Πατριωτικοί στόνοι
Πατριωτικοὶ στόνοι Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου |
Τιναξ’ Ἑλλὰς τὴν χαίτην σου,
στολίσου τ’ ἅρματά σου
Νὰ τραγουδήσ’ ἡ σάλπιγγα
σἃν πρῶτα τ’ ὄνομά σου.
Ζώσου τοῦ Σιάμη τὸ σπαθὶ,
τοῦ Διάκου τὸ σιλάχι,
Νὰ σὲ γνωρίσουν νὰ σειστοῦν
τῆς Κιάφας σου οἱ βράχοι.
Νὰ κατεβάσ’ ἡ Ὄσσα σου
τῆς νίκης τὸν ἀγέρα,
Νὰ θυμηθοῦν τὰ νειάτα σου
τὰ ἔθνη πέρα, πέρα.
Ὁ Γρίβας εἰς τὸ Κουσουλειὸ, ὁ Γάτσος ’στὰ Βιτώλια,
Σὲ καρτεροῦν μ’ ἀφράγγετα ’στὰ χέρια τους πιστόλια.
Ἡ κλεφτουριὰ ’στὸν Κίσσαβο κ’ ἀπὸ τὸν Ψηλορίτη,
Δυὼ λάμψες ἀπὸ μιὰ φωτιὰ, μὲ τὸν Κριάρ’ ἡ Κρήτη.
Ἡ Κρήτη.... σἂν τὸν ἔλατο ποῦ τρέφεται ’στὸ χιόνι,
’Σ τὸ παγωμένο αἷμά της πλαταίνει καὶ στοιχειώνει.
Ἀνέβασέ την Κόρακα εἰς τὰ λευκὰ βουνά σου,
Καὶ φόρεσέ της θώρακα τὰ μαγικὰ φτερά σου,
Κι’ ὅταν ριχθῇ ἀπάνου της ἡ ἄπιστη Ἀλβιώνη,
Νὰ ζωντανέψ’ ἡ Πάργα μας ’στ’ ἀχόρταγ’ ἅρματά σου.
Στήσου καϊμένε Σίφακα ’στὸ ἄνοιγμα τῆς Σούδας,
Νὰ γκρεμιστῇ ἐπάνω σου τοῦ κόσμου ὁ Ἰούδας.
Ἀναδευθῆτε Τσουδεροί! λεβέντη μου Κροκίδη,
Χλιμήντρησε ἀδείλιωτο στοιχειὸ Χατζῆ-Μιχάλη!
Νὰ λιγοστέψῃ τὴν Τουρκιὰ τὸ κρητικὸ λεπίδι,
Νὰ τραγουδήσουν οἱ λαοὶ τὰ θαύματά σας πάλι.
Ξύπνα καϋμένη λεβεντιά! τοῦ Ζαχαριᾶ ἀγγόνια,
Π’ ἀκόμ’ ἀνθίζουν γύρω μας τὰ τουρκοφάγα χρόνια.
Ὅπου τὸ αἷμα μέσα σου κυλάει τοῦ Νικοτσάρα!
Ἀφ’ ὅτου τὴν ἑλληνικὴν σ’ ἀλλάξανε ζωή σου,
Σοῦ χάλασαν τὴν ὡμορφιὰ, Σ’ ἐκάμανε χτηκιάρα!
’Σ τοῦ Κοντογιάννη τὸ σπαθὶ γιὰ λίγο καθρεφτίσου·
Τὸ μονοπάτι τοῦ βουνοῦ μ’ ἀπόφασι νὰ πάρῃς,
Νὰ σοῦ χτενίσῃ καθαρὸς ἀγέρας τὰ μαλλιά σου.
’Σ τὸ πρόσωπό σου τ’ ἄρρωστο νὰ σημαδέψ’ ἡ χάρις
Τῆς ἔρημης παλληκαριᾶς, ν’ ἀναστηθῇ ἡ καρδιά σου.
Πετάχτε τὰ χερόκτια σας, τὰ ροῦχα τὰ στενά σας,
Εἶνε κοντὰ καὶ ἄσχημα, δὲν εἶν’ αὐτὰ δικά σας.
’Σ τὰ χείλη σας π’ ἀσπρίσανε ’σ τοὺς ἤχους τοῦ Βελλίνη,
Βάλτε τῆς Χάϊδως τὸ σκοπὸ, τοῦ Ρήγα τὸ τραγοῦδι,
Ποῦ ’στὴν ἐλεύθερη καρδιὰ ζωὴ κ’ ἀντρεία δίνει,
Κι’ ἀναζητεῖ ὁ χορευτὴς τῆς δάφνης τὸ λουλοῦδι·
Ὁ Λεωνίδας ’στὸ στενὸ χερόχτια δὲν ἐφόρει.
Τὴ Νόρμα δὲν μᾶς τραγουδεῖ τὸ κῦμα τοῦ Κανάρη,
Οὔτ’ ἔψαλλ’ ὁ Κυναίγειρος ποτέ του Τραβατόρε.
Αὐτὰ στενεύουν τὴν καρδιὰ κι’ ἀγάλια τὴν μαθαίνουν,
Τὰ σίδερά της νὰ φιλῇ ὅταν μ’ αὐτὰ τὴ δένουν.
Ἐὰν τὸ δρόμο π’ ἄνοιξε τὸ βῆμα τ’ Ὀδυσσέα,
Δὲν πάρῃ τῆς Ἑλλάδος μας ἡ γενεὰ ἡ νέα,
Ἐὰν δὲν κλίνῃ μ’ ἔρωτα ’ς τὸ μνῆμα τοῦ Μιλιώνη,
Καὶ δὲν πλαγιάζῃ μ’ ὄνειρο γλυκὸ τοῦ Κατσαντώνη,
Μὰ τὸ Σταυρὸ ποῦ προσκυνεῖ τῆς Ἴδης ὁ διαβάτης,
Μὰ τὸν αἱματοπότιστο παράδεισο τῆς Χίου,
Μὲ ὅσα τῆς ἀπέμειναν θὰ ζήσῃ ἀγάλματά της,
Καὶ θὰ γνωρίζετ’ ἡ Ἑλλὰς ὡς ὄνομα μουσείου.