Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Κρίνος και Ψυχή


Ψυχη φρουμάζει, κόκκινη Ψυχὴ σὰν αἱμοστάτης!
στρῶμα ζητάει τοῦ ὕπνου της τὴ μυροφόρ’ ἀγκάλη
κρίνου, ποῦ περιλάμπιζε μὲ τἀναφτέριασμά της,
κρίνου, πὄχει γι’ αὐτὴν κλειστὰ τἀνέσυρτά του κάλλη.

Τέτοιος καὶ μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας τῆς δροσάτης
σὲ Σὲ πετάει ὁλόψυχος κι ὁ λογισμός μου πάλι·
μὴ σοῦ ταράζει τὰ ὄνειρα; κ’ ἴσως θαρρεῖς ὁ μπάτης
πῶς σοῦ χαϊδεύει ἀνάλαφρα τ’ ὡραῖο σου τὸ κεφάλι;

Θὰ σ’ ἀνανοιώσῃ ἡ φλόγα του στὸ πιὸ γλυκό σου βύϑος
ποῦ ἡ μαγιωμένη ξάπλωσε βραδιὰ στὸ ἁγνό σου στῆθος
κάτω ἀπ’ τὰ πεῦκα τὰ παλιὰ ἢ κάπου σ’ ἔρμο βράχο.

Κι ἄν κάτι μάθῃς γύρω σου θερμὰ νὰ φτερουγίζῃ,
— μὲ οὐδ’ ὅσον ἦχο θἄκουες σὰν ξένο αὐτὶ βουΐζῃ —
θὰ πῇς τὸ χέρι φέρνοντας στὸ μέτωπο: «Τί νἄχω;»