Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΣΤ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Καινούρια φθασίματα


Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα έφθαναν οι βοήθειες, σειρά ολόκληρη από πλάβες, με άντρες διαλεγμένους από τον Άγρα, και μαζί, αυτή τη φορά, και ο καπετάν Κάλας. Συγχαρητήρια, σφιξίματα χεριών, αγκαλιάσματα, γέλια, συγκίνηση. Δεν ήξεραν οι νεοφερμένοι πώς να δείξουν τη χαρά τους στους αφανισμένους από την κούραση υπερασπιστές της Κούγκας για την ηρωική τους νίκη.

Τους είχε οδηγήσει τους νεοφερμένους ο γερο - Πασκάλ, και περισσότερο ίσως και από τους Έλληνες χαίρουνταν αυτός για την ήττα των Βουλγάρων.

- Οι κουρασμένοι μπορούν να φύγουν, να παν να ησυχάσουν στις Κάτω Καλύβες, πρότεινε ο καπετάν Κάλας. Είμεθα αρκετοί εμείς για να βαστάξομε την Κούγκα!...

Μα πού ν' ακούσουν οι άντρες και ν' αφήσουν τον Αρχηγό τους! Η νίκη τους είχε φανατίσει. Τους είχε, λέγει, ξεκουράσει και από την αϋπνία, και από το κρύο, και από τα νερά. Ούτε οι φοβισμένοι χωρικοί δεν ήθελαν πια να φύγουν. Καθισμένοι γύρω στη φωτιά, απλώνοντας στις φλόγες τα πονεμένα τους μέλη, διηγούνταν ο καθένας τις εντυπώσεις του, αργά το απόγεμα, όταν σύνθημα δόθηκε από τις βίγλες πως πλάβα φιλική πλησιάζει.

Ο καπετάν Νικηφόρος, τρίβοντας την πιασμένη του ράχη, βγήκε στο πάτωμα με τον καπετάν Κάλα, να υποδεχθούν τους επισκέπτες. Μέσα σε μια μεγάλη πλατιά πλάβα, τρεις άντρες κάθουνταν, φρεσκοξυρισμένοι, ολοκάθαροι, ζωντανή αντίθεση του έξω πολιτισμού με τη μαρτυρική ζωή της καλύβας. Ένας πλαβαδόρος, όρθιος πίσω, έσπρωχνε τη βάρκα. Ήταν ο Αποστόλης. Πλεύρισε η πλάβα, και σβέλτα πήδηξε ο οδηγός στο πάτωμα.

- Σιγά, κύριε Μήτσο, είπε στον πιο ψηλό ένα παλικάρι με κυπαρισσένιο κορμί, που σηκώθηκε απότομα. Εύκολα αναποδογυρίζουν τούτες οι πλατιές βάρκες... Πρέπει να τις συνηθίσεις...

Ήταν νέος, αρειμάνιος, ωραίος στην ολοκαίνουρια άψογη αντάρτικη στολή του, με την καινούρια πέτσινη ζώνη του και τις αστραφτερές σταυρωτές φυσιγγιοθήκες του. Λαφριά πήδηξε στο πάτωμα, και πιο βαριά τον ακολούθησε ένας αντάρτης ασπρομάλλης, με μαύρα βαθιά μάτια και σκυφτούς ώμους. Τελευταίο ακολούθησε ένα αγόρι, ως δεκαπέντε - δεκάξι χρονών, αντάρτικα ντυμένο κι αυτό. Στην αγκαλιά βαστούσε ένα σκυλάκι άσπρο, με μαύρους λεκέδες στο κεφάλι και στο μούτσουνο. Τους παρουσίασε ο Αποστόλης:

- Ήθελαν και καλά να έλθουν σε σένα, κύριε Αρχηγέ, είπε του καπετάν Νικηφόρου, να πολεμήσουν, λέει, μαζί σου. Είναι ο κύριος Μήτσος Βασιωτάκης, ο κυρ Βασίλης Ανδρεάδης, και ο κύριος Περικλής Βασιωτάκης. Ήλθαν από την Αίγυπτο. Και από το Δεσπότη έλαβα διαταγή να πάγω να τους παραλάβω και να τους οδηγήσω σ' εσένα.

Παραξενεμένος κοίταζε ο Νικηφόρος τους τρεις νεοφερμένους, τόσο ανόμοιους, και μηχανικά χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, που είχε μείνει στην αγκαλιά του Περικλή.

- Σκυλιά εδώ, είναι άχρηστα και επικίνδυνα, είπε διστακτικά. Με τα γαβγίσματα τους μπορούν να μας προδώσουν...

- Μην ανησυχείτε καθόλου γι' αυτό, κύριε Αρχηγέ, είπε σοβαρά το αγόρι. Ο Μάγκας είναι μαθημένος να μη γαβγίζει, παρά όταν του δώσω διαταγή. Τον έφερα με την άδεια του καπετάν Άγρα, και αφού βεβαιώθηκε κι εκείνος πως καλό μπορεί να κάνει, κακό όμως όχι.

- Είδατε τον καπετάν Άγρα; Πώς είναι;... ρώτησε ο Νικηφόρος το νέο κοντά του.

- Είχε πυρετό... Νομίζω πως θα είχε ανάγκη να φύγει από τη Λίμνη, αποκρίθηκε ο Μήτσος. Πες, Βασίλη, τι σου είπε ο γιατρός;

Όλοι γύρισαν στον ασπρομάλλη, που είχε σταθεί λίγο παράμερα. Ήταν άσπρα τα μαλλιά του και βαθιά χωμένα τα συλλογισμένα μάτια του κάτω από μαύρα πυκνά φρύδια και μέτωπο οργωμένο από χαράκια. Μα το σώμα του, λιγνό και αλύγιστο, ήταν νέου ανθρώπου σώμα. Απλά αποκρίθηκε:

- Έστειλε ο Δεσπότης γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Και αφού τον εξέτασε, του είπε να βγει από το Βάλτο, να πάγει σε βουνό. Του είπε μάλιστα ν' αφήσει για καιρό την αντάρτικη ζωή, να κατέβει στην Ελλάδα. Αλλιώς, λέγει, να μην ελπίζει πως θα ξαναβρεί ποτέ την υγεία του.

- Και το αποφάσισε ο Άγρας; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Γέλασε σαν τ' άκουσε, είπε ήσυχα ο Βασίλης. Και σαν του ξαναείπε ο γιατρός, αποκρίθηκε: «Μη χάνεις τα λόγια σου, γιατρέ. Την τύχη μου τη συνέδεσα με το Βάλτο. Σα διώξουμε τους Βουλγάρους, θα φύγω ίσως κι εγώ. Ωστόσο, εδώ θα μείνω!».

- Του πέρασε τουλάχιστον ο πυρετός;

- Όχι! Πριν φύγουμε μεις, τον έπιασε πάλι. Είχε πάνω από σαράντα βαθμούς!

- Μοιάζει εξαντλημένος, πρόσθεσε ο Μήτσος. Ήταν εκεί ένας Αντωνάκης γιατρός, που του έλεγε να φύγει. Μα εκείνος πάλι αρνήθηκε.

- Ο Αντωνάκης ο Γιατρός; έκανε γελαστά ο καπετάν Κάλας. Τον γνωρίσατε λοιπόν; Δεν κάνει πια το γιατρό· δουλεύει για μας, είναι από τα πολυτιμότερα στοιχεία του Αγώνα. Σας είπε πώς διώχνει τα σκυλιά; ρώτησε δείχνοντας το σκυλάκι στην αγκαλιά του Περικλή.

- Όχι, αποκρίθηκε ο Περικλής. Δεν είπε τίποτα. Γιατί;

- Έχει έναν τρόπο αυτός να διώχνει τα σκυλιά, διηγήθηκε ο καπετάν Κάλας. Όταν είναι να περάσει κανένα ελληνικό σώμα κοντά σε χωριό όπου είναι στρατός τούρκικος, πηγαίνει αυτός μπροστά, καμιά μέρα πρωτύτερα, τάχα πως θα δει άρρωστο, και βγάζει μια φωνή. Όπου φύγει φύγει, κανένα σκυλί δε μένει, και ούτε επιστρέφουν πριν από δυο τρεις μέρες. Τα βλέπεις και φεύγουν σαν τρελά, τρέμοντας στα πόδια τους, η τρίχα τους ορτσωμένη.

Και τον έμαθαν οι χωρικοί και τον παρακαλούν να μη φωνάζει. Είναι πολύτιμος για τα ανταρτικά σώματα ο Αντωνάκης ο Γιατρός. Ο καπετάν Νικηφόρος έμπασε τους τρεις νεοφθασμένους στην καλύβα.

- Να σας τρατάρομε έναν καφέ, τους είπε.

Μα ο Μήτσος έβαλε ευθύς τα πράματα στη θέση τους.

- Δεν ήλθαμε ως μουσαφίρηδες, καπετάν Νικηφόρο του είπε. Ήλθαμε να καταταχθούμε στο σώμα σας και να πολεμήσομε μαζί σας.

Ο Χρήστος ο Κρητικός κοίταξε περιφρονητικά την καινούρια στολή και τα γυαλιστά πετσιά του Μήτσου.

- Ρώτησε τονε, μύρισε ποτέ μπαρούτι; είπε σιγά του καπετάν Παντελή, που τη θαύμαζε κι εκείνος, με κάτι σα ζούλια στα μάτια.

Ο Μήτσος τ' άκουσε, αν και το είχε πει χαμηλόφωνα. Χαμογέλασε καλόβουλα.

- Όχι, παιδί μου, αποκρίθηκε. Δε μύρισα ακόμα μπαρούτι, γιατί δεν έγινε πόλεμος αφότου μεγάλωσα. Μα υπηρέτησα στο στρατό δυο χρόνια, και είμαι από πολεμική οικογένεια. Ο πατέρας μου πληγώθηκε στα '97, και ο προπάππος του εξαδέλφου μου - έδειξε τον Περικλή - πολέμησε με τον Μάρκο Μπότσαρη στο Μεσολόγγι κι έχασε το ένα του χέρι στην καταστροφή των Ψαρών. Είμαστε Κρητικοί και μαθημένοι στο τουφέκι.

Ντροπιασμένος που είχαν ακουστεί τα λόγια του, έκανε να παραμερίσει ο Χρήστος. Αλλά και δεν έπαυε να κοιτάζει κρυφά του Μήτσου Βασιωτάκη την ολοκαίνουρια στολή. Το αντιλήφθηκε ο Μήτσος κι εξήγησε:

- Δε φταίγω, αν μοιάζει ακόμα κοπέλα η στολή μου! Βγαίνει από το ράφτη. Μα θα καπνιστεί ελπίζω, γρήγορα, σαν του φίλου μου του Βασίλη - πρόσθεσε χαϊδεύοντας τον ώμο του ασπρομάλλη - που πολέμησε με τον καπετάν Ζέζα, και ήταν πλάγι του ως την τελευταία στιγμή!

Η προσοχή των αντρών από τη στολή του Μήτσου στράφηκε στον Βασίλη.

- Αλήθεια;

- Τον γνώρισες;

- Πολέμησες μαζί του;

- Ίσα ίσα, στη μάχη απάνω τραγουδήσαμε το τραγούδι του, άρχισε να διηγείται ο καπετάν Νικηφόρος.

Μα τον διέκοψε μια φωνή απ' έξω:

- Κύριε Αρχηγέ! Σε ζητούν! φώναξε ο Μιχάλης. Ο Νικηφόρος σηκώθηκε και βγήκε στο πάτωμα, όπου έμεινε λίγα λεπτά. Όταν ξαναγύρισε, ήταν συννεφιασμένος και σκοτισμένος.

- Ποιος έρχεται μαζί μου; ρώτησε. Πάγω να περιπολήσω. Όλοι οι άντρες πετάχθηκαν απάνω.

- Εγώ, κύριε Αρχηγέ!

- Εγώ!

- Εγώ!

Όλοι ξέχασαν μεμιάς κόπους και κούραση, όλοι ήθελαν να πάνε, όλοι ήταν έτοιμοι για καινούριους αγώνες.

- Δεν κάνει παιδιά· δυο θα πάρω, είπε ο Νικηφόρος. Έναν πολεμιστή κι έναν πλαβαδόρο. Ο Αποστόλ Πέτκωφ ήταν στη μάχη, και ο Χατζή - Τράιος! Δυο βοεβόδες που δεν τα βάζουν κάτω εύκολα. Μπορεί να 'χομε αιφνιδιασμό τη νύχτα...

- Πώς το 'μαθες; ρώτησε ο Κάλας.

- Ήλθαν και μου το 'παν: Ο Στενημαχίτης μ' ένα σύντροφο του. Για να το πει ο Στενημαχίτης, το ξέρει. Έρχεται από τα Γιάντσιτσα, άλλωστε, ένα πλάγι από το Ζερβοχώρι.

Ο Κάλας σηκώθηκε.

- Θα ήθελα να τον δω κι εγώ, είπε.

- Έφυγαν, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Ήταν βιαστικοί. Ούτε βγήκαν από την πλάβα τους.

- Πού πήγαιναν;

- Κατά τις Κάτω Καλύβες. Έχουν, λέει, δουλειά στην Αγια - Μαρίνα.

- Ήταν ο Στενημαχίτης ο Μανόλης; ρώτησε ο καπετάν Κάλας.

- Ναι, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος. Αυτός που σκότωσε τον Σταυράκη.

- Και ο άλλος;

- Δεν τον ξέρω. Είναι ψηλός, μελαχρινός...

- Ε... θα καλοπεράσουν οι βουλγάρικες αποθήκες, είπε ο Κάλας.

- Τον ξέρεις εσύ το σύντροφο του; ρώτησε ο Νικηφόρος.

- Ήλθαν και με είδαν μαζί. Είναι κείνος που έπνιξε κάποιον αρχικομιτατζή στο Ζερβοχώρι, εφάμιλλος του Στενημαχίτη, που και δυνατός είναι και γενναίος.

- Είναι αποφασιστικός ο Στενημαχίτης! Είναι και επιτήδειος και ξυπνάς! πρόσθεσε ο Νικηφόρος. Σα βάλει κάτι με το νου του, το βγάζει πάντα πέρα. Μα πιο γενναίος ακόμα μοιάζει ο άλλος, ο σύντροφος του. Θηρίο είναι! Ως εκεί απάνω άντρας!

Και αλλάζοντας ομιλία:

- Έλα μαζί μου, Βαγγέλη, πρόσταξε το γίγα Μακεδόνα, εσύ που είσαι μάστορης στο κουπί και συ, Χρήστο, είπε, διαλέγοντας τον Κρητικό από μέσα απ' όλους που σπρώχνουνταν να τον ακολουθήσουν. Δεν μπορώ να πάρω άλλους. Πρέπει να γίνει γρήγορα και σιωπηλά η αναγνώριση.

Οι άντρες όλοι είχαν στριμωχθεί στο πάτωμα, να δουν την αναχώρηση του Αρχηγού. Όλοι ήταν κουρασμένοι, αφανισμένοι από την κακοπέραση και το κρύο των τελευταίων μερών. Αλλ' αυτό δεν τους εμπόδισε να ετοιμάσουν πλάβες, να τις οπλίσουν, και να κατεβούν μέσα, ανά τρεις σε κάθε πλάβα, έτοιμοι να εξορμήσουν και να βοηθήσουν, αν ακούσουν μια τουφεκιά.

Μόνη ξεκίνησε η πλάβα του Αρχηγού. Ο ήλιος χάνουνταν πίσω από τα βουνά. Κουνάβια, αγριόπαπιες, νερόκοτες που επέστρεφαν να κουρνιάσουν στο Βάλτο, πουλιά, νερόφιδα, το σουσούρισμα του ανέμου, ακόμα και το χιόνι που έπεφτε από τα κλαριά πιτσιλώντας τα νερά, τα καλάμια που σκούσαν από το κρύο, όλα μαζί έκαναν μια συναυλία από μεγάλους ή κουφούς κρότους, που σκέπαζαν το λαφρύν ήχο, το γλίστρημα της πλάβας μες στο νερό. Ο Βαγγέλης, όρθιος στην πρύμη, χωρίς να σηκώνει το πλατσί του, κωπηλατούσε σιωπηλά, γέρνοντας λαφριά μια εμπρός, μια πίσω, ενώ γονατιστός στη μέση της πλάβας ο Χρήστος, κρατούσε το τουφέκι έτοιμο να πυροβολήσει, το κοντάκι στον ώμο, το δάχτυλο στη σκανδάλη. Εμπρός, στην πλώρη καθισμένος, ο Νικηφόρος, με το περίστροφο στο χέρι, οδηγούσε με νεύματα. Κανένας δε μιλά. Μόλις αναπνέουν. Η σιωπή είναι τέλεια. Και φθάνουν ως κάτω από την κεντρική καλύβα, χωρίς να τους αντιληφθεί ο σκοπός που φυλάγει παρακάτω. Σιωπή και στην καλύβα. Καμιά κίνηση. Ερημιά... Μια φωνή σιγανή, αργή ακούεται, που κάτι λέγει βουλγάρικα, και άλλη της αποκρίνεται, άθυμα, κουρασμένα.

Ο Νικηφόρος γυρίζει το κεφάλι, και σιωπηλά ρωτά τον Βαγγέλη, και του απαντά αυτός με μια κίνηση του χεριού: «Τίποτα. Ησυχία. Κατήφεια στην καλύβα». Άλλο νόημα του Αρχηγού, και ο Μακεδόνας αλλάζει την κίνηση του κουπιού. Αντί να τραβά μπροστά, οπισθοχωρεί στο στενό μονοπάτι, απομακρύνεται, φεύγει. Μόλις βρέθηκαν έξω από την επικίνδυνη ζώνη, ρωτά ο Νικηφόρος:

- Τι έλεγαν;

- Κατεβασμένα τα 'χουν, μουρμούρισε ο Βαγγέλης. Φαίνεται να 'παθαν νίλες. Φυλάγουν μην τους χτυπήσομε μεις. Μα για να επιτεθούν, ούτε λόγος. Είναι τσακισμένοι.

Πλάβες και καλύβα υποδέχθηκαν με ανακούφιση και χαρά τον Αρχηγό, σαν επέστρεψε. Και πλαγιασμένοι στα καλάμια πλάγι πλάγι, παλιοί και καινούριοι πολεμιστές, κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα στα στεγνά. Νωρίς το πρωί σηκώθηκε ο καπετάν Νικηφόρος, να δει, σαν πάντα, αν όλα ήταν τακτικά, και οι φρουροί στις θέσεις τους. Με απορία είδε τον Περικλή Βασιωτάκη με ένα πλατσί στο χέρι, σε μια μικρή πλάβα, και τον Αποστόλη, όρθιο μπροστά του, που του μάθαινε πώς να το χειρίζεται. Καθισμένο στην πλώρη, με τ' αυτιά ορτσωμένα, το σκυλάκι κοίταζε και ακολουθούσε, σηκώνοντας και κατεβάζοντας τη μύτη του, κάθε κίνηση του Περικλή. Καθώς είδαν τον Αρχηγό, στάθηκαν τα δυο αγόρια σε προσοχή.

- Τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ και δεν κοιμάστε; ρώτησε ο καπετάν Νικηφόρος.

- Μου μαθαίνει ο Αποστόλης, πώς να μεταχειρίζομαι το πλατσί, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ο Περικλής, με το σεβασμό παλιού στρατιωτικού προς τον ανώτερο του.

- Έτσι νωρίς, βρε παιδιά;

- Επιστρέφομε, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε με καμάρι ο Αποστόλης. Πήγαμε ως τις βουλγάρικες καλύβες.

Ο καπετάν Νικηφόρος σοβάρεψε.

- Αυτό το απαγορεύω! είπε. Χωρίς διαταγή, κανένας δεν έχει δικαίωμα ν' απομακρύνεται από δω!

Και βλέποντας τ' αγόρια να ζαρώνουν:

- ...Μπορούσατε να κακοπάθετε, πρόσθεσε. Με σεβασμό είπε πάλι ο Περικλής:

- Γι' αυτό ήλθαμε, κύριε Αρχηγέ, για να κακοπάθομε, και ο εξάδελφος μου, και ο Βασίλης, κι εγώ.

Συγκινήθηκε ο Νικηφόρος.

- Δεν αμφιβάλλω, αποκρίθηκε. Μα ένας διατάζει εδώ. Και όσο παλικάρια και αν είναι οι άντρες μου, χρεωστούν να υποτάσσονται και να ακολουθούν τις διαταγές μου! Εσύ, Αποστόλη, που δεν ήλθες πρώτη φορά, έπρεπε να το ξέρεις, και να συμβουλέψεις τον Περικλή Βασιωτάκη που είναι καινούριος!

- Δε φταίγει ο Αποστόλης, κύριε Αρχηγέ, είπε στέκοντας σε προσοχή πάντα ο Περικλής. Εγώ τον παρέσυρα. Ήθελα να δω από κοντά τις καλύβες όπου ανιχνεύσατε χθες...

- Καλά, καλά! Δε μαλώνω, για πρώτη φορά! είπε καλόβουλα ο Αρχηγός. Ήσταν τουλάχιστον οπλισμένοι;

Τα δυο αγόρια έβγαλαν κι έδειξαν τα περίστροφα τους. Του Αποστόλη ήταν παλιό και πολυμεταχειρισμένο. Του το είχε δώσει ο καπετάν Άγρας. Του Περικλή όμως ήταν ένα λαμπρό μπράουνιγκ.

- Και ξέρεις να το μεταχειριστείς αυτό; ρώτησε ο Νικηφόρος, αφού το εξέτασε. Ναι;... Πού έμαθες;...

- Στην Κρήτη, αποκρίθηκε σοβαρά ο Περικλής. Ο προπάππος μου, που με ανέθρεψε, ήταν συμπολεμιστής του Μάρκου Μπότσαρη, με τον οποίο και συγγένευε. Εκείνος μου το χάρισε και μου έμαθε να το μεταχειρίζομαι. Ξέρω σημάδι!

Συλλογισμένος χάιδευε ο Νικηφόρος τα κοντά του γένεια.

- Ήταν απερισκεψία να πάρετε το σκυλάκι μαζί σας, είπε.

- Δεν ήταν, κύριε Αρχηγέ, αποκρίθηκε ο Περικλής. Είναι μαθημένο να με ειδοποιεί όταν πλησιάζομε άνθρωπο. Κι έτσι αποφύγαμε όλους τους Βουλγάρους σκοπούς.

- Πώς σας ειδοποιεί;

- Αν είναι φίλος, κουνά την ουρά του και τεντώνει μπροστά τη μύτη του. Αν είναι εχθρός, πάλι τεντώνει τη μύτη του και ξεσκεπάζει με θυμό τα δόντια του. Αλλά δε γαβγίζει ποτέ.

- Και πώς διακρίνει αυτό τον εχθρό από το φίλο; ρώτησε ο Νικηφόρος.

Ο Περικλής πήρε το σκυλάκι στην αγκαλιά του.

- Είναι καλής ράτσας, φοξ τεριέ, είπε, και μαθαίνει ό,τι θέλω να μάθει. Κατά τον τρόπο που του λέγω να προσέχει, καταλαβαίνει αν είναι κίνδυνος. Έπειτα είναι και η μυρωδιά. Οι Έλληνες έχουν άλλη μυρωδιά από τους Βουλγάρους, ή και άλλους ξένους. Ο σκύλος τους διακρίνει. Και τούτος ιδιαιτέρως έχει δυνατό το ένστικτο που διακρίνει το φίλο από τον εχθρό.

- Κατέγινες πολύ με αυτόν; ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Νικηφόρος.

- Μάλιστα. Τον αγαπώ πολύ τον Μάγκα, και μου είναι ο καλύτερος φίλος μου. Μαζί του σαν είμαι, δε φοβούμαι τίποτε και κανένα. Πήγαμε με τον Αποστόλη ως κάτω από την κεντρική καλύβα των Βουλγάρων, και αποφύγαμε όλους τους σκοπούς.

- Και τι είδατε κει; ρώτησε ο Αρχηγός.

- Ο Αποστόλης άκουσε κουβέντες.

- Τι έλεγαν, Αποστόλη;

- Ήταν δυο τρεις μες στην καλύβα. Δεν τους βλέπαμε, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Πρέπει να ήταν πληγωμένοι, όχι βαριά, γιατί καταγίνουνταν σε δουλειές μες στην καλύβα. Τους βαριά πληγωμένους τους είχαν μεταφέρει στο Ζερβοχώρι. Είχαν και παράπονα με τους αρχηγούς.

- Ποιους αρχηγούς; Τους ονόμασαν;

- Άκουσα τ' όνομα του Χατζή - Τράιο. Τον άλλο τον έλεγαν μόνο αρχηγό και βοεβόδα.

- Και γιατί είχαν παράπονα με τους αρχηγούς;

- Γιατί, λέει, σκοτώσανε πολύν κόσμο. Νόμιζαν πως θα βρουν μικρές δυνάμεις εδώ, κι έσπασαν λέει τα μούτρα τους στην αντίσταση σας. Έπαθαν, λέει, νίλες!

Είχαν πάθει τωόντι νίλες γερές οι Βούλγαροι. Επίθεση πια δεν επιχείρησαν. Συμπλοκές γίνουνταν κάθε λίγο, σχεδόν κάθε μέρα, γιατί ο καπετάν Νικηφόρος δεν τους άφηνε ν' αναπνεύσουν, και όπου έκαμναν να ξεμυτίσουν, έπεφταν σ' ελληνικές περιπολίες, που τους χτυπούσαν. Και, πτοημένοι όπως ήταν, δεν αντιστέκουνταν, έφευγαν, μέσα στα σκοτεινά και στριφογυρισμένα τους μονοπάτια. Ούτε όμως και οι Έλληνες έκαναν πια γιουρούσια στις βουλγάρικες καλύβες. Η ηρωική αποτυχία του Άγρα τους είχε διδάξει πως χωρίς πολυβόλο δεν παίρνουνταν καλύβα οχυρωμένη. Και πολυβόλο δεν είχαν.

Ήλθε διαταγή από το Κέντρο, που είχε λάβει εκθέσεις του Άγρα και του Νικηφόρου, να χωριστεί η δράση των Ελληνικών σωμάτων. Ο καπετάν Νικηφόρος να πάρει την αρχηγία της δυτικής Λίμνης, με την Κούγκα, Κάτω Καλύβες, Τούμπα κ.λ.π. Και ο καπετάν Κάλας, με κέντρο το Τσέκρι, ν' αναλάβει τη διοίκηση της ανατολικής Λίμνης, με την υπεράσπιση των χωριών που υπέφεραν πολύ από τους κομιτατζήδες. Η διαταγή αυτή στενοχώρεσε πολύ τον καπετάν Κάλα. Η Κούγκα είχε αποκτήσει φήμη ηρωική, που είχε απλωθεί σε όλη τη δυτική περιφέρεια της Λίμνης. Όποιος έμενε εκεί να την υπερασπίσει, αποκτούσε φωτοστέφανο, γίνουνταν ουσιαστικώς αρχηγός των σωμάτων της Λίμνης. Γενικός αρχηγός είχε σταλεί ο Κάλας. Πώς να πάρει τώρα δευτερεύουσα διοίκηση; Βλέποντας την κατήφειά του, καλόκαρδα πρότεινε ο Νικηφόρος ν' αλλάξουν διαμερίσματα, και, αν το παραδέχουνταν το Κέντρο, να ξαναγυρίσει εκείνος στο Τσέκρι, και να μείνει ο Κάλας στην Τούμπα Τερχοβίστας, ως αρχηγός του δυτικού διαμερίσματος. Το δέχτηκε το Κέντρο, και, αφού άφησε ο Κάλας έναν υπαρχηγό με αρκετές δυνάμεις στην Κούγκα, κατέβηκε με το σώμα του στην Τούμπα της Τερχοβίστας. Μαζί έφυγε από την Κούγκα και ο Νικηφόρος με τα παιδιά του και τους νεοφερμένους από την Αίγυπτο, να ξαναπάγει στο Τσέκρι.

Στο δρόμο όμως, σταμάτησαν στην Τούμπα ν' αποχαιρετήσουν τον Άγρα, που είχε λάβει διαταγή από το Κέντρο να πάγει στη Νιάουσα, ν' αναλάβει την εκεί διοίκηση. Θλιμμένο και σκυθρωπό βρήκαν τον άλλοτε πάντα γελαστό Άγρα. Τον είχαν λιώσει οι θέρμες. Αδύνατος, χλωμός, με βαθουλωμένα περικομμένα μάτια, κοίταζε τους ξεκούραστους ακόμα εθελοντές της Αιγύπτου, καθώς και τους λιγνεμένους αλλά γερούς πολεμιστές της Κούγκας. Συγκινημένος ο καπετάν Τυλιγάδης, του φίλησε το χέρι χωρίς να του μιλήσει. Ένας κόμπος είχε μαζευθεί στο λαιμό του, του έκοβε τη φωνή. Του χαμογέλασε ο Άγρας, και μελαγχολικά είπε του Νικηφόρου:

- Είμαι πια άχρηστος, καημένε Γιάννη!

- Γιατί άχρηστος; διαμαρτυρήθηκε ο φίλος του. Λίγη δουλειά τάχα έχει το διαμέρισμα της Νιάουσας; Πρώτον, το σώμα εκεί έμεινε χωρίς αρχηγό. Έπειτα, ο όλος Ελληνισμός, από τα Βοδενά και κάτω, σε σένα θα κρέμεται. Και όλοι οι κομιτατζήδες από κει έρχονται και μας πλημμυρίζουν το Βάλτο. Σαν πας εσύ, θα τους εμποδίσεις!

- Ναι, μα στο Βάλτο είναι η αντίσταση και η δράση, αποκρίθηκε ο Άγρας. Και απόδειξη, να, όλοι όσοι έλθουν απ' έξω, πρόσθεσε δείχνοντας τους δυο Βασιωτάκηδες και τον Βασίλη, εδώ μπαίνουν!

Με το βαρύ του βάδισμα, με κυρτούς τους ώμους, ο Βασίλης πλησίασε:

- Κύριε Αρχηγέ, του είπε, εγώ θέλω να σου ζητήσω ως χάρη να με πάρεις μαζί σου.

- Στη Νιάουσα; Τι να κάνεις εκεί, μπρε παιδί μου; ρώτησε ο Άγρας.

- Εγώ είμαι από κείνα τα μέρη. Κι έχω παλιούς λογαριασμούς να ξεδιαλύνω, αποκρίθηκε ο Βασίλης.

- Κι εμείς μαζί σου, είπε ο Μήτσος Βασιωτάκης, ο Περικλής κι εγώ!...

Τον σταμάτησε μια κίνηση του Βασίλη.

- Δεν κάνει, κύριε Μήτσο, του είπε. Για τη δουλειά που έχω να κοιτάξω, κάλλιο να μην είμαστε μαζί. Πάγω εγώ στη Νιάουσα, να βρω κάποιον Παζαρέντζε...

- Τον Παζαρέντζε; Τον σκότωσαν τις προάλλες! αναφώνησε ο Άγρας.

- Τον σκότωσαν; Ποιος; ρώτησε ο Βασίλης. Το πρόσωπο του είχε αγριέψει ξαφνικά.

- Ένας άγνωστος εκδικητής σου, φαίνεται. Πήγε με τον περίφημο τον Μανόλη το Στενημαχίτη και τον εξουδετέρωσε.

- Ο Στενημαχίτης! Μου πήρε τη λεία μου! έκανε ο Βασίλης, που ανέπνεε βαριά, σφίγγοντας γρόθους και δόντια. Και, καταπίνοντας το θυμό του, πρόσθεσε:

- Ο Παζαρέντζε όμως δεν είναι ο μόνος. Έχω και άλλους λογαριασμούς.

Και αργά, στοχαστικά, περιφέροντας το βλέμμα του από τους αρχηγούς στους άντρες, είπε:

- Είναι κάποιος Μπάτσος...

- Μπάτσος; αναφώνησε ο Αποστόλης. Ένας κοντός, μαύρος, άγριος;

- Ναι! Τον ξέρεις;

- Είναι στο Μπόζετς! Έχει κάνει του κόσμου τα εγκλήματα, αποκρίθηκε ο Αποστόλης.

- Στο Μπόζετς; Ανατολικά από το Βάλτο; έκανε ο Βασίλης. Και γυρνώντας στον Μήτσο:

- Βλέπεις, κύριε Μήτσο, καλό είναι να είστε σεις με τον καπετάν Νικηφόρο, όσο ψάχνω εγώ στη δυτική μεριά, είπε.

Τα δόντια του έτριζαν. Ο Μήτσος του έδωσε δυο τρεις χαδιάρικες στον ώμο.

- Μη συχίζεσαι Βασίλη· θα γίνει όπως θέλεις, του είπε. Πήγαινε με τον καπετάν Άγρα τώρα, και σαν επιτύχεις το σκοπό σου, σα βρεις εκείνο που γυρεύεις, με το καλό να μας ξανάρθεις στο Τσέκρι.