Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Κ'. Τάκης


Το σπίτι του γιατρού, στη Θεσσαλονίκη, ήταν το κέντρο, η φωλιά του Αγώνα. Φίλος με όλους τους μπέηδες, και γενικώς με τους Τούρκους, που του είχαν εμπιστοσύνη και τον είχαν τακτικό τους γιατρό, κάθε φορά που ένας Ρωμιός βρίσκουνταν σε δυσκολίες, μεσίτευε κείνος και συχνά τον γλίτωνε.

- Αυτός; Μα αυτός είναι γνωστός μου, είναι φίλος μου!... έλεγε.

Και πολλούς αντάρτες έσωζε από τα φρικτά τούρκικα μπουντρούμια, και από άλλους μπελάδες με τις αρχές και τους ξένους κατατρεγμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν στείλει αντιπροσώπους τους και αστυνομία, τάχα για να βάλουν την τάξη στα εσωτερικά της Τουρκίας, και που ο καθένας κοίταζε πώς να ωφεληθεί εις βάρος των πιεζόμενων από την τουρκική σαπίλα χριστιανικών μειονοτήτων, προπάντων των Ελλήνων. Ίσια στου γιατρού πήγε η κυρία Ηλέκτρα, σαν έφθασε στη Θεσσαλονίκη με τον Αποστόλη. Εκεί βρήκε περίθαλψη, φιλοξενία, συμπάθεια, συντροφιά, ακόμα κι εγκαρδίωση και παρηγοριά.

- Δεν έχει να φύγετε από δω, της είπε ο γιατρός. Τη σφαίρα τη βγάλαμε, και το σχολειό θα το ξαναχτίσομε. Ο Γενικός Πρόξενος θα βρει τα χρήματα, αφού μάλιστα δεν κάηκε ολότελα, και μόνο μια επισκευή θα χρειαστεί. Αναπαυθείτε σεις στο κρεβάτι σας, γίνετε καλά, και μη νοιαστείτε για άλλο...

Και ησυχασμένος την άφησε ο Αποστόλης με τη συμπονετική γυναίκα του γιατρού, και ξαναγύρισε κείνος στο Πλατύ. Βγήκε στο σταθμό και τράβηξε κατά τη γέφυρα, όπου λογάριαζε να βρει τους δυο συντρόφους του. Μα τη γέφυρα τη φύλαγαν εκείνη την ώρα Τούρκοι στρατιώτες, και από τους αντάρτες κανένας δε φάνηκε. Ο Αποστόλης δεν τα 'χασε. Με τα χέρια στις τσέπες διέσχισε τη γέφυρα όπου πηγαινοέρχουνταν πολίτες και στρατιώτες, κι εξακολούθησε τάχα αδιάφορος το δρόμο του. Έξαφνα, ένα παιδάκι τρέχοντας τον σκουντούφλησε, έπεσε στα πόδια του και τον έριξε και αυτόν χάμω. Πριν προφθάσει ο Αποστόλης να ξανασηκωθεί, το παιδί του έχωσε κάτι στην τσέπη, πήδηξε στα πόδια του κι έφυγε, τρεχάτα πάντα, κατά τη γέφυρα.

Τα ήξερε ο Αποστόλης αυτά τα τερτίπια. Ασυγκίνητος τράβηξε στη μοναξιά, κι εκεί έψαξε την τσέπη του και βρήκε ένα χαρτάκι που έγραφε με μολύβι: «Καρά - Αζμάκ, ακροποταμιά» Είχε βρέξει την παραμονή, και ο πάντα ελώδης κάμπος του Ρουμλουκιού ήταν ακόμα πιο λασπωμένος και γλοιώδης. Τσαλαπατώντας στις λάσπες ακολουθούσε ο Αποστόλης την ακροποταμιά και τραβούσε νότια. Ήταν μοναξιά, έρημος ο κάμπος. Περπατούσε κάπου μισή ώρα, όταν, από ένα θάμνο από αγκαθωτά παλιούρια, σηκώθηκε ένας άντρας. Ήταν ο Βασίλης. Ο Αποστόλης κοίταξε ολόγυρα. Δεν είδε κανένα.

- Πού είναι ο καπετάν Ακρίτας; ρώτησε.

- Αυτός έχει άλλη δουλειά, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Εμείς πάμε στην Κουλακιά, για να έχομε τη συνείδηση μας ξελαφρωμένη.

- Δεν πιστεύεις πως ο Τάκης είναι το χαμένο σου παιδί; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Να σώσουν αυτοί ένα Ελληνόπουλο; έκανε ο Βασίλης αργοκουνώντας το κεφάλι.

- Δεν το έσωσαν αυτοί, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Έτυχε να περνά ο καπετάν Ακρίτας με τον καπετάν Μπούα και το λαμπρό Γαρέφη, να πιάσουν τους αρκουδιάρηδες στους βουλγάρικους Μύλους. Κι έτυχε να μην είναι ο Τάκης στο καράβι της Κόκοβας, την ώρα που βούλιαξε αυτό, και πνίγηκαν οι Βούλγαροι. Κι έτυχε ένα από τα παιδιά του καπετάν Ακρίτα να πηγαίνει στη Μονή του Προδρόμου, εκεί κοντά. Τον πήρε μαζί του, κι έτσι γλίτωσε ο Τάκης. Δεν έτυχε να σου τα διηγηθεί ο καπετάν Ακρίτας, που τον έχεις και τόσο φίλο; πρόσθεσε ο Αποστόλης με κάποια ειρωνεία, τονίζοντας τ' όνομα του καπετάν Ακρίτα.

Μα ο Βασίλης αγνόησε το ρώτημα.

- Και πώς βρέθηκε στην Κουλακιά; έκανε.

- Βρέθηκε στην Κουλακιά γιατί έκαψαν οι Βούλγαροι το Νησί όπου έμενε η μητέρα της κυρίας Ασπασίας, που είναι δασκάλα στην Κουλακιά, κι έτυχε να 'χει εκείνη τότε το παιδί, και μετανάστευσαν όλοι του Νησιού οι κάτοικοι στην Κουλακιά.

- Πολλά έτυχαν, είπε ο Βασίλης με δυσπιστία. Το παιδί σου μίλησε ποτέ για μένα; Για το σπίτι του; Για τη μητέρα του;

- Όχι, ομολόγησε ο Αποστόλης. Μα και αυτό δεν έτυχε! Είχα δει μια δυο φορές τον Τάκη στο σχολειό της κυρίας Ασπασίας, μα δεν τον πρόσεξα. Και όταν έμαθα το ιστορικό του, πως δεν είχε συγγένεια με την Ασπασία, παρά πως τον είχαν πάρει έτσι, από καλοσύνη, δεν πρόφθασα να τον ρωτήσω τίποτα, γιατί είχα δουλειά, έφυγα αμέσως.

- Με τον ψευτόπαπα που συνόδευες στην Κάλιανη; Ο Αποστόλης ξαφνίστηκε.

- Πώς το ξέρεις πως τον πήγαινα στην Κάλιανη; ρώτησε. Κοντοστάθηκε ο Βασίλης. Μα αποκρίθηκε ήσυχα:

- Εσύ δε μου το 'πες;

- Εγώ; Βέβαια όχι! Δε λέγω ποτέ τι δουλειά μου δίνουν.

- Θα το φαντάστηκα λοιπόν, είπε ήσυχα ο Βασίλης.

Ο Αποστόλης δεν αποκρίθηκε. Το ανήσυχο μυαλό του άρχισε να δουλεύει. Αδιάφορα, κουβεντιάρικα, είπε ο Βασίλης:

- Πού πήγες τον ψευτόπαπα, αφού δεν τον πήγες στην Κάλιανη;

- Δεν είπα πως δεν τον πήγα στην Κάλιανη. Ρωτώ πώς το μάντεψες εσύ!...

- Κάπου θα τον πήγαινες, όπου έχει εκκλησιά. Ίσως γι' αυτό μάντεψα την Κάλιανη... Και ρώτησε αδιάφορα: Πόση ώρα από δω στην Κουλακιά;

- Θα φθάναμε γρήγορα, μα είναι ξεχειλισμένος ο Βαρδάρης, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Θα κάνομε αλλόγυρο.

Σιωπηλά εξακολούθησαν το δρόμο τους. Πολλή κουβέντα με τον Βασίλη δε γίνουνταν ποτέ. Βαριά προχωρούσε μες στις λάσπες, και σιωπηλός ήταν πάντα. Έφαγαν στο πόδι λίγο ψωμί και τυρί, και πάλι τράβηξαν το δρόμο τους, περνώντας συχνά νερά τρεχάμενα, και αργά το βράδυ έφθασαν στην Κουλακιά. Ίσια στο σπίτι της κυρίας Ασπασίας πήγε ο Αποστόλης τον Βασίλη. Ένα φως έκαιε σ' ένα παράθυρο. Έριξε ο Αποστόλης μια πέτρα στο κλειστό παντζούρι και φώναξε:

- Άνοιξε μου, κυρία Ασπασία.

Το παράθυρο άνοιξε και μια γυναικεία μορφή παρουσιάστηκε, φωτισμένη από μέσα.

- Ποιος είναι; ρώτησε.

- Εγώ, κυρία Ασπασία, ο Αποστόλης!

- Τέτοια ώρα, βρε παιδί μου! Στάσου, κατεβαίνω!...

Έκλεισε πάλι το παράθυρο και σε λίγο η πόρτα άνοιξε και η κυρία Ασπασία παρουσιάστηκε σηκώνοντας μια λάμπα ψηλά. Είδε έναν άντρα στα σκοτεινά και κόμπιασε.

- Δεν είσαι μόνος; μουρμούρισε!

- Μη φοβάσαι, μπάσε μας μέσα, κυρία Ασπασία, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Γυρεύομε κάποιο χαμένο παιδί...

- Α! Είσαι με τον πάτερ Γρηγόρη; διέκοψε γελαστά εκείνη.

Μια ξαφνική κίνηση του Βασίλη τη διέκοψε. Στάθηκε μουδιασμένη, με τη λάμπα στο χέρι. Μα και ο Αποστόλης είχε ξαφνιστεί. Μια ενθύμηση έλαμψε στο μυαλό του. Τα ίδια του σχεδόν λόγια τα είχε ξανακούσει η κυρία Ασπασία. Τα είχε πει ο ψευτόπαπας. «Γυρεύω το χαμένο παιδί κάποιου φίλου μου!». Τα είχε πει η ίδια βαθιά φωνή που είχε πει του Βασίλη στο γιατάκι του βουνού: «Ή του ύψους ή του βάθους. Καλή επιτυχία!». Η ίδια ζεστή φωνή που είχε πει στην καλύβα της Νίκης:- «Δε θα περπατήσει το κορίτσι, μη νοιάζεσαι, Αρχηγέ!». Ταραγμένος ρώτησε ο Αποστόλης:

- Τον λέγανε Γρηγόρη τον παπά που συνόδευα την τελευταία φορά που ήμουν εδώ; Τον παπά που γύρευε κι εκείνος ένα παιδί, τον έλεγαν Γρηγόρη;

Η κυρία Ασπασία στέκουνταν σα φοβισμένη. Είχε σηκώσει τη λάμπα της και κοίταζε τον Βασίλη, που σιωπηλά την κοίταζε και αυτός.

- Αμέ θυμούμαι, νομίζεις, όλους τους παπάδες που περνούν από δω; είπε μπουρδουμπιστά. Πες μου εσύ κάλλιο, τι γυρεύεις και ποιος είναι ο κύριος που είναι μαζί σου; Τους είχε μπάσει στην κουζίνα ωστόσο, και, χωρίς να επιμείνει στο ρώτημα της, είπε:

- Θα είστε πεινασμένοι. Τι να σας φιλέψω;

- Δε θέλουμε τίποτα, ευχαριστούμε, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Μου λέγει ο Αποστόλης πως έχεις σπίτι σου ένα ορφανό. Μπορείς να μου δώσεις λεπτομέρειες γι' αυτό;

Ο Αποστόλης είχε καθίσει στο τραπέζι, με τους αγκωνές του απλωμένους στη σανίδα και το πηγούνι στα χέρια του, μα δε φαίνουνταν να παρακολουθεί. Ο νους του δούλευε, γύρευε, ερευνούσε. «Τον ψευτόπαπα τον λέγαν Γρηγόρη, τον ψευτο - Ακρίτα Γρέγο...». Η κυρία Ασπασία αποκρίθηκε:

- Μιλάς για τον Τάκη; Τον έχω δυόμισι χρόνια τώρα μαζί μου. Μα πολλά πράγματα γι' αυτόν δεν ξέρω. Ούτε ο ίδιος θυμάται πολλά. Ξέρει πως τον πήραν Βούλγαροι. Μα πού ήταν πριν, δεν μπόρεσα να μάθω.

- Θα μπορούσα να τον δω; ρώτησε ο Βασίλης.

- Τώρα; Κοιμάται στη σοφίτα. Ήταν κουρασμένος πολύ και πλάγιασε νωρίς. Δε μένετε και σεις να κοιμηθείτε δω και να τον δείτε αύριο;

- Τι σκέπτεσαι, Αποστόλη; ρώτησε απότομα ο Βασίλης. Δεν ακούς τι λέει η κυρία Ασπασία;

Ο Αποστόλης είχε ξαφνιστεί σαν άκουσε τ' όνομα του.

- Όχι! Σκέπτουμουν κάτι άλλο. Τι έλεγες, κυρία Ασπασία; - Λέγω να κοιμηθείτε δω. Δεν έχω στρώμα να σας δώσω, μα τουλάχιστον θα είστε στα σκεπά, αν βρέξει.

- Είμαστε συνηθισμένοι να κοιμούμαστε χάμω, αποκρίθηκε ο Βασίλης. Θα μείνομε. Ευχαριστώ.

Το είχε πει με βαρεμό, σαν κουρασμένος, σαν να μην τον ενδιέφερε πολύ πολύ να δει ή να μη δει τ' ορφανό που μπορούσε να ήταν παιδί του. Μα και η κυρία Ασπασία φαίνουνταν να βιάζεται να φύγει. Τους άφησε τη λάμπα και βγήκε έξω και ανέβηκε στην κάμαρα της. Έσβησε το φως ο Βασίλης, πλάγιασε χάμω και δε μίλησε πια. Του Αποστόλη ο νους ξαναγύρισε στην τελευταία επίσκεψη του στο σχολείο της κυρίας Ασπασίας, και γύρευε να συνδέσει χίλιες δυο μικροπαρατηρήσεις χωρίς συνέχεια, μα που τον σκότιζαν. Ώσπου τον πήρε και αυτόν ο ύπνος. Σαν ξύπνησε το πρωί, είδε πως η πόρτα ήταν ανοιχτή. Βγήκε στην αυλή και είδε τον Βασίλη, που, πλυμένος, χτενισμένος, ξεσκονισμένος, κάθουνταν στο πεζούλι ενός πηγαδιού, βουτημένος στη σκέψη. Πλύθηκε βιαστικά και ο Αποστόλης με το νερό του πηγαδιού, και ρώτησε:

- Είδες κανένα, κυρ Βασίλη;

- Όχι, αποκρίθηκε ο άλλος.

Και βγάζοντας από το ταγάρι του ψωμί και άσπρο τυρί, τα έδωσε του Αποστόλη:

- Είναι νωρίς ακόμα, είπε. Τον περιμένω εδώ.

Κι έπεσε πάλι στη συνηθισμένη του σιωπή.

Πέρασε λίγη ώρα και βήματα ακούστηκαν που κατέβαιναν τη σκάλα. Το κεφάλι της κυρίας Ασπασίας παρουσιάστηκε στην πόρτα. Είδε τους δυο μουσαφιραίους της, και γυρνώντας πίσω της φώναξε:

- Τάκη, έλα γρήγορα!

Ο Αποστόλης είδε έξαφνα πως το χρώμα του Βασίλη είχε κόψει και τα χέρια του έτρεμαν. Βγήκε έξω η κυρία Ασπασία κρατώντας τον Τάκη από το χέρι, και ήλθε να καλημερίσει τους δυο μουσαφιραίους. Μα χωρίς να της απαντήσει, ο Βασίλης πήρε το πρόσωπο του παιδιού στα χέρια του και το κοίταξε στα μάτια.

- Όχι, είπε, είναι πράσινα τα μάτια του. Του δικού μου ήταν μαύρα, σαν της μάνας του.

Και χωρίς άλλη λέξη, χωρίς καν να ευχαριστήσει την κυρία Ασπασία που τον κοίταζε σαστισμένη, βγήκε από την αυλή στο δρόμο κι έφυγε. Ο Αποστόλης, αποσβολωμένος με το φέρσιμο του Βασίλη, γύρευε να τον δικαιολογήσει.

- Είναι πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος, κυρία Ασπασία, απολογήθηκε. Μην τον συνορίζεσαι.

- Δεν τον συνορίζομαι, είπε η κυρία Ασπασία. Λυπούμαι μόνο που δε βρήκε κείνος το παιδί του και ο Τάκης τον πατέρα του.

Γέλασε, μα ήταν δακρυσμένη:

- Τι ωραίο τέλος μυθιστορήματος θα ήταν, πρόσθεσε. Χάιδεψε το κεφάλι του Τάκη και είπε:

- Καημένο μου ορφανό!

Μα ξαφνικά έριξε τα χέρια του ο Τάκης στη μέση της και ξέσπασε στα κλάματα.

- Φοβήθηκα!... Αχ, πώς φοβήθηκα πως θα μ' έδινες σ' αυτό τον άγριο άνθρωπο με τα μαύρα φρύδια!... είπε μες στ' αναφιλητά του. Και δε θέλω, δε θέλω να φύγω από σένα, κυρία Ασπασία!...

Με αναστατωμένη την καρδιά ξεκίνησε ο Αποστόλης. «Κοίταξε!» συλλογίζουνταν. «Να κάνεις κακό, γυρεύοντας να κάνεις καλό! Τόσο κλάμα που έκανε ο Τάκης! Και τόση στοργή που του έδειχνε η κυρία Ασπασία!... Πώς τον φιλούσε δακρυσμένη και αυτή!... Φαντάσου να ήταν αλήθεια παιδί του Βασίλη! Θα σπούσε η καρδούλα του να τον έπαιρναν από κει!...». Με το συνηθισμένο του βάδισμα και με τα χέρια στις τσέπες, πήγε ο Αποστόλης να βρει τον Βασίλη. Γύρισε το χωριό, μπήκε στα δυο καφενεία, στάθηκε περιμένοντας στην πλατεία. Μάταια. Ο Βασίλης δεν ήταν πουθενά. Ο Βασίλης είχε εξαφανιστεί. Τι να κάνει ο Αποστόλης και πού να τον ζητήσει; Γύρισε στο σπίτι της κυρίας Ασπασίας, μα δεν ήταν εκεί. Μόνη η γερόντισσα, μαγείρευε. Πήγε στο σχολείο, ρώτησε την κυρία Ασπασία, περίμενε ως το μεσημέρι. Ο Βασίλης δεν παρουσιάστηκε. Και τράβηξε πεζή για τη Θεσσαλονίκη. Πήγε ίσια στου γιατρού να βρει την κυρία Ηλέκτρα. Δεν τη βρήκε εκεί. Είχε πάει, λέει, να καθίσει σε μιας ηλικιωμένης κυρίας, στης κυρίας Βασιωτάκη, που ήταν γιαγιά του Μήτσου, και που είχε νοικιάσει ένα σπίτι πλάι στου γιατρού. Βρήκε την κυρία Ηλέκτρα μόνη.

- Τι να κάνω; τη ρώτησε.

Η κυρία Ηλέκτρα ήταν πάντα το καταφύγιο του. Συλλογίστηκε κείνη πριν του απαντήσει, και του είπε:

- Να ρωτήσομε την κυρία Βασιωτάκη. Γνωρίζει καλά τον Βασίλη, που ήταν περιβολάρης στο σπίτι του Μήτσου. Θα μας συμβουλέψει εκείνη.

Μαζί πήγαν σ' ένα σαλονάκι, όπου κάθουνταν μια κυρία με άσπρα μαλλιά και με φιλόξενο χαμόγελο, και η κυρία Ηλέκτρα της σύστησε τον Αποστόλη και της είπε τη δυσκολία όπου βρίσκουνταν. Ακουσε κείνη όλη την ιστορία, ζήτησε και άλλες λεπτομέρειες, και αργοκουνώντας το κεφάλι είπε:

- Έτσι που τον ξέρω τον Βασίλη, θα πήρε μεγάλη απογοήτευση. Μα δε θα θελήσει να το δείξει, και δε θα γυρίσει στης κυρίας Ασπασίας. Μη χάνεις την ώρα σου, παιδί μου, γυρεύοντας τον.

Ζήτησε ειδήσεις του Μήτσου και του Περικλή, πώς είναι, αν συνήθισαν τη δουλειά και τη σκληρή ζωή της Λίμνης. Και πού θα πήγαινε τώρα ο Αποστόλης;... Τι θα έκανε;... Αν δεν είχε πού να μείνει, να ξέρει πως στο σπίτι της έχει πάντα κρεβάτι και φαγί για τον οδηγό, κάθε φορά που θα περνούσε από τη Θεσσαλονίκη... Ήταν ηλικιωμένη μα όχι γριά η γιαγιά του Μήτσου, και τα μυαλά της τα είχε τετρακόσια. Με περιέργεια, όσο και με συμπάθεια, κοίταζε το χαμόγελο της που είχε μείνει τόσο νεανικό ο Αποστόλης, και θυμούνταν τον Περικλή που του είχε πει: «Είναι Κρητικιά, και το λέει η καρδιά της...».

- Θεώρησε την αποστολή σου τελειωμένη, είπε η κυρία Ηλέκτρα του Αποστόλη σα βρέθηκαν πάλι μόνοι, και πήγαινε στο Προξενείο να δεις αν έχουν άλλη δουλειά να σου δώσουν...

Μα ο Αποστόλης είχε κάτι στην καρδιά και ήθελε να της το πει.

- Κυρία Ηλέκτρα, ξέρεις μήπως εσύ, ποιος είναι ο καπετάν Ακρίτας, που πήγε και σ' έσωσε με τον καπετάν Νικηφόρο;

Μα η κυρία Ηλέκτρα δεν ήξερε.

- Γιατί ρωτάς; έκανε.

- Γιατί έχω λόγους να πιστεύω πως ο καπετάν Ακρίτας δεν είναι ο καπετάν Ακρίτας, αλλά κάποιος άλλος που κρύβεται με τ' όνομα του.

- Μπορεί, είπε συλλογισμένα η κυρία Ηλέκτρα. Μα μην ξεχνάς πως, μιας και ορκίστηκες, ούτε να μιλήσεις για τη δουλειά σου μπορείς, ούτε να ρωτήσεις όσα δε θέλουν να σου πουν.

Να μη ρωτήσει - καλά μα να μη δουλεύει το μυαλό του; Συλλογίζουνταν, συλλογίζουνταν ο Αποστόλης, πηγαίνοντας με το γοργό του βήμα, τα χέρια πάντα στην τσέπη, κατά το Προξενείο. Θυμούνταν και ξανάκουε τη βαθιά φωνή του ψευτόπαπα, να λέγει τα ίδια σχεδόν τα δικά του λόγια: «Γυρεύω το χαμένο παιδί κάποιου φίλου μου...». Στο Προξενείο ζήτησε τον κύριο Ζώη. Τον αναγνώρισε ο Αλής και τον καλωσόρισε.

- Γιατί δε μας ήρθες τόσον καιρό; ρώτησε. Και τι κάνει ο αντάρτης σου με τα τούρκικα ρούχα;

Ο Αποστόλης αποκρίθηκε άκρες μέσες, και ο Αλής τον προανήγγειλε και τον έμπασε στο γραφείο του κυρίου Ζώη. Ήταν μόνος ο κύριος Ζώης.

- Ο Αποστόλης ο οδηγός; έκανε. Φέρνεις καμιά είδηση από το Κλειδί;

- Όχι, αποκρίθηκε ο Αποστόλης· ήλθα να ζητήσω δουλειά. Έρχομαι από το Βάλτο.

Και του διηγήθηκε την κομιτατζήδικη επίθεση στο χωριό του Ζορμπά και την πυρκαϊά.

- Το ξέρομε, αποκρίθηκε ο κύριος Ζώης, και ξέρομε πως γλίτωσαν οι κομιτατζήδες. Μόνο δυο σκοτώθηκαν από την ηρωική δασκάλα. Μα ο Αποστόλ Πέτκωφ και ο Μπάτσος γλίτωσαν.

- Ήταν εκεί πάλι ο Πέτκωφ; ρώτησε ο Αποστόλης. Ήξερα πως είχε πάει στην Πλάσνα.

- Έτσι μάθαμε. Αυτός δε μένει δυο μέρες στο ίδιο μέρος, είπε ο κύριος Ζώης. Μα άκου δω, εσύ μικρέ. Φεύγεις αμέσως να πας να βρεις τον καπετάν Νικηφόρο;

- Φεύγω!

- Θα του πας ένα γράμμα. Πού θα το κρύψεις;

- Μέσα στον πάτο του τσαρουχιού μου, αν θέλεις, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Μα δεν είναι ανάγκη. Μιλώ τούρκικα και βουλγάρικα, και είμαι μαραγκός. Περνώ όπου θέλω. Και για καρακόλια, έχω διαβατήριο του Χαλίλμπεη.

- Λέγω καλύτερα να το κρύψεις στο τσαρούχι σου. Περίμενε να τελειώσω το γράμμα, και φεύγεις αμέσως.

Περίμενε ο Αποστόλης, όσο έγραφε ο κύριος Ζώης. Μα η γλώσσα του τον έτρωγε.

- Ήταν στο σώμα του καπετάν Νικηφόρου και ο καπετάν Ακρίτας, είπε ως πληροφορία.

- Το ξέρω, αποκρίθηκε ο Ζώης, χωρίς να παύσει να γράφει.

- Και δεν τον λεν Κώστα, μόνο τον λεν Γρέγο, είπε ο Αποστόλης.

Ο κύριος Ζώης γύρισε. Μια στιγμή κοντοστάθηκε. Τον πήραν τα γέλια και είπε:

- Και ύστερα;

- Είναι μεγαλόσωμος και χεροδύναμος, εξακολούθησε ο Αποστόλης, που είχε πάρει τον κατήφορο και δεν μπορούσε να σταματήσει. Ο καπετάν Ακρίτας είναι μικρόσωμος και είναι στην Ελλάδα.

Ο κύριος Ζώης δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε σε στενόμακρο φάκελο.

- Παρατηρείς, βλέπω, καλά, και νιώθεις άλλο τόσο, είπε. Χρήσιμα προτερήματα για τη δουλειά που κάνεις. Μα πρώτα πρώτα πρέπει να ξέρεις να σωπαίνεις.

- Τα λέγω μόνο εδώ, για πληροφορία, είπε ο Αποστόλης.

- Κι εγώ λοιπόν το λέγω μόνον εσένα, για εξήγηση. Στα βουνά, στην ύπαιθρο, έχομε ανάγκη ακόμα από έναν καπετάν Ακρίτα. Κατάλαβες;

Σοβαρά είπε ο Αποστόλης:

- Κατάλαβα. Και πρόσθεσε:

- Μα τώρα ξέρω πως εγώ τον πήγα αυτόν τον καπετάν Ακρίτα, από την Κουλακιά στην Κάλιανη, με δική σου διαταγή, τον περασμένο Δεκέμβριο.

- Καλά, είπε με καλοσύνη ο κύριος Ζώης, αρκεί να το ξέρεις μόνος σου.

Ήταν όλος χαρά και υπερηφάνεια ο Αποστόλης, φεύγοντας από το Προξενείο και τραβώντας κατά το Βάλτο, το σούρουπο, μες στις λάσπες. Το μισό αίνιγμα το είχε λύσει. Έμενε ν' ανακαλύψει ποιος ήταν ο Γρέγος και γιατί έκρυβε με τόση επιμονή την ταυτότητα του. Νύχτα βαθιά έφθασε στην καλύβα του ψαρά, στο μέρος όπου ενώνεται ο μικρός βραχίονας με τον Λουδία, και τον φιλοξένησε ο ψαράς και του έστρωσε να κοιμηθεί, γιατί ήταν κατάκοπος. Και πάλι έφυγε πρωί ο Αποστόλης και τράβηξε για το Πλατύ και από κει για το Βάλτο, όπου έφθασε χωρίς επεισόδιο, το βράδυ, σκοτεινά. Πλάβες πηγαινοέρχουνταν. Μετέφερναν χώμα, για να δυναμώσουν το πρόχωμα της Νίκης. Μπήκε στη μια ο Αποστόλης και άρχισε κουβέντα. Ο καπετάν Νικηφόρος δεν ήταν πια στη Νίκη, του είπαν, είχε γυρίσει στο Τσέκρι. Ώστε αφήνοντας τους άλλους με τις φορτωμένες πλάβες, τράβηξε κείνος μόνος, μ' ένα μικρό μονόξυλο, ίσια κατά το Τσέκρι. Μα ήταν κατάκοπος και η νύχτα σκοτεινή, και δεν είχε μαζί του άλλον πλαβαδόρο. Έδεσε την πλάβα του στο πάτωμα της Πέτρας, κι έπεσε να κοιμηθεί με την εκεί φρουρά.

Το πρωί ξεκίνησε. Είχε φθάσει σχεδόν στο Τσέκρι, όταν πιστολιές και τουφεκιές από την όχθη τον τράνταξαν. Δεν είχε άλλο όπλο μαζί του, παρά το πιστολάκι του καπετάν Άγρα. Μα δε δίστασε, τράβηξε κατά την όχθη. Δυο πλάβες επέστρεφαν βιαστικά. Όρθιος ένας αντάρτης, σε μια πλάβα, σημάδευε μέσα στα καλάμια και πυροβολούσε. Σε άλλη μικρή πλάβα κάθουνταν ο Περικλής, με πλαβαδόρο τον Νάσο. Και στην πλώρη ο Μάγκας, με όρθιες τις τρίχες και ξεσκέπαστα τα σκυλόδοντα του, γρύλιζε αδιάκοπα. Πίσω ακολουθούσαν και άλλες πλάβες. Σε μια ήταν και ο καπετάν Νικηφόρος. Όλοι τραβούσαν για το Τσέκρι, μα από παραδρόμους και τουφεκώντας κάθε λίγο πριν αλλάξουν κατεύθυνση. Τους ακολούθησε ο Αποστόλης ώσπου έφθασαν στο πάτωμα. Όταν βρέθηκαν όλοι εκεί σε ασφάλεια, ο Νικηφόρος κάλεσε τον Περικλή και τον Νάσο, που, μαγκωμένοι, στέκουνταν παράμερα. Και χαϊδεύοντας το σκυλάκι που είχε ξαπλωθεί κοντά του, είπε.

- Εξηγήσετε μου, πώς βρεθήκατε στη σκάλα ξαφνικά με το Μάγκα;

- Παρακαλώ, κύριε Αρχηγέ, είμαι υπεύθυνος μόνος εγώ, είπε ο Περικλής. Παρήκουσα εγώ τη διαταγή σας να μείνομε όλοι εδώ, και παρέσυρα και τον Νάσο, βεβαιώνοντας τον πως κινδυνεύει η ζωή σας.

- Και κινδύνευσε! Μα πώς το ήξερες;

- Οι άντρες που στείλατε να δουν τι ήταν το σύνθημα, η πιστολιά από την ξηρά, γύρισαν και σας είπαν πως σας ήθελε ο Αλής ο Αλβανός, και να πάτε στην όχθη, δεν είναι έτσι;

- Ε, και τι;

- Άλλη φορά δε γίνεται έτσι.

- Όχι! Συνήθως έρχεται εδώ ο Αλής, στο πάτωμα.

- Δε βάλατε καμιά υποψία;

- Υποψιάστηκα. Μα μου φαίνουνταν δειλία να μην πάω.

- Ο Μάγκας όμως παραφύλαγε. Μύρισε έναν έναν τους τρεις άντρες που είχαν πάγει να βεβαιωθούν τι ήταν η πιστολιά, και θύμωσε και αγρίεψε. Οι άντρες που είχαν πάγει στην όχθη για το σύνθημα, του πιάσανε φαίνεται το χέρι, και τους έδωσε μάλιστα και καπνό ο Αλής. Πήγε να λυσσάξει ο Μάγκας, γυρεύοντας να τους πάρει τον καπνό. Μου μπήκαν αμέσως υποψίες. Το ξέρω το σκυλί μου. Και θυμήθηκα τι μου είπες εσύ, Αποστόλη, πως έχεις ένστικτα λαγωνικού, και πως υποψιάζεσαι τον Αλή. Είχατε φύγει, κύριε Αρχηγέ, δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Έσπρωξα τον Νάσο στην πλάβα, πήδησε μέσα ο Μάγκας και φύγαμε. Μας είχατε κάνει την παρατήρηση για την προχθεσινή μας παρακοή, που αντί να πάμε στη Νίκη, τραβήξαμε για το Ζορμπά. Και μας συγχωρήσατε, γιατί ο Μάγκας βρήκε την κυρία Ηλέκτρα. Είπα πως σήμερα θα μας τιμωρήσετε. Μα δε σήμαινε - έπρεπε να σας σώσομε. Τραβούσαμε κουπί και οι δυο, σαν τρελοί για να προφθάσομε. Η στάση του Μάγκα μας φόβιζε. Έκανε να πηδήσει στο νερό, ορμούσε στην άκρη της πλώρης, γρύλιζε, έδειχνε τα δόντια του. Χρειάστηκε να τον φοβερίσω, για να μην ξεσπάσει στα ουρλιάσματα. Και πριν βγούμε, ενόσω παράμερα όπου σας είχε παρασύρει ο Αλής μιλούσατε ανύποπτα, πήδηξε ο Μάγκας στην ξηρά και με τα συνηθισμένα του κουφοκλάματα, που προμηνύουν πάντα κίνδυνο, έτρεξε στην κατεύθυνση όπου είχαν στήσει καρτέρι Τούρκοι στρατιώτες, και πίσω πάλι να με καλέσει. Και, ξαφνικά, τους είδαμε τους Τούρκους στρατιώτες που προχωρούσαν προσεκτικά, σκυφτοί, για να σας κόψουν την υποχώρηση. Τότε σας φώναξαν οι άντρες σας, που τους είδαν και αυτοί. Πώς προφθάσατε και μπήκατε στις πλάβες, και πώς προφθάσατε να τις ξαναρίξετε στο νερό είναι κατόρθωμα!...

- Τον άθλιο τον Αλή! Τον προδότη! μουρμούρισε ο Ευάγγελος Κουκουδέας, που είχε ακολουθήσει και αυτή τη φορά τον καπετάν Νικηφόρο. Άραγε να τον πήρε καμιά μας σφαίρα;

- Αρκεί που παραπλανήσαμε τους Τούρκους με τους πυροβολισμούς μας στα ζικζάκια που κάναμε, και δε μας βρήκαν οι δικές τους σφαίρες, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Και, βλέποντας τον Νάσο ζαρωμένο παράμερα, είπε γελαστά: Θα έπρεπε βέβαια, να σας τιμωρήσω και τους δυο, και σένα και τον Περικλή, για τις απειθάρχητες αποφάσεις σας. Μα έλα που και δεύτερη φορά βγήκε σε καλό η παρακοή σας!... Τις προάλλες εσώσατε τη δασκάλισσα του Ζορμπά, σήμερα εμένα. Χαλάλι σας και αυτή τη φορά. Δεν πρέπει όμως να επαναλαμβάνεται αυτή η πρωτοβουλία σας χωρίς πολύ σοβαρό λόγο, γιατί χωρίς πειθαρχία δε μπορεί να σταθεί ένα σώμα. Θα έπρεπε να σας βάλω τιμωρία. Αντί αυτού, δώστε μου το χέρι σας, παιδιά. Ο Αλής μας είχε προδώσει. Χωρίς το σκυλάκι, θα έπεφτα ασφαλώς στην παγίδα του. Δε γλίτωνα αν πρόφθαιναν να μου κόψουν την υποχώρηση οι Τούρκοι!

Οι δυο ένοχοι έλαμπαν από υπερηφάνεια.

- Δώστε μας μιαν αγγαριά για τιμωρία, κύριε Αρχηγέ, είπε ο Νάσος. Έτσι θα 'χομε και μεις τη συνείδηση μας ήσυχη.

- Καλά, είπε ο Αρχηγός· πάτε να βοηθήσετε το φούρναρη τον Ηλία, να βγάλει τα ψωμιά. Ίσα ίσα ξεφουρνίζει!

Συγκινημένος τους κοίταζε ο Νικηφόρος, και, σαν τους είδε ν' απομακρύνονται, σηκώθηκε κι εκείνος να πάει στη δουλειά του. Μα τον σταμάτησε ο Αποστόλης.

- Από το Κέντρο, κύριε Αρχηγέ, είπε, και του έτεινε ένα γράμμα.

- Έρχεσαι από τη Θεσσαλονίκη; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Μάλιστα.

- Ποιος σου έδωσε το γράμμα;

- Ο κύριος Ζώης.

Ο Νικηφόρος το άνοιξε, ξανακάθισε στο πάτωμα και το διάβασε με προσοχή.

- Σου έδωσε καμιάν άλλη παραγγελιά; ρώτησε τον Αποστόλη.

- Όχι, κύριε Αρχηγέ.

Ο Νικηφόρος ήταν στενοχωρεμένος. Είπε του Αποστόλη:

- Έστειλα πια το αγοράκι - παραγιός σου είναι; - στην κυρία Ευθαλία, τη δασκάλισσα του Μπόζετς, για πιο ασφάλεια. Τι ατυχία να βρίσκονται ίσα ίσα εκεί πάνω μαζεμένοι όλοι οι χειρότεροι κομιτατζήδες!

- Είναι κει, φαίνεται, και ο Αποστόλ Πέτκωφ, είπε ο Αποστόλης.

- Και αυτός και όλο του το εσνάφι! Τους φιλοξενεί φαίνεται ο Ντεληθανάς, αυτός ο κακούργος που τρομοκρατεί όλη την περιφέρεια.

Ήταν σκοτισμένος ο καπετάν Νικηφόρος. Φώναξε τον καπετάν Παντελή και μαζί του μπήκε στην καλύβα. Πολλή ώρα έμειναν συνομιλώντας. Όταν βγήκαν, ο καπετάν Παντελής φώναξε τον Κουκουδέα κι ένα άλλο παλικάρι, τον Μπαλέρμπα, και κάτι τους είπε μυστικά. Ο Κουκουδέας και ο Μπαλέρμπας μπήκαν ευθύς σε μια πλάβα μ' έναν άλλο πλαβαδόρο, και οι τρεις, οπλισμένοι ως τα δόντια, έφυγαν κατά τη σκάλα. Ο Αποστόλης πήγε να βρει τον Μήτσο Βασιωτάκη. Βρήκε μόνο τον Περικλή, που διάβαζε κάποιο γράμμα από το σπίτι του.

- Μην ήλθε από δω ο Βασίλης; ρώτησε. Ο Περικλής ξαφνίστηκε.

- Βρήκε το παιδί του; ρώτησε.

Του διηγήθηκε ο Αποστόλης τη συνάντηση του Βασίλη με τ' ορφανό παιδί, και τη συγκίνηση του σαν είδε πως είχε πράσινα μάτια.

- Τι απογοήτευση!... έκανε ο Περικλής. Και δεν έχεις ιδέα πού μπορεί να είναι ο Βασίλης; Μην έχει τίποτα στο νου του, για να φύγει έτσι;

Μα ο Αποστόλης δεν ήξερε.