Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Βικέλας
Πράξις Δ



ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ.




ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.



   Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
   (Εισέρχονται ο πάτερ Λαυρέντιος και ο Πάρης).

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Την πέμπτην; Μάλλον γρήγορα μου φαίνεται;

ΠΑΡΗΣ
   Το θέλει
   ο πενθερός· κ' η βία του μου έρχεται κ' εμένα.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Και ούτε την διάθεσιν της νέας δεν την 'ξεύρεις.
   Το πράγμα δεν μου φαίνεται σωστόν, και δεν μ' αρέσει.

ΠΑΡΗΣ
   Δεν παύει ακατάπαυστα να κλαίη τον Τυβάλτην,
   και δεν της είπα δι αυτό πολλά περί αγάπης.
   Η Αφροδίτη δεν γελά εις δακρυσμένον σπίτι·
   αλλ' ο πατέρας της φρονεί, ότι καλόν δεν είναι
   να κατακυριεύεται από την λύπην τόσον,
   κι' ως φρόνιμος, εσκέφθηκε τον γάμον να ταχύνη,
   και έτσι των δακρύων της να παύση την πλημμύραν·
   διότι τρέφεται μ' αυτά ενόσω ζη μονάχη,
   ενώ αν έχη συντροφιάν θα της περάσουν ίσως.
   Ιδού που τώρα έμαθες το αίτιον της βίας.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   (Ας αγνοούσα διατί ν' αργοπορήση θέλω.)
   Αλλά ιδού που έρχεται η νέα ‘ς το κελλί μου.

   (Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).

ΠΑΡΗΣ
   Καλώς την την γυναίκα μου και την αρχόντισσάν μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Πρώτα να γείνω κ' έπειτα γυναίκα σου με λέγεις.

ΠΑΡΗΣ
   Αυτό το πρώτα γίνεται την ερχομένην πέμπτην.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Θα γίνη ό,τ’ είναι γραπτόν.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Αυτό είν' η αλήθεια.

ΠΑΡΗΣ
   Και ήλθες ‘ς τον πνευματικόν να σ' εξομολογήση;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Ξεμολογούμαι εις εσέ, απόκρισιν αν δώσω.

ΠΑΡΗΣ
   Θα του ειπής πως μ' αγαπάς;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Τον αγαπώ εκείνον·
   αυτό το λέγω κ' εις εσέ.

ΠΑΡΗΣ
   Πλην θα μου 'πής ελπίζω,
   ότι κ' εμένα μ' αγαπάς.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Καλλίτερα θ' αξίζη
   αν απ' οπίσω σου το ‘πώ, ή να το ‘πώ εμπρός σου.

ΠΑΡΗΣ
   Ψυχή μου, σου εχάλασαν τα δάκρυα την όψιν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Δεν εκατώρθωσαν πολύ μ' αυτό τα δάκρυά μου,
   διότι ήτον άσχημη και πριν μου την χαλάσουν.

ΠΑΡΗΣ
   Την αδικούν πλειότερον από τα δάκρυά σου,
   τα λόγια σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Αδίκημα δεν είναι η αλήθεια·
   και λέγω κατά πρόσωπον 'ς εμένα την αλήθειαν.

ΠΑΡΗΣ
   Μου το εκατηγόρησες, και είναι ιδικόν μου
   το πρόσωπόν σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Πιθανόν, αφού δεν με ανήκει. —
   Έχεις, ω πάτερ μου, καιρόν να σου 'μιλήσω τώρα,
   ή θέλεις του εσπερινού την ώραν να γυρίσω;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Προκρίνω τώρα, κόρη μου πολυσυλλογισμένη.
   Αυθέντα, σε παρακαλώ να μας αφήσης μόνους.

ΠΑΡΗΣ
   Να με φυλάξη ο Θεός εμπόδιον να γείνω.
   θα σε ξυπνήσω την αυγήν την πέμπτην, Ιουλιέτα.
   Ως τότε, χαίρε· δέξου το το φίλημά μου τούτο.

   (Απέρχεται).

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Κλείσε την θύραν κ' έλα 'δώ. Κλαύσε και συ μαζή μου·
   ελπίς δεν μένει, πάτερ μου· δεν έχει θεραπείαν.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Αχ, Ιουλιέτα! έμαθα την λύπην που σου ήλθε,
   κ' η συλλογή μου είσαι συ, παιδί μου. Μου το είπαν
   πως πρέπει, και αναβολή δεν ημπορεί να γείνη,
   τον Πάρην να στεφανωθής την ερχομένην πέμπτην.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Ω! μη μου λέγης, πάτερ μου, μη λέγης τι σου είπαν,
   εάν δεν έχης να μου 'πής και πώς να τ’ αποφύγω.
   Αν άλλον τρόπον να σωθώ η γνώσις σου δεν βλέπη,
   ειπέ μου ότι γνωστικήν απόφασιν επήρα,
   κ' ευθύς εδώ την εκτελώ με το μαχαίρι τούτο.

   (Σύρει εκ του στήθους εγχειρίδιον).

   Ταις δυο καρδιαίς μας ο Θεός, εμού και του Ρωμαίου,
   μας τας συνένωσε, και συ μας ένωσες τα χέρια.
   Παρά καινούριαν ένωσιν ποτέ να υπογράψη
   αυτό το χέρι πώβαλες ‘ς το χέρι του Ρωμαίου,
   ή η πιστή μου η καρδιά ς' εκείνον ν' απιστήση,
   μ' αυτό εδώ ας σπαραχθή και χέρι και καρδιά μου!
   Σκέψου λοιπόν, και συμβουλήν συ ο πραγμένος δος μου.
   Ει δε, με βλέπεις; μεταξύ εμού και του καϋμού μου
   θα έλθη το μαχαίρι μου κριτής να γείνη τώρα·
   απ' την απελπισίαν μου αυτό θα με γλυτώση,
   εάν δεν εύρ' η πείρα σου κ' η τέχνη σου τον τρόπον
   να μου γλυτώση την τιμήν. Ειπέ να σε ακούσω.
   Εάν δεν έχης ιατρικόν, ειπέ το, ν' αποθάνω.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Κόρη μου, στάσου. Μιαν μικρήν ελπίδα μισοβλέπω.
   Απελπισμένον τόλμημα θα ήναι, καθώς είναι
   απελπισμένη και φρικτή και η περίστασίς σου.
   Εάν, παρά να 'πανδρευθής μεθαύριον τον Πάρην,
   αποφασίζης και τολμάς να σκοτωθής αλήθεια,
   θα έχης τότε δύναμιν και ν' αψηφήσης πράγμα
   που ομοιάζει θάνατον, εσύ οπού γυρεύεις
   με θάνατον αληθινόν να σώσης την τιμήν σου.
   Εγώ σου δίδω ιατρικόν, αν θάρρος δεν σου λείπη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Παρά ποτέ να 'πανδρευθώ τον Πάρην, πρόσταξέ με
   από αυτήν να κρημνισθώ την κορυφήν του πύργου·
   ή στων κλεφτών να πλανηθώ τα μονοπάτια 'πέ μου·
   ή πρόσταξέ με να χωθώ όπου φωληάζουν φίδια·
   μαζή μ' αρκούδαις δέσε με ‘ς την ίδιαν αλυσίδα,
   ή κλείσε με μεσάνυκτα 'ς ένα κιβούρι μέσα,
   γεμάτον κόκκαλα νεκρών που τρίζουν και κτυπιούνται,
   γεμάτον σκέλεθρα χλωμά κι' ολόγυμνα κρανία·
   ή πρόσταξέ με να χωθώ εις ανοιγμένον μνήμα,
   και τύλιξέ με στου νεκρού το σάβανον· ειπέ μου
   πράγμα, που τρόμος μ' έπιανε και να τ’ ακούσω μόνον,
   κι' αμέσως χωρίς δισταγμόν ή φόβον θα το κάμω,
   να μείνω ακηλίδωτη γυναίκα του ανδρός μου.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Λοιπόν αμέσως γύρισε ‘ς το σπίτι του πατρός σου·
   καμώσου την χαρούμενην ειπέ ότι τον Πάρην
   τον θέλεις, κ' υπανδρεύεσαι· και αύριον τετάρτην
   εύρε τον τρόπον μοναχή την νύκτα να πλαγιάσης,
   χωρίς η παραμάνα σου να κοιμηθή κοντά σου.
   Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα
   εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως
   λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου,
   θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη
   να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα
   ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν·
   κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου,
   ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου·
   τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα,
   ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.
   Εις την κατάστασιν αυτήν ενός πλαστού θανάτου
   θα κείτεσαι αναίσθητη σαράντα δύο ώραις,
   και μ' ένα 'ξύπνημα γλυκόν κατόπιν θα συνέλθης.
   Αλλά την πέμπτην το πρωί, την ώραν οπού έλθη
   να σ' εξυπνήση ο γαμβρός, θα σ' εύρη ‘πέθαμμένην.
   Και κατά την συνήθειαν την παλαιάν μας τότε(48),
   θα σ' εξαπλώσουν νεκρικά και λαμπροστολισμένην,
   και θα σε φέρουν ανοικτήν ‘ς το ξυλοκράββατόν σου
   ‘ς τον τάφον, όπου οι νεκροί του γένους σου κοιμούνται.
   Όμως εγώ ‘ς το μεταξύ, και πριν εσύ 'ξυπνήσης,
   θα στείλω γράμμα κάθε τι να μάθη ο Ρωμαίος,
   κ' εδώ να έλθη· και αυτός κ' εγώ το 'ξύπνημά σου
   ‘ς τον τάφον θα προσμένωμεν και την ιδίαν νύκτα
   από εδώ ‘ς την Μάντουαν σε παίρνει ο Ρωμαίος.
   Ιδού ο τρόπος να σωθής από την εντροπήν σου,
   εκτός εάν ‘ς τα ύστερα το θάρρος σου κλονίση
   είτε της γνώμης αλλαγή, ή φόβος γυναικίσιος.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Ω! δος μου, δος μου το εδώ, και μη μου λέγης φόβους.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Να! πήγαινε· μη κλονισθής εις την απόφασίν σου,
   και βοηθός σου ο Θεός! ‘ς την Μάντουαν θα στείλω
   ένα πατέρα, γράμμα μου ‘ς τον άνδρα σου να φέρη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Αγάπη, δος μου δύναμιν να εύρω σωτηρίαν!
   Με την ευχήν σου, πάτερ μου.

   (Απέρχονται).



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.



   Θάλαμος εν τη οικία του Καπουλέτου.
   (Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, η ΠΑΡΑΜΑΝΑ και
   ΥΠΗΡΕΤΑΙ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Προσκάλεσέ μου συ αυτούς, που είν' εδώ γραμμένοι.

   (Εξέρχεται είς υπηρέτης).

   Πήγαινε συ, και είκοσι μαγείρους 'νοίκειασέ μου (49).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ
   Θα σου τους φέρω όλους διαλεκτούς, αυθέντα μου.
   Θα ιδώ πρώτα αν γλείφουν τα δάκτυλά των.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Και με τούτο θα τους δοκιμάσης;

ΥΠΗΡΕΤΗΣ
   Και βέβαια, αυθέντα μου· μόνον οι κακοί μάγειροι
   δεν γλείφουν τα δάκτυλά των· λοιπόν όποιος δεν γλεί-
   φεται δεν μου κάμνει.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Πήγαινε· φεύγα.

   (Εξέρχεται ο υπηρέτης).

   Δεν θα τα καταφέρωμεν ως τότε καθώς πρέπει. —
   Λοιπόν επήγε ‘ς το κελλί του πάτερ Λαυρεντίου
   η Ιουλιέτα;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Μάλιστα.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Ίσως την ωφελήσουν
   τα λόγια του. Ανάποδη και δύστροπη που είναι.

   (Εισέρχεται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Να την. Ιδέ! Χαρούμενη απ' το κελλί γυρίζει.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Τι κάμνεις; Πού εγύριζες ως τώρα, πεισματάρα;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Εις μέρος όπου έμαθα πως ήτον αμαρτία
   ν' αντισταθώ ‘ς την γνώμην σου και εις το θέλημά σου.
   Ο άγιος πνευματικός μ' επρόσταξε να πέσω
   γονατιστή ‘ς τα πόδια σου, συγγνώμην να ζητήσω.
   Συγχώρησέ με· ‘ς το εξής θα κάμω ό,τι θέλεις.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Τον Πάρην να μηνύσετε! Αμέσως να τα μάθη!
   Και αύριον πρωί πρωί το πράγμα να τελειόνη.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   'Σ του Λαυρεντίου το κελλί απήντησα τον νέον,
   και του απέδειξα εκεί την πρέπουσαν φιλίαν,
   χωρίς να 'πάγω παρεκεί απ' ό,τι μου αρμόζει.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Καλά, καλά· το χαίρομαι· έτσι σε θέλω· σήκω.
   Τώρα μου φέρνεσαι καλά. — Θέλω να ιδώ τον Πάρην.
   Σας είπα να μηνύσετε αμέσως πως τον θέλω. —
   Τον άγιον καλόγηρον! Μα τον εσταυρωμένον,
   όλ' η Βερώνα δι αυτό θα του γνωρίζη χάριν.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Αναίβα, παραμάνα μου, μαζή μου να διάλεξης
   τα νυμφικά φορέματα, που αύριον θα βάλω.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Την πέμπτην· όχι αύριον έχεις καιρόν ακόμη.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Πηγαίνετε, πηγαίνετε· διά την εκκλησίαν
   ετοιμασθήτε αύριον.

   (Απέρχονται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Αλλά καιρός δεν μένει·
   νυκτόνει.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Δεν βαρύνεσαι; Θα τρέξω άνω κάτω,
   θα ετοιμάσω κάθε τι κ' ησύχασε, γυναίκα·
   ‘ς την Ιουλιέταν πήγαινε κ' ιδέ τα νυμφικά της.
   Δεν πάγω ‘ς το κρεββάτι μου απόψε. Άφησέ με·
   θα κάμω την 'νοικοκυράν. — Ποιος είν' εκεί; — Κανένας!
   Εβγήκαν όλοι! Το λοιπόν μονάχος μου πηγαίνω
   εις τον γαμβρόν, δι αύριον να τον προετοιμάσω.
   Ελάφρωσιν αισθάνεται μεγάλην η καρδιά μου,
   αφού αυτή, η παλαβή, ‘ς τα συγκαλά της ήλθε.

   (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
   Ο κοιτών της Ιουλιέτας.

   (Εισέρχονται η ΙΟΥΛΙΕΤΑ και η παραμάνα).

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Αυτό το φόρεμα εδώ είναι καλόν. Απόψε
   να με αφήσης μοναχήν, καλή μου παραμάνα.
   Έχω να κάμω προσευχαίς, και να παρακαλέσω
   να βοηθήση του θεού η χάρις την ψυχήν μου,
   που 'ξεύρεις πόσας συμφοράς και αμαρτίας έχει.

   (Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Δουλεύετε; Με θέλετε κ' εγώ να βοηθήσω;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Όχι, μητέρα. Έτοιμα είν' όλα, όσα έχω
   ς' την αυρινήν παράταξιν να βάλω. Άφησέ με
   να μείνω τώρα μοναχή, παρακαλώ· κι' απόψε
   ας μείνη η παραμάνα μου μαζή σου· κράτησέ την
   η προετοιμασία σου θα σ' έχη άνω κάτω.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Καλήν σου νύκτα· πλάγιασε να κοιμηθής αμέσως
   και ύπνος σου χρειάζεται απόψε.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Καλήν νύκτα,

   (Απέρχονται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Θεός ηξεύρει αν ποτέ ξαναενταμωθώμεν!
   Ωσάν να μου παρέλυσε τας φλέβας κρύος φόβος,
   και μου παγόνει της ζωής την ζέστην. — Θα τας κράξω·
   αν τας ιδώ αναψυχήν θα λάβω. — Παραμάνα! —
   Πλην τι την θέλω; Μόνη μου εγώ να παίξω έχω
   την αποτρόπαιον σκηνήν! Έλα εδώ, φιάλη! —
   Κι αν δεν ναρκόνη το πιοτόν; Θα με 'πανδρεύσουν τότε
   αύριον; Ω! ποτέ, ποτέ! Ιδού τι θα με σώση!
   Εδώ κοντά μου μείνε συ.

   (Θέτει πλησίον της εγχειρίδιον).

   Αλλά, εάν φαρμάκι
   μου έδωσ' ο καλόγηρος, και θέλη ν' αποθάνω,
   μήπως ο γάμος μου αυτός του φέρη ατιμίαν,
   διότι μ' εστεφάνωσε με τον Ρωμαίον πρώτα;
   Φοβούμαι μήπως είν' αυτό. Αλλ' όχι δεν πιστεύω·
   αγίου έχει όνομα, και το αξίζει. Όχι·
   δεν θέλω τέτοιος στοχασμός ‘ς τον νουν μου να περάση!
   Και αν εκεί που κείτομαι, πριν φθάση ο Ρωμαίος
   να με γλυτώση, έξαφνα ‘ς τον τάφον εξυπνήσω;
   Ω! τι τρομάρα! Μην πνιγώ εις την καμάραν μέσα,
   όπου αέρα καθαρόν το βδελυρόν της στόμα
   δεν αναπνέει; και νεκράν όταν θα φθάση μ' εύρη;
   Ή και αν ήμαι ζωντανή, η αγριάδα μήπως
   να ευρεθώ ‘ς τα σκοτεινά, ‘ς την αγκαλιάν του Χάρου,
   εις τέτοιον μέρος φοβερόν,... εκεί ‘ς τον θόλον μέσα,
   όπου προ τόσων γενεών κ' εκατοντάδων χρόνων
   σωριάζονται τα κόκκαλα προγόνων μου θαμμένων
   όποτ ‘ς το χώμα το νωπόν το σώμα του Τυβάλτη
   αιματωμένον σήπεται ‘ς το νεκροσάβανόν του·
   όπου ‘ς τα βάθη της νυκτός φαντάσματα θα 'βγαίνουν...
   Αλλοίμονον! μήπως εκεί 'ξυπνήσω πριν της ώρας,
   'ς αποφοραίς σιχαμεραίς και εις κραυγαίς τρομάρας,
   ωσάν να ξερριζόνεται βλαστάρι μανδραγόρα
   και κράζει, και τρελλαίνεται ο άνθρωπος π' ακούει;.. (!0)
   Ω! αν 'ξυπνήσω, μη εκεί τα λογικά μου χάσω,
   μ' αυτούς τους φόβους τους φρικτούς περιτριγυρισμένη;
   και φρενιασμένη, μη βαλθώ να παίζω με τα μέλη
   των προπατόρων μου εκεί; κ' αιματοκυλισμένον
   να 'βγάλω απ' το σάβανον το πτώμα του Τυβάλτη;
   και μέσα ‘ς την μανίαν μου, ενός ανδρειωμένου
   προγόνου μου το κόκκαλον ν' αρπάξω, και μ' εκείνο
   στ’ απελπισμένα χέρια μου, να χύσω τα μυαλά μου;
   Του εξαδέλφου μου, ιδού, μου φαίνεται να βλέπω
   το φάντασμα, και κυνηγά να πιάση τον Ρωμαίον
   διότι του εκάρφωσε ‘ς τα στήθη το σπαθί του!
   Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!...
   Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα!

   (Πίπτει επί της κλίνης).



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ.



   Η αίθουσα του Καπουλέτου.

   (Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος.
   Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα.
   Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα,
   και η καμπάνα ' σήμανε ταις τρεις. Έχε ‘ς τον φούρνον
   Αγγελική, το 'μάτι σου· κι’ όλον τ’ αυγόν' ς την πήταν.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Ν' αφήσης τα νοικοκυριά και πήγαινε ‘ς το στρώμα·
   φοβούμαι μήπως αύριον με το νυκτέρι τούτο
   θα ήσαι άρρωστος.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Εγώ; καθόλου. Να η ώρα!
   Πολλαίς φοραίς 'ξενύκτησα, και όχι διά τόσον,
   και δεν αρρώστησα ποτέ.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου
   σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα·
   πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Α! ζήλεια, ζήλεια!

   (Εισέρχονται υπηρέται φέροντες δίσκους, καλάθους, ξύλα, κτλ.)

   Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα;

Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
   Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Εμπρός, εμπρός.

   (Εξέρχεται ο Α' υπηρέτης)

   Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα;
   κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

Β’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
   Έχω κεφάλι δα κ' εγώ, αυθέντα, διά ξύλα·
   δεν έχω χρείαν να μου 'πή ο Πέτρος να τα εύρω.

   (Εξέρχεται).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Ά! μ' έκαμε κ' εγέλασα με την απόκρισίν του·
   αλήθεια ξυλοκέφαλος! — Να! 'ξημερόνει κι’ όλα!
   Ο Πάρης με την μουσικήν να έλθη δεν θ' αργήση·
   όπου κι' αν ήναι θα φανή.

   (Μουσική έσωθεν)

   Να! έρχεται! Γυναίκα!
   Αι, παραμάνα! δεν ακούς; πού είσαι, παραμάνα!

   (Εισέρχεται η παραμάνα).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Την Ιουλιέταν 'ξύπνησε κ' ετοίμασε την. Τρέχα!
   Εγώ πηγαίνω να τα 'πώ με τον γαμβρόν μου. Τρέχα·
   τρέχα, και ήλθεν ο γαμβρός. Τρέχα ευθύς, σου λέγω!

   (Εξέρχονται).



ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.



   Ο κοιτών της Ιουλιέτας.
   (Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ επί της κλίνης της. Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Κυρία! Αι, κυρία μου· ακούεις; Ιουλιέτα!- —
   Κοιμάται τώρα ‘ς τα βαθειά. — Αρνάκι μου· κυρία!
   Ω ακαμάτρα, εντροπή! Αγάπη μου, θ' ακούσης;
   Κυρία μου· καρδούλα μου· εσύ, γλυκειά μου νύμφη!
   Τι; ούτε λέξιν; Βέβαια, τον χαίρεσαι τον ύπνον.
   Καλοκοιμήσου! Αύριον να κοιμηθής δεν έχει·
   ο Πάρης δεν το συγχωρεί. — Θεέ, συγχώρεσέ με,
   βαρύς που είν' ο ύπνος της! Να την 'ξυπνήσω πρέπει.
   Κυρία μου, κυρία μου! Εάν ο Πάρης έλθη
   και σ' εύρη ‘ς το κρεββάτι σου, θα σε κατατρομάξη.
   Δεν θα τρομάξης; 'Ξύπνησε! — Με τα φορέματά σου
   επλάγιασες; Τι είν' αυτό; Είν' ώρα να 'ξυπνήσης·
   Κυρία! Ιουλιέτα μου!... Αλλοίμονον! Βοήθεια!
   Βοήθεια! Η κυρία μου απέθανε! Βοήθεια!
   Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη!
   Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια!

   (Εισέρχεται η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Τι είν' ο τόσος θόρυβος;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Ημέρα ωργισμένη!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Τι έπαθες;

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου!
   Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω.
   Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν.

   (Εισέρχεται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Είν' εντροπή! Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω;
   ήλθ' ο γαμβρός.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι!
   Αλλοί, αλλοί!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Να την ιδώ... Τελειωμένη· κρύα·
   το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη·
   απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας·
   ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της,
   'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Ώρα κακή μας 'πλάκωσε!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Ω συμφορά και πίκρα!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω,
   μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου.

   (Εισέρχονται ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, ο ΠΑΡΗΣ και ΜΟΥΣΙΚΟΙ).

ΠΑΡΗΣ
   Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Να 'πάγη έτοιμη, αλλά... διά να μη γυρίση!
   Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα,
   ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε. Ιδέ την
   το άνθος που λαχτάριζες, το 'μάδησεν εκείνος·
   ο Χάρος κληρονόμος μου, γαμβρός μου είν' ο Χάρος
   Αυτός εστεφανώθηκε την κόρην μου· και τώρα
   θα ξεψυχήσω, κ' εις αυτόν θ' αφήσω ό,τι έχω.
   Και η ζωή μου και το παν ανήκουν εις τον Χάρον!

ΠΑΡΗΣ
   Τόσον καιρόν επρόσμενα να έλθη τούτ’ η 'μέρα,
   κι' αυτό το θέαμα εδώ μου έμελε να φέξη!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Κατηραμένη, άτυχη, πικρή και μαύρη 'μέρα!
   Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε
   εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου!
   Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου,
   αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη,
   κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα!
   ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα,
   οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!
   Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα!
   Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη!
   Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα!

ΠΑΡΗΣ
   Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη!
   Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι,
   ω θάνατε, πικρέ — πικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου!
   όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!
   Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας
   να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου!
   όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω.
   Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου!

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει!
   Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.
   Αυτή εδώ ‘ς τον ουρανόν και εις εσάς ανήκε·
   πλην σήμερον ολόκληρην ο ουρανός την θέλει·
   και τόσον το καλλίτερον διά την νέαν κόρην.
   Τον θάνατον να κλέψετε, κ' εδώ να το κρατήτε
   το ιδικόν σας μερτικόν, ‘ς το χέρι σας δεν είναι.
   Εις την αιώνιον ζωήν κρατεί το μερτικόν του
   ο Ουρανός. Ηθέλετε την υπερύψωσίν της·
   και ήτον ευτυχία σας αυτή να ευτυχήση.
   Προς τι την κλαίετε λοιπόν, που είν' ανυψωμένη
   επάνω απ' τα σύννεφα, εις τ’ Ουρανού τα ύψη;
   Δεν είναι η αγάπη σας αληθινή αγάπη,
   εάν η ευτυχία της σας φέρνει τόσην λύπην.
   Δεν εκαλοπανδρεύθηκε η χρόνια 'πανδρευμένη·
   χαρά ‘ς την που 'πανδρεύεται, και νειόνυμφη ‘πεθαίνει,
   Σφογγίσετε τα δάκρυα· ‘ς το εύμορφον κορμί της
   ελάτε να σκορπίσετε το δενδρολίβανόν σας(51).
   Στολίσετέ την έπειτα και συνοδεύσετέ την
   ‘ς την εκκλησίαν. Απαιτεί τα δάκρυα η φύσις,
   αν και γελά το Λογικόν όταν η Φύσις κλαίη.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Τα όσα θα εγίνοντο ς' την τελετήν του γάμου,
   ‘ς το λείψανον της Κόρης μου ας χρησιμεύσουν τώρα.
   Αντί λαλούμενα χαράς, καμπάναις ας σημάνουν
   αντί τραγούδια εύθυμα, ας ψάλουν μοιρολόγια·
   του γάμου το συμπόσιον ας γίνη κόλλυβά της,
   και τ’ άνθη της τα νυμφικά νεκρήν ας την ραντίσουν,
   και κάθε τι αντίστροφον να γίνη και ν' αλλάξη!

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Πήγαινε μέσα. Πήγαινε μαζή του, ω Κυρία.
   Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε
   να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της.
   Μ' αυτό τας αμαρτίας σας ο Κύριος παιδεύει,
   και κλίνετε την κεφαλήν, να μη παραθυμώση.

   (Εξέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, ο ΠΑΡΗΣ
   και ο ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ).

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Αι! ας πηγαίνωμεν κ' ημείς και τα λαλούμενά μας.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ
   Πηγαίνετε· πηγαίνετε καλά μου παλλικάρια,
   κ' εστράβωσαν τα πράγματα, καθώς παρατηρείτε.

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Ας ήτον εις το χέρι μας να 'σιάσουν, παραμάνα.

   (Απέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
   (Εισέρχεται ο ΠΕΤΡΟΣ(52) ).

ΠΕΤΡΟΣ
   Μουσικοί, ω μουσικοί μου, παίξετε μου χ α ί ρ ο υ κ α ρ-
   δ ι ά μ ο υ χ α ί ρ ο υ· αν θέλετε το καλόν μου, παιδιά μου,
   παίξετέ μου το.

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Και διατί να σου παίξωμεν το χ α ί ρ ου κ α ρ δ ι ά
   μ ο υ, χ α ί ρ ο υ;

ΠΕΤΡΟΣ
   Διότι η ιδική μου καρδιά παίζει μέσα της το σ χ ί-
   σ ο υ κ α ρ δ ι ά μ ο υ σ χ ί σ ο υ. Παίξετε μου, μουσικοί,
   κανένα εύθυμον σκοπόν να με παρηγορήσετε.

Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Δεν παίζομεν τίποτε. Δεν είναι καιρός διά μουσικήν
   τώρα.

ΠΕΤΡΟΣ
   Δεν παίζετε;

   ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ
   Όχι.

ΠΕΤΡΟΣ
   Τώρα να σας δώσω εγώ...

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Τι θα μας δώσης;

ΠΕΤΡΟΣ
   Όχι χρήματα βέβαια! ξύλον θα σας δώσω.

Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Σώπα, παληόδουλε.

ΠΕΤΡΟΣ
   Κύτταξε να μη σου χώση το σπαθί του εις τα πλευ-
   ρά ο παληόδουλος. Κύτταξε να μη σου βαρέση το ίσον
   εις την ράχιν σου.

Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Έλα έλα. Χώσε το σπαθί σου, και ξέχωσε το πνεύ-
   μα σου.

ΠΕΤΡΟΣ
   Τώρα να σας δείξω και το πνεύμα μου. Θα σας κο-
   πανίσω με τον νουν μου, αντί να σας τρυπήσω με το
   σπαθί μου. Αποκριθήτε μου ωσάν άνθρωποι.

      Όταν την ψυχήν λύπη μας πλακώνει
      και την βασανίζει αίσθημα πικρόν,
      τοτ’ η μουσική με ήχον αργυρόν...

   διατί ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; διατί λέγει, η μ ο υ σ ι κ ή
   μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; Εδώ σε θέλω, Σίμε Λαγουτάρη.

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Το λέγει, διότι το αργύριον έχει γλυκόν ήχον.

ΠΕΤΡΟΣ
   Περίφημα! Τί λέγεις εσύ, Τρίχορδε;

Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Λέγω ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι οι μουσικοί παίζουν
   διά το αργύριον.

ΠΕΤΡΟΣ
   Εξαίρετα! Και συ, κυρ Δοξαρά;

Γ’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Δεν 'ξεύρω τι να 'πώ εγώ.

ΠΕΤΡΟΣ
   Εγώ να σας το ειπώ. Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν
   α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς.

      Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν
      μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει.

   (Απέρχεται).

Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Τι παληάνθρωπος είναι αυτός;

Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ
   Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο-
   λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ.

   (Απέρχονται).