Ο κιθαρωδός
←Ὄνειρον | Ἡ Βάρβιτος Συγγραφέας: Ὁ κιθαρῳδός |
Τὰ ἐρείπια τοῦ Παρθενῶνος→ |
Η Βάρβιτος, Αθήνα 1860 |
Ο ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ
Ποία οὐράνιος μελῳδία!
Εἰς τῆς νυκτὸς τὴν γαλήνην ποία
Χεὶρ θελκτικὰ
Τὴν νυκτιλάλον κιθάραν κρούει;
Τὸ ἄστρον κλίνει καὶ τὴν ἀκούει
Ἐρωτικά.
Στροφαὶ γλυκεῖαι! ἐκφράσεις πάθους
Ἀντιλαλοῦσαι μέχρι τοῦ βάθους
Τῶν καρδιῶν.
Μινυρισμοὶ ὡς τῆς ἀηδόνος,
Λαρυγγισμοὶ ὡς οὶ τῆς τρυγόνος,
Τέρψεις θεῶν!
Τὸ πᾶν κοιμᾶται, ἄνθρωποι, φύσις.
Τὸ πᾶν κατέχει σιγὴ ἐπίσης
Νυκτερινή.
Καὶ μεταξὺ τῆς κοινῆς εἰρήνης,
Τῆς ἀναπαύσεως καὶ γαλήνης,
Μία φωνὴ,
Φωνὴ θρηνώδης ἄγρυπνος μένει,
Καὶ εἰς λιγείας ἐκρηγνυμένη
Παραφορὰς,
Κλαίει τὸν κόσμον, τὰς καλλονάς του,
Καὶ τὰς χαρὰς καὶ τὰς ἡδονάς του
Τὰς τρυφεράς.
Πῶς ὅλα φεύγουν, ὅλα περῶσι,
Ὅλα εἰς ἄγνωστον καταντῶσι
Τέρμα μαζῆ·
Καὶ ἀπὸ τόσον θόρυβον, οἴμοι!
Οὐδὲ ἡ ἔρημος μαύρη μνήμη
Δὲν ἐπιζῇ!