Σε είδα και υμνολόγησα

Σὲ εἶδα καὶ ὑμνολόγησα
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


’Σ τὸν εὔοσμο Παράδεισο,
Μὲς τ’ ἄδυτο τὸ φῶς,
Ἐκεῖ μ’ ἕνα χαμόγελο
Δημιούργησ’ ὁ Θεός

Τ’ ἀσύγκριτα τὰ κάλλη σου!
Κ’ οἱ ἀγγέλοι ἐκστατικοὶ,
’Σ ταῖς χάραις ἐμαγεύοντο,
Ποῦ σ’ ἔπνεε τὸ κορμί!

Ἀλλ’ ἕνα δάκρυ ἐλάμπρισε
’Σ τὰ μάτια τὰ γλυκὰ,
Γιατὶ δὲν σ’ ἐστολίζανε
Χρυσόσπιθα φτερά.

Ἐμπρὸς ’ς τὸν ἀδαμάντινο
Τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ,
Τὴν κεφαλὴν ἐλύγισες
Ὡς κρίνος τ’ οὐρανοῦ,

’Σὰν νὰ ῎λεγες, ὤ πλάστη μου!
Γιατὶ τόση ὠμορφιὰ
Δὲν μένει ’ς τὸν Παράδεισο,
’Σ τὸν θρόνο σου σιμά;

Τὴν ἀστροφόρα ἀγκάλη τους
Ἀνοίξαν οἱ οὐρανοὶ,
Κι’ ἀπὸ λουλούδια ὁλόδροσα
Πλημμύρισε ὅλ’ ἡ γῆ.

’Σ αἰθέρα ῥοδονέφελο,
Οἱ Ἥλιοι τς ὠμορφιᾶς
Ἄσπρα φτερὰ κι’ ἀμόλυντα
Ἁπλώσανε μὲ μιᾶς.

Ὡσὰν τ’ ἀγνὸ θυμίαμα
Ποῦ χαίροντ’ οἱ οὐρανοὶ,
Τὸ σῶμά σου τ’ ὁλόφωτο
Ἐδέχθηκαν αὐτοί.

Μαργαριτάρια ἀσύγκριτα,
Σμαράγδια λαμπηρὰ,
Τὰ μάτιά σου ἐχαρίζανε
’Σ τ’ ἀγγελικὰ φτερά.

Ἀπέρασες τὸ ἄπειρον,
’Σὰν λογισμὸς Θεοῦ!
Κι’ ὁ περασμός σου ἐπλούτιζε
Τσ’ ἀγκάλαις τ’ οὐρανοῦ.

Ἡ ἄνοιξι ἐπλημμύριζε
Μ’ ἀρώματα τὴν γῆ,
Κ’ ἐπρόβαινε ’σὰν ἄγγελος
Ποῦ δίνει τὴν ψυχή,

Νὰ λάβῃ ’ς ταῖς ἀγκάλαις της
Τὸ δῶρο τ’ οὐρανοῦ,
Γιὰ νὰ ὑψωθῇ ’ς τὸν Πλάστη του
Τὸ πνεῦμα τοῦ θνητοῦ.