Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Η Σφίγγα


Στο δρόμο, δρόμο τῆς Ζωῆς, ποῦ ξεκινάω διαβάτης,
μοῦ ἔχει καρτέρι, πλαγιαστὴ καταμεσὶς στὴ στράτα,
ἡ Σφίγγα, ἡ στρίγγλα, μ’ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια τὰ νυχᾶτα,
νὰ κρίνω τἀξεδιάλυτα παραμαντέματά της:

—«Πρόσταξε ὁ Ρήγας μιὰ φορὰ καὶ βγάζει ὁ Ρήγας διάτα
νὰ τρῶν τὴ μάννα τὰ παιδιὰ κ’ ἡ μάννα τὰ παιδιά της…
στὴν ἄμμο ἐφύτεψε μηλιὰ ὁ Ρήγας τῆς Μπαγδάτης
καὶ μῆλα τρώει στὰ γέρα του στάχτη σεγνὴ γιομᾶτα.»

―Τραβάω νὰ φάω τὴ μάννα μου. — Ὧρες καλές! καὶ κείνη
ὡς ποῦ νὰ πᾷς ξενύχιασε τἀδέρφια σου καὶ πίνει
τὸ νιό τους αἷμα, κόκκινη ἀπ’ τὴν κορφὴ ὡς τὴ φτέρνα.

—Τραβάω νὰ μὲ φάῃ ἡ μάννα μου. — Ὧρες καλές! — Μὰ ὡς τόσο
μῆλο ἀπ’ τῆς ἄμμος τὴ μηλιὰ θὰ βρῶ καὶ θὰ τῆς δώσω
νὰ ζωντανέψῃ τοὺς νεκρούς. — Τῆς ζωῆς διαβάτη, πέρνα!