Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΚΑ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΚΑ'. Μπόζετς


Εκείνο το απόγεμα ο Νικηφόρος δε βρήκε λεπτό ησυχίας. Μπέηδες ήλθαν, προεστοί, παπάδες, χωρικοί, οι πρώτοι να ζητήσουν προστασία για τα τσιφλίκια τους και τα χωριά τους, που τα λήστευαν οι βουλγάρικες συμμορίες, οι τελευταίοι για να τους λύσει διαφορές συγγενικές και συγχωριανές, ακόμα και κληρονομικές, οι παπάδες και προεστοί για να καταγγείλουν φόνους και αρπαγές στην ύπαιθρο. Γιατί το Τσέκρι είχε γίνει το διοικητήριο όλης της περιφέρειας. Οι χωρικοί ζητούσαν από τον Αρχηγό να δικάσει τις υποθέσεις τους και να λύσει τις διαφορές τους. Τούρκοι μισθωτοί, υπαξιωματικοί και πολίτες, έφερναν πληροφορίες, πολλές φορές πολύτιμες, για τις κινήσεις και τη δράση των Βουλγάρων. Νέοι από τα ελληνόφωνα χωριά, επίσης και από τα βουλγαρόφωνα, Έλληνες όλοι στην ψυχή, προσφέρουνταν ν' ασκηθούν στα όπλα και να σχηματίσουν σώματα, έτοιμα να ενισχύσουν τ' ανταρτικά, μόλις παρουσιασθούν αυτά στα χωριά τους. Οι παπάδες προπάντων, και οι δάσκαλοι, έρχουνταν κρυφά στον Έλληνα Αρχηγό, για να τους οδηγήσει, να τους συμβουλεύσει, να τους πει σε ποια κατεύθυνση να στρέψουν τη δράση τους και πώς να γλιτώσουν τους εκτεθειμένους χωρικούς από το μαχαίρι και τους εμπρησμούς των κομιτατζήδων. Το σώμα του Νικηφόρου ανέρχουνταν τώρα σ' εβδομηνταπέντε αντάρτες - χωριστά οι νέοι των χωριών που μάθαιναν να χειρίζονται τα όπλα. Αδιάκοπα πήγαινε ο καπετάν Νικηφόρος και ήρχουνταν, από το Τσέκρι στη Νίκη, όπου γύμναζε ο καπετάν Παντελής τους νεοσύλλεκτους, πήγαινε στην Κρυφή, στην Πέτρα, στους Αποστόλους, και σε άλλες καλύβες, στα επτά μεγάλα κέντρα, διασπαρμένα στη Λίμνη και κρυμμένα μες στα καλάμια. Και πάλι έβγαινε νύχτα στην ξηρά, και με μικρά σώματα γύριζε στα χωριά, που, προειδοποιημένα, τον περίμεναν, εγκαρδίωνε τους χωρικούς που μαζεύουνταν στου δασκάλου, στου παπά, ή στου προέδρου της κοινότητος, τους κουβέντιαζε, τους κατήχιζε, τους ενθουσίαζε. Και πάντα, πριν φέξει, επέστρεφε στο Βάλτο.

Ήταν δύσκολη η δουλειά και κοπιαστική. Και ο καπετάν Νικηφόρος δεν είχε πια την πρώτη του αντοχή. Η διαμονή του στην Κούγκα, μες στα πάγη και στα νερά, του είχε αφήσει βαριά ίχνη. Υπέφερε από πυρετούς, σαν τον Άγρα, και από ρευματισμούς που τον ενοχλούσαν στις περιοδείες του, τόσο ώστε αναγκάζουνταν συχνά να καβαλικεύει για να μπορεί να γυρνά στα χωριά.

Με το τέλος του χειμώνα, τα έντομα, και ιδίως τα κουνούπια, ξανάρχιζαν να φτερουγίζουν και να πολλαπλασιάζονται απειλητικά. Για να πίνουν, οι άντρες αναγκάζουνταν να ρουφούν το νερό από τα μακριά κλωνάρια της λαπατιάς που ήταν πορώδη, και άφηναν το νερό να φιλτράρει, χωρίς να περνούν και οι μικρές βδέλλες που γέμιζαν τα νερά του Βάλτου, και ήταν μεν πλούτος για τους εμπόρους αλλά και κίνδυνος για τους αντάρτες της Λίμνης. Εκτός από τα φυσικά κακά της Λίμνης, οι Βούλγαροι συνήθιζαν να ρίχνουν και πτώματα στα νερά, είτε που ξεπάστρευαν κανέναν Έλληνα ή Τούρκο, είτε που πέθαινε ή σκοτώνουνταν κανένας δικός τους. Ο Νικηφόρος είχε δώσει διαταγή σε όλες τις καλύβες να βράζεται πάντα το νερό που έπιναν οι άντρες. Μα τύχαινε να βρεθούν κι έξω, μακριά από την καλύβα, και η διαταγή του δεν εκτελούνταν πάντα. Εκείνη λοιπόν τη μέρα, το Τσέκρι ήταν σε αδιάκοπη κίνηση. Το βράδυ έφθασε από τη Νίκη και ο Μήτσος Βασιωτάκης. Για μερικές, λέγει, μέρες, οι χωρικοί δεν θα ήρχουνταν να γυμναστούν, γιατί τους είχαν μυριστεί οι Τούρκοι και τους παραφύλαγαν.

- Ίσα ίσα που σε χρειάζομαι, του είπε κρυφά ο Νικηφόρος. Θα βγούμε! Έχω στο νου μου μια μεγάλη επιχείρηση.

Εκείνο το ίδιο βράδυ επέστρεψε ο Κουκουδέας με τους άλλους δυο άντρες, και μαζί τους έφερναν έναν ξένο. Ήταν κοντός, ηλιοκαμένος, χοντρός και τον έλεγαν μπάρμπα - Τάσο. Δεν ήξερε λέξη ελληνικά και ήταν Βούλγαρος. Ήταν ο καλύτερος οδηγός σε όλα τα βορειανατολικά μέρη της Λίμνης, και είχε εργαστεί με τους κομιτατζήδες και ιδιαίτερα με τον Αποστόλ Πέτκωφ. Μα ο άγριος βοεβόδας, για ένα μικρό παράπτωμα, τον είχε δείρει ώσπου του μάτωσε τη ράχη και λιγοθύμησε. Από τότε, σαν το γερο - Πασκάλ, ο μπάρμπα - Τάσος είχε ομώσει μίσος άσβηστο στους Βουλγάρους. Τον καπετάν Νικηφόρο ιδιαιτέρως τον αγαπούσε, και μόλις τον έκραζε κείνος όλα τα παρατούσε για να τον εξυπηρετήσει.

Είχε όμως ένα μεγάλο ελάττωμα ο μπάρμπα - Τάσος. Έπινε! Μα έπινε σα σφουγγάρι! Και για να τον χρησιμοποιήσει ο καπετάν Νικηφόρος, τον παραφύλαγαν οι άντρες του οι πιο πιστοί, να μη βρει κρασί ή οινόπνευμα, γιατί έπινε ώσπου γίνουνταν στουπί, και φυσικά τότε ήταν άχρηστος, ακόμα κι επικίνδυνος. Δεν ήξερε ελληνικά, μα ήξερε τούρκικα. Και η συνεννόηση με τον Νικηφόρο γίνουνταν μέσον του Κουκουδέα, που ήξερε κι εκείνος τούρκικα κι έκανε το διερμηνέα. Χωρίς να πει σε κανένα πού θα πήγαινε, ο καπετάν Νικηφόρος ετοιμάστηκε για εκστρατεία. Μόνο στον καπετάν Παντελή και στον Μήτσο Βασιωτάκη, ιδιαιτέρως, εμπιστεύθηκε το σχέδιο του να πάει στο Μπόζετς. Από το Κέντρο οι διαταγές ήταν να ξεκαθαρίσει το έδαφος από την πληγή των κομιτατζήδων, που κάθε τόσο διέπρατταν και από ένα καινούριο έγκλημα. Πότε σκότωναν χωρικούς εκεί που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, πότε πετροβολούσαν κοριτσάκια στην αυλή του ελληνικού σχολείου, πότε βασάνιζαν και θανάτωναν γυναίκες που δεν ήθελαν να προδώσουν τους άντρες τους, ή έσφαζαν ολόκληρα κοπάδια από πρόβατα κι έκαιαν τις στάνες. Ιδιαιτέρως όμως κατεδίωκαν τους παπάδες και τους δασκάλους, που διατηρούσαν το ελληνικό φρόνημα στα χωριά.

Εκτός από το ηρωικό Πέτροβο, που με τον παπα - Μανόλη ως αρχηγό και το γενναίο χωρικό Ιβάν Ίλκο ποτέ δεν προσχώρησε στη βουλγάρικη προπαγάντα, ούτε παραδέχτηκε ποτέ ν' απαρνηθεί το Πατριαρχείο, τα βόρεια χωριά της Λίμνης όλα σχεδόν βουλγάριζαν, μερικά από αγάπη για τους Βουλγάρους, άλλα, τα περισσότερα, από φόβο. Και οι γενναιότεροι πιστοί Πατριαρχικοί κάτοικοι τους, που επέμεναν να ομολογούν την εθνικότητα τους, υπέφεραν όσο σε κανένα άλλο μέρος. Μα φωλιές των κομιτατζήδων ήταν ιδιαιτέρως το Μπόζετς και τα Κουρφάλια.

Το Μπόζετς ήταν δύσκολο να χτυπηθεί, γιατί έπεφτε μακριά από τη Λίμνη. Έπρεπε το ελληνικό σώμα να διασχίσει γυμνό κάμπο, σπαρμένο βουλγάρικες στάνες και τουρκαλβανικές κισλάδες, Γκέκηδες και τούρκικο στρατό, που πηγαινοέρχουνταν από τα Γιαννιτσά σε όλα τα χωριά. Ο τούρκικος στρατός δεν προλάβαινε ποτέ κανένα έγκλημα. Μα μπορούσε να καταστρέψει το ελληνικό σώμα, κόβοντας του την υποχώρηση, την ώρα που θα επέστρεφε στη Λίμνη ύστερα από την τιμωρία των κακούργων. Ήταν δύσκολη όσο και τολμηρή επιχείρηση. Χωρίς δισταγμό την αποφάσισε ο καπετάν Νικηφόρος, και με τη συνηθισμένη του ταχύτητα και τόλμη την έβαλε στο δρόμο. Πράκτορα στο Μπόζετς είχε τον πάτερ Χρυσόστομο, τον δήθεν καλόγερο του Αγίου Όρους, άνθρωπο γενναίο και αφοσιωμένο, που ζούσε στο εχθρικό χωριό με το πιστόλι μέρα νύχτα στο χέρι, μόνος, σαν παρίας, γιατί και οι Έλληνες ακόμα δεν τολμούσαν, από φόβο των Βουλγάρων, να τον πλησιάσουν φανερά. Μόνο τρεις χωρικοί, και η δασκάλισσα η κυρία Ευθαλία, πήγαιναν προκλητικά και τον έβλεπαν και συνεννοούνταν μαζί του. Σ' αυτούς τους τρεις χωρικούς και στον πάτερ Χρυσόστομο μήνυσε ο Νικηφόρος πως θα 'βγαινε την επαύριο, και να είναι έτοιμοι να δεχθούν το σώμα και να βοηθήσουν. Κρυφά και σιωπηλά έγιναν όλες οι ετοιμασίες.

Μα τα παλικάρια του ανταρτικού σώματος λες και μυρίστηκαν τα σχέδια του Αρχηγού, και από τις άλλες καλύβες κατέφθαναν ένας ένας. Οι Κρητικοί, ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός, ο Σπυριδάκης, ο Μανουσάκης, ολοκάθαροι, στολισμένοι με τις ασημένιες τους αλυσίδες, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι. Ο καπετάν Παντελής Ανδρεάδης, ο υπαρχηγός του Νικηφόρου, ο «νοικοκύρης της παρέας», με τα καλοχτενισμένα του μαλλιά και γένεια και την κυπαρισσένια του κορμοστασιά, με τη φορεσιά του την πάντα καθαρή και περιποιημένη, σα να 'βγαινε από το κουτί. Ο Ευάγγελος Κουκουδέας, με τα μακριά μαλλιά, που έπεφταν σγουρά στους ώμους, σαν του Διάκου, και τα παιδικά του αγαθά μάτια. Ο Νικόλας Ζαφειρίου από τη Χαλκιδική, που ακολουθούσε παντού τον Αρχηγό του και κουβαλούσε ό,τι μπορούσε να του χρειαστεί, κάπα, αλληλογραφία, τροφή, χρήματα, αφοσιωμένος σαν το σκυλί. Μεταξύ του και του Κουκουδέα είχε γεννηθεί άμιλλα ποιος θα πρωτοπεριποιηθεί τον Αρχηγό, ποιος θα του είναι πιο αφοσιωμένος. Και ο Αρχηγός, που το είχε αντιληφθεί, πρόσεχε μη δείξει προτίμηση στον ένα και ζουλέψει ο άλλος.

Όλοι είχαν μαζευθεί, όλοι ήθελαν ν' ακολουθήσουν. Μάταια τους εξηγούσε ο Νικηφόρος πως επίσης γενναίο και χρήσιμο ήταν να μείνουν πίσω, να φυλάξουν τις καλύβες και τις σκάλες με τις πλάβες, που θα τους έφερναν πάλι στα λημέρια τους. Όλοι ήθελαν να φύγουν, όλοι ήθελαν να πολεμήσουν. Τέλος, διάλεξε ο Νικηφόρος εικοσιπέντε άντρες και διέταξε τους άλλους να υπακούσουν. Βασίλεψε ο ήλιος. Μπήκαν σε δώδεκα πλάβες κι ετοιμάζουνταν να κατέβει και ο Νικηφόρος, όταν ο φούρναρης ο Ηλίας, από τη Βέρροια, κλαίγοντας και φιλώντας του τα χέρια, τον παρακάλεσε να τον πάρει μαζί του.

- Μα είναι δρόμος πολύς! Είσαι γέρος! Είσαι κουρασμένος! διαμαρτυρήθηκε ο Νικηφόρος.

Ο άλλος έκλαιγε και παρακαλούσε, κι επέμενε κι εκλιπαρούσε.

- Τα παιδιά μου όλα τ' άφησα να 'ρθω να πολεμήσω μαζί σου, και δε θα με πάρεις; έλεγε και ξανάλεγε ο φούρναρης από τη Βέρροια. Τόσα τράβηξα από τους Βουλγάρους! Και δε θα 'ρθω τώρα μαζί σου; Να τους εκδικηθώ, και να σταθώ κοντά σου στον κίνδυνο;

Και συγκινημένος ενέδωσε και τον πήρε ο Αρχηγός. Ο Αποστόλης δεν είχε μιλήσει. Βλέποντας την επιμονή των άλλων να φύγουν, κατάλαβε πως αυτός δεν είχε καμιάν ελπίδα. Τελευταίος, κρυφά, ξεγλίστρησε σε μια πλάβα, κοντά στον καπετάν Μανόλη τον Κατσαρό.

- Τι θες εσύ μαζί μας, νήπιο; ρώτησε ο αντάρτης.

- Σώπα! Μη με προδώσεις! παρακάλεσε ο Αποστόλης. Τη νύχτα εγώ βλέπω όπως και τη μέρα. Ο μπάρμπα - Τάσος μπορεί να 'ναι καλός, οι άλλοι δυο όμως οδηγοί δεν αξίζουν τίποτα. Είναι από τα χωριά της Λίμνης, και μπορεί και να μας προδώσουν.

- Εσύ ξέρεις το δρόμο;

- Όχι, μα σου λέω πως βλέπω τη νύχτα, και θα ακολουθώ τον μπάρμπα - Τάσο.

- Καλά, του είπε ο καπετάν Μανόλης, μα ό,τι πάθεις, υπ' ευθύνη σου.

- Υπ' ευθύνη μου βέβαια! αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

Όταν έφθασαν όμως στη σκάλα, ο Αποστόλης έμεινε ξαπλωμένος στο βάθος της πλάβας, μην τον δει ο Αρχηγός. Ο καπετάν Νικηφόρος μάζεψε τους άντρες του και τους μίλησε.

- Πάμε στο Μπόζετς, παιδιά, τους είπε ξεσκεπάζοντας πρώτη φορά το σχέδιο του. Μα το Μπόζετς είναι μακριά, πρέπει να πάμε και να 'ρθομε πριν φέξει. Ξέρω πως ο καθένας σας θα κάνει το καθήκον του. Μα δεν αρκεί αυτό! Πρέπει και να νικήσομε, για να σηκώσομε το ηθικό των αδελφών μας. Θα κοπιάσομε, μα πρέπει και να επιτύχομε. Όλοι πρόθυμοι, παιδιά;

- Όλοι, κύριε Αρχηγέ! είπαν με μια φωνή οι άντρες.

- Εμπρός λοιπόν, και ο Θεός βοηθός.

- Δείξε μας το δρόμο, μπάρμπα - Τάσο, είπε τούρκικα ο Κουκουδέας, καταχαρούμενος σα να πήγαινε σε διασκέδαση. Πήγαινε μπρος, οδήγα μας!

Μα ο μπεκρής, με μάτια λιγωμένα, κοίταζε τον Ζαφειρίου και χάιδευε με το βλέμμα του τη σάκα του. Ο Αρχηγός τον είδε και κατάλαβε.

- Δώσ' του ένα ποτηράκι, Νικόλα· μα μόνο ένα, και όχι άλλο, είπε καλόβουλα.

Και υπάκουος ο Ζαφειρίου, έβγαλε μια μποτίλια από τη σάκα του και κέρασε τον οδηγό λίγο κονιάκ. Άρχισε να νυχτώνει. Πήγαινε μπρος ο μπάρμπα - Τάσος, ύστερα ο καπετάν Νικηφόρος, ο Ζαφειρίου, ο Κουκουδέας, κι ένας ένας ακολουθούσαν οι άντρες, αλυσίδα μακριά. Ο καπετάν Παντελής, στη μέση, οδηγούσε το δεύτερο τμήμα, και, παρακάτω, ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός το τρίτο τμήμα, όπως τους είχε χωρίσει ο Αρχηγός. Πίσω πήγαινε ο Αποστόλης, κοίταζε, ερευνούσε, παρατηρούσε το δρόμο που ακολουθούσε ο μπάρμπα - Τάσος. Ήταν αλήθεια καλός οδηγός ο Βούλγαρος, και καλύτερα απ' όλους ήξερε να τον εκτιμήσει ο Αποστόλης. Δεν πήγαινε ποτέ στ' ανοιχτά. Διάλεγε τις χαράδρες και τα χαμηλά μέρη, πίσω από λόφους κατά προτίμηση, έτσι που οι δίπλες του εδάφους να σκεπάζουν τους άντρες. Έξαφνα, λίγο πριν διασταυρώσουν το μεγάλο δρόμο Γιαννιτσών - Θεσσαλονίκης, ποδοβολητά αλόγων ακούστηκαν. Ο οδηγός έδωσε το σύνθημα. Όλη η αλυσίδα έπεσε στο χώμα. Από στόμα σε στόμα μεταδόθηκε η είδηση:

- Τούρκοι!

- Στρατός!

- Προδοσία!

Κανένας όμως δεν κούνησε. Ξαπλωμένοι χάμω οι άντρες περίμεναν, με το τουφέκι στο χέρι, τη διαταγή να πυροβολήσουν. Λίγο παράμερα, αποφεύγοντας το βλέμμα του Αρχηγού, ο Αποστόλης, ζαρωμένος στα γόνατα, γύρευε να δει.

- Δεν είναι εχθρός, ψιθύρισε μια φωνή κοντά του.

Ο Αποστόλης ανατρίχιασε. Αναγνώρισε τον Περικλή.

- Πού βρέθηκες; ρώτησε με την άκρη των χειλιών.

- Κρύφθηκα... σαν και σένα, και ήλθα... Δεν είναι εχθρός.

Κοίταξε τον Μάγκα! Ο σκύλος, μισοκρυμμένος μες στην κάπα του Περικλή, πρόβαλλε τη μύτη του, και με το ένα πόδι απλωμένο στο μπράτσο του κυρίου του και τ' αυτιά του ορτσωμένα, ρουθούνιζε περίεργος κατά το μέρος απ' όπου ακούουνταν τα ποδοβολητά, χωρίς όμως θυμό και ανησυχία. Εμπρός, μακριά, ο Αρχηγός είχε σηκωθεί στα γόνατα και κοίταζε με τα κιάλια του, ενώ πλάι του ο μπάρμπα - Τάσος γύρευε με τα γυμνασμένα του μάτια να διασχίσει το σκοτάδι. Ένας ένας οι υπαρχηγοί, και μαζί ο Ηλίας, ο φούρναρης, είχαν συρθεί κοντά στον καπετάν Νικηφόρο.

- Στρατός; ρώτησαν.

- Προδοσία;

Μα άνθρωπος δε φαίνουνταν. Μια σκιά αλόγου πέρασε πιλάλα, αλλά χωρίς καβαλάρη, και ύστερα άλλο ένα, και ύστερα πολλά μαζί, γυμνοκάπουλα, σαν τρομαγμένα, τρέχοντας άτακτα στον κάμπο. Ο οδηγός ξέσπασε στα γέλια και πέταξε πάνω το χέρι του.

- Κισλάδες! είπε. Στάνες αρβανίτικες! Τ' άλογα τους έβοσκαν, και τα τρομάξαμε μεις!

Γελώντας μετέφρασε ο Κουκουδέας, και οι αρχηγοί αναστέναξαν με ανακούφιση. Από στόμα σε στόμα δόθηκε πάλι η εξήγηση στην αλυσίδα πίσω, κι ένας ένας, γελαστός και ξένοιαστος πάλι, πήρε την κανονική του θέση. Και η πορεία ξανάρχισε. Ήταν το Μπόζετς μακριά. Ξεμαθημένοι από πεζοπορίες, οι κουρασμένοι άνδρες του Βάλτου προχωρούσαν αργά, σταματούσαν κάθε ώρα πέντε ως έξι λεπτά, και ξανάπαιρναν το δρόμο τους. Ο μπάρμπα - Τάσος όμως ολοένα τους βίαζε.

- Έχομε δρόμο πολύ, τους έλεγε. Πρέπει να γυρίσομε πριν φέξει!...

Και ξανάρχιζαν να περπατούν οι άντρες, παραβλέποντας κούραση και πόνους. Πέρασαν από στάνες και χωριά, προσέχοντας πάντα να πηγαίνουν από το μέρος του ανέμου, έτσι που να παίρνει κρότους και μυρωδιά, για να μην τους νιώσουν τα σκυλιά και σηκώσουν πανδαιμόνιο με τα γαβγίσματα τους. Πέρασαν λόφους και χαράδρες, από παλιούρια και γυμνό κάμπο, και πλησίαζαν πια στο Μπόζετς όταν, με μια κίνηση του χεριού, σταμάτησε πάλι ο Τάσος το σώμα ολόκληρο.

- Άνθρωποι μπροστά μας... μουρμούρισε.

Μεμιάς όλη η αλυσίδα ξαπλώθηκε χάμω. Δεν μπορούσε να είναι παρά Τούρκοι ή συμμορία βουλγάρικη. Κλέφτες και ληστές δε φαίνουνταν εκείνο τον καιρό, ούτε άκακοι περαστικοί. Κανένας δεν τολμούσε να ξεμυτίσει, τόσο φόβο είχαν οι ντόπιοι τα άτακτα σώματα. Ή κομιτατζήδες ήταν λοιπόν, ή στρατός. Ο καθένας πάλι, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, περίμενε τη διαταγή του Αρχηγού. Ο Νικηφόρος χαμηλόφωνα πρόσταξε δύο άντρες να προχωρήσουν προσεκτικά και ν' ανιχνεύσουν, όταν μια κοντή σκιά σηκώθηκε κι έτρεξε σε δύο άλλες πιο μεγάλες, μπροστά, που μισοκρύβουνταν. Και γοργά, χαρούμενοι, γελαστοί, σιωπηλοί όμως πάντα, σίμωσαν οι τρεις τον Αρχηγό.

- Είναι ο πάτερ Χρυσόστομος και ο Διονύσης, είπε ο Αποστόλης, που τόλμησε πρώτη φορά να παρουσιαστεί.

Τόση χαρά είχε ο Νικηφόρος, που ούτε παρατήρησε τον Αποστόλη, ούτε συλλογίστηκε να ρωτήσει πώς βρέθηκε εκεί. Ο Διονύσης ήταν ένας από τους τρεις γενναίους χωρικούς του Μπόζετς, που δε φοβούνταν να εκτεθούν πως ήταν «Γρεκομάνοι», όπως τους έλεγαν οι Βούλγαροι. Αυτός σύχναζε ελεύθερα στου πάτερ Χρυσόστομου και ανέβαινε κάθε λίγο στο Τσέκρι. Τον αναγνώρισε ο Νικηφόρος και με συγκίνηση έσφιξε τα χέρια των δύο Ελλήνων, που δεν δίστασαν να βγουν από το χωριό τους να έλθουν τόσο δρόμο σε συνάντηση του σώματος, με κίνδυνο να τους δει κανείς και να τους προδώσει. Πήρε ο Νικηφόρος τους δυο νεοφερμένους και, παράμερα από τους άντρες του, έκανε συμβούλιο. Ο Χρυσόστομος έλεγε να κάψουν όλο το χωριό, εκτός από τα ελληνικά σπίτια, γιατί οι Βούλγαροι λέει εκεί ήταν φανατικοί. Ο Νικηφόρος δεν ήθελε.

- Όχι περιττές αιματοχυσίες και καταστροφές, είπε. Μόνο τους κακούργους θα τιμωρήσομε!... Κι η θέληση του υπερίσχυσε.

Χώρισε το σώμα του σε τρία τμήματα. Τα δύο, με τους καπετάν Παντελή και Κατσαρό, τα έστειλε να καταλάβουν δυο σημεία του χωριού και να παραλύσουν την ενδεχομένη αντίσταση των χωρικών. Ύστερα έδιωξε τον πάτερ Χρυσόστομο και τον Διονύση.

- Πάτε γρήγορα στα σπίτια σας, τους είπε, μη σας δει κανείς μαζί μας και βρείτε αύριο τον μπελά σας!

Περίμενε λίγο ν' απομακρυνθεί ο καλόγηρος και ο χωρικός, και τότε, με το τρίτο σώμα, περικύκλωσε ο Νικηφόρος το σπίτι του Κωνσταντίν Ντεληθανάς, που του το είχε δείξει ο Διονύσης.

Ένας από τους άντρες κόλλησε στον τοίχο, έτσι που ν' αποφύγει τις σφαίρες, αν τραβούσαν από τα παράθυρα, και με το κοντάκι του τουφεκιού του χτύπησε την πόρτα.

- Ανοίξετε! φώναξε βουλγάρικα. Παραδοθείτε!

Μα τίποτα δεν ακούστηκε στο σπίτι. Ο Νικηφόρος περίμενε. Σιωπή παντού.

- Φωνάξετε τους να βγουν οι γυναίκες και τα παιδιά, διέταξε ο Αρχηγός.

Πάλι φώναξε βουλγάρικα ο αντάρτης, να βγουν οι γυναίκες και τα παιδιά ανενόχλητα. Σε απάντηση, απ' όλα τα παράθυρα πυροβολισμοί ακούστηκαν και σφαίρες σφύριξαν. Συγχρόνως, από το αντικρινό σπίτι και από άλλα γειτονικά, άρχισε να πέφτει τουφεκίδι. Η θέση των Ελλήνων, που ήταν εκτεθειμένοι στο δρόμο, ήταν κρίσιμη.

- Το πετρέλαιο! Βάλτε φωτιά! πρόσταξε ο Νικηφόρος.

Ένα κάρο φορτωμένο άχυρα στέκουνταν, σαν από παραγγελιά, στο δρόμο.

- Γρήγορα! Δεν έχομε καιρό για χάσιμο! ακούστηκε η φωνή του Νικηφόρου ανάμεσα στο τουφεκίδι.

Ένας Κρητικός έφερε έναν τενεκέ πετρέλαιο, που πάντα το κουβαλούσαν μαζί τους οι αντάρτες όταν έβγαιναν σε τέτοιες επιχειρήσεις, και ο Περικλής, που ξαφνικά βρέθηκε κει, τους βοήθησε να κάνουν δέματα από τ' άχυρα, να τα βουτούν στο πετρέλαιο και να τα χώνουν στα παράθυρα, όπου έβρισκαν χαραματιά ή τρύπα. Ο ένας με τον άλλο οι άντρες είχαν πιάσει συνορισιό, ποιος θα δείξει περισσότερη παλικαριά. Ο Μπαλέρμπας, αψηφώντας τις σφαίρες που έπεφταν ολόγυρα, σα γάτα πήδηξε στη στέγη κι έριξε μια χειροβομβίδα μέσα στον καπνοδόχο. Και πάλι όμως αυτή δεν έσκασε...

- Δώστε άχυρα, σφουγγάρια, πετρέλαιο! φώναξε τους συντρόφους του.

Πιο ευκίνητος από τους άντρες ο Περικλής, πήδηξε στη στέγη φορτωμένος σφουγγάρια και άχυρα. Και τα έριξε, σε όσα ανοίγματα της στέγης κατόρθωσε ν' ανοίξει ο Μπαλέρμπας. Σε λίγα λεπτά καίουνταν η στέγη και είχε πάρει φωτιά το σπίτι από τρία μέρη.

- Να κάνομε γιουρούσι, κύριε Αρχηγέ; ρώτησε αγριεμένος ο Χρήστος ο Κρητικός.

- Τις γυναίκες πρώτα και τα παιδιά να σώσομε! αναφώνησε ο Αρχηγός.

Η μάχη είχε γενικευθεί τώρα στους δρόμους του χωριού. Οπλισμένοι οι χωρικοί είχαν βγει, αλλά βρέθηκαν μπροστά σ' άλλα δυο τμήματα, με τον Παντελή και τον Κατσαρό, και υποχωρούσαν προς τα μέσα του χωριού. Ο Αποστόλης, μ' ένα παλιό γκρα, που έκανε κρότο πολύ και κλωτσούσε άγρια, τουφεκούσε αδιάκοπα το αντικρινό σπίτι. Έξαφνα, κάποιος τον τράβηξε από το ρούχο του, και, ξαφνισμένος, στο φως της πυρκαϊάς είδε κοντά του τον Γιωβάν που του φώναζε:

- Το άλλο σπίτι! Το άλλο σπίτι!

- Φύγε, κρύψου! πρόσταξε φωναχτά ο Αποστόλης.

Μα ο μικρός δεν άφηνε το ρούχο του.

- Ο άγριος μαύρος Βούλγαρος που ήλθε στο Ζορμπά, ο Μπότσος, είναι κει μέσα!... του ξεφώνιζε μες στους βρόντους των τουφεκιών, και του έδειχνε το σπίτι που καίουνταν.

Την ίδια ώρα άνοιξε η πόρτα, και γυναίκες και παιδιά, με κοκκινισμένα μάτια, με τρομαγμένα, μαυρισμένα από τον καπνό πρόσωπα, βγήκαν στο δρόμο. Οι αντάρτες τις άρπαξαν, τις σταμάτησαν. Μα η φωνή του Νικηφόρου σηκώθηκε προστακτική πάνω από τον πάταγο της μάχης.

- Μην πειράξει κανείς γυναίκα, γέρο ή παιδί! φώναξε. Αφήσετε τους ελεύθερους να φύγουν!

Οι αντάρτες υπάκουσαν ευθύς. Μα την ίδια ώρα, δυο τρεις άντρες πετάχθηκαν έξω από το σπίτι που καίουνταν, ακολουθώντας από κοντά τις γυναίκες. Τουφεκιές πυκνές τους παρέλαβαν. Δυο έπεσαν. Ένας τρίτος έτρεχε στο δρόμο κυνηγημένος από τους αντάρτες, κατάφερε να ξεφύγει από παράδρομο. Έπεσε όμως πάνω στο τμήμα του καπετάν Παντελή, και σωριάστηκε τρυπημένος από τα βόλια. Ήταν ο τρομερός Κωνσταντίν Ντεληθανάς. Το τουφεκίδι ήταν γενικό. Οι διαταγές δυσκολοακούουνταν. Πλάι στον Αποστόλη, ο Γιωβάν χτυπούσε τα πόδια του, φώναζε έξαλλος.

- Ο Μπάτσος!... Ο Μπάτσος! Αυτός είναι! Και πίσω του ο Άγγελ Πέιο!...

Δυο άντρες φάνηκαν μες στις φλόγες. Ο ένας κοντός, μαύρος, τσουρουφλισμένος από τη φωτιά, πετάχθηκε έξω και πυροβόλησε, προσπαθώντας ν' ανοίξει δρόμο.

- Ο Μπότσος! Ο Μπότσος! φώναξε και ο μπάρμπα - Τάσος που βρίσκουνταν κοντά στο Νικηφόρο. Ο Αθανάς Μπότσος! Αυτός είναι!

Μια μπαταρία ακούστηκε, μια γυναικεία στριγγλιά αποκρίθηκε, και ο Μπότσος σκόνταψε, τρίκλισε κι έπεσε στο χώμα. Το σπίτι βογγούσε, έτρεμε μες στις φλόγες. Η σκέπη είχε πέσει μέσα. Μια γυναίκα, όλο καπνό κι αίματα, έτρεξε έξω, έκανε μερικά βήματα κι έπεσε πλάι στον Αποστόλη. Και ξαφνικά ο Αποστόλης είδε τον Γιωβάν να τρικλίζει και αυτός, κάτι να λέει πνιγμένα, όπου μόνο η λέξη «Μάνα μου...» ξεχώρισε, και ο μικρός σωριάστηκε στα πόδια του. Η σκηνή όλη είχε βαστάξει μερικά δευτερόλεπτα, είχε μείνει απαρατήρητη. Οι άντρες, στον αγριεμό της μάχης, κυνηγώντας τους κομιτατζήδες που γύρευαν να βγουν από τις φλόγες και να σωθούν, δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα. Ο Αποστόλης έσκυψε πάνω στον Γιωβάν, να δει αν τον είχε πάρει καμιά σφαίρα. Μα έξαφνα είδε κοντά του μια γυναίκα, νέα και μικροκαμωμένη, που σήκωνε τον Γιωβάν στην αγκαλιά της, και, γέρνοντας κάτω από το βάρος, γύρευε να φύγει.

- Βοήθησε με! είπε του Αποστόλη. Το σχολειό είναι κοντά, μου ξέφυγε... Πάμε πίσω!...

Βάσταξε ο Αποστόλης τα πόδια του Γιωβάν, που ξέφευγαν από τα χέρια της γυναίκας, και μαζί τον κουβάλησαν αναίσθητο, και μες στις σφαίρες που σφύριζαν ολόγυρα, σ' ένα σπίτι λίγο μακρύτερα, όπου είχε μείνει ανοιχτή η πόρτα και μέσα έκαιε μια λάμπα. Ξάπλωσαν το μικρό χάμω και τον ξεκούμπωσε η γυναίκα. Την κοίταζε ο Αποστόλης.

- Είσαι η κυρία Ευθαλία; ρώτησε. Η νέα ξιπάστηκε.

- Πού με ξέρεις; ρώτησε.

- Δε σε ξέρω· ξέρω όμως τ' όνομα σου και πως ο Γιωβάν μένει σε σένα...

Η δασκάλισσα είχε ανοίξει το ρούχο του παιδιού. Καμιά πληγή δε φαίνουνταν.

- Θα φοβήθηκε, είπε ο Αποστόλης· συχνά φοβάται...

Η δασκάλισσα είχε ανασηκωθεί στα γόνατα και με τα δυο της χέρια έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της από το μέτωπο.

- Αυτός; είπε. Αυτός δε φοβάται τίποτα. Τον έκανε δεξί του χέρι ο πάτερ Χρυσόστομος, έτσι μικρό που τον βλέπεις. Αυτός ανακάλυψε πως ο Μπότσος είχε μαζέψει εδώ όλους τους άντρες της οικογένειας του, για να πάνε να κάψουν το Πέτροβο και να ξεπαστρέψουν τον παπα - Μανόλη. Να φοβηθεί αυτός; Μπα! Κάτι άλλο έπαθε.

Ο Γιωβάν συνέρχουνταν. Άνοιξε τα μάτια του, αναγνώρισε τον Αποστόλη και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το δικό του.

- Μη φύγεις!... του είπε. Σκοτώνουν τις γυναίκες!...

Το τουφέκι εν τούτοις είχε κοπάσει. Μακρύτερα, τ' άλλα δυο σώματα πολεμούσαν ακόμα, μα κι εκεί οι πυροβολισμοί έπεφταν αραιοί. Η κυρία Ευθαλία σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο του Γιωβάν και ρώτησε:

- Είσαι καλύτερα;

Ο μικρός σηκώθηκε. Τα πόδια του έτρεμαν λίγο, μα δεν ήθελε να το δείξει.

- Πάμε στη μάχη, Αποστόλη, είπε.

- Δεν έχει να πας στη μάχη, και είσαι κακό παιδί που παράκουσες και βγήκες έξω, είπε η κυρία Ευθαλία, περισσότερο χαδιάρικα παρά με θυμό. Σου είχα πει να πλαγιάσεις.

- Εσύ καλά είχες βγει... άρχισε ντροπαλά ο Γιωβάν. Μα η δασκάλισσα τον διέκοψε:

- Εγώ είμαι άλλο, έκανε.

Και σκοτισμένη ρώτησε τον Αποστόλη:

- Εσύ είσαι ο Αποστόλης, ο οδηγός;

- Ναι!

- Βλέπεις, σε ξέρω κι εγώ, από όσα μου είπε τούτος. Λοιπόν άκουσε! Μου τον έστειλαν τούτο το μικρό εδώ για ασφάλεια. Αύριο ο πάτερ Χρυσόστομος κι εγώ, ίσως και ο Διονύσης ο κακομοίρης, και τα δυο του ξαδέλφια, θα είμαστε όλοι στο φρέσκο...

- Γιατί; αναφώνησε ο Αποστόλης.

- Γιατί είμαστε Γρεκομάνοι, όπως μας λένε και είναι φως φανερό για τους Τούρκους πως εμείς οδηγήσαμε και βοηθήσαμε τους αντάρτες να εξουδετερώσουν τους Μποτσαίους. Πάρε λοιπόν εσύ τον Γιωβάν το ταχύτερο και πήγαινε τον πίσω στο Ζορμπά.

- Δεν είναι κει η κυρία Ηλέκτρα. Πληγωμένη, βρίσκεται ακόμα στη Θεσσαλονίκη, όπου τη νοσηλεύουν.

Η κυρία Ευθαλία ταράχθηκε ακόμα περισσότερο.

- Τι θα γίνει τούτο το παιδί; Δεν έχω κανένα που να το στείλω, και δεν είναι φρόνιμο να μείνει μόνο εδώ, είπε.

Και σκοτισμένη ρώτησε:

- Δεν ξέρεις άλλο μέρος να τον πας εσύ;

- Στο Βάλτο. Πάλι καλύτερα εκεί...

- Πάρ' τον. Αν φύγετε αμέσως, προφθαίνετε πριν φέξει... Μαζί βγήκαν τα δυο αγόρια. Το σπίτι του Ντεληθανάς, ερείπιο, γκρεμισμένο, καίουνταν ακόμα εδώ κι εκεί, φώτιζε μερικά πτώματα πεσμένα στο δρόμο. Ο Γιωβάν έγειρε πάνω σ' ένα και το έδειξε του Αποστόλη.

- Ο Μπότσος, είπε. Αυτός που ήρθε στο Ζορμπά. Μα ο Άγγελ Πέιο θα ξέκοψε. Δεν είναι δω.

- Μπορεί να τον σκότωσαν οι άλλοι παρακάτω. Μα ο Αποστόλ Πέτκωφ σκοτώθηκε άραγε; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Ο Πέτκωφ; Ο βοεβόδας Αποστόλ; Δεν ήταν εδώ καθόλου. Δεν τον είδα.

Μετρώντας τα πτώματα, είδε πάλι ο Γιωβάν τη σκοτωμένη γυναίκα. Πήρε αρπαχτά την ανάσα του και σκέπασε τα μάτια του. Και τρέμοντας πέρασε κοντά της.

- Δε μου λες; ρώτησε συμπονετικά ο Αποστόλης. Είναι μητέρα σου αυτή;

- Όχι, μουρμούρισε ο Γιωβάν.

- Γιατί την είπες μάνα;

Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε αμέσως. Και ξαφνικά ξέσπασε σε άγρια κλάματα.

- Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! είπε μες στ' αναφιλητά του.

Ο Αποστόλης δεν επέμεινε. Άλλωστε, άλλη έννοια τον απασχολούσε. Πού να βρει τον καπετάν Νικηφόρο. Μιας κι έκανε ένα δρόμο, ο Αποστόλης δεν τον ξεχνούσε ποτέ. Βγήκε από το σωπασμένο τώρα Μπόζετς και τράβηξε για τις χαράδρες και τους λόφους απ' όπου είχε περάσει το σώμα με οδηγό τον μπάρμπα - Τάσο. Μα όσο και αν προχωρούσε γρήγορα, τους αντάρτες δεν τους πρόκανε, ούτε ίχνος από το πέρασμα τους παρατήρησε. Όταν έφθασαν τα δυο αγόρια στο Βάλτο, ήταν ακόμα νύχτα. Είχαν περπατήσει γρήγορα, σχεδόν τρεχάτα. Οι πλάβες, τραβηγμένες στο χώμα, περίμεναν όλες με τους πλαβαδόρους.

- Πού είναι ο Αρχηγός; Και οι άλλοι; ρώτησαν ανήσυχα οι άντρες.

Μα ο Αποστόλης ήταν ακόμα πιο ανήσυχος. Το χωριό το είχαν χαλάσει, τους κακούργους τους είχαν εξοντώσει. Μα στο δρόμο δεν είχε βρει το σώμα του καπετάν Νικηφόρου. Τι να έγιναν άραγε; Με τους άντρες, κοντά στις πλάβες, κάθισαν τ' αγόρια και περίμεναν, κι ολοένα μεγάλωνε η ανησυχία τους. Είχαν περάσει από στάνες αρβανίτικες, είχαν περάσει και από χωριά όπου ήταν ο στρατός. Ήταν και Ρουμάνοι στο δρόμο, οι συνηθισμένοι προδότες των ελληνικών σωμάτων, που πάντα γίνουνταν ένα με τους Βουλγάρους για να καταστρέψουν τους Γραικούς.

- Μην έπεσαν σε καμιά μπρουσκάδα; μουρμούρισε ο Νάσος, που είχε μείνει πίσω με τις πλάβες.

Και ο καθένας έκανε και από μιαν υπόθεση. Άρχισε να ξημερώνει. Έξαφνα, ένα σκυλάκι ρίχθηκε πάνω στον Αποστόλη, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.

- Μάγκα! αναφώνησε ο οδηγός.

Όλοι πετάχθηκαν επάνω. Στον κάμπο ξεχώριζε τώρα μια σκιά, και πίσω δεύτερη, και τρίτη, και άλλη, και άλλη, σειρά ολόκληρη, αλυσίδα ανθρώπινη που πλησίαζε... Ήταν το σώμα ολόκληρο του καπετάν Νικηφόρου, κι εμπρός, κοντός, παχύς, απλώνοντας όσο μπορούσε τα κοντά του ποδαράκια, οδηγούσε ο μπάρμπα - Τάσος. Οι άντρες όρμησαν να τους υποδεχθούν με γέλια νευρικά, όπου έτρεμαν συγκρατημένα δάκρυα.

- Αργήσατε! - Ανησυχήσαμε! - Τι γινήκατε!...

- Γρήγορα! Στις πλάβες και στην καλύβα! Ξημέρωσε! απαντούσε ο μπάρμπα - Τάσος.

- Γιατί αργήσατε, κύριε Αρχηγέ; ρώτησε ο Νάσος, σπρώχνοντας την πλάβα του στο νερό. Ο Αποστόλης είναι ώρα εδώ, και δε σας είδε καθόλου στην επιστροφή.

- Εμάς μας έφερε από άλλο δρόμο ο μπάρμπα - Τάσος, για πιο ασφάλεια, μην τύχει και μας είδε κανένας στον πηγαιμό και μας πρόδωσε, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Έπειτα ο Αποστόλης τρέχει πιο γρήγορα... Και κάθε χωρικός θα 'βαζε λιγότερη ώρα από μας για να πάγει και να έλθει. Εμείς στο Βάλτο, ξεμάθαμε από πεζοπορία... Δε λες πώς γυρίσαμε! Δε μας βαστούν τα πόδια μας...

Όλες οι πλάβες, σειρά μακριά, τραβούσαν κατά το Τσέκρι από τα φωτισμένα τώρα μονοπάτια, όπου δεξιά και αριστερά πρασίνιζαν, κλειστά ακόμα, τα μπουμπουκιασμένα φυλλαράκια των καλαμιών.