Ροδόπη
←Κρίνος και Ψυχή | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Ροδόπη |
Σαλώμη→ |
Τησ πούλιας γέρν’ ἀπὸ ψηλὰ τὸ ἑφτάδιπλο τ’ ἀστέρι·
ξύπνα, Ροδόπη — τ’ αὐγινὸ δροσόπαγο τινάζει
τοῦ ὕπνου τ’ ἀποκάρωμα· ξύπνα, κι ἀσπρογαλιάζει
θαμπὸς ἀκόμη περουζὲς τὸ γλυκοχαραμέρι.
Ρόδα καὶ ρόδα ὁ ξανθὸς ὁ Ἥλιος θὰ σοῦ φέρῃ
σὰν τὴν ἀγάπη του παλιά, πιὸ νέα ἀπ’ τὸ χαλάζι·
ἐμπρόβαλε καὶ μὲ φιλὶ στὸ μέτωπό σου βάζει
στεφάνια δροσοστάλαγα τὸ ἐρωτικό του χέρι.
Νύχτα στὰ ποροφάραγγα ἀκόμα βασιλεύει,
τὰ σγουρὰ δάση, οἱ λαγκαδιὲς δὲ βλέπουν ἥλιου ἀχτίδα
καὶ ὁ Στρυμὼν χαμοσυρτὸς στὰ πόδια της ζαλεύει.
Μὰ ἡ Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει τὴν κορφή της
μεσουρανίς· κι ἀπάνω της, ὡσὰν δροσοσταλίδα
σὲ φύλλα ρόδου, ὁ στερνὸς γυαλίζει Ἀποσπερίτης.