Σιγή
Σιγή Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
ΣΙΓΗ[1]
Ὦ φίλη, μάτην ζητεῖ ἡ γλῶσσα
νὰ περιγράψῃ τὰς συγκινήσεις
ἃς διεγείρεις ὅταν σιγῶσα
καὶ μειδιῶσα μὲ θεωρεῖς.
Σὲ ἀτενίζω σιγῶν ἐπίσης
καὶ ἂν δακρύω μὴ ἀπορῇς·
φεῦ! εἶναι πόνος περιπαθείας,
δάκρυ καρδίας, ἥτις πονεῖ.
Ὡραία εἶσαι· πλὴν ἂν τολμήσω
περὶ ἀγάπης νὰ σὲ λαλήσω,
ἴσως μὲ εἴπης μετὰ πικρίας
δὲν συγκινεῖται ἡ καλλονή.
Ἀλλ’ ὅταν τύχη θερμὴν καρδίαν
καὶ ἀνωτέραν ψυχῶν κοινῶν
θ’ ἀνταποδώσῃ ἴσην λατρείαν
ἔρωτα ἕνα, παντοτεινόν.
† Δημ. Παπαρρηγοπουλοσ.
- ↑ Εἰς μνημόσυνον τοῦ ἀοιδίμου ποιητοῦ Δ. Παπαρρηγοπούλου ἀνοίγομεν μίαν σελίδα του ἡμερολογίου ἡμῶν εἰς τὸ ἄνωθι ἀνέκδοτον ᾀσμάτιον μελοποιηθὲν ὑπὸ τοῦ κ. Λαμπίρη, ὅστις καὶ εὐηρεστήθη νὰ παραχωρήσῃ ἡμῖν αὐτὸ πρὸς δημοσίευσιν.