Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Οἱ Ὥρες


ΟΙ ΩΡΕΣ

Μια, μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…

Μύρια διαμάντια λάμπουνε τῆς πρωϊνῆς τῆς πάχνης
στὸ κρεμαστό, μεσόκλωνα, πλεμμάτι τῆς ἀράχνης,
κι ὅπου δροσιὲς αὐγερινὲς καὶ φουντωμένοι ἀπόσκιοι
μαζὶ μὲ μύρια ὀνείρατα καὶ ἡ ψυχή μου βόσκει.

Μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…

Μὰ τώρα πίσω ἀπ’ τὸ σγουρό νὰ ξεπετάῃ τὸν τίλλιο
βλέπω, σὰν κόκκινο πουλί, τῆς ἄνοιξης τὸν ἥλιο,
ποῦ μέσ’ ἀπ’ τὰ κλαδόφυλλα τὸ πρῶτο φῶς του ρίχτει
καὶ μὲ τὸν ἥσκιο στὴ βαθειὰ τὴ χλόη πλέκει δίχτυ.

Μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…

Μ’ ἄλλες ψυχὲς μυριόχρωμες στὰ λούλουδα τριγύρω
ποῦ τὴ σταχτὴ μοσχοβολιὰ ρουφοῦνε καὶ τὸ μύρο

— σμύρνα, βενζόη, ὀποπονάξ, κορύλοψις καὶ μόσκοι —
σὰν ὄνειρο μεσημερνὸ καὶ ἡ ψυχή μου βόσκει.

Μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…

Τῶν λουλουδιῶν τὰ πέταλα θαρρεῖς οἱ αὖρες παίρνουν,
ἢ κάποια ἀπόκρυφα Στοιχειὰ τέτοια λουλούδια σπέρνουν
— ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα — ὅσο οἱ ψυχὲς πετᾶνε,
στὸ δρόμο τῆς ἀγάπης των, ποῦ τὴν ἀνθοβολᾶνε.

Μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…

Μὲς ἀπ’ τὰ φύλλα τὸ στερνὸ τὸ φῶς τοῦ ὁ ἥλιος ρίχτει
καὶ μὲ τὸν ἥσκιο στὴ βαθειὰ τὴ χλόη πλέκει δίχτυ,
κ’ ἔτσι θαρρῶ — σὰν τῶν δεντρῶν τὰ φύλλα κουνηθοῦνε,
πῶς μὲς στοῦ Ἔρωτα οἱ ψυχὲς τὸ δίχτυ θὰ πιασθοῦνε.

Μιὰ προβαίνουν οἱ ξανθὲς τοῦ ξανθοῦ Ἥλιου κόρες,
οἱ Ὥρες…