Πανικός
←Αντέρωτες | Σκαραβαίοι και Τερρακότες Συγγραφέας: Πανικός |
Η Σφίγγα→ |
Ο θεος βοηθός μας καὶ σκεπός! μὲς στὴν καρδιὰ τὴν ἄδεια
ἂς ἔμπῃ ὁ φόβος του ἄγνωμοι, παιδιὰ καὶ νέοι καὶ γέροι—
Στὰ πλούσια Τέμπη ἀνάμεσα στοῦ Ἀδμήτου τὰ κοπάδια
κοιμᾶται ὁ νέος ὡραῖος βοσκὸς στὴ χλόη τὸ μεσημέρι.
Πλάϊ μας κάπου οἱ ἀγνώριστοι περνοῦν θεοί, ποιὸς ξέρει;
—ὁ θεὸς βοηθός μας καὶ σκεπός, χαράημερα καὶ βράδια—
Στὸν ὕπνο πνέει τοῦ ὡραίου βοσκοῦ ξεπνοϊσμένο ἀγέρι
κι ἄγνοιαστα βόσκουν λάγια ἀρνιὰ στὰ τροφαντὰ λιβάδια.
Βοσκὸς τοῦ Ὀλύμπου ὁ ἐξόριστος, μὰ ὄνειρα θεῖα κάνει:
τῶν Οὐρανίων πῶς ὁδηγάει τὴ θεία πομπὴ τοῦ ἐφάνη
καὶ τὸν ἀρχαῖο, στὸν ὕπνο του, σιγανακρούει παιᾶνα.
Τρόμο βαθὺ σκορποῦν τοῦ θείου σκοποῦ τὰ θεῖα τὰ μάγια·
τὸ λάλο ἀνάβρυσμα κρατεῖ τοῦ βράχου ἡ νερομάννα
καὶ ροβολοῦν κατάραχα τἀρνιὰ γκρεμνοὺς καὶ πλάγια!