Ο τυφλός βασιλιάς
Ὁ τυφλὸς βασιλιᾶς Συγγραφέας: Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης |
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922) |
Τῆς Νορβηγιᾶς τί θέλουν οἱ ἀντρειωμένοι
’Σ τοὺς βράχους τῆς ψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς;
Γιατί τάχ’ αὐτοῦ πάνω ν’ ἀνεβαίνῃ
Ὁ τυφλὸς ἀσπρομάλλης Βασιλιᾶς;
’Σ τὸ δεκανίκι ἀκουμπημένος βγάζει
Φωνὴ τρανὴ μὲ πίκρια καὶ μαράζι,
Ποῦ τὸ στενὸ τῆς θάλασσας περνάει
Καὶ ’ς τὸ νησάκι ἀγνάντι ἀντιβοάει;
«Δός μου πίσω, ληστή, τὴ θυγατέρα
Μέσ’ ἀπὸ τὴ θεοσκότεινη σπηλιά,
Μόνη εὐτυχιά μου εἶχα ’ς τὰ ἔρμα γέρα
Τὴν ἅρπα, τὴ γλυκειά της τὴ λαλιά.
’Σ τὸ πράσινο ἀκρογιάλι ἔφερνε γύρες
’Σ τὸ χορὸ καὶ σὺ μοὖρθες καὶ τὴν πῆρες·
Αὐτὸ τὴν ἄσπρη κεφαλή μου γέρνει,
Κ’ ἐσὲ ’ντροπὴ παντοτεινὴ σοῦ φέρνει».
Κι’ ἀπὸ τὸ φάραγγ’ ἄγριος ξετρυπόνει
Ὁ ληστὴς μὲ θεόρατο κορμί·
Τὸ γιγάντιο σπαθὶ ψηλὰ φουχτόνει
Καὶ ’ς τὸ σκουτάρι τὸ χτυπᾷ μ’ ὁρμή:
«Φύλακες ἦταν ’κεῖ στημένοι τόσοι,
Πῶς δὲν ἦρθε κανεὶς νὰ τὴ γλυτώσῃ;
Πολεμάρχους πολλοὺς ἔχεις ’ς τὸ πλάϊ
Καὶ κανένας γι’ αὐτὴν δὲν πολεμάει;»
Κι’ ὁ καθένας αὐτοῦ σιγοτρομάζει,
Νὰ βγοῦν ἀπ’ τὴ γραμμή τους δὲν κοτοῦν,
Ὁ τυφλὸς βασιλιᾶς πίσω κοιτάζει:
«Ώϊμένα! ὅλοι μαζὶ μ παραιτοῦν;
Τότε σφίγγει τὸ νιούτσικο παιδί του
Τόσο ἐγκάρδια τὸ χέρι τὸ δεξί του:
«’Γὼ νὰ παλέψω, κύρη μου, ἄφησέ με!
Χεροδύναμος, εἶμαι, πίστεψέ με!»
«Αὐτὸς ὁ ἐχτρός μας, γυιέ μου, εἶναι θερίο·
Δὲν βρέθηκε κανεὶς νὰ τὸν ’μπορῇ·
Μὰ κ’ ἐσ’ εἶσαι ἀπὸ σόϊ γερὸ κι’ ἀντρεῖο,
Τοῦ χεριοῦ σου ἡ σφιξιὰ τὸ μαρτυρεῖ.
Πάρε, σοῦ δίνω τούτη τὴν ἀρχαία
Ἀπὸ τοὺς Σκάλδους φουμιστὴ ρομφαία,
Κι’ ἃ ’σκοτωθῇς κ’ ἐγὼ θὰ πέσω ναὔρω
’Σ τὸ κῦμα, ὁ Θλιβερός, θάνατο μαῦρο.»
Κι’ ἄκου! Ἡ θάλασσ’ ἀφρίζοντας ταράζεται
Δαρμένη ἀπὸ τῆς βάρκας τὸ κουπί.
Στέκει ὁ τυφλὸς ὁ βασιλιᾶς κι’ αὐτιάζεται,
Κι’ ὀλόγυρά του εἶν’ ἄκρα σιωπή..
Ὣς ποῦ ’βρόντησ’ ἡ ἀντάρα τῶν ἁρμάτων
Κ’ ἐβούϊξαν ’ς τὰ σκουτάρια τὰ σπαθιά των,
Ὣς ποῦ ἀντίπερ’ ἀντήχησαν οἱ βράχοι
Ἀπ’ τὲς κραυγὲς κι’ ἀπὸ την ἄγρια μάχη.
«Πέτε μου σεῖς τί βλέπετε», φωνάζει
Ὁ ρήγας μὲ λαχτάρα χαροποιά.
«Ξεχώρισ’, ἀπ’ τὸ λάλημα ποῦ βγάζει,
Μιὰν κοφτερὴ τῆς σπάθης μου χτυπιά».
«Ὁ ληστής, βασιλέα μας, ἐσκοτώθη,
Μὲ τὸ αἷμα τὸ κρίμα του ἐπλερώθη.
’Γειά σου, χαρά σου, πρῶτο παλλικάρι,
Τοῦ βασιλιά μας δυνατὸ βλαστάρι!»
Πάλι σιωποῦν ὁλόγυρα καὶ στέκει
Κι’ ἀκουρμαίνεται ὁ ρήγας ὁ τυφλός:
«Πέτε μου ποιὸς σιμόνει τώρ’ ἀπ’ ἔκει,
Ἀκούω κουπιὰ κι’ ἀφρολογᾷ ὁ γιαλός.»
«Μὲ σπαθὶ καὶ σκουτάρι ἀρματωμένος
Γυρίζει αὐτοῦθε ὁ γυιός σ’ ὁ ἀντρειωμένος,
Καὶ τὴν τετράξανθή σου θυγατέρα
Τὴ Γουνίλδη σοῦ φέρνει ἀπ’ ἔκει πέρα».
«Καλῶς τους», λέγει άπ’ τὸ ψηλό του βράχο
’Σ αὐτούς κάτου ὁ τυφλὸς ὁ προεστώς.
«Τώρα καλὰ γεράματα θενἆχω,
Κι’ ὁ τάφος μου θενἆναι δοξαστός.
Θὰ μοῦ βάλῃς ’ς τὸ πλάγι σύ, παιδί μου,
Τότες τὸ τρανολάλητο σπαθί μου,
Καὶ σύ, Γουνίλδη, ἐλεύτερη θὰ ζήσῃς
Καὶ ’ς τὸν τάφο θὰ μὲ μυρολογήσῃς.»