Περί νομίσματος και της κτητικής δυνάμεως των πολύτιμων μετάλλων κατά τους βυζαντινούς χρόνους/Β΄

Περὶ νομίσματος καὶ τῆς κτητικῆς δυνάμεως τῶν πολύτιμων μετάλλων κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους
Συγγραφέας:
Μέρος Β′


ΜΕΡΟΣ Β′
Η ΚΤΗΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Ἡ μετρολογία καθιστᾷ εὔκολον τὴν ἑξαίρεσιν τῶν συγχρόνων νομισμάτων πρὸς ἃ ἀντιστοιχεῖ νόμισμα παλαιοτέρας ἐποχῆς: λ. χ. πρὸς πόσα φράγκα ἰσοδυναμεῖ ὁ ἐν βυζαντινῷ νομίσματι περιεχόμενος χρυσός. Δυσλυτώτερον δ’ ὅμως παραμένει ἕτερον ζήτημα: τίς ἦτο ἡ κτητικὴ ἀξία τοῦ χρυσοῦ κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους.[1]

Καὶ διὰ μὲν τὴν κλασσικὴν ἀρχαιότητα τείνει σήμερον ἡ ἐπιστήμη νὰ παραδεχθῇ τὴν αναλογίαν 1:8, τουτέστιν ὅτι διὰ ποσότητος πολυτίμων μετάλλων ἀξίας σήμερον 100, φέρ’ εἰπεῖν, φράγκων θὰ ἠγόραζέ τις ἐπὶ Περικλέους ἀντικείμενα διὰ τὰ ὁποῖα σήμερον θὰ ἔπρεπε νὰ δώσῃ 800.

Ἄλλοτε ἐθεωρεῖτο ὅτι ἡ ἀναλογία 1 : 5 - 6 ἠλήθευε διὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους. Ὁ Παπαρρηγόπουλος ἐδέχθη τὴν ἀναλογίαν 1 : 5 καὶ ταύτην μετ’ αὐτοῦ ἀνέγραψαν πολλοί,[2] ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς.[3] Γίνεται δὲ γενικὴ χρῆσις τῆς ἀναλογίας ταύτης λόγῳ τῆς ἀνάγκης νὰ καταφαίνηται ἐναργέστερον τί περίπου ἀντιπροσωπεύουσι τὰ ὑπὸ τῶν χρονογράφων ἀναφερόμενα ποσά.

Ἀνάγκη δ’ ὅμως ἐπίσης νὰ προστεθῇ ὅτι οἱ γενόμενοι ὑπολογισμοὶ δὲν ἔχουσιν αὐστηρὰν ἐπιστημονικὴν ἀκρίβειαν. Καὶ δή:

1ον) Θεωρούμεν τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν ἰσχύουσαν δι’ ὅλας τὰς περιόδους, ἀλλὰ κατὰ τὸν χιλιετῆ βίον τῆς αὐτοκρατορίας ἡ κτητικὴ ἀξία τοῦ νομίσματος εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ἐποίκιλλε κατὰ πολύ: Ὑπάρχουσιν ἐνδείξεις[4] ὅτι τὰ πολύτιμα μέταλλα ὁτὲ μὲν ἐσπάνιζον, ὁτὲ δὲ ἠφθόνουν. Ἰδίᾳ δ’ ὅτι ἐσπάνιζον κατὰ τὸν δ′[5] καὶ ε′ αἰῶνα[6] καὶ ὅτι ἠφθόνουν ἐπὶ τῶν τελευταίων εἰκονομάχων καὶ τῶν Μακεδόνων.

Τὰ δ’ αἴτια τῆς σπάνεως ἢ τῆς ἀφθονίας τοῦ νομίσματος ἦσαν τὰ μὲν γενικά, τὰ δὲ εἰδικά.

Τὰ γενικὰ εἶναι συναφῆ πρὸς τὰς αὐξομειώσεις τοῦ ἀποθέματος (stock) τῶν πολυτίμων μετάλλων: Ἡ παραγωγὴ τούτων εἶχεν ἐλαττωθῇ σπουδαίως ἀμέσως μετὰ τὴν ἵδρυσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως,[7] ἤρχισε δ’ ὅμως ν’ ἀναθάλλῃ ἀπὸ τοῦ ὀγδόου αἰῶνος, διότι, ἐκτὸς τῶν μεταλλείων τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους,[8] ἔτυχον ἐκμεταλλεύσεως πολλὰ μεταλλεῖα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἐν Βοημίᾳ, Οὐγγαρίᾳ, Ἀλσατίᾳ κτλ.,[9] τὰ χρυσοπλύσια Γερμανίας καὶ Γαλλίας ἔλαβον ἀπὸ τοῦ 8ου αἰῶνος μεγάλην ἀνάπτυξιν,[10] τέλος δὲ καὶ μέρος τοῦ ἐν Ἀφρικῇ παραγομένου χρυσοῦ ἔφθανεν ἀναμφισβητήτως εἰς Εὐρώπην.[11]

Ἐντεῦθεν συνάγεται ἐν μέρει,[12] ὅτι αἱ τιμαί, αἵτινες εἶχον μειωθῇ κατὰ τὸν 8ον αἰῶνα ἐν τῇ κεντρῴα Εὐρώπῃ εἰς ἐπίπεδον δεκάκις χαμηλότερον ἢ νῦν, ἀνῆλθον προϊόντος τοῦ χρόνου ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε ἡ σχέσις 10 : 1 μετεβλήθη εἰς 8,6 καὶ κατὰ τὸν ΙΓ′ αἰῶνα 4 : 1.[13]

Τὰ δ’ εἰδικὰ αἴτια συνδέονται πρὸς γεγονότα ἀφορῶντα εἰς τὴν πλουτολογικὴν καὶ πολιτικὴν κατάστασιν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ἰδίᾳ, δὲ τοῦ εὐμενοῦς ἢ δυσμενοῦς ἐμπορικοῦ ἰσοζυγίου καὶ τῆς στρατιωτικῆς ἀκμῆς τοῦ κράτους. Οὕτως ἀκμαζούσης τῆς ἐμπορίας καὶ τῆς βιομηχανίας ὁ εἰσαγόμενος χρυσὸς ὑπερέβαινε πιθανῶς τὸν ἐξαγόμενον εἰς Ἀνατολήν, πρὸς ἀγορὰν ἀντικειμένων πολυτελείας, ἢ πρὸς βορρᾶν, πρὸς ἀγορὰν σιτηρῶν καὶ δούλων. Ἀφ’ ἑτέρου, ὅτε τὸ κράτος ἦτο ἀσθενὲς στρατιωτικῶς, ἡ πλουτοπαραγωγὴ ἔπασχε μεγάλως ἐκ τῶν συχνοτέρων ἐπιδρομῶν, καὶ πολὺς δὲ χρυσὸς ἐξήγετο ὑπὸ μορφὴν φόρων πρὸς ἐχθροὺς καὶ ἐπιδομάτων πρὸς συμμάχους.[14]

Ἀξιοπαρατήρητον δ’ ὅμως εἶναι ὅτι ἐκτὸς τῶν πολιτικῶν ἐπιτυχιῶν καὶ μεγάλη συμφορά, ἡ αἰφνιδία ἐξάπλωσις τοῦ μουσουλμανισμοῦ, ὠφέλησε σημαντικῶς τὸ Βυζάντιον· τοῦτο τὸ μέν, διότι ἀπολεσθείσης τῆς Αἰγύπτου ἔπαυσεν ἡ ἐκροὴ χρημάτων πρὸς τὴν τότε σιτοφόρον χώραν,[15] τὸ δὲ, διότι ἡ αὐστηρὰ παρὰ Μουσουλμάνοις ἀπαγόρευσις τοῦ τόκου ἐπέφερεν ἐν Βυζαντίῳ πλημμυρίδα κεφαλαίων.[16]

2ον) Ἡ ἀναλογία 1:5 εἶναι ἀπόρροια ἁπλῆς εἰκασίας. Δι’ ἄλλας ἐποχὰς ἡ ἀναλογία εὑρέθη κατόπιν στατιστικῆς ἐργασίας, τὸ δ’ ὅτι τοῦτο δὲν ἐγένετο διὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὴν ἀνεπάρκειαν τῶν στατιστικῶν δεδομένων ἐφ’ ὧν βασίζονται τοιαῦται ἐργασίαι· πράγματι αἱ μαρτυρίαι τῶν πηγῶν περὶ τῆς τιμῆς τοῦ σίτου καὶ ἄλλων ἐπιτηδείων εἰσὶν ἐπισφαλεῖς, ἀραιαὶ καὶ ἀναγόμεναι εἰς ἀφισταμένας ἀπ’ ἀλλήλων ἐποχάς.

Καὶ τὰς μὲν περὶ τιμῶν πληροφορίας θὰ ἠδυνάμεθα ἴσως νὰ πλουτίσωμεν δι’ ἐπιμελεστέρας ἐρεύνης τῶν πηγῶν, ἰδίᾳ τῶν ἑλληνικῶν καὶ σλαυϊκῶν ἐγγράφων[17] καὶ τῶν ἰδιαζόντως πολυτίμων διὰ τὴν ἐσωτερικὴν ἱστορίαν βίων τῶν ἁγίων.

Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ἡ μακρά, ἐπίπονος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβαλλομένη αὕτη ἐργασία[18] θ’ ἀπέδιδε καλοὺς καρπούς, ὑπολείπεται ἡ ὑπερνίκησις δύο ἄλλων δυσχερειῶν, ἀμφοτέρων συνδεομένων πρὸς τὰ νομισματικά.

Ἡ πρώτη προκύπτει ἐκ τῶν ἀπὸ τῶν Κομνηνῶν συχνῶν ἀλλοιώσεων τοῦ νομίσματος: Βάσις τοῦ νομισματικοῦ συστήματος ἔμενε πάντοτε τὸ χρυσοῦν, ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον παρήρχοντο οἱ αἰῶνες, ἐπὶ τοσοῦτον τοῦτο περιεῖχεν ὀλιγώτερον χρυσόν·[19] ἂν λοιπὸν πληροφορηθῶμεν ὅτι, φερ’ εἰπεῖν, δι’ ἑνὸς ὑπερπύρου ἠγόραζέ τις κατὰ τὸν ιδ′ αἰῶνα ἕνα μόδιον σίτου, ἐν ᾧ ἐν ἀρχῇ τοῦ ιγ′ ἠγόραζέ τις δύο, δὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν ὅτι αἱ τιμαὶ ἐδιπλασθιάσθησαν, διότι τὸ πρᾶγμα θὰ ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ μόνον ὅτι τὸ ὑπέρπυρον ἀπώλεσε τὸ ἥμισυ τῆς ὁλκῆς.[20]

Ἡ δευτέρα, ἧττον καταφανής, ἀπορρέει ἐκ τῆς διαταράξεως ἣν ἐπήνεγκεν εἰς τὴν κανονικὴν ῥύθμισιν τῶν τιμῶν ὁ θεσμὸς τῶν θησαυρῶν: Εἶναι ἀναντίρρητον ὅτι θησαυροὶ ὡς οἱ καταρτισθέντες ὑπὸ Ἀναστασίου, Θεοφίλου καὶ Θεοδώρας, Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου κτλ.,[21] ἠραίουν τὰ ἐν κυκλοφορίᾳ νομίσματα καὶ κατ’ ἀκολουθίαν ἐπέφερον ἔκπτωσιν τῆς τιμῆς τῶν ἀγαθῶν.[22] Ἄξιον δὲ παρατηρήσεως εἶναι ὅτι ἡ ἐκδήλωσις αὕτη τῆς ποσωτικῆς θεωρίας τοῦ νομίσματος[23] δὲν διέφυγε τοὺς Βυζαντινούς: Ἐν τῶν κυριωτέρων ἁμαρτημάτων ἅτινα προσάπτονται ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Νικηφόρου εἰς τὸν Κοπρώνυμον εἶναι ἀκριβῶς ὅτι ἀπεθησαύριζε τοσαῦτα, ὥστε ἡ τιμὴ τῶν τε ἐμπορευμάτων καὶ τῶν κτημάτων ἐξηυτελίσθη τελείως. Καὶ αἱ μὲν ὑπερβολαὶ τοῦ Πατριάρχου εἶναι προφανεῖς,[24] ἀλλ’ ὅτι κατάρτισις μεγάλου θησαυροῦ – καὶ πιθανὸν νὰ κατήρτισε τοιοῦτον Κωνσταντῖνος ὁ Ε′ – εἶχε μέρος τοὐλάχιστον τῶν ἀποτελεσμάτων περὶ ὧν ὁμιλεῖ ὁ Νικηφόρος, δεικνύει ἡ σύγχρονος ἐπιστήμη.[25] Εἰς δὲ τὸ Βυζάντιον τὰ ἀποτελέσματα τῶν δημοσίων θησαυρῶν θὰ ἦσαν τοσούτῳ αἰσθητοτέρα, ὅσῳ τὸ παράδειγμα τῶν βασιλέων ἐμιμοῦντο καὶ ἄλλοι. Οὕτω κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ια′ αἰῶνος βλέπομεν[26] τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ἀλέξιον καὶ τὸν ἐπίσκοπον Θεσσαλονίκης Θεοφάνη ἔχοντας ἀτομικοὺς θησαυροὺς 2,500 καὶ 3,300 λιτρῶν χρυσοῦ·[27] ἀναμφισβήτητον δ’ εἶναι ὅτι πολλοὶ μεγιστᾶνες καὶ μεγαλοκτηματίαι ἔπραττον ἀνάλογα·[28] οὔτε ἔλειπε σχετικὴ ἀποθησαύρισις παρ’ ἁπλοῖς ἰδιώταις,[29] ἥτις μάλιστα πιθανὸν[30] νὰ ἐλάμβανεν, ὡς καὶ ἐν Ἑσπερίᾳ,[31] τὴν μορφὴν κοσμημάτων.[32]

Καὶ αὗται μέν εἰσιν αἱ δυσχέρειαι ἢ μᾶλλον τινὲς τῶν δυσχερειῶν[33] τοῦ ἐγχειρήματος.

Ὅσον δ’ ὅμως μεγάλαι καὶ ἂν ὦσιν, ἁρμόζει νὰ καταβάλῃ προσπάθειαν πρὸς ὑπερνίκησιν αὐτῶν ὁ μελετήσων εἰδικῶς τὸ Βυζαντινὸν κράτος ἀπὸ πλουτολογικῆς ἀπόψεως, εὐχῆς δ’ ἔργον εἶναι οὗτος νὰ εἶναι ἕλλην.

Ἡ ἐργασία δὲν περιλαμβάνεται εἰς τὸν κύκλον τῆς δράσεως τοῦ καθηγητοῦ τῆς δημόσιας οἰκονομίας. Ἐν τούτοις καθῆκον ἐθεωρήσαμεν νὰ ἐξετάσωμεν συστηματικῶς πληροφορίας τινὰς ἂς συνηντήσαμεν ἐν ταῖς περὶ τῶν δημοσίων οἰκονομικῶν τοῦ Βυζαντίου ἐρεύναις ἡμῶν. Διὰ δὲ τὴν ἐργασίαν ταύτην ηὐτυχήσαμεν νὰ τύχωμεν τῆς ἀρωγῆς καὶ τῶν συμβούλων τοῦ διευθυντοῦ τοῦ νομισματικοῦ μουσείου κ. Ι. Σβορώνου, πρὸς ὃν καὶ ἐκφράζομεν ἐνταῦθα θερμὰς εὐχαριστίας.


  1. Ἐπιστεύθη πρὸς στιγμὴν ὅτι αὕτη ἠδύνατο νὰ ἐξευρεθῇ διὰ τοὺς ἀμέσως προγενεστέρους ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ περιφήμου διατάγματος τοῦ Διοκλητιανοῦ περὶ τιμῆς τῶν ὀνίων (Edictum ad provinciales de pretiis rerum venalium).
    Πλὴν τὸ διάταγμα τοῦτο τοῦ 301, ἀνεξαρτήτως ἐπιγραφικῶν τινων σχετικῶν πρὸς τὴν διατίμησιν δυσχερειῶν, κανονίζει οὐχὶ τιμὰς ὠνίων, ἀλλ’ ἀνώτατον ὅριον αὐτῶν, παραδέχεται δὲ μάλιστα ὅτι εἴς τινας ἐπαρχίας αἱ τιμαὶ ἦσαν κατώτεραι.
    Πρὸς τούτοις, ὅπερ καὶ σπουδαιότερον, τὸ διάταγμα ἐξεδόθη ὅπως θέσῃ φραγμὸν εἰς τὴν ὕψωσιν τῶν τιμῶν ἥτις εἶχε προκύψῃ ἐκ τῆς ὑποτιμήσεως τοῦ χαλκίνου δηναρίου. Πλὴν οἱ εἰδικώτερον μελετήσαντες τὸ ζήτημα ἀποφαίνονται ὅτι τὸ δηνάριον τοῦτο νοθευόμενον δὲν εἶχε τὴν ὀνοματικὴν αὐτοῦ ἀξίαν, καὶ ὅτι ἡ ὕψωσις τῶν τιμῶν ἠκολούθει ἀναγκαίως τῇ κοπῇ αὐτοῦ, ὅπως σήμερον αὕτη μοιραίως ἕπεται τῇ ἐκδόσει ὑποτετιμημένου χαρτονομίσματος.
    Ὅθεν τὸ διάταγμα τοῦ Διοκλητιανοῦ δὲν δίδει ἡμῖν ἀκριβῆ ἔννοιαν τῶν πραγματικῶν τιμῶν, ὅπως δὲν θὰ ἔδιδε τοιαύτην τιμολόγιον ἐμπορευμάτων ἐν χώρᾳ ἐν ᾗ κρατεῖ ἡ καταναγκαστικὴ κυκλοφορία.
    Τὸ διάταγμα ἐξέδωκε τῷ 1873 ὁ πρότερον γράψας περὶ αὐτοῦ διατριβὴν (ἐν Ber. d. Kgl. Sach. Ges. Wiss. 1851) Mommsen (Corp. Inscr. Lat. τόμ. Γ′, 2), ἐσχολίασε δ’ αὐτὸ μεταξὺ ἄλλων ὁ Waddington (Παρίσιοι, 1864) καὶ ὁ Blumner (1893).
    Ἀξιανάγνωστα λίαν εἶναι τὰ δύο ἄρθρα τοῦ Karl Bücher, Die Diokletianische Taxordnung von Jahre 301 (Zeitschr. f. Staatsw. τόμ. I, II, 1896). Ἐδημοσιεύθησαν δὲ καὶ πολλαὶ ἄλλαι μελέται ἐπὶ τοῦ θέματος, ἐφ’ ὅσον τμήματα τοῦ διατάγματος ἀλληλοσυμπληρούμενα ἀνεσκάπτοντο ἐν Ἑλλάδι ἢ Ἀνατολῇ.
  2. Diehl, Études byzantines σελ. 125· Bury, History of the Eastern Empire from 802 - 867 (Λονδῖνον, 1912, σελ. 220).
  3. Βλ. Les finances byzantines (Παρίσιοι, 1911) σελ. 7, καὶ Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Οἰκονομίας, μέρ. Ε′.
  4. Λέγει «ἐνδείξεις», καθ’ ὅσον αἱ μαρτυρίαι δὲν εἶναι ἀσφαλεῖς.
    Οὕτω, διὰ νὰ περιορισθῶμεν εἰς ἓν παράδειγμα: Πρὸς ἀπόδειξιν τῆς σπάνεως τοῦ χρήματος κατὰ τὸν ε′ αἰῶνα, προσάγεται ὑπὸ πλείστων ἱστορικῶν ἡ μαρτυρία τοῦ σοφιστοῦ καὶ ῥήτορος Πρίσκου, καθ’ ὃν τοσαῦται ὑπῆρξαν αἱ δυσχέρειαι τῆς συλλογῆς ἀποζημιώσεως πρὸς τοὺς Οὕννους (ἀνερχομένης εἰς 6000 λίτρας ἐφ’ ἅπαξ καὶ 2100 λίτρας κατ’ ἔτος), ὥστε ὁ Θεοδόσιος ἀπορῶν ὅπως συλλέξῃ τὸ ποσὸν τοῦτο διὰ τῆς τακτικῆς φορολογίας, ἐπέβαλεν ἔκτακτον φόρον εἰς τοὺς συγκλητικούς, οἵτινες πρὸς ἀπότισιν τῆς εἰσφορᾶς ταύτης ἠναγκάσθησαν νὰ πωλήσωσι τὰ ἔπιπλά των.
    Ο Παπαρρηγόπουλος (τόμ Β′, σελ. 691) δὲν δέχεται τοῦτο, παρατηρῶν ὅτι, ἂν ἡ σπάνις τοῦ χρήματος ήτο πράγματι τόσον μεγάλη, Λέων ὁ Α′ δὲν θὰ ἠδύνατο δέκα ἔτη βραδύτερον (δηλ. τῷ 468) νὰ δαπανήσῃ 64,000 λίτρ. χρυσοῦ καὶ 700,000 ἀργύρου «ὅλας θαλάσσας εἴποι τις καὶ ποταμοὺς χρημάτων» (Μανασσῆς) εἰς τὴν κατὰ τῶν Βανδάλων ἀτυχῆ ἐκστρατείαν.
    Εἰς ταῦτα ὅμως ἀντιπαρατηρητέον, ὅτι αἱ δαπάναι ἦσαν τοσοῦτον ἀνώτεραι τῶν δυνάμεων τοῦ κράτους, ὥστε ὁ δυνάμενος, ὡς πλησιέστερος, νὰ κρίνῃ καλῶς τὰ πράγματα Λυδὸς χαρακτηρίζει τὴν Ἀφρικανικὴν ἐκστρατείαν ναυάγιον τῆς ὅλης πολιτείας, καὶ τὴν μετ’ αὐτὴν ἀπορίαν τοῦ δημοσίου ἀπέραντον (Περὶ ἀρχῶν, Γ′, 43, 44)
    Ἀνάλογοι δυσχέρειαι παρουσιάζονται καὶ εἰς ἄλλας περιόδους.
  5. Τούτου νέαν ἀπόδειξιν προσάγει ὁ Platon. Οὗτος ἀναφέρει κείμενον τοῦ Συμμάχου (Relationes, 28), ἐξ οὗ καταφαίνεται ὅτι τῷ 385 ἡ συντεχνία τῶν κολλυβιστῶν (collectarii) ἐκινδύνευε νὰ καταστραφῇ διατηρουμένου ἐν ἰσχύι νόμου, ὅστις τὴν ἠνάγκαζε νὰ παρέχῃ χρυσᾶ κέρματα ἀντὶ ὡρισμένης ποσότητος ἄλλων κερμάτων, ἐν ᾧ ὁ χρυσὸς εἶχε καταπληκτικῶς ὑψωθῇ: auri enormitate crescenti (πρβλ. Les Banquiers dans la législation de Justinien, Παρίσιοι, 1912, σελ. 19 - 21).
  6. Βλ. σημείωσιν 3, σελ. 11.
  7. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν λόγῳ τῆς ἐξαντλήσεως πολλῶν ἀρχαιοτέρων μεταλλείων, ἐν οἷς καὶ τὰ τῆς Ἱσπανίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι αἱ εἰσβολαὶ τῶν Βαρβάρων διέκοψαν τὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν νεωτέρων μεταλλείων ἐν ταῖς Παραδουναβίοις ἐπαρχίαις, τῇ Ἰλλυρίᾳ, τῇ Δαλματίᾳ κτλ. (πρβλ. J. καὶ L. Sabatierm ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 54).
  8. Ἰδίᾳ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ.
  9. Πιστεύεται ἐπίσης ὅτι οἱ Ἄραβες ἀνέλαβον τὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν Ἱσπανικῶν ἀργυρωρυχείων.
  10. Ὁ Lexis φρονεῖ ὅτι περὶ τὸ τέλος τοῦ μεσαίωνος ταῦτα εἶχον μεγαλυτέραν ἀνάπτυξιν ἢ σήμερον (ἐν Handw. τοῦ Conrad, τόμ. Ε′, σελ. 33).
  11. Δι’ Αἰγύπτου ἢ τῶν δυτικῶν ἀκτῶν.
  12. Λέγομεν ἐν μέρει, διότι εἰς τὰ ζητήματα τῶν τιμῶν ληπτέοι ὑπ’ ὄψει καὶ ἄλλοι παράγοντες ἐκτὸς τοῦ νομισματικοῦ.
  13. Βλ. λεπτομερείας κατωτέρω σελ. 27 - 28.
  14. Βλ. διὰ λεπτομερείας ἐν τῷ ἡμετέρῳ συγγράμματι τὸ περὶ διπλωματικῶν δαπανῶν τῶν Βυζαντινῶν κεφάλαιον, σελ. 509 κἑξ.
  15. Πρβλ. Brooks Adams, La loi de civilisation et de la décadence σελ. 94 - 5, γαλλ. μεταφρ. Dietrich (Παρίσιοι, 1899).
  16. Πρβλ. Pears (The fall of Constantinople, Λονδῖνον, 1910, τόμ. Β′. σελ. 143, 164 - 5) παρατηρεῖ καὶ αὐτὸς τὴν ἀπὸ τῶν Ἰσαύρων εἰς βάρος τοῦ Ἀραβικοῦ κράτους συγκέντρωσιν πολυτίμων μετάλλων ἐν Βυζαντίῳ, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖ ἐπαρκῶς ταύτην.
  17. Βλ. λεπτομερείας παρ’ Ἀνδρεάδῃ ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 348 καὶ 352.
  18. Θὰ ἔπρεπε δὲ μάλιστα νὰ γενικευθῇ, σημειουμένου ἐν τοῖς βίοις τῶν ἁγίων παντὸς ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὸν πλουτολογικὸν βίον, τὰς νομικὰς σχέσεις καὶ ἐν γένει τὴν ἐσωτερικὴν ἱστορίαν.
    Ἐννοεῖται ὅτι τοιοῦτον ἔργον, ἀπαραίτητον διὰ τὴν ἡμετέραν ἱστορίαν, δύναται νὰ διεξαχθῇ καλῶς μόνον ὑπὸ σωματείου ἢ σχολῆς. Λυπηρὸν ὅτι παρ’ ἡμῖν οἱ μοναχοὶ δὲν καταγίνονται κατὰ σύστημα εἰς ἐργασίας κλεισάσας μοναχικά τινα τάγματα τῆς Δύσεως.
  19. Βλ. ἀνωτ. σεσλ. 7 - 8.
  20. Βλ. σελ. 8, σημ. 2.
  21. Οὗτοι ἀναβιβάζονται εἰς 355, 140 καὶ 250 ἑκατομ. δρ. ἐχουσῶν, ἐννοεῖται, πενταπλασίαν τοὐλάχιστον κτητικὴν ἀξίαν.
  22. Σήμερον αἱ ἐκδοτικαὶ τράπεζαι συγκεντροῦσιν ἐν τοῖς ταμείοις αὐτῶν ὑπερόγκους ποσότητας μεταλλικοῦ, ἀλλ’ ἐκδίδουσιν ἀπέναντι τούτων χαρτονόμισμα ἔτι μείζονος ἀξίας, ὅθεν ἡ ἀποθησαύρισις μεταλλικοῦ δὲν ἔχει τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα.
  23. Περὶ τῆς «Théorie quantitative» βλ. Gide, Πολιτικὴ Οικονομία, τόμ. Α′, σελ. 304 ε′, μετάφρ. Σ. Κροκιδᾶ (Ἀθῆναι, 1911).
  24. Ἰδίᾳ ἐν τοῖς Ἀντιρρητικοῖς Λόγοις· ἐν τῇ Συντόμῳ Ἱστορίᾳ δεικνύεται πολὺ μετριοπαθέστερος· ἀπεδείχθη ἄλλως, ἰδίᾳ ὑπὸ τοῦ Lombard (Constantin V, Παρίσιοι, 1902) ὅτι γενικῶς ἐν τῷ β′ συγγράμματι ὁ συγγραφεὺς ὀλιγώτερον ἀπομακρύνεται τῆς ἀληθείας, τὸ πρᾶγμα δ’ ἐξηγεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ μία συγγραφὴ ἦτο ἱστορική, ἡ δ’ ἑτέρα ἔργον πολεμικῆς.
  25. Πρβλ. ἀνωτ. τὰ περὶ ποσωτικῆς θεωρίας· τὸ κῦρος τῆς θεωρίας ταύτης ἐμειώθη πως ἐκ τοῦ ὅτι προσεδόθη εἰς αὐτὴν ἐνίοτε ὑπερβολικὴ ἀκαμψία, ὑποστηριχθέντος ὅτι πᾶσα μεταβολὴ εἰς τὴν ποσότητα τοῦ νομίσματος ἐπάγεται μεταβολὴν κατ’ εὐθεῖαν ἀνάλογον εἰς τὰς τιμάς.
    Ὑπάρχουσι καὶ ἄλλοι πολλοὶ παράγοντες· ὅτι δ’ ὅμως ἡ μεγαλυτέρα ἢ μικροτέρα ποσότης τοῦ νομίσματος ἐπιδρᾷ ἐπὶ τῶν τιμῶν εἶναι ἀναμφισβήτητον.
  26. Πρβλ. Κεδρηνόν, ἰδίᾳ Β′ 518.
  27. 2,700,000 καὶ 3,240,000 δρ. ἐχουσῶν κτητικὴν ἀξίαν πενταπλασίαν τοὐλάχιστον τῆς σημερινῆς.
  28. Τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσῳ διάθεσις χρήματος εἰς παραγωγικὰς ἐπιχειρήσεις δὲν ἦτο εὔκολος, καὶ ἡ νομοθεσία τῶν Μακεδόνων καθίστα δυσχερῆ εἰς τοὺς δυνατοὺς τὴν ἀπόκτησιν νέων κτημάτων.
  29. Εἰς ταύτην θὰ συνετέλουν οἱ φόβοι πολέμων κτλ.
  30. Ὁ Ἰωάννης Καμενιάτης λέγει ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἐν Θεσσαλονίκῃ πολλοὶ ἐκτήσαντο θησαυροὺς παμπληθεῖς χρυσίου, ἀργυρίου καὶ λίθων τιμίων. (Πρβλ. Παπαρρηγόπουλον Γ′, 361).
  31. Πρβλ. G. ď Avenel, Les riches depuis 700 ans (Παρίσιοι, 1909), σελ. 52 κἑξ.
  32. Ταῦτα ἔχουσι τὸ πλεονέκτημα ὅτι εἰς ὁμαλοὺς καιροὺς διαθρύπτουσι τὴν ματαιοδοξίαν τοῦ φέροντος, ἐν ὥρᾳ δὲ κινδύνου ἢ ἀνάγκης δύνανται εὐκόλως ν’ ἀποκρυβῶσι, μετακομισθῶσιν, ἐνεχυριασθῶσιν ή τέλος τηκόμενα μετατραπῶσιν εἰς νομίσματα (βλ. πλεῖστα παραδείγματα παρὰ ď Avenel αὐτόθι).
  33. Ὁ ἐπ’ ἀφορμῇ νομικοῦ ζητήματος παρεμπιπτόντως πραγματευθεὶς τὸ θέμα ὑφηγητὴς τῆς πολιτικῆς Οἰκονομίας κ. Κ. Χ. Βουρνάζος μνημονεύει καὶ ἄλλας τινάς (πρβλ. Ὁ περιορισμὸς τῶν ἑκατὸν λιτρῶν χρυσοῦ ἐν τῷ κληρονομικῷ δικαιώματι τῆς ἀπόρου καὶ ἀπροίκου χήρας, ἐν τῷ περιοδικῷ Θέμιδι, τόμ. Θ′, 1898 - 9, σελ. 349 κἑξ.).
    Ὁ κ. Βουρνάζος παραδέχεται πλήρως τὴν γνώμην ἡμῶν, ὅτι τό γε νῦν ἔχον εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁρισθῇ ἡ κτητικὴ ἀξία τοῦ χρυσοῦ, διὰ τοῦτο δὲ μάλιστα συμπεραίνει τὸ ἀνίσχυρον τοῦ περιορισμοῦ τοῦ δικαιώματος τῆς ἀπροίκου καὶ ἀπόρου χήρας εἰς 100 λίτρας χρυσοῦ.