Ὁ Ρωμῃός, τεύχος 1
Πρωταπριλιά


ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ

Ἐχθὲς ἡμέρα Πρωταπριλιᾶς,
ἐσυλλογίσθη κι’ ὁ βασιλῃᾶς
νὰ παραιτήσῃ τὸ τόσο γλέντι,
τοὺς περιπάτους καὶ τὸ ραχάτι,
σπαθὶ νὰ βάλῃ κι’ αὐτὸς λεβέντη,
καὶ ’στῶν ἐχθρῶν μας νὰ ’μπῇ τὸ μάτι.

Ἐχθὲς, ἡμέρα Πρωταπριλιᾶς,

κι’ ὁ δεύτερός μας ὁ βασιλῃᾶς,
ὁ σὶρ Τρικούπης μέ τὰ φωκόλα
ἐσκέφθη μία δουλειὰ χρυσῆ,
οἱ νέοι φόροι νὰ ’βγοῦν ἀπ’ ὅλα,
κι’ ἀπ’ τὸν καπνό μας κι’ ἀπ’ τὸ κρασί.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἀποφασίσαν κι’ οἱ Τραπεζίταις
νὰ μὴ φτωχαίνουν τὸν κόσμο πλιά,
καὶ οὔτε νἄχουν κρυφοὺς μεσίταις·
κι’ ἀπ’ τὰ καλά των καὶ τοὺς παράδες
νὰ πάρουν μέρος κι’ οἱ φουκαράδες.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἀποφασίσαν κι’ οἱ λωποδύταις
νὰ πιάσουν ἄλλη καλὴ δουλειά,
κι’ ἔτσι νὰ γίνουν χρηστοὶ πολίταις·
κι’ ὁ Κοσσονάκος νὰ ἡσυχάζῃ,
καὶ ’στὸ Δελτίο νὰ μὴ τοὺς βάζῃ.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

κι’ ἑταιρεία τοῦ Γκάζ ἀκόμη
ἐσυλλογίσθη πὼς πρέπει πλιὰ
νὰ πλημμυρήσουν μέ φῶς οἱ δρόμοι·
καὶ ὅταν φέγγῃ λαμπρὸ φεγγάρι
νὰ μὴν ἀφίνῃ σβυστὸ φανάρι.

Ἐχθὲς ποὺ ἦταν Πρωταπριλιά,

ἐσκέφθη κι’ ὅλη ἡ Ρωμῃοσύνη
νὰ φασκελώσῃ τὴν τεμπελιὰ
καὶ προκομμένη κι’ αὐτὴ νὰ γίνῃ·
νὰ λείψῃ τόση κλεψιὰ καὶ ψέμμα
καὶ τὴ σημαία νὰ βάψῃ μ’ αἷμα.