Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Σαν παραμύθι


ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

-ΣΥ, ποῦ ἔχεις κάλλη γιὰ προικιὰ καὶ χάρες γι’ ἀντιπροίκια
γιὰ νὰ πατῇς νἀνθίζουνε καὶ τἄδροσα χαλίκια,
μὰ ποῦ γιὰ μὲ μονάχα
ἥσκιο βαρὺν ἐσκόρπισε θανάτου ἡ ἐμορφιά σου,
ἄκουσε κάτι ποῦ θὰ πῶ γερτὸς στὰ γόνατά σου
σὰν παραμύθι τάχα.

-Τῆς λίμνης ἡ Νεράϊδα, ξωθιὰ μαρμαροστήθα,
ποὖχε τῆς μαύρης κόλασης στὰ μαῦρα μάτια σπίθα,
γυναίκεια ροῦχα ἐντύθη·
περνᾷ ἀπ’ τὸ δάσος τὸ ὑγρό, ποῦ τραγουδάει ὁ γκιώνης,
καί, σὰν ἐσὲ πεντάμορφη... Ἀγάπη μου, θυμώνεις;
τὸ λέει τὸ παραμύθι...

Ἦρθε στὴν κρήνα τοῦ χωριοῦ καὶ κάθισε, κι ἀρχίζει
τὰ ὁλόσγουρά της νὰ τραβάῃ μαλλιὰ καὶ νὰ ξεσκίζῃ
τὸ κρινομάγουλό της,
καὶ κλαίει τὸν ἀρρεβῶνα της, πῶς ἔπεσε κ’ ἐχάθη
στοῦ πηγαδιοῦ τ’ ἀνήλιαγα καὶ στοιχειωμένα βάθη
καὶ τρέμει τὸ γονιό της.

Περνοῦν διαβάτες γνωστικοὶ τὴ βλέπουν καὶ τραβοῦνε,
κάπου μὲ δυὸ γλυκόλογα τῆς ζαχαρογελοῦνε.
κι ἀποδῶ πᾶνε κι ἄλλοι...
περνᾷ κι ὁ νιὸς Τραγουδιστής, μοναχογυιὸς τῆς χήρας
κοιλάρφανο χλωμὸ παιδί, ποὖχε προικιὸ τῆς μοίρας
μόνον καρδιὰ μεγάλη.

-«Λαμπάδα ἐμπρὸς στὰ κάλλη σου καὶ τὴ ζωή μοῦ ἀνάβω,
πάρε με πάντα κ’ ἔχε με τῆς ὀμορφιάς σου σκλάβο
καὶ δοῦλο τῆς ἀγάπης,
τὸν ἀρρεβῶνα πὄχασες -κι ἂς εἶναι κι ἄλλου- βγάζω,
στὰ στοιχειωμένα τὰ νερά, ἂν εἶναι, δὲν τρομάζω
ἢ δράκος ἢ ἀράπης!»

Δὲν τό εἶπε, δὲν τἀπόσωσε, τὸν δένει ἀπὸ τὴ μέση
καὶ στὸ πηγάδι τὸ βαθύ… Πές μου, Κερά, σ’ ἀρέσει
ἢ ὡς ἐδῶ νὰ μείνω;
βλέπω τὸν ὕπνο μήνυμα στὰ μάτια σου νὰ στέλλῃ,
μήν τονε διώχνῃς· πιότερο τί τάχα νὰ σὲ μέλῃ
γιὰ μένα ἢ γιὰ κεῖνο;