Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους/Α΄

Περὶ νομίσματος καὶ τῆς κτητικῆς δυνάμεως τῶν πολύτιμων μετάλλων κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους
Συγγραφέας:
Μέρος Α′


Α. Μ. ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ
Τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Δημοσίας Οἰκονομίας καὶ Στατιστικῆς
ἐν τῷ Καποδιστριακῷ Πανεπιστημίῳ

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ
ΚΤΗΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΙΜΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

[Πᾶν τὸ σχετιζόμενον πρὸς τὸ νομισματικὸν τοῦ Βυζαντίου σύστημα εἶναι ἐξαιρετικῶς σκοτεινὸν καὶ συγκεχυμένον. G. Schlumberger Νικηφόρος Φωκᾶς, σελ. 620, μεταφρ. Λαμπρίδου].

ΜΕΡΟΣ Α′
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ[1]

α′) Τὸ χρυσοῦν νόμισμα. – Ὡς ἐν Ἀθήναις, οὕτω καὶ ἐν Βυζαντίῳ ἐκράτει κατ’ ἀρχὴν[2] ὁ μονομεταλλισμός, βάσις δ’ ὅμως τοῦ συστήματος εἶχε τεθῇ οὐχὶ ὁ ἄργυρος, ἀλλ’ ὁ χρυσός, κυριωτάτη δὲ νομισματικὴ μονὰς ἦτο τὸ ὑπὸ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καθιερωθὲν χρυσοῦν νόμισμα, ὁ σόλιδος (solidus), ὅπερ καλεῖται κατ’ ἀρχὰς χρυσοῦνχρύσινον ἢ καὶ ἁπλῶς νόμισμα,[3] ἀπὸ δὲ τοῦ ιγ′ αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν ὑπέρπυρον.[4]

Τὸ νόμισμα ἀπετέλει τὸ 1/72 τῆς λίτρας, ἐδύνατο δὲ κατὰ τὸν πλεῖστον χρόνον τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας περὶ τὰ 15 φράγκα.[5]

«Τὸ Βυζαντινὸν νόμισμα» λέγει ὁ Gelzer[6] «ἔμεινεν ἄθικτον ἐπὶ 800 σχεδὸν ἔτη. Διὰ τοῦτο ἐξετιμᾶτο ἐν τῷ βαρβαρικῷ ὅσον καὶ ἐν τῷ πεπολιτισμένῳ κόσμῳ, εἶχε δὲ καταστῇ πράγματι διεθνὲς νόμισμα· ἐν αὐταῖς ταῖς Ἰνδίαις, ὡς βεβαιοῖ Κοσμᾶς ὁ Ἰνδοπλεύστης, ἦτο τὸ μόνον ἐν χρήσει διὰ τὰς διεθνεῖς συναλλαγάς».[7]

Ἡ βεβαίωσις τοῦ γερμανοῦ βυζαντιολόγου ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν ἀλήθειαν, καθ’ ὅσον αἱ εἴς τινας αὐτοκράτορας, ἰδίᾳ Νικηφόρον τὸν Φωκᾶν, ἀποδιδόμεναι, κιβδηλεῖαι[8] δὲν ἐπιβεβαιοῦνται. Ὁ δὲ διεθνὴς χαρακτὴρ ὃν ἔλαβε τὸ βυζαντινὸν νόμισμα, πρόσθετος αὕτη ἀπόδειξις τῆς ἐπεκτάσεως τοῦ βυζαντινοῦ ἐμπορίου,[9] πανταχόθεν ἐπιμαρτυρεῖται.[10]

Οἱ δὲ Βυζαντινοὶ εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον ἀξιέπαινοι διὰ τὴν ἐμμονὴν αὑτῶν εἰς ὑγιὲς νόμισμα, ὅσῳ οἱ ῥωμαῖοι αὐτοκράτορες κατέλιπον αὐτοῖς κάκιστα παραδείγματα.[11]

Δυστυχῶς καὶ αὐτοὶ δὲν κατώρθωσαν ν’ ἀντίσχωσι μέχρι τέλους εἰς τὸν πειρασμὸν τῆς κιβδηλείας. Μέγας δὲ βασιλεύς, Ἀλέξιος ο Κομνηνός, πιεζόμενος ὑπὸ δεινῶν χρηματικῶν ἀναγκῶν, ἐμιμήθη τὸ παράδειγμα τοῦ πρὸ μικροῦ βασιλεύσαντος Βοτανειάτου. Τούτου αἱ κιβδηλεῖαι, συνιστάμεναι εἰς ποικίλας μεταβολὰς ἐν τῷ νομισματικῷ συστήματι,[12] αὐτὸν μὲν ἐξηυτέλισαν, διότι ἐν διεθνέσι συνθήκαις ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωσιν νὰ πληρώνῃ ἀποζημιώσεις διὰ νομισμάτων τῶν προκατόχων του,[13] τὴν δὲ ὅλην οἰκονομίαν τοῦ κράτους ἀνεστάτωσαν, διότι μάλιστα ὁ αὐτοκράτωρ εἶχε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἰσπράττῃ φόρους κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ὑγιὲς νόμισμα,[14] ἐπὶ πλέον δὲ καὶ κάκιστον παράδειγμα καθιέρωσαν εἰς τοὺς ἐξευτελίσαντες τὸ βυζαντινὸν ὑπέρπυρον Παλαιολόγους.[15]

Τὰ μόνα δὲ ἅπερ δύναταί τις νὰ παρουσιάσῃ ὡς ἐλαφρυντικὰ τῶν τοιούτων κιβδηλειῶν, εἶναι τὸ μὲν αἱ δειναὶ περιστάσεις, αἵτινες ἐξώθουν τὸ δημόσιον εἰς κιβδηλείαν (ὅπως σήμερον θὰ ἦγον μοιραίως αὐτὸ εἰς καταναγκαστικὴν κυκλοφορίαν), τὸ δέ, ὅτι αἱ ἄλλως ὀλέθριαι μέθοδοι ἀμέσου χρηματισμοῦ εἶχον καταστῇ ἐπὶ Παλαιολόγων τόσον γενικαί, ὥστε ὁ Γεμιστὸς πρὸ τῶν πλημμυριζόντων τὴν Πελοπόννησον ποικίλων ξένων φαύλων νομισμάτων φθάνει μέχρι τοῦ νὰ συμβουλεύσῃ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν ἀρχέγονον ἀνταλλαγὴν εἰς εἶδος.[16]

Προσθετέον τέλος ὅτι ἐκτὸς τῆς εἰς μεταβολὴν τοῦ τίτλου συνισταμένης κιβδηλείας παρετηρεῖτο καὶ ἡ κυρίως εἰπεῖν κιβδηλεία, δηλαδὴ ἡ κυκλοφορία νομισμάτων ὅλως νενοθευμένων (ὑποχάλκων κἄ.). Ἐκ τούτων, ὡς εἱκός, ὀλίγα διεσώθησαν, ἀλλ’ ἡ διατάραξις ἣν ἐπήνεγκαν ἦτο μεγίστη. Ὁ κ. Σβορῶνος[17] φρονεῖ μάλιστα ὅτι διὰ τούτων ἐξηγοῦνται πολλαὶ δυσνόητοι ἢ ἀντιφερόμεναι εἰδήσεις.

β′) Ἀργυρᾶ, χάλκινα καὶ λογιστικὰ νομίσματα. – Ἀργυρᾶ νομίσματα ὑπῆρχον τὸ μιλιαρέσιον (12 μ. = 1 χρ.) καὶ τὸ κεράτιον [24 κ. = 1 χ.), χάλκινα δὲ ἡ φόλλις (ἀπὸ Βασιλείου τοῦ Β′ 144 φ. = 1 χρ.).[18]

Ἐκτὸς δὲ τῶν πραγματικῶν τούτων νομισμάτων ὑπῆρχον καὶ λογιστικά: ἡ λίτρα χρυσοῦ ἴση πρὸς 72 νομίσματα (1080 φράγκα), ἡ λίτρα ἀργύρου ἴση πρὸς 5 νομίσματα (75 φράγκα) καὶ τὸ κεντηνάριον ἰσούμενον πρὸς 100 λίτρας χρυσοῦ.[19]


  1. Βλ. Sabatier, Production de ľor etc, chez les anciens et hotels monétaires des empires romain et byzantin (Πετρούπολις, 1850) καὶ Description des monnaies byzantines (2 τόμοι, Παρίσιοι, 1862)· Warwick Wroth, Catalogue of the imperial byzantine coins in the British Museum (Λονδῖνον, 1908· ὑπάρχει καὶ 2ος τόμος περὶ τῶν νομισμάτων τῶν Βανδάλων κτλ., ὡς καὶ τῶν αὐτοκρατοριῶν Θεσσαλονίκης, Νικαίας καὶ Τραπεζοῦντος, Λονδῖνον, 1911)· J. Maurice, Numismatique Constantinienne (2 τόμοι, Παρίσιοι, 1908 - 1911)· Comte Jean Tolstoi, Βυζαντινά νομίσματα (3 τόμοι, ῥωσιστί, Πετρούπολις, 1912 - 3)· Théodore Reinach, ἐν Rev. Ét. Gr. τόμ. XXVI, 1913, σελ. 107. κἑξ.· Kubitschek, Beiträge zu früh - byzantinische Numismatik (Num. Zeit. 1898, σελ. 163 - 196). Πολύτιμοι πληροφορίαι εὔρηνται ἐπίσης ἐν τῇ Métrologie τοῦ F. Hultsch (β′ ἔκδοσις, Βερολῖνον, 1882) σελ. 326 - 348.
    Ἐκ τῶν ἡμετέρων βλ. πρὸ παντὸς Ι. Ν. Σβορῶνον, Βυζαντινὰ νομισματικὰ ζητήματα (Ἐφημερὶς νομισματικῆς ἀρχαιολογίας, τόμ. Β′, 1899, σελ. 341 - 401)· Παπαρρηγόπουλον ἐν Revue Archéologique, 1876, XXXII, σελ. 328, Παῦλον Λάμπρον, ἐν παραρτ. τόμ. Ε′ (α′ ἐκδόσεως) σελ. 991 τῆς Ἱστορίας τού Παπαρρηγοπούλου, καὶ Α. Ἀνδρεάδην, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας (Ἀθῆναι, 1918) σελ. 401 κἐξ.
  2. Περί τινων προσωρινῶν ἐξαιρέσεων εἰς τὸν κανόνα βλ. Reinach ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 109.
  3. Ὁ Παπαρρηγόπουλος (ἔνθ’ ἀνωτ.) παρατηρεῖ ὅτι τὸ δεύτερον τοῦτο ὄνομα ἐπικρατεῖ ἀφ’ ἧς ἀπὸ Κωνσταντίνου τοῦ Ε′ ἄρχεται ὁ ἐξελληνισμὸς τῶν νομισμάτων.
  4. Ὁ κ. Σβορῶνος (σελ. 358 κἐξ.) φρονεῖ ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο ὑποδηλοῖ τὰ δι’ ἐπανειλημμένης πυρακτώσεως καθαρισθέντα νομίσματα. Ὑπενθυμίζει δ’ ὅτι Βυζαντινοί τινες, λ. χ. ο Θεοφάνης, ὠνόμαζον ἤδη τὰ χρυσᾶ νομίσματα ὁλοκότινα, λέξιν ἑλληνολατινικὴν (ὅλος καὶ coctum), ἧς ἡ ἔννοια συμπίπτει ἀκριβῶς πρὸς τὴν ὑπ’ αὐτοῦ ἀποδιδομἑνην εἰς τὸ ὑπέρπυρον. Ὁ Κοραῆς, ὃν ἄλλως δὲν ἀναφέρει ὁ κ. Σβορῶνος, γράφει τὴν λέξιν ὑπέρπυρρον, παράγει δ’ αὐτὴν ἐκ τοῦ πυρρός, ὅπερ «σημαίνει τὸ καθαρὸν χρῶμα τοῦ χρυσίου» (Ἄτακτα, τόμ. Α′, σελ. 49). Ἐπὶ τοῦ θέματος βλ. καὶ Ν. Βέην, A propos de la monnaie ὁλοκότινον, ἐν Revue de Numismatique (Παρίσιοι, 1912).
  5. Κατὰ Παπαρρηγόπουλον ἔνθ’ ἀνωτ., κατ’ ἄλλους συγγραφεῖς κατά τι ὀλιγώτερον. Ἡμεῖς προέβημεν εἰς τὸν ἑξῆς ὑπολογισμόν: δεδομένου ἀφ’ ἑνὸς ὅτι σήμερον τὸ εἰκοσάφραγκον τῆς λατινικῆς ἑνώσεως περιέχει γρ. χρυσοῦ 5,80, ἀφ’ ἑτέρου δ’ ὅτι ὁ σόλιδος περιεῖχε κατ’ ἀρχὰς γρ. 4,52, εἶτα δὲ γρ. 4,40, ἕπεται ὅτι ἡ ἀξία αὐτοῦ ἦτο τὸ πρῶτον φρ. 15,59 καὶ μετέπειτα 15,15.
  6. Byzantinische Kulturgeschichte, σελ. 78.
  7. Τὸ χωρίον ὅπερ αἰνίσσεται ὁ Γέλτζερ εὕρηται, ἐν τῷ τόμ. Β′, σελ. 148 τῆς ἐκδόσεως τοῦ Κοσμᾶ ὑπὸ Montfaucon (Collectio nova Patrum, 2 τόμοι, Παρίσιοι, 1707· ἀνεδημοσιεύθη ὑπὸ Migne, Patr. Gr. τόμ. 88).
  8. Ὁ Κεδρηνὸς καὶ ὁ Ζωναρᾶς προσάπτουσιν εἰς τὸν Νικηφόρον κιβδηλείαν συνισταμένην εἰς τὴν ἔκδοσιν νομίσματος τινος ἠλαττωμένου, καλουμένου τεταρτηροῦ. Εἰς τὴν κατηγορίαν ἐπίστευσεν ὁ Sabatier (τόμ. Β′, σελ. 135), ἀλλ’ ὁ Παπαρρηγόπουλος πρῶτος, ἐν τῇ διακρινούσῃ αὐτὸν ἱστορικῇ ὀξυδερκείᾳ, ἐδίστασε περὶ τοῦ βασίμου αὐτῆς, μετ’ αὐτὸν δὲ καὶ ὁ Schlumberger (μετάφρ. Λαμπρίδου, σελ. 620 - 2), συστήσας τὴν ἔρευναν τῶν νομισμάτων. Ἤδη δὲ ὁ εἰς τὴν ἐργασίαν ταύτην ἐπιδοθεὶς Wroth (σελ. C προλόγου) ἐξήλεγξεν ὅτι ἅπαντα τὰ σωζόμενα νομίσματα τοῦ Νικηφόρου εἶναι τοῦ συνήθους βάρους καὶ τίτλου, πείθεται δ’ ὅτι οἱ πολὺ μεταγενέστεροι τοῦ Φωκᾶ Κεδρηνὸς καὶ Ζωναρᾶς ἀνέγραψαν συτοφαντικήν τινα διάδοσιν σχετιζομένην ἴσως πρὸς τὸν πράγματι κιβδηλευτὴν Νικηφόρον Βοτανειάτην.
  9. Ἑτέραν ἀπόδειξιν ἀποτελεῖ αὐτὸς οὗτος ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν τίτλον τοῦ νομίσματος, καθ’ ὅσον, ὡς ἐδείξαμεν προκειμένου περὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων (Ἱστορία Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας, σελ. 154 καὶ 179), μόνον τὰ κράτη ἅτινα ηὐμοίρουν εὐρέος ἐμπορίου ᾐσθάνθησαν τὴν ἀνάγκην ὑγιοῦς νομίσματος.
  10. Βλ. τὴν διάδοσιν τοῦ ὅρου besant (ἐκ τοῦ byzantinus nummus· πρβλ. Littré), δι’ οὗ κατὰ τὰς σταυροφορίας καὶ ἐντεῦθεν ἐκαλεῖτο πᾶν χρυσοῦν νόμισμα, καὶ αὐτὰ τὰ ἀραβικά, (besant sarrasin).
    Περὶ τῆς ἐπιδράσεως τῶν βυζαντινῶν νομισματικῶν ὅρων ἐπὶ τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης βλ. τὰς παρατηρήσεις τοῦ Samuel Krauss, Studien zur Byzantinisch, Jüdischen Geschichte (Λιψία, 1914), σελ. 109.
  11. Περὶ τῆς τρισαθλίας καταστάσεως εἰς ἣν εἶχε περιέλθῃ τὸ ῥωμαϊκὸν νόμισμα βλ. τὴν πραγματείαν τοῦ Mommsen, Ueber den Verfall des Römischen Münzwesens (1860· ἴδε κατὰ προτίμησιν τὴν μεταγενεστέραν γαλλικὴν μετάφρασιν, ἐν ᾖ πολλαὶ βελτιώσεις καὶ προσθῆκαι). Σαφὴς σύνοψις τοῦ ζητήματος εὕρηται ἐν τόμ. Γ′ τοῦ Χέρτζβεργ, σελ. 157 - 167 καὶ 257 - 262 μεταφρ. Καρολίδου.
  12. Βλ. λεπτομερείας παρὰ Ζωναρᾷ Γ′, 738· πρβλ. σχόλια Wroth, εἰσαγωγὴν σελ. CXII.
  13. Οὕτως ἐν τῇ συνθήκῃ πρὸς τὸν Βοημοῦνδον ὡρίσθη ὅτι αἱ καταβολαὶ θὰ ἐγίνοντο εἰς Μιχαηλᾶτα, δηλαδὴ νομίσματα Μιχαὴλ τοῦ Δούκα (Wroth, σελ. CXIII).
  14. Ἐντεῦθεν σύγχυσις λογιστικὴ φοβερὰ καὶ ἀνάγκη Νεαρᾶς περὶ παλαιᾶς καὶ νέας λογαρικῆς. Ταύτην ἐξέδωκε πρῶτος ὁ Montfaucon κατὰ τὸ 1688, εἶτα δ’ ὁ Λίγγενταλ. (Γ′ 385 κἑξ.), ἐσχολίασε δὲ μετὰ πολλῆς σαφηνείας ὁ Chalandon (Alexis Comnène, Παρίσιοι, 1900, σελ. 302 κἑξ.).
  15. Περὶ τῶν κιβδηλειῶν τῶν τελευταίων αὐτοκρατόρων βλ. Σβορῶνον σελ. 347. Ταύτας δύναταί τις νὰ ἐξακριβώσῃ καὶ ἄλλως πως. Οὕτως ὁ Riant (Dépouilles religieuses enlevées à Constantinople par les Croisés, Παρίσιοι, 1875, σελ. 8, σημ. 2) ἔχων ὑπ’ ὄψει τὰς μαρτυρίας τοῦ Gunther (καθ’ ὃν τὸ ὑπέρπυρον = ¼ τοῦ ἀργυροῦ marc, βάρους Κολωνίας) καὶ τοῦ Coggeshale (καθ’ ὃν ἰσοῦτο πρὸς τρεῖς ἀγγλικοὺς ἀργυροῦς σολίδους) ὑπολογίζει ὅτι τὸ ὑπέρπυρον κατὰ τὴν πρώτην ἅλωσιν ἤξιζε 12 - 13 φρ.· ἐξ ἄλλου ὁ Diehl περιλαμβάνει ἐν τοῖς Études byzantines (σελ. 249) ἐπίσημά τινα ἔγγραφα ἀπὸ τοῦ 1374 χρονολογούμενα, ὡς καὶ σημείωμα τοῦ διαπρεποῦς Βενετοῦ ἀρχαιοδἰφου Barozzi· ἐκ τῶν πρώτων φαίνεται ὅτι τὸ δουκᾶτον ἰσοῦτο πρὸς 2 ὑπέρπυρα, ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου ὅτι τὸ δουκᾶτον = 10 φράγκα· τὸ ὑπέρπυρον ἄρα = 5 φράγκα. Ἂν δὲν ἐμφιλοχωρεῖ σύγχυσίς τις (δυνατὸν τὸ βενετικὸν κείμενον τοῦ 1374 νὰ αἰνίσσηται ἄλλα ὑπέρπυρα ἢ τὰ Βυζαντινά, διότι καὶ νομίσματα μὴ κοπέντα ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκυκλοφοροῦντο ὑπὸ τὸ ὄνομα ὑπέρπυρα), πρέπει μεγάλη κιβδηλεία νὰ διεπράχθη μεταξὺ τοῦ 1328 (ὁπότε ἐξεθρονίσθη Ἀνδρόνικος ὁ Β′) καὶ τοῦ 1374, καθ’ ὅσον ὁ Παῦλος Λάμπρος (ἔνθ’ ἀνωτ.) δοκιμάσας πολλὰ νομίσματα τῶν Λασκάρεων καὶ τῶν δύο πρώτων Παλαιολόγων, εὗρεν ὅτι ἡ ἀξία τοῦ ὑπερπύρου ἦτο φρ. 11,20, κατά τι δηλαδὴ μόνον μικροτέρα τῆς τῶν τελευταίων πρὸ τῆς α′ ἁλώσεως νομισμάτων.
  16. «Ἴσως δ’ οὐδ’ ἐκεῖνο παριτέον, τό γε τοῦ νομίσματος ἄτοπον ὡς διορθωτέον. Σφόδρα γάρ που εὔηθες τοῖς ξενικοῖς τούτοις καὶ ἅμα πονηροῖς χαλκείοις χρωμένοις, ἄλλοις μὲν κέρδος τι φέρειν, ἡμῖν δ’ αὐτοῖς πολὺν τὸν κατάγελων» κτλ. (βλ. Λόγον Α′, κεφ. 21· πρβλ. Καζάζην, Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθων καὶ ὁ κοινωνισμὸς κατὰ τὴν Ἀναγέννησιν, Ἀθῆναι, 1903, σελ. 25).
  17. Προφορικὴ πληροφορία.
  18. Ἐρανιζόμεθα ἐκ τοῦ Hultsch, σελ. 348, τὸν ἐξῆς συγκριτικὸν πίνακα βυζαντινῶν καὶ γερμανικῶν νομισμάτων:
    σόλιδος 12 μάρκ. 69 φέννιγ
    τὸ μιλιαρέσιον 01 » 05 »
    φόλλις » 04,41 »
    τὸ δηνάριον » 00,2115 »
  19. Πάντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα τῶν νομισμάτων παρήγοντο ἐκ τῶν λατινικῶν (miliaresium, follis, litra, centenarium κτλ.)· τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ κυρίου νομίσματος (solidus) ἐξετοπίσθη ὑφ’ ἑλληνικῶν (βλ. ἀνωτ. σελ. 6). Ὁ δὲ κ. Σβορῶνος φρονεῖ (σελ. 352) ὅτι, κατὰ μίμησιν τῶν asperi nummi, ὡς ἐκάλουν οἱ λατῖνοι τὰ νεόκοπα, μὴ τριβέντα καὶ συνεπῶς τραχέα νομίσματα (ἐξ οὗ καὶ τὸ ἄσπρον: asper), ἐπλάσθησαν οἱ ὅροι τραχὺ νόμισμα καὶ ὁλότραχα νομίσματα.
    Ὡς οἱ Βυζαντινοὶ ἐμιμήθησαν τοὺς Ρωμαίους, οἱ Τοῦρκοι ἐμιμήθησαν τοὺς Βυζαντινούς· οὕτω παρέλαβον τὸ ἑλληνολατινικὸν ἄσπρον καὶ ἄλλην πολὺ γνωστοτέραν ἐν τῇ ἱστορίᾳ λέξιν: τὸ χαράτζι. Πράγματι τὸ νόμισμα ἐκαλεῖτο κοινῶς χαραγὴχάραγμα, ὁ δὲ δεύτερος οὗτος ὄρος μετέπεσεν εἰς τὴν ἔννοιαν φόρου εἰς νόμισμα (βλ. Mik. καὶ Mull., Acta et diplomta, τόμ. Ε′, σελ. 82)· ἐντεῦθεν τὸ βενετικὸν moneta caragii (Tafel καὶ Thomas, Urkunden τόμ. Β′, σελ. 238) καὶ τὸ μουσουλμανικὸν χαράτζι (πρβλ. Zach. v. Lingenthal, εν Zeitschrift der Savigny - Stiftung für Rechtsgeschichte. τόμ. IX, 1888, σελ. 267, σημ. 2).