Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΕ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΕ'. Νικηφόρος


Είδε κι έπαθε ο Αποστόλης να ξαναβρεί την Κούγκα, όταν ξαναγύρισε την επαύριο το βράδυ. Γύρευε τη μεγάλη καλύβα, και όπου και να γύριζε δεν έβλεπε παρά καλάμια ξερά. Γελαστός, χαρούμενος, τον δέχθηκε ο Νικηφόρος, όταν επιτέλους βρήκε το πάτωμα.

- Αν δυσκολεύτηκες εσύ, άλλο τόσο θα δυσκολευτούν και αυτοί, του είπε.

Και ζήτησε ειδήσεις απ' έξω. Σαν άκουσε το μήνυμα του πάτερ Χρυσόστομου από το Μπόζετς, σκυθρώπιασε.

- Το ξέρω πως έχουν ανάγκη από ενίσχυση και εγκαρδίωση, είπε. Μα πώς ν' αφήσομε την Κούγκα και όλη τη Δυτική Λίμνη στους Βουλγάρους; Λείπει τώρα και ο καπετάν Άγρας. Είμαι μόνος.

- Δεν μπορείς, λέει, να στείλεις έναν, που τον λεν οι Βούλγαροι Εντεροβγάλτη, που δεν ξέρει κανένας τ' όνομα του και σκοτώνει αράδα τους κομιτατζήδες, κύριε Αρχηγέ; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Τον Εντεροβγάλτη; Ποιος είναι αυτός; Ο Αποστόλης επανέλαβε όσα του είχε πει ο καλόγερος του Μπόζετς.

- Τον λένε οι δικοί μας καπετάν Γαρέφη, πως αναστήθηκε ο καπετάν Γαρέφης, κι εκδικεί όλους τους φόνους που κάνουν αυτοί.

- Δεν τον ξέρω, δεν τον άκουσα, είπε ο καπετάν Νικηφόρος. Μα αν τον ξέρει το Κέντρο, από κει μπορεί να πληροφορηθεί και να τον ζητήσει ο πάτερ Χρυσόστομος. Στο δικό μας διαμέρισμα μια φορά, δεν εργάστηκε. Πάντως εγώ δεν μπορώ να φύγω τώρα από την Κούγκα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι δω. Ας κάνουν υπομονή τα χωριά. Εγώ θα μείνω.

Κι έμεινε.

Η φύλαξη της Δυτικής Λίμνης είναι από τις ηρωικότερες σελίδες του Μακεδονικού Αγώνα. Οι Βούλγαροι γύρευαν την Κούγκα κι έστελναν περιπολίες να την καταστρέψουν, και οι Έλληνες που βάσιζαν τη δράση τους στην Κούγκα, έβγαζαν κι εκείνοι περιπολίες και χτυπιούνταν κάθε μέρα, πότε από μακριά και πότε από κοντά με τον εχθρό. Πλησίασαν οι Βούλγαροι κι έχτισαν καλύβα μεταξύ του συμπλέγματος τους και της Κούγκας. Πλησίασαν και οι Έλληνες κι έχτισαν άλλη καλύβα μεταξύ της Κούγκας και της καινούριας βουλγάρικης καλύβας. Τόσο κοντά ήταν, ώστε ανάμεσα στα τσακισμένα και αραιωμένα από το κρύο καλάμια, μισοφαίνουνταν οι καινούργιες καλύβες, και στις σιωπηλές ώρες της Λίμνης, ακούονταν κάποτε και οι ομιλίες. Έχτισε ο Νικηφόρος και άλλη καλύβα από το άλλο πλευρό της Κούγκας, για περισσότερη ασφάλεια, κι έχτισε και άλλη παρακάτω, στο δρόμο προς τις Κάτω Καλύβες, και την έκανε αποθήκη.

Κάθε μέρα, πλάβες με χωρικούς πηγαινοέρχουνταν με χώμα για το οχύρωμα, καλάμια, κούτσουρα, ραγάζι και τροφές. Κάθε λίγο, ο άρρωστος Άγρας τους έστελνε φυσίγγια και μπόμπες για ν' αναπληρώσει τα πολεμοφόδια που καίουνταν στις καθημερινές συμπλοκές. Το κρύο χειροτέρευε. Χιόνι πυκνό σκέπασε όλο το Βάλτο, σπάζοντας άφθονα καλάμια, ξεσκεπάζοντας ακόμα περισσότερο φιλικές κι εχθρικές καλύβες. Φάνηκε και άλλη καλύβα βουλγάρικη, που είχε χτιστεί χωρίς να την πάρουν είδηση. Έβγαλε ο Νικηφόρος σκοπούς μακρύτερα ακόμα από τη βάση, τόσο κοντά στις βουλγάρικες καλύβες ώστε άκουαν τις κουβέντες τους. Συχνά αντάλλαζαν, από μέσα από τα καλάμια, Έλληνες και Βούλγαροι, προκλήσεις και βρισιές. Οι περιπολίες πολλαπλασιάστηκαν. Ο καπετάν Νικηφόρος τις οδηγούσε ο ίδιος. Ο ίδιος πήγαινε και στις άλλες καλύβες, που είχαν χτίσει για προφύλαξη και για βοήθεια στα διάμεσα των βάσεων, να βεβαιωθεί πως φυλάγουνταν καλά.

Μια νύχτα, που βγήκε με τρεις πλάβες να κάνει αναγνώριση, έχασε το δρόμο του, δεν έβρισκε πια το μονοπάτι. Ήταν κοντά στις βουλγάρικες καλύβες και κινδύνευαν κάθε στιγμή οι πλάβες να ξεμπουκάρουν πάνω σε καμιά εχθρική καλύβα, ν' ανακαλυφθούν από βίγλα βουλγάρικη ή να πέσουν σε καμιά «μπρουσκάδα». Είδαν κι έπαθαν να σπάσουν τα πυκνά καλάμια και να περάσουν, να ξαναβρούν το μονοπάτι. Άλλη φορά βγήκε με δυο πλάβες σε αναγνώριση. Το κρύο ήταν τρομερό. Τα νερά άρχισαν να παγώνουν. Αδύνατον να προχωρήσουν.

Ο καπετάν Παντελής, που ήταν με τον Νικηφόρο, του είπε:

- Θα κολλήσομε αν δεν γυρίσομε πίσω στην καλύβα. Τωόντι τα νερά έπηζαν παντού.

- Πόσο μακριά είμαστε; ρώτησε ένας πλαβαδόρος.

- Δυο ώρες, αποκρίθηκε ο Νικηφόρος.

- Θα βάλομε περισσότερες, είπε ο πλαβαδόρος· η πλάβα κόλλησε!

Χρειάστηκε να σπάσουν λεπτό τον πάγο για να ξεκολλήσουν. Μα το κρύο ολοένα δυνάμωνε, μαζί και ο πάγος. Και όσο προχωρούσαν, τόσο δυσκολότερα έσπαζαν τον πάγο. Είχαν απομακρυνθεί δυο ώρες από την καλύβα. Έβαλαν δεκαοχτώ για να γυρίσουν. Όλη μέρα και όλη νύχτα έσπαζαν πάγο για ν' ανοίξουν δρόμο. Όταν έφθασαν επιτέλους στην Κούγκα, εντελώς εξαντλημένοι, τα χέρια τους ήταν πρησμένα από τους κόπους και το κρύο και τον κάματο. Σαν πτώματα έπεσαν στο πάτωμα και κοιμήθηκαν.

Ο Βάλτος είχε παγώσει πέρα ως πέρα. Οι συγκοινωνίες έπαυσαν. Ούτε άνθρωποι ούτε τροφές δεν έφθαναν πια. Οι πλάβες δεν κυκλοφορούσαν. Μακριά από τις φιλικές νότιες ακρολιμνιές και καλύβες, οι φύλακες της Κούγκας βρέθηκαν αποκλεισμένοι. Οι τροφές λιγόστεψαν, έλειψαν. Χρειάστηκε να μικρέψουν τις μερίδες, να μετρούν κάθε βούκα. Άρχισαν να πεινούν. Ξύλα δεν μπορούσαν πια να μεταφέρουν. Χρειάστηκε να κόβουν ρακίτα και καλάμια χλωρά, και να τα καίουν για να ζεσταθούν. Ο καπνός τους έπνιγε. Άνοιγαν το μουσαμά της πόρτας για να φύγει ο καπνός και ν' αναπνεύσουν, και πάγωνε πάλι η καλύβα. Η ζωή του Βάλτου, πάντα γεμάτη κακουχίες και στερήσεις, είχε καταντήσει μαρτύριο. Και όμως κανένας δεν παραπονούνταν, κανένας δεν ζητούσε να φύγει. Η καρτερική αντοχή του Αρχηγού έδινε καρδιά στους άντρες, υπέφεραν χωρίς να μιλούν και χωρίς να χάνουν το κέφι τους.

- Καλά όμως που έφυγε ο καπετάν Άγρας! έλεγε κάπου κάπου ο καπετάν Τυλιγάδης. Θα είχε πεθάνει αν είχε μείνει εδώ...

Τα τελευταία νέα που είχε φέρει ο Αποστόλης από την Τούμπα της Τερχοβίστας, ήταν πως ο Άγρας αναλάμβανε πολύ αργά και πως τον βαστούσαν με τη βία να μη φύγει για την Κούγκα, πως έτριζε τα δόντια του που δεν ήταν κι εκείνος στη μάχη, και πως τον φύλαγαν μην ξεκόψει. Ύστερα έφυγε και ο Αποστόλης, πάγωσε η Λίμνη και δεν έφθανε πια καμιά είδηση. Οι σκοποί όμως που παραφύλαγαν μακριά, προς το μέρος των Βουλγάρων, έφεραν την είδηση πως οι εχθροί έχτιζαν και άλλη καλύβα, στο πλευρό της Κούγκας. Πρωί πρωί, βάζει ο καπετάν Νικηφόρος τις μακριές του μπότες, που του ανέβαιναν ψηλά, πάνω από τα γόνατα, και σκέπαζαν τους μηρούς, και, με δυο πλάβες και πέντε άντρες διαλεχτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Παντελής, φεύγει και πάγει να δει με τα μάτια του τι τρέχει. Ήταν οπλισμένοι όλοι, με τουφέκια, πιστόλια, φυσίγγια.

- Ειδοποιήσετε και τις γειτονικές καλύβες, άφησε παραγγελία ο Νικηφόρος. Αν ακούσετε τουφεκίδι, θα πυροβολήσετε απ' όλα τα πατώματα, για να φέρετε σύγχυση και να μην ξέρει ο εχθρός από πού του έρχεται ο αιφνιδιασμός.

Κι έφυγε.

Μα ο πάγος ήταν ψηλός. Κάπου κάπου βαστούσε το βάρος των σωμάτων, αλλού σπούσε και βούλιαζαν οι άντρες στα νερά, κάποτε ως τη μέση. Έβγαιναν τότε, πατούσαν σε τίποτα φυτά, τινάζουνταν, σήκωναν ψηλά τα πόδια για ν' αδειάζουν τα νερά από τις μπότες τους, και ξανάπαιρναν το δρόμο τους. Παντού ξερά καλάμια. Παγωμένα, τσάκιζαν με κρότο. Σα γάτες, πότε πατώντας στα νερά, πότε στον πάγο και πότε στους βάτους, προχωρούσαν οι έξι άντρες μερικά βήματα, και πάλι στέκουνταν ν' ακούσουν και να δουν.

Τίποτα δε φαίνουνταν από μέσα από τα κίτρινα χόρτα. Και πάλι έπαιρναν το δρόμο τους. Όλη μέρα προχωρούσαν αργά, σιωπηλά, προσεκτικά, μες στα παγωμένα νερά, ανάμεσα στα ξερά καλάμια που δεν έπρεπε να σπάζουν, μην ακουστεί το τσάκισμα τους. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν ο Νικηφόρος, που προχωρούσε εμπρός, είδε από μέσα από κάτι αραιωμένα καλάμια την καινούρια μισοχτισμένη καλύβα. Ήταν τόσο κοντά, ώστε έβλεπε τους εργάτες και άκουε τις ομιλίες τους. Με το χέρι έγνεψε στους άντρες του να σταματήσουν. Έπρεπε να πλησιάσουν με τη μεγαλύτερη προσοχή. Ο λαφρύτερος κρότος θα τους πρόδιδε, και τότε ήταν χαμένοι. Πρώτος προχώρησε λίγα μέτρα ο Νικηφόρος, μες στα νερά και στα καλάμια, και ξαπλώθηκε μπρούμυτα σε κάποια πλατύφυλλα φυτά. Τότε προχώρησε ο καπετάν Παντελής, που ήρχουνταν δεύτερος, και ξαπλώθηκε στην ίδια γραμμή κοντά του. Ύστερα, σαν αγριόγατα ξεγλίστρησε ο Ευάγγελος Κουκουδέας, ύστερα ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος, όλοι στη γραμμή, μπρουμυτιασμένοι, σιωπηλοί, ακίνητοι. Περίμεναν και κοίταζαν.

Και πάλι σηκώθηκε ο Νικηφόρος, και πότε περπατώντας σκυφτός, πότε σερνόμενος στον πάγο, πότε βουλιάζοντας στο νερό, προχώρησε πάλι μερικά μέτρα και ξαπλώθηκε σε χοντρόφυλλους βάτους, περιμένοντας τους συντρόφους του. Και προχώρησαν, προχώρησαν, ώσπου έφθασαν πλάγι στην καλύβα, όλοι στη σειρά. Σήκωσε ο Νικηφόρος το χέρι, κι έδωσε το σύνθημα. Μια ομοβροντία ακούστηκε, και δεύτερη, και τρίτη. Φωνές ξέσπασαν στην καλύβα, στριγγλιές, βογγητά.

- Ολελέ!... Ολελέ! Μάικου!

Από τα ελληνικά πατώματα πυκνό τουφεκίδι ξέσπασε τότε, και μες στον κρότο, ο Νικηφόρος με τους πέντε άντρες του, άδειασε ο καθένας τα δέκα του φυσίγγια, πυροβολώντας από κοντά τη μισοχτισμένη καλύβα. Τέτοια σύγχυση και ανεμοζάλη έφερε στους Βουλγάρους η τολμηρή αυτή επίθεση, ώστε δεν πρόφθασαν ή δε σκέφθηκαν να βγάλουν πλάβες, να κυνηγήσουν τους επιτιθέμενους πεζοπόρους.

Ενώ μάζευαν οι Βούλγαροι τους πληγωμένους και σκοτωμένους τους, οι έξι Έλληνες, πατώντας σε νερά, φυτά, ή πάγους, επέστρεψαν στην Κούγκα σώοι και αβλαβείς, αλλ' αφανισμένοι από την κούραση και το κρύο. Ξύπνησαν την άλλη μέρα με βροχή.

- Ουφ! Τουλάχιστον θα λιώσει ο πάγος! έκανε με ανακούφιση ο καπετάν Παντελής, ο πιο νοικοκύρης της παρέας, που δυσανασχετούσε για το στραπάτσο που είχε πάθει την παραμονή η πάντα καθαρή, όσο και να ήταν παλιά, φορεσιά του. Θα μπορούμε να κυκλοφορούμε με πλάβες. Δέστε τι μου έκαναν τα χθεσινά νερά και οι πλατύφυλλες λαπατιές!

- Πω, πω! είπε συμπονετικά ο Μιχάλης, και φώναξε: Κερα - Τριανταφυλλιά, Μαρία, Ασήμω! Βάλτε σίδερα στο τζάκι, ελάτε να σιδερώσετε το αντερί και το μπενιβρέκι του Παντελή! Έχουν μια ζάρα κι ένα λεκεδάκι! Πω πω!

Όλοι οι άντρες γέλασαν, πρώτος πρώτος ο καπετάν Παντελής, που με το χέρι, πατώντας τις ζάρες, γύρευε να τις σβήσει. Καλύκαρδα είπε ο Αρχηγός:

- Μη μου τον πειράζετε, τον Παντελή! Μακάρι να ήσταν όλοι τυποδεμένοι σαν κι αυτόν. Θα πηγαίναμε στο θάνατο σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, λουσμένοι, χτενισμένοι, παστρικοί, σα γαμπροί της ώρας.

Σήκωσε τα μάτια κατά τα μαύρα σύννεφα που κατέβαζαν καταρράχτες. Ποιος ξέρει αν μ' αυτόν τον καιρό δε μας προσβάλλουν αύριο οι γείτονες μας... πρόσθεσε. Μα τρομαγμένοι από το χθεσινό αιφνιδιασμό οι Βούλγαροι δεν κούνησαν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έβρεξε, οι πάγοι έλιωσαν και η τετάρτη μέρα ξημέρωσε ηλιακή, φωτεινή, χαρά Θεού. Η λίμνη έλαμπε πέρα ως πέρα, φρεσκολουσμένη, με διαμάντια σκαλωμένα σε όλα τα κλαριά, τους βάτους και τα καλάμια. Πλάβες κατάφθασαν με τροφές και πολεμοφόδια, επίσης και με ειδήσεις. Ο Άγρας ήταν καλύτερα, κι ενθουσιασμένος έγραφε του Νικηφόρου:

«Αδελφέ Γιάννη, Έλαβον την επιστολήν σου, είδον τα εν αυτή. Αι εξωτερικαί πληροφορίαι είναι θαυμάσιαι, ολίγη υπομονή χρειάζεται ακόμη και ενέργεια, και θα κατορθώσωμεν την εκτόπισιν των φίλων μας. Η προχθεσινή ενέργεια σου ήτο εξόχως λαμπρά και τ' αποτελέσματα των τοιούτων ενεργειών θα είναι πολύ αποτελεσματικά. Μόλις Πάλας άφιχθη εις πάτωμα, να έλθης εδώ, σε περιμένομεν, να συστήσης εις όλους τους άνδρας γενικώς, και ιδίως εις τους ιδικούς σου, τελείαν υποταγήν εις τον Πάλαν, καθ' όσον εις την παρούσαν περίστασιν Αρχηγοί, Καπεταναίοι, είναι όλοι κοινοί. Σήμερον έρχεται ενίσχυσις δι' ής θ' αντικαταστήσης τους πλέον κουρασμένους άνδρας, οίτινες ας παραμένουν είτε εις το Καραούλι του Κολοβού ή εις την καλύβαν κάτω. Σε φιλώ, Άγρας»

Κι έστειλε το γράμμα μ' έναν αγγελιοφόρο.

Στο μεταξύ ο Αποστόλης είχε πάγει στα Γιουβάρια, στην ακροθαλασσιά, να παραλάβει και να οδηγήσει τις ενισχύσεις που έστελνε το Κέντρο στη Λίμνη.

- Καλά κάνουν, είπε ο Νικηφόρος, μ' ένα εγκαρδιωτικό βλέμμα στους γύρω άντρες του. Μερικοί από μας έχομε ανάγκη από ξεκούραση.

Ήταν αρκετοί κουρασμένοι, και άλλοι θερμιασμένοι. Μα ποιος το παραδέχουνταν, όσο βαστούσε τέτοια στάση ο Αρχηγός, να τ' ομολογήσει; Όλοι φούσκωναν τα στήθη τους και διαμαρτυρούνταν πως κανένας δε φεύγει, δεν αφήνει τον Αρχηγό. Με το λιώσιμο όμως του πάγου, η κατάσταση αντί να καλυτερεύσει επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Τα νερά κατέβηκαν ποτάμι από τα βουνά, ανέβασαν τη στάθμη της Λίμνης, πλημμύρισαν τις καλύβες. Το πάτωμα της Κούγκας, παλιό, κακοχτισμένο και βαρύ, ακουμπισμένο στο ρηχό βυθό, δεν ανέβαινε με τα νερά, δεν έπλεε· απεναντίας κατακλύζουνταν ολοένα και περισσότερο. Από την καλύβα - αποθήκη, χτισμένη δυο χιλιάδες μέτρα πιο νότια, οι πλάβες αδιάκοπα κουβαλούσαν τώρα δέματα από καλάμια, ξύλα, κάσες άδειες, και τα στοίβαζαν στο πάτωμα μήπως και το υψώσουν. Θέση πια να σταθούν οι άντρες όρθιοι μες στην καλύβα δεν υπήρχε. Η πόρτα είχε κοντήνει, είχε γίνει μια τρύπα. Και όλο ανέβαιναν, ανέβαιναν τα νερά...

Ο Νικηφόρος και οι άντρες του είχαν βγάλει τις μπότες τους, που δεν τους προφύλαγαν πια, και, γυμνοί ως πάνω από τα γόνατα, πηγαινοέρχουνταν μες στα παγωμένα νερά, κάθουνταν σε καμιά κάσα, και πάλι σηκώνουνταν και περπατούσαν για να μην παγώσουν. Αδύνατο να πλαγιάσουν, αδύνατο να κοιμηθούν. Και τα νερά, ανέβαιναν, ανέβαιναν... Δυο μέρες και δυο νύχτες πέρασαν οι άντρες μες στα νερά. Η ζωή είχε γίνει ανυπόφορη. Πόνοι τους βασάνιζαν σε όλες τις κλειδώσεις. Αποκαμωμένος κάθισε ο Νικηφόρος, με το νερό ως τη μέση, ακούμπησε στον τοίχο της καλύβας κι έκανε να κοιμηθεί. Προσπάθησαν και οι άντρες του να τον μιμηθούν. Μα μόλις τους έπαιρνε ο ύπνος, το κρύο τους ξυπνούσε, τα δόντια τους χτυπούσαν, το σώμα τους μούδιαζε, χέρια, πόδια, μέση, πλάτες, όλα πονούσαν, κοκάλιαζαν, έχαναν την ευλυγισία τους.

Κάπου κάπου, σφαίρες βουλγάρικες σφύριζαν στ' αυτιά τους. Μα δεν απαντούσε κανένας τους, μην προκαλέσουν καμιάν επίθεση, που εκείνη την ώρα θα ήταν καταστρεπτική. Τ' οχύρωμα της καλύβας, από ογδόντα εκατοστά που το είχαν υψώσει, είχε μείνει ελάχιστο - τόσα καλάμια στοιβάζουνταν πίσω του για να υψώσουν το πάτωμα! Την άλλη μέρα, διάλεξε ο Νικηφόρος δέκα δώδεκα άντρες, τους πιο κουρασμένους και άρρωστους, και, θέλοντας και μη, τους έστειλε στις Κάτω Καλύβες. Συνάμα ειδοποιούσε τον Άγρα να έχει έτοιμες ενισχύσεις, για να του τις στείλει με το πρώτο κάλεσμα. Δεν του έμεναν παρά εικοσιένας πια, για να φυλάξει τις καλύβες και για αντίσταση, αν γίνουνταν βουλγάρικη επίθεση· επίσης και μερικοί χωρικοί. Εκείνη τη νύχτα ο Νικηφόρος δεν κοιμήθηκε. Ανήσυχος, ακάθιστος, πυρετιασμένος, προετοιμάζουνταν για μάχη. Έστηνε σκοπούς προς τις βουλγάρικες καλύβες, και οι πλάβες αδιάκοπα έφερναν και χώμα για το πρόχωμα, και φυσίγγια άφθονα για τους άντρες.

- Κάθισε, κύριε Αρχηγέ, του είπε ο καπετάν Παντελής, στήνοντας του μια κάσα όρθια. Δε θα βαστάξεις, αν κάνεις έτσι. Κι έχουν πρηστεί τα πόδια σου.

Σκοτισμένος, αποκρίθηκε ο Αρχηγός:

- Δεν μπορώ να κοιμηθώ, ούτε να ησυχάσω. Έχω μια προαίσθηση πως θα μας επιτεθούν αυτοί.

Οι σκοποί κατάφθαναν, ανήσυχοι κι εκείνοι. Μεγάλη κίνηση, λέγει, γίνουνταν στις βουλγάρικες καλύβες, και πολλές πλάβες πηγαινοέρχουνταν.

- Κάτι ετοιμάζουν, κύριε Αρχηγέ.

- Με τέτοιο κρύο; έκανε ένα από τα παιδιά.

- Αυτοί, πιο έμπειροι, χτίσανε καλύτερα τις καλύβες τους, δεν υποφέρουν σαν κι εμάς, είπε ο καπετάν Τυλιγάδης. Μπορεί και να μας επιτεθούν.

- Είμαι βέβαιος πως θα μας επιτεθούν, αποκρίθηκε ο καπετάν Νικηφόρος. Δεν έχομε λεπτό να χάσομε. Το προαισθάνομαι.

Και χώρισε έξι άντρες από τους εικοσιένα, τους έδωσε δυο πλάβες, και τους διέταξε η μια να κρυφθεί στα καλάμια δεξιά, η άλλη αριστερά, και μόνο σα δώσει εκείνος το σύνθημα, αν πλησιάσουν πολύ οι Βούλγαροι και κινδυνεύει η καλύβα, τότε μόνο να πυροβολήσουν.

Ήταν επτά το πρωί· μόλις είχε ξημερώσει. Από τις βουλγάρικες καλύβες κάτι ακούουνταν, κίνηση, πλατάγημα κουπιών. Και οι σκοποί πυροβόλησαν, υποχωρώντας προς την Κούγκα. Την ίδια ώρα, ομοβροντίες έπεσαν από διάφορα σημεία, και σφαίρες σφύριξαν, πιτσίλησαν τα νερά γύρω στην καλύβα. Μα ο Νικηφόρος ήταν πια έτοιμος. Έκανε νόημα να μην πυροβολήσει κανείς. Και ταμπουρωμένοι πίσω από το χαμηλό οχύρωμα τους οι άντρες, πειθαρχικοί, περίμεναν. Το τουφέκι όμως πύκνωνε. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή στο πάτωμα και στην καλύβα. Ένας εύζωνος που έκανε να συρθεί να πάρει κάτι από την καλύβα, έπεσε νεκρός. Ο Νικηφόρος δίνει διαταγή σε λίγα τουφέκια ν' αποκριθούν, έτσι που να γελαστούν οι Βούλγαροι, να νομίσουν πως δεν έχει δυνάμεις στην Κούγκα. Φωνές χαρούμενες και θριαμβευτικές ακούονται, βουλγάρικες:

- Χβανέτε γκι! Χβανέτε γκι φσίτσκι ζίβι! Τε σα μάλκο!

Πρέπει να ήταν πολλές οι πλάβες, και κοντά, και, αν και αόρατος ο εχθρός, θα έβλεπε αυτός την καλύβα. Γιατί οι σφαίρες όλες έπεφταν στο πάτωμα, χτυπούσαν και θρυμμάτιζαν το χωματένιο περίφραγμα.

- Πυρ ταχύ και γενικό! διατάζει ο Αρχηγός.

Και αρχίζει πανδαιμόνιο.

Όλη η Λίμνη αντηχούσε!... Η Κούγκα φλογίζουνταν από τη μιαν άκρη στην άλλη. Τα τουφέκια άναβαν όλα, έφτυναν φωτιά και σίδερο, αλλά στα τυφλά, μες στα καλάμια, απ' όπου έφθαναν οι εχθρικές σφαίρες. Μπρούμυτα, μες στα νερά, πίσω από το χαμηλό περιτοίχισμα, οι άντρες τραβούσαν αδιάκοπα. Μα ο εχθρός πλησίαζε ολοένα. Είχαν αποφασίσει οι Βούλγαροι, με κάθε θυσία να πάρουν το προπύργιο αυτό της ελληνικής αντιστάσεως, που τους είχε γίνει καρφί στο μάτι. Κάπου κάπου, καμιά πλάβα έκανε να ξεμυτίσει από μέσα από τα αραιά καλάμια, μα τέτοιο τουφεκίδι τη χαιρετούσε ώστε υποχωρούσε την ίδια στιγμή. Είχε περάσει μια ώρα. Το ήξερε ο Νικηφόρος, ότι πριν από άλλη μια ώρα βοήθεια δεν μπορούσε να φθάσει, όσο και αν βιάζουνταν οι άντρες από τις άλλες ελληνικές καλύβες. Έπρεπε να βαστάξει ως τότε. Το αριστερό μέρος της Κούγκας, γεμάτο πυκνά φυτά, τον ανησυχούσε. Από τα ρηχά αυτά νερά μπορούσαν και πεζή ακόμα να πλησιάσουν Βούλγαροι, να ρίξουν χεροβομβίδες. Και τότε ήταν χαμένοι. Έδωσε το σύνθημα να πυροβολήσει η αριστερή πλάβα. Μα, εκτεθειμένοι όπως ήταν οι άντρες στις δυο κρυμμένες πλάβες, είχαν υποφέρει πολύ, και είχαν υποχωρήσει σε άλλα μονοπάτια.

- Ε, θα τα βγάλομε πέρα μόνοι μας, παιδιά! Κουράγιο και σταθερότητα!... φώναξε ο Αρχηγός.

Από τον καπνό όμως που άφηναν τα παλιά τουφέκια Γκρα, με μαύρο μπαρούτι, δεν έβλεπε πια τίποτα.

- Καπετάν Παντελή, πιάσε συ το αριστερό μέρος με τον Κουκουδέα, μη μας κάνουν αιφνιδιασμό από κει! Και σεις παιδιά, όλοι, παύσατε πυρ! φώναξε.

Ήταν σα να 'λεγε στους δυο άντρες: «Αυτοκτονήσετε παιδιά!», τέτοιο χαλάζι από σφαίρες έπεφτε ολόγυρα!... Μα ούτε στιγμή δε δίστασαν τα παλικάρια. Από το ταμπούρι τους σηκώθηκαν κι έπιασαν την αριστερή πλευρά, και χωρίς διακοπή τουφεκούσαν κατά τις βουλγάρικες πλάβες. Όρθιος, μπροστά σ' ένα άνοιγμα του προχώματος, κοίταζε ο Νικηφόρος τις εχθρικές πλάβες, που μια φαίνουνταν και μια χάνουνταν μες στα καλάμια, πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά, στενεύοντας την πολιορκία.

Δυο χωρικοί, πανικόβλητοι, έτρεξαν μέσα στην καλύβα κι έχωσαν τα κεφάλια τους σε δέματα από ραγάζι, νομίζοντας έτσι πως θα γλιτώσουν. Τους είδε ο Νικηφόρος, ένιωσε τον εκνευρισμό των αντρών του, που ακίνητοι τόσην ώρα τουφεκούσαν αδιάκοπα, ξαπλωμένοι μες στα νερά, και φοβήθηκε μην τους μεταδοθεί ο πανικός των χωρικών. Ξαφνικά του ήλθε μια έμπνευση.

- Το τραγούδι του Ζέζα, παιδιά, όλοι μαζί! πρόσταξε. Να μας ακούσουν ποιοι είμαστε!

Και όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος, άρχισαν να τραγουδούν: «Σαν τέτοια ώρα στο βουνό, ο Παύλος πληγωμένος μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος. - Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου, και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου. Σταλαματιά το αίμα μου, για σε Πατρίς, το χύνω, για νάχεις δόξα και τιμή, να λάμψεις σαν τον κρίνο. Είν' η Ελλάδα μας μικρή, μικρή και ζουλεμένη, μα ελευθέρια έχει πολλή! Μες στο κλουβί δεν μπαίνει! Παύλος Μελάς κι αν πέθανε, τ' αδέλφια του ας ζήσουν, αυτά θα τρέξουνε μαζί για να τον αναστήσουν!»

Το τραγούδι, που τόλεγαν όλοι οι αντάρτες τότε στα βουνά, ηλέκτρισε τους άντρες. Με καινούριο θάρρος και πείσμα, σηκώνουνταν άφοβα στα γόνατα, σημάδευαν, πυροβολούσαν. Ένα παλικάρι πληγώθηκε. Αδιαφορώντας εξακολουθούσε να τραγουδά. Άλλο παρακάτω, έπεσε.

- Τραβάτε, βρε παιδιά, να πάρετε πίσω το αίμα μου! είπε τους συντρόφους του.

Και σαν αντιλαλιά χαρμόσυνη, μια μπαταρία μακρινή, από πίσω τους, έσχισε τον αέρα.

- Θάρρος! Θάρρος παιδιά! Μας έρχεται βοήθεια! Σημαδεύετε και τραβάτε! Πυρ ταχύ! Κουράγιο, παιδιά! φώναξε μεθυσμένος από χαρά ο Αρχηγός.

Και ολόκληρη η Κούγκα έφτυνε φωτιά, σίδερο και θάνατο. Είχε περάσει άλλη μια ώρα, οι άντρες είχαν ετοιμάσει και χεροβομβίδες, οι Κρητικοί έβγαλαν τα μαχαίρια τους, πρόθυμοι, στον ενθουσιασμό τους, να πηδήξουν και στο νερό ακόμα, με την πρώτη διαταγή του Αρχηγού τους. Μα ξαφνικά αραίωσε το εχθρικό τουφέκι, οι άγριες φωνές πνίγηκαν, πλατσιά βούτηξαν βιαστικά στο νερό, και όλο αραίωναν, αραίωναν οι πυροβολισμοί.

- Φεύγουν! Φεύγουν!... Τραβάτε, βρε παιδιά! Πυρ ταχύ! Σημαδεύετε! Νικήσαμε!... φώναξε έξαλλος ο Αρχηγός.

Και την ίδια ώρα, θριαμβευτική ζητωκραυγή ξέσπασε, κοντά πια, πίσω από την Κούγκα.

- Ζήτω-ω-ω! Ζήτω-ω-ω!... Βαστάτε αδέλφια, και φθάσαμε!...

Απ' αντίκρυ οι πυροβολισμοί είχαν παύσει ολότελα. Μιλιά πια δεν ακούουνταν. Μόνο το βιαστικό πλατσάρισμα των κουπιών στο νερό και τα τσακισμένα καλάμια μαρτυρούσαν τη βιαστική φυγή των Βουλγάρων.