Ὁ Μύρτος
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Ἀπὸ τὸ δάσος πρόβαινε τὸ γλυκοχαραμέρι
Ὁ Μύρτος, τὴν ἀξίνα του βαστῶντας εἰς τὸ χέρι,
Κ’ ἕνα βαρὺ ’ς τὸν ὦμο του δεμάτι κουβαλοῦσε
Ξερόκλαρα, καὶ μετὰ βιᾶς κυρτὸς ἐπερπατοῦσε....
Τἄκοψε ὁ μαῦρος σύσκοτα καὶ τἆχε ὅλα συνάξει
Ἐπιταυτοῦ τὸν κάμπο του μ’ ἐκεῖνα ν’ ἀποφράξῃ.
Ὅταν θωρεῖ ’ς τ’ ἀκρόχειλα τῆς ῥεμματιᾶς γυρμένο
Ἕνα πλατάνι τρυφερὸ, σὰν παραπονεμένο,
Γιατὶ τὸ ῥέμμα τὸ τρελλὸ ποῦ τᾦχε περιζώσει
Ἐξέσερνε ταὶς ῥίζαις του, γιὰ νὰ τὸ ξεπατώσῃ....
Τὸ κύτταξε, λυπήθηκε, ποῦ τ’ ἄμοιρο εἶχε φθάσει
Τὸ κῦμα αὐτὸ ποῦ τὤφθειρε σὲ λίγο ν’ ἀγκαλιάσῃ!
—«Ποιὰ μοῖρα τόσον ἄπονη, τέτοιο κακὸ θὰ πράξῃ,
Δενδρό μου, ἀπὸ τὸν ὄλεθρο νὰ μὴ σὲ προφυλάξῃ;
Ὄχι, ποτέ... εἶνε ἀδύνατο... μόνος ἐγὼ θὰ σώσω
Ἀπὸ τὸ ῥέμμα τ’ ἄκαρδο, δενδρὸ, νὰ σὲ γλυτώσω...
Ἔχει τὸ δάσος, ἄπειρο καὶ ξύλο καὶ κλονάρι....
Ψηλὰ δὲν πῆγε ὁ Ἥλιος ἀκόμη ἕνα κοντάρι....
Κι’ ἂν θέλω, μήπως δὲν μπορῶ ’ς τὸ λόγγο νὰ γυρίσω;...

Τώρα, τὸ Δένδρο τὸ φτωχὸ, νὰ ἰδῶ νὰ οἰκονομήσω».—
Κι’ ἔρριξε εὐθὺς κατάχαμα κ’ ἐξέλυσε τὸ δέμα,
Κ’ ἐστύλωσε κλαριὰ ’ς τὴν γῆ, ποῦ τσάκιζαν τὸ ῥέμμα.
Κι’ ἄλλα ἀπὸ δῶ κι’ ἄλλα ἀπὸ κεῖ, διορθόνει καὶ τὰ σιάνει,
Καὶ κατορθόνει τεχνικὴ μιὰ φράχτη καὶ σοῦ φκιάνει,
Ὁποῦ μὲ λάσπη καὶ στεγνὸ χῶμα, τὴν προποδιάζει,
Κι’ ἀπέκει ἐμπρός τὸν κόπο του θωρεῖ κι’ ἀναγαλλιάζει.
Τὸν ἴσκο τής Βελανιδιᾶς, ἀφοῦ τὴν εἶχε σώσει,
Χαμογελῶντας ἄρχιζε γλυκὰ νὰ καμαρώσῃ.
Τοῦ λόγγου τὸ μονόπατο μετέπειτα λαβαίνει
Βαστῶντας τὴν ἀξίνα του ’ς τὴν πλάτη ἀπιθωμένη·
Τὸ πάτημά του γλήγορο, καὶ ’ς τὴν καρδιὰ, ’ς τὴν ὄψι
Χαρούμενος, κι’ ἄλλα κλαριὰ ἐπήγαινε νὰ κόψῃ.
Ξάφνου ’ς τ’ αὐτί του μιὰ φωνὴ γλυκὰ τοῦ φτερουγιάζει,...
Ἦτον τοῦ δένδρου τὸ στοιχειὸ ποῦ τὤνομά του κράζει·
Σαστίζει, στρέφει, τί νὰ ἰδῇ καθὼς σταυροκοπιέται,
Ἀπ’ τὸ κουφάρι τοῦ δενδροῦ Νεράϊδα νὰ πετιέται!
Ὁποῦ μ’ ἕνα χαμόγελο μαγευτικὸ, μὲ χάρι,
Τοῦ λέει, «Βοσκὲ, μὴ φοβηθῇς, καλό μου παλληκάρι,
Μὴ φύγῃς, στάσου κι’ ἄκουσε, πῶς θέλεις νὰ σ’ ἀφήσω
Τώρα ἀπὸ μὲ νὰ χωριστῇς, προτοῦ νὰ σοῦ χαρίσω
Ἀπὸ καρδιᾶς μου ἕνα μικρὸ σημεῖον εὐγνωμοσύνης;
Θέλεις χρυσάφι; πές μου ναὶ, κι’ ἀμέσως θὰ πλουτήνῃς·
Εἶσαι ὀρφανὸ τὸ δύστυχο, φτωχὸ, ξενοδουλεύεις,
Καὶ μὲ τὸ μεροκάματο νὰ φᾷς ψωμὶ γυρεύεις.
Ὁ κάμπος σου εἶνε πιθαμὴ, βόσκεις μικρὸ κοπάδι,
Τὸ ξέρω, βλέπεις, ἀλλὰ τί, δὲν κάνει αὐτὸ ψεκάδι....
Ἐγὼ γιὰ σένα ἐσώθηκα, γιὰ τοῦτο ζήτησέ μου
Καὶ θὰ νὰ λάβῃς ἀπὸ μὲ ὅ,τι ποθεῖς, Βοσκέ μου.»

—«Χρυσάφι δὲν τὸ ἐπιθυμῶ, Βασίλισσα, τῆς λέγει·
Φθείρει ὁ χρυσὸς κάθε καρδιὰ, κάθε ἀρετὴ τὴν καίγει!
’Σ τὸν κόπο βρίσκω θησαυρὸ, χαρὰ ’ς τὴν ἐργασία,
Ἡ σχόλη ἀκόμα θὰ μὲ ἰδῇ, μισῶ τὴν ὀκνηρία,
Καὶ πάντα ’ς τὸ καλύβι μου γυρίζω τὸ βραδάκι,
Ἀκούραστος, χαρούμενος, ζωηρὸς σὰν τὸ πουλάκι!
Ὅμως, ἀφοῦ τόσο ποθῇς νὰ λάβω μία σου χάρι,
Μάθε ποῦ ἀρρώστια δυνατὴ παιδεύει ’ς τὸ κλινάρι
Ἀπὸ τὰ πρῶτα τοῦ Θερτιοῦ ὡς τώρα ποῦ σοῦ κρένω,
Τὸν γείτονά μου Φίλωνα, τὸν πολυαγαπημένο....
Λυπήσου τὸν ταλαίπωρο καὶ γείνου σὺ γιατρός του,
Ἐσὺ ἀδελφὴ, ἐσὺ μοῖρά του, ἐσὺ τὴν ὑγειὰ δός του».—
Ὁ Μύρτος μόν’ αὐτὸ ζητᾷ, μ’ ἐλπίδας καρδιοκτύπι
Ἀπ’ τὴν Νεράϊδα, μὲ φωνὴ βαμμένη μὲς τὴ λύπη....
Σάν τὸ γεράκι ὁ Φίλωνας, πατῶντας τὴν ὀδύνη
Δροσάτος καὶ χαρούμενος πετάχθηκε ἀπ’ τὴν κλίνη.
Ἀλλ’ ἡ Θεὰ τὰ δῶρά της δὲν ἄρχισεν ἀκόμα
Τοὺς θησαυρούς της νὰ σκορπᾷ εἰς τοῦ Μύρτου τὸ χῶμα....
Μυριάζει τὸ κοπάδι του, μὲ γάλα τὸ πλουταίνει,
Καὶ μ’ ὁλομέταξο μαλλὶ καὶ πλούσιο, τὸ σκεπαίνει.
’Σ τὸν κάμπο του ὅλα τὰ σπαρτὰ διπλὸ καρπὸ τοῦ δίνουν,
Καὶ πωρικὰ τρισάφθονα τὰ δένδρα του ὅλα ἀφίνουν.
Ἔγεινε ὁ Μύρτος ὁ φτωχὸς, γιὰ τὴν καλὴ καρδιά του,
Βαθύπλουτος καὶ ζηλευτός. Τ’ ἀγαπητὸ ὄνομά του,
Λατρεία κ’ εὐχὴ κάθε ὀρφανοῦ ’ς τὰ χείλη φτερουγιάζει!
—Χαρὰ ’ς τὸ χῶμα ὁποῦ σκιὰ ἑνὸς Μύρτου σκεπάζει!