Ο χρησμός της μαγίσσης

Ὁ χρησμὸς τῆς μαγίσσης
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΗΣ
[Ποίημα ἀποσπασθὲν ἐκ τοῦ δράματος ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ]

Δυο πέρδικες ζωγραφισταῖς, ζευγάρι ζηλεμμένο,
ζοῦσαν ’ς ἀπάτητο βουνό, σὲ μιὰ ψηλὴ ῥαχοῦλα,
εἶχαν καὶ δυὸ μικρὰ πουλιά, δυὸ πλουμιστὰ περδίκια,
ποῦ ἦταν τὸ καμάρι τους καὶ ἡ παρηγοριά τους.
Κρυφὰ τὰ ’βγάζαν ’ς τὴ βοσκή, κρυφὰ ’ς τὴν κρύα βρύσι,
μὴ τύχῃ καὶ τὰ ’δῇ ἀετός, μὴ τά ’βρῃ τὸ γεράκι,
ποῦταν μικρὴ ἡ φτεροῦγα τους κι’ ἀνήξερος ὁ νοῦς τους.
Μιὰ ’μέρα ’κεῖ ποῦ γύριζαν καὶ ’κεῖ ὁποῦ ’βοσκοῦσαν
ἴσκιος ἀετοῦ τὰ τρόμαξε καὶ σκορπισθῆκαν ὅλα,
ἄλλο ’πῆρε τ’ ἀνάπλαγα, ἄλλο τὰ κορφοβούνια,
κ’ ἕνα, τὸ μεγαλήτερο, ἐχάθηκε ’ς τὰ ξένα.
κ’ ἔμειν’ ἡ μάνα μοναχὴ μὲ τὰ µικρὰ περδίκια.
Παπᾶ ὑγιός, βεζύρη ’γιός, βγῆκε νὰ κυνηγήσῃ.
πιάνει τ’ ἀπάτητο βουνὸ καὶ τὴ ’ψηλὴ ῥαχοῦλα,
καὶ στένει τὸ καρτέρι του δίπλα ’ς τὴν κρύα βρύσι.

Νὰ κ’ ἔρχεται κ’ ἡ πέρδικα μέσα ’ς τὸ μεσημέρι,
τρεχάτα καὶ χαρούμενη καὶ γλυκοκελαδοῦσα
νὰ πιῇ νερὸ νὰ δροσισθῇ, νὰ πιῇ νὰ ξεγανιάσῃ.
’Σ τὸ ’να του χέρι ὁ κυνηγὸς κρατεῖ χρυσὸ δοξάρι,
κ’ ἕνα δεμάτι ’ς τἄλλο του φαρμακεραῖς σαΐταις·
ἀφίνει τὸ δοξάρι του καὶ ρίχνει τῇς σαΐταις.
Τίνος καρδιὰ ποτὲ βαστᾶ, τίνος ἀπόνου χέρι,
τὴν ὄμμορφη καὶ πλουμιστὴ πέρδικα νὰ σκοτώσῃ,
πὤχει τὰ νύχια κόκκινα καὶ τὰ φτερὰ γραμμένα,
ποῦ περπατεῖ καὶ χαίρεσαι, λαλεῖ κ’ ἀναγαλλιάζεις;
Στήνει δεξιᾶ, στήνει ζερβιὰ τὰ µεταξένια δίχτυα·
στὴ μιὰ δὲν τὸν ἐζύγωσε, ’ς τὴν ἄλλη τοῦ ξεφεύγει,
’ς τὴ τρίτη μέσα µπλέκεται καὶ πιάνεται ’ς τὸ δίχτυ.
Μὲ τί λαχτάρα ὁ κυνηγὸς καὶ μὲ τί καρδιοκτύπι
τρέχει κοντὰ ’ς τὰ δίχτυα του, ξεπλέκει τὸ πλεμµάτι,
καὶ βάζει τ’ ὄμμορφο πουλὶ τὴν πέρδικα ’ς τὸ χέρι
τὴν παίρνει μὲ φιλήματα, μὲ χάδια καὶ πηγαίνει,
καὶ τὸ καλλίτερο κλουβί, ἕνα χρυσὸ κλουβάκι,
ἀνοίγει καὶ τὴ πλουμιστὴ πέρδικα βάζει μέσα,
ζάχαρι μὲ τὸ στόμα του ὁ ἴδιος τὴν ταγίζει
καὶ μὲ καθάριο κρούσταλλο νεράκι τὴν ποτίζει.
Μὰ ἦρθε χρόνος δίσεχτος, μῆνας δυστυχισµένος,
κι’ ὁ κυνηγὸς ’ς τὸν πόλεμο πάει μακρυὰ ’ς τὰ ξένα
κ’ ἔμεινε τὸ πουλὶ ἀρφανὸ, ἡ πέρδικα μονάχη
κανεὶς δὲν τὴν ταγίζει πληά, κανεὶς δὲν τὴν κυτάζει,
μόν’ ἕνα χέρι ἄπονο, καταραμένο χέρι,
νερὸ τῆς βάζει ’ς τὸ κλουβὶ νερὸ ἀπὸ τὴ λίμνη.
Ποιὸς ἤπιε τὸ νερὸ ποτὲ τῆς λίμνης κ’ εἶδε κόσμο;
ἤπιε κ’ ἐκείνη ἀπ’ αὐτό, ἤπιε κ’ ἐφαρμακώθη.
Ἡ πέρδικα ἔτσι χάθηκε ἡ μικροχαϊδεμμένη,
ποὖχε τὰ νύχια κόκκινα καὶ τὰ φτερὰ γραμμένα,
ποῦ λάλιε κ’ ἀναγάλλιαζες, περπάτειε κω ἐχαιρόσουν.
[ἐν Μιτυλήνῃ]

Δ. Βερναρδακησ