Ο καντηλανάφτης τ' ουρανού

Ο καντηλανάφτης τ' ουρανού
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Γιάννης Ψυχάρης
Στον ίσκιο του πλατάνου


(Δημοσιέφτηκε στου Νουμά, κ. αρ. 431, 10 του Απρίλη, 1911.)


Αφιερώνεται του Κ. Θεοτόκη.


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα καλό αγοράκι, που ήτανε πολύ δυστυχισμένο. Να, όλο πεινούσε κι όλο κρύωνε· οι γονιοί του δεν το αγαπούσανε και ποτέ τους δεν του λέγανε κανένα λόγο γλυκό. Ψυχή δε φρόντιζε για τ’ αγοράκι, για το τι έκανε μήτε για το τι σκεψούλες του περνούσανε από το μυαλουδάκι του· συχνά το μαλώνανε άδικα κι αφτό πονούσε κι απορούσε. Η οχτωχρονιάτικη καρδούλα του, πάντα σα σταναχωρεμένη, δίχως να ξέρει γιατί· παρηγοριά μάλιστα καμιά δεν είχε το καημένο, επειδή δεν μπορούσε κάνε να πάει ο νους του στα μελλούμενα, σαν παιδάκι ανήξερο που ήτανε. Υπάρχουνε πολλά παιδιά σαν το δικό μας, που είναι σαν το δικό μας αξιολύπητα. Μα του δικού μας του έτυχε κάτι που πρέπει να το μολογήσουμε, συχνά δεν τυχαίνει. Τ’ όνομά του Καίσαρας.

Μια μέρα, προς το δείλι, που ξεψυχούσε ήλιος χινοπωριανός, ο Καίσαρας κάθισε μια στιγμή στα σκαλοπάτια της οξώπορτας του σπιτιού του. Οι γονιοί του — αχ! δεν ήθελα να πω και η μάνα του — τον είχανε διώξει από μέσα. Ο Καίσαρας το βρήκε πολύ άδικο κι έκλαιγε η ψυχίτσα του η τσαλαπατημένη, που δεν μπορούσε ν’ αντέξει σε τόσους παιδιακίσιους καημούς. Ήρθε άξαφνα ένας άθρωπος και κάθισε αντίκρυ του, λαμπροντυμένος, ματάκια μου, κι όμορφος όμορφος· νόμισε ο Καίσαρας πως έβλεπε άγγελο. Εμείς πάλε, αν κρίνουμε απ’ όσα έκαμε κατόπι, θαρρούμε πως ήτανε κανένας αγαθός γέρος, που μπορούσε πολλά.

Μεγάλη εντύπωση έδωσε του Καίσαρα ένα μακρύ μακρύ ραβδί που κρατούσε, και που στην άκρη του εκεί απάνω απάνω, ίσια με τ’ αστέρια, είχε κόκκινο φαναράκι· το φαναράκι λες κι άγγιζε τον ουρανό. Παρατήρησε ακόμη τα μάτια του αγαθού γέρου, που το φως τους έλαμπε και ζέσταινε συνάμα·

— «Παιδάκι μου, του λέει, φαίνεσαι δυστυχισμένο και σε βλέπω που κλαις. Ωστόσο το ξέρω, Καισαράκι μου, πως είσαι καλό και καλοσυνείδητο παιδί. Πολύ σε λυπούμαι κι όμως δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ρούχα να σου δώσω δεν έχω· αδύνατο κιόλας να σε πάρω μαζί μου, μακριάθε από τους κακούς σου τους γονιούς. Θα το καταλάβεις αμέσως γιατί δεν αδειάζω. Εγώ είμαι ο καντηλανάφτης τ’ ουρανού. Τους ήλιους όλους, επειδή δεν υπάρχει μονάχα ο δικός μας, εγώ τους ανάφτω· εγώ, κάθε βράδυ, τρέχω δώθε κείθε στους ουρανούς, για να λάμπουνε τ’ αστέρια και το πρωί, δεν το φαντάζεσαι, τι δουλειά έχω με τον Ήλιο μας, ώσπου τον ανάψω. Βέβαια πως είναι ωραίο τ’ απάγγελμά μου. Μα συχνά κανείς αγναντέβει πράματα λυπητερά, επειδή εννοείς πως περπατώ στους διάφορους πλανήτες μέσα, όταν είναι αναμμένοι, και σε όλους υπάρχουνε σαν και σένα, δυστυχισμένοι.»

— «Αχ! καλέ μου κύριε καντηλανάφτη τ’ ουρανού, πάρτε με, πάρτε με μαζί σας», ψιθύρισε το αγόρι, σα να μιλούσε μέσα σε όνειρο.

— «Δε γίνεται! του αποκρίνεται ο γέρος. Με τα χίλια τα τρεξίματα μου άνω κάτω, να πάρω μαζί μου κι ένα παιδί! Αδύνατο! Καημένο, θα φοβόμουνε μήπως και σ' αφήσω άξαφνα σε καμιά γωνιά της απεραντωσιάς. Για να σε παρηγορήσω, θα σου κάμω ένα χάρισμα. Μου τυχαίνει κάποτες, ανάφτοντας τ’ αστέρια, να σπάσω με το ραβδί μου κανένα κομματάκι από τους αρίφνητους, αξεδιάκριτους, ελάχιστους κόσμους που βρίσκουνται ανάμεσά μας και των αστεριώνε, ανάμεσα των αστεριώνε και του απόμακρου μέρους όπου λάμπουνε οι συναστεριές. Είναι τόσοι κόσμοι εκεί απάνω! Δεν πειράζει να σπάσω ένα δυο, τιποτένιους. Κανένας κιόλας δεν το βλέπει. Τα κομματάκια όμως τα βάζω στην τζέπη μου μάνι μάνι και τα φυλάγω. Θα σου χαρίσω ένα.»

Και λέγοντας τέτοια λόγια, ο καντηλανάφτης τ’ ουρανού δίνει στον Καίσαρα ένα κομματάκι κρουσταλλένιο, που έβγαζε ασυνήθιστο, αταίριαστο, ανείδωτο φως. Κι ο καλός ο γέρος έγνεψε φιλικά του παιδιού κι απομακρύθηκε με αρμονικό, ρυθμικό βήμα κι αλαφρό.

Έμνησκε σαστισμένο το παιδί στη θέση όπου τ’ άφησε ο καντηλανάφτης τ’ ουρανού. Τώρα όμως απέραντη, ουράνια χαρά του απογέμιζε την καρδιά του. Είχε βάλει στον κόρφο του το κομματάκι το πολύτιμο· μάνιζε πάντα ο άνεμος όξω και φυσούσε μέσα στα τρυπημένα, στα κουρελιασμένα του τα ρούχα· το σπίτι πάντα σφαλιχτό· μάβρη πάντα η νύχτα ολόγυρά του. Μα του φαινότανε πως μονομιάς μεγάλωνε μεγάλωνε το μυαλό του, πως μέσα τρέχανε, πηδούσανε ιδέες σαν τα κοτόπουλα στην αβλίτσα. Και κατάλαβε. Κατάλαβε κι ένιωσε αμέσως πως ήτανε πια εφτυχισμένος. Κατάλαβε τόντις πως είναι η ζωή μακρινή, πως ο κόσμος καλός είναι όσο και κακός, πως οι καημοί του θα ‘χουνε κι ένα τέλος. Κατάλαβε ακόμη πιο πολύ πως σαν ήλιος καινούργιος, στα σωθικά του ανάτελνε ψυχή που δεν τη γνώριζε ως τα τότες, πως από δω κι ομπρός θα πιάσει όλα όλα να τ’ αγαπά, όλα θα θέλει να τα φιλήσει, από το λούλουδο του κάμπου ίσια με τα θάματα τ’ ουρανού. Είχε πια στα στήθια του τον εσώψυχο τον ήλιο, το μεγαλύτερο τ’ αγαθό που μπορεί ο άθρωπος να πάρει από το μυστικό χέρι της Μοίρας.

Και τόντις ο μικρός ο Καίσαρας έγινε κατόπι μεγάλος ποιητής.


Κεριακή, έξι - δεφτέρα, εφτά του Σποριά, 1910.