλατάν; Ο Αποστόλης ξιπάστηκε.

- Πού τον ξέρεις τον Ζλατάν; ρώτησε.

- Δεν τον ξέρω. Μα και τον Αποστόλ Πέτκωφ δεν τον ήξερα και τον βρήκα. Αν θέλεις, θα βρω και τον Ζλατάν!

- Εγώ τον ξέρω, είπε ο Αποστόλης. Είναι κοκκινότριχος και έχει ένα μάτι πιο μικρό από το άλλο.

Με ορθάνοιχτα μάτια θαύμαζε ο μικρός.

- Και ξέρεις πού είναι; ρώτησε.

- Όχι. Μα αν θες, πάμε μαζί να τον βρούμε. Ίσως θελήσει να έλθει και ο κυρ Βασίλης.

Και του επανέλαβε τα λόγια του Γρέγου! Είπε πριν πετάξει τα μυαλά του. «Πέστε του Βασίλη πως ζει ακόμα ο Ζλατάν, και να τον σκοτώσει!». Ο Γιωβάν ανατρίχιασε φοβισμένος.

- Σκοτώθηκε μόνος του; μουρμούρισε.

- Ναι, για να φύγομε μεις. Φοβήθηκε μη μας πιάσουν οι Τούρκοι.

Και διηγήθηκε του Γιωβάν το ηρωικό τέλος του Γρέγου.

Ο μικρός άκουε σιωπηλά, με φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Το ένα του χέρι, τρέμοντας, έψαχνε κάτι στον κόρφο του. Και σαν τελείωσε ο Αποστόλης τη διήγηση του, δε μίλησε. Με τα μάτια χαμένα στη λίμνη πέρα συλλογίζουνταν ο μικρός. Και όταν τον ρώτησε ο Αποστόλης «Τι συλλογίζεσαι;» του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο Γιωβάν:

- Συλλογίζομαι πως θα ήθελα να είμαι μεγάλος και δυνατός σαν τον Γρέγο, για να σκοτώσω εγώ τον Ζλατάν!

- Γιατί θέλεις να τον σκοτώσεις εσύ τον Ζλατάν, αφού ούτε τον ξέρεις καν; ρώτησε ο Αποστόλης. Μα ο μικρός δεν αποκρίθηκε.