Ο ζητιάνος
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Β' - Μυστήρια της ζητιανιάς


Αν εκίνησε τους χωριάτες σε κανένα αίσθημα το λυπηρόν εκείνο ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου δεν ήταν ούτε η συμπάθεια, ούτε η λύπη, ούτε η αγανάχτησις για τον αδικημένον. Από τέτοια δεν αισθάνονται οι Καραγκούνηδες. Ένα μόνον τους εκυρίεψεν, η απορία. Δεν ημπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν κατά γης τόσην ώρα, χωρίς ούτε λόγο να ειπή, ούτε αντίσταση να κάμη, ούτε σημάδια θυμού να δείξη το πρόσωπό του. Τι διάβολο· έχει και η υπομονή τα όριά της!

Αλλ’ οι χωριάτες δεν ήξευραν καλά τι θα ειπή ζητιάνος. Ήταν αληθινά διπλός από τον τελωνοφύλακα ο Τζιριτόκωστας. Κάτω από τα βρωμερά κουρέλια του εκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι και χαλυβένιοι μύες και πλάτες καλοδεμένες και τράχηλος βωδιού και ταύρου δύναμις. Στην πατρίδα του που τον εγνώριζαν καλά, όλοι τον έτρεμαν. Τα κατορθώματά του ομολογούντ’ εκεί, όπως τα κατορθώματα των δρακόντων στα παραμύθια. Μια φορά, σε δημαρχικές εκλογές, για να βοηθήση τον φίλο του υποψήφιο, μόνος επήγε κι εμπόδισε τους κατοίκους του Άγιου Βλάση, που ήσαν αντίθετοι, να πάνε στην ψηφοφορία. Και το βράδυ στη διαλογή, όταν εκατάλαβε πως θα έχανεν ο φίλος του, μόνος πάλιν επήδησε με το ρεβόλβερ στο χέρι μέσα στην εκκλησία, έδιωξε τη φρουρά και αναποδογύρισε τις κάλπες συγκάσελα.

Αλλά και στα ταξίδια του δεν είχε κάμη λίγα ο Τζιριτόκωστας. Τρεις έως τώρα είχε στείλει στον Άδη μυστικά, μυστικά. Αληθινά λόγο δεν έλεγεν. Υπόφερε με υπομονήν Ιώβειον κάθε τι που του έκαναν. Αλλά μέσα του έγραφε με μαύρα γράμματα εκείνους που του έφταιγαν, και κακότυχοι, αν έπεφταν ποτέ εύκολοι στα χέρια του.

Ο Κώστας Τζιρίτης και Τζιριτόκωστας, κατά τη συνήθεια που έχουν στη Ρούμελη να σμίγουν το επίθετο με τ’ όνομα, ήταν από τόπο που συμμαζώνει στα στενά του σύνορα όλη την ασυμμάζευτην ιστορία της ελληνικής ζητιανιάς. Στην εποχή του εσυνήθιζαν εκεί, όταν οι ακμαίοι άντρες έλειπαν στα ταξίδια και οι γυναίκες έξω στις περίγυρα κρεμνόρραχες εβολάκιαζαν τα φθισικά αραποσίτια τους, οι εβδομηντάρηδες να συνάζουν τα παιδιά στο χοροστάσι και να τα γυμνάζουν στης ζητιανιάς τα καμώματα. Κάτω από τ’ ασπρόμμαλλα εκείνα μέτωπα, που εταπείνωσεν ο πολυκαιρινός εξευτελισμός· κάτω από τα πρόσωπα εκείνα, που παραμορφωμένα επέτρωσεν η αδιάκοπη πλαστοπροσωπία· εμπρός στις σακατεμένες κορμοστασιές που παράλλαξεν όχι του χρόνου το γοργοτρέξιμο, όχι της αρρώστιας η κρυφή ενέρεια, όχι του καιρού η ξαφνική επιρροή, αλλά το πείσμα, εγυμναζόταν η νεολαία, η ελπίδα και χαρά του χωριού, να είνε άξια, αν όχι καλύτερη των πατέρων της. Ο Κουτσοκουλόστραβος χορός ήταν το κυριώτερο γύμνασμα εκείνες τις ημέρες. Τα παιδιά κρατώντας και από ένα μπαστούνι εγύριζαν χεροπιαστά και επροσποιούνταν από μια σωματική βλάβη. Ένα έκανε τον κουτσό· και ανεβοκατέβαζε το κορμί του σε κάθε βήμα, σαν το έμβολον ανάμεσα στα μετάλλινα πλευρά της τρόμπας. Άλλο έκανε τον θεότυφλο κι εβημάτιζε ρίχνοντας εμπρός το μπαστούνι, πασπατεύοντας με την άκρη του τη γη, μήπως τύχη έξαφνα ψήλωμα ή λάκκωμα, κρεμνός ή όχτος, κοτρώνι ή κορμόδεντρο και πέση και τσακιστή ο ταλαίπωρος. Κι έδειχνε ζωγραφιστή στο πρόσωπό την αμφιβολία και τον τρόμο ενός τυφλού. Τρίτο έκανε τον παράλυτο· ακουμπούσε στη γη τις δύο παλάμες, εσήκωνε με πηδήματα γοργοπόδαρου λαγού τα νεκρά και αλύγιστα ποδάρια του, σύνωρα ψηλώνοντας τα μάτια καθαρά κι άδολα και χύνοντας στο δροσοπεριχυμένο πρόσωπο θλίψιν ήμερη και ασκητικήν υπομονή στου Θεού το θέλημα του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου! Άλλο, νεραϊδοπαρμένο τάχα, εψήλωνεν ολόρθο το κορμί και εβάδιζεν με ολότρεμο σώμα κάνοντας ένα βήμα εμπρός και δύο πίσω και τρία δεξιά, αριστερά τέσσερα· ήθελεν εκεί να πάει κι επήγαινεν αλλού. Εδοκίμαζε να γυρίση δεξιά και αριστερά εγύριζεν· επροσπαθούσε να συμμαζέψη τα σκέλια του και τ’ άνοιγε· να διπλώση τα χέρια του και τ’ άπλωνε ξύλα-ξερά κι εβημάτιζε με τρέμουλα όλων των μελών, λες και είχε τους αρμούς ξεχαρβαλωμένους. Άλλο έλεγε πως του πήραν οι νεράιδες στην ρεματιά της Κάναλης τη φωνή από φθόνο κι άπλωνε τον λαιμό του κι εσούφρωνε τα χείλη με αγώνα θέλοντας να λαλήσή και βγάζοντας ανατριχιαστικόν ούρλιασμα μέσ’ από τον στενάχωρο λάρυγγά του. Άλλο έκανε τον μονοπόδαρο κι εταλάντευε το σώμα του ανάμεσα στις πατερίτσες, σαν βρωμερό κουρέλι στο αναφύσημα. Κι άλλα δέκα-είκοσι έκαναν άλλες δέκα-είκοσι αρρώστιες σωματικές, πολλές υπαρκτές και πολλές ανύπαρκτες ακόμα στον κόσμο.

Ενώ τα παιδιά έτσι εγυμνάζονταν για να πατήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των συνόμοιών τους αργότερα, ένας από τους γερόντους, παιγνιδιάρης ξακουσμένος και γλυκόφωνος, ορθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στα γόνατα, εφρόντιζε με το τραγούδι να ελαφρώνει τους σημερινούς κόπους και να δείχνη αξιοζήλευτη και τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Με φωνή παραπονιάρικη, συγκρατητή, μονότονη· με μικρή γοργάδα στην αρχή· με ένα ξαφνικό χαμηλοψήλωμα έπειτα· κι έπειτα με χαμήλωμα στρωτόν ολόισιο μακρυλαρίκι, έλεγε τραγούδι ταπεινό, ντόπιον όσο και η λαψάνα της ξερής πλαγιάς και σαν εκείνη άνοστο, φτωχικό, ψειριασμένο. Κι εσυνόδευε το τραγούδι του με μονότονο και συγκρατητό και παραπονιάρικο γκρίνιασμα της λύρας του. Και με το τραγούδι του έδειχνε στα παιδιά τα περίγυρα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας τους, τη Γη τη μητρυιά και την ολοστέρφευτη. Επαρόμοιαζε με κατάρα Θεού και τρισανάθεμα τη γέννησή της, περνώντας πίσω αγγελόφερτος στου Σύμπαντος τη γέννηση, όταν το Παν ήταν Χάος και Μηδέν. Ο Θεός, έλεγεν, ηθέλησε να πλάση τότε τον Κόσμον. Επήρεν ένα κόσκινο μεγάλο και το εκρέμασε σαν σύγνεφο στην άβυσσο. Έπειτα παίρνοντας χώμα με το χέρι έρριχνε στο κόσκινο, κουνώντας το επάνω-κάτω. Το χώμα φυσικά, το καλό και το γόνιμο, έπεσε κάτω κι εγέμισε την άβυσσο κι έξαφνα εφάνηκεν η Γη, πολύκαρπη και πανώρια. Έμειναν τέλος στο κόσκινο μόνον οι πέτρες και τα χάλαρα. Και οργισμένος ο Δημιουργός, γιατί δεν εσυλλογίσθηκεν από πριν να μοιράση κι εκείνα δίκαια, εκλώτησε το κόσκινο κι εχύθηκαν τ’ απομεινάρια όλα μαζί σ’ έναν τόπο. Και ονόμασεν ο Θεός τον τόπον εκείνον Κράκουρα, που θα ειπή, καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας.

Αλλ’ ο τραγουδιστής δεν έλεγεν αυτά για να δειλιάση τους ακροατές του. Απ’ εναντίας, σαν εμπνευσμένος ψάλτης του παλιού καιρού, αδράχνοντας από την ταπείνωση το ύψος και από τον φόβο την αντρεία ερχόταν γιαμιάς γλυκοχρυσόστομος κι ενώ εκαταριόταν τη γη, εμακάριζε τα παιδιά της. Όταν οι διαβόλοι, έλεγε, ηθέλησαν να μοιράσουν τη Γη σε βασίλεια, κανένας απ’ αυτούς δεν εδέχθηκε να πάρη στο κράτος του τα Κράκουρα. Τ’ άφηκαν αμοίραστα κι εκηρύχθηκαν εξουσιαστές και προστάτες τους όλοι. Αλλά τόπος που έχει τέτοιους προστάτες, ευτυχισμένος και παμμακάριστος, επρόσθετεν ο γέροντας. Ο κάτοικός του δεν θα πεινάση, ούτε θα διψάση ποτέ στον αιώνα. Τα χέρια του δεν θα γνωρίσουν ποτέ το σταβάρι του αλετριού το άγριο και το στειλιάρι της αξίνας· δεν θα μαραθούν τα χρυσά του νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιά λιθάρια και δεν θ’ αυλακωθή το μέτωπό του από τη σκέψη. Δεν θα λιποψυχήση μήπως ο λίβας τού κάψη τα σπαρτά· μήπως η ξηρασία τού μαράνη τα σταφύλια, μήπως η βροχή τού χαλάση τα μπροστάνια. Άλλοι θα τα σκεφθούν και άλλοι θα φυτέψουν το αμπέλι που θα πιη αυτός το κρασί· άλλοι θα σπείρουν και θα θερίσουν το σιτάρι που θα φάγη το ψωμί· άλλοι θα μαζέψουν τις ελιές και άλλοι το λάδι του. Αυτός ένα μόνον θα έχη σκοπό, να γυρίζη τον κόσμο απ’ Ανατολή σε Δύση και με την έμπνευση του παντοδύναμου οδηγού του ν’ απατά τον κουτόκοσμο και να γυρίζη πλουτοφορτωμένος στο σπίτι του.

Έτσι τους έλεγε κι έτσι τους ορμήνευεν ο γέροντας. Και ο παράδοξος χορός σε κάθε του τραγουδιού τμήμα, σε κάθε της λύρας του παύλα, ερχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ετραγουδούσε με φωνή παραπονιάρικη και συγκρατητή και μονότονη:

Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου,
     δός μου λιγάκι αλεύρι,
     να φτιάσω μια κουρκούτη.
     Ένα, δύο, τρία!...
    
     Θεός σχωρέσ’ τον κύρη σου,
     δος μου λιγάκι λάδι,
     να ρίξω στην κουρκούτη.
     Ένα, δύο, τρία!...
    
     Θεός σχωρέσ’ τη βάβα σου,
     δος μ’ ένα κρεμμύδι,
     να ψήσω με το λάδι,
     να ρίξω στην κουρκούτη,
     για να την φάω το βράδυ.
     Ένα, δύο, τρία!...


Σ’ αυτό το μοναδικό σχολείον ο Τζιριτόκωστας γρήγορ’ αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δεν ήταν ακόμη και άρχισε να πλουτίζη με νέους βηματισμούς αλλόκοτους και αφύσικους τον Κουτσοκουλόστραβο χορό· να προσθέτη στα ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα και πρωτάκουστα ζητήματα. Η σεβαστή μορφή των γερόντων, που έκαναν τη Δωδεκάδα του χωριού, έφριξεν από απορία και χαρά για το νέον άστρο που ανέτειλε τριλαμπές να φωτίση την πατρίδα τους. Τα κόκκαλα του Πηλαλομούτρη, του Καλλιγοψίλλη, του Παστρογωνιά, που εβαρυκοιμώνταν στης Παναγιάς τον αυλόγυρον, κουρασμέν’ από τα πολλά ταξίδια με την άμετρη δόξα, εσάλεψαν συγκίβουρα, όταν άκουσαν τον νέο ζητιάνο, που ερχόταν να θαμπώση τη μνήμη τους. Και τα μπαστούνια τα κρεμασμένα στους τοίχους των σπιτιών εταράχθηκαν κι εκείνα με ιερή φρικίαση, αβέβαια ποιο τάχα θα τιμηθή να συντροφέγη στο πρώτο του ταξίδι τον νέον αρχιθεομπαίχτη. Και ο Τζιριτόγιωργας, ο πατέρας του, εσήκωσε με ειλικρίνεια, πρώτην ίσως φορά στη ζωή του, τα χέρια, ευχαριστώντας εγκαρδιακά τον Θεό, που του έστειλε τέτοιο παιδί να συνεχίση το στάδιο και να τιμήση το σπίτι του. Πριν όμως αποφασίση να βγάλη στο ταξίδι τον γιο του ο καλότυχος πατέρας, τον έκραξε σ’ ένα παράμερο δωμάτιο του σπιτιού, τάχα πως θα του μιλήση μυστικά. Εκεί τον έβαλε να καθίση κατάχαμα και του είπε να γυρίση τα μάτια. Και γυρίζοντας τα μάτια ο μικρός είδε για πρώτη φορά τόσον ολοφάνερα την παλαιά ρίζα και κατάσταση της οικογενείας του.

Δεν ήταν αληθινά βαρυστολισμένο το δωμάτιο. Ένα μόνον τραπέζι σαρακοφαγωμένο, στρωμένο με μάλλινο χρωματιστό τραπεζομάντηλο ακουμπούσε στον ένα τοίχο μ’ ένα κίτρινο σπειρωτό νεροκολόκυθο επάνω. Ξύλινος καναπές απλαδοστρωμένος έπιανε τον άλλον τοίχο. Δύο μεγάλες κασέλες από καρυδιά με παράδοξα χοντροσκαλίσματα έπιαναν τον τρίτο· κι εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε-δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα με τα φύλλα τους ακόμη και το χνούδι και δύο κλάρες μπουρνέλες με τη σκόνη καθισμένη, σαν αχνός επάνω στην γαλαζόμαυρη πέτσα τους. Όμως πίσω από τη μαυρισμένη πόρτα και περίγυρα στους τοίχους είδεν ο μικρός να κρέμονται από τα καρφιά, με τάξη και ηλικία βαλμένα όλων των ειδών και όλων των σχημάτων τα μπαστούνια. Μερικά χυτά, ολόισα επάνω έως κάτω· άλλα γυριστά, άλλα διχαλωτά· μερικά στην άκρη με ρίζα χοντρή·τούτο με κόμπους, εκείνο στραβό· το ένα ξεφλουδισμένο· το άλλο ακόμη με τα δαγκώματα των σκύλων· το άλλο διατηρώντας στη ράχη του τις γραμμές, που έκοβε μετρώντας ποιος ηξεύρει τι της ζωής είτε του επαγγέλματός του αξιοθύμητον ο μακαρίτης αφέντης του· μισοτσακισμένο τούτο, λυγισμένο εκείνο. Όλα ήσαν στη σκόνη περιτυλιγμένα, σαν σε σάβανο του καιρού, και βυθισμένα στη σιωπή και τον ύπνον, όπως τα όπλα πολεμιστού τρισένδοξου, κρεμασμένα εκεί για μνήμη του αθάνατη και αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς του.

Και αληθινά, για το αξιομίμητο παράδειγμα της γενεάς ήταν τα μπαστούνια εκεί κρεμασμένα και ο Τζιριτόγιωργας για τούτο έφερε το παιδί, να τα ιδή, πριν έβγη στο ταξίδι, και να πάρη διδάγματα. Καθέν’ από εκείνα είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα. Καθένα είχε συντροφέψη τον πατέρα, τον πάππο, τον προπάππο του, σε όλα τα φαρμάκια και τις κακοπάθειες της ζητιανικής ζωής· στη βροχή και το κρύο του χειμώνα· στον ήλιο και το κάμμα του καλοκαιριού. Τον εστήριξε να περάση ρέμματα παγωμένα· τον εβοήθησε να ξεκρεμάση από τα σχοινιά τ’ ασπρόρρουχα και από τα παραθύρια κουρτίνες και από τους φούρνους κουλούρια· να τινάξη από τα δέντρα πωρικά στις πονηρές ημέρες της πείνας και, δυνατώτερο από την εφτατόμαρη ασπίδα του Αίαντα, επροφύλαξε το σώμα του αφέντη του άτρωτον από κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο και κάθε πεινασμένου λύκου αγριοχύμισμα. Τυφλόν τον οδήγησε στα μαρμαρένια σκαλοπάτια· κουτσόν τον επέρασε μέσ’ από τις αγορές· κουλόν τον εστήριξε· παράλυτο τον εκρεβάτωσε· φοβισμένο τον εφύλαξε· τολμηρόν κάποτε τον όπλισεν υπεράνθρωπα. Και χρόνια ολόκληρα είδεν όλες του τις πλαστοπροσωπίες, όλες τις παραλλαγές. Άκουσεν όλα του τα ψέματα· όλα τα συχωρολόγια. Και ποιος ηξεύρει, αν αυτό το μπαστούνι δεν του ήφερε στον νου εκείνο το τεχνικώτατο σακάτεμα και στα χείλη εκείνη την εξυπνότατην ευχή.

Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρεμένος ένα με τ’ άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και σεβασμός άμετρος επλημμύριζε την καρδιά του και τα στήθη του εβάρυναν σαν μυλόπετρα στην προγονικήν εκείνη δόξα. Σαν πουλάρι ασέλωτο που γοργοτρέχει στον κάμπο, έτρεχεν ο νους του γερωζήτουλα στα περασμένα κι έβλεπεν ένα με τον άλλον τους προγόνους αφανισμένους από την κακοπάθεια και αγνώριστους από την ψευτιά. Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι, για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένειά τους! Ξυλιές έφαγαν, δαγκώματα μαντροσκύλων εβάσταξαν, κλώτσους αλόγων, σπρωξές και γροθοκοπήματα μεθυσμένων. Άκουσαν σφυρίγματα των παιδιών του δρόμου, πιάτα ολάκερα είδαν να σπάσουν στα κεφάλια τους από δουλικά· με κάτουρα να περιχυθούν, με κόπρο ν’ αλειφτούν εβάσταξαν. Επέρασαν ακούραστοι θάλασσες και ποτάμια· κάμπους και όρη και βουνά εδρασκέλησαν. Σε χώρες και χωριά και καλυβάκια εκόνεψαν. Εδέχθηκαν την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα και το μονόλεφτο της χήρας. Έφαγαν τ’ αποφάγια του αφέντη και του δούλου· έπιαν το απόπιμα του γερού και του αρρώστου. Εκοιμήθηκαν στον στάβλο και τον αχερώνα, εμπρός στο κατώφλι της πόρτας και τον νάρθηκα της εκκλησιάς· στου βουνού το διάσελο και στο γούπατο κατακαμπίς. Αληθινά, τι υπόφεραν οι δύστυχοι, τι υπόφεραν!

Και ο γερωζήτουλας στο μελαγχολικόν αυτό γοργογύρισμα του νου απάντησεν έξαφνα τα δικά του ταξίδια. Συγκινημένος εγύρισε τον αντικρυνό τοίχο κι εστύλωσε τα μάτια του ακίνητα. Ένα με τ’ άλλο εκρέμονταν εκεί ολάκερα είκοσι μπαστούνια, που αντιπροσώπευαν είκοσι ταξίδια, δυο και τρία χρόνια το καθένα. Κι εύρισκε τώρα σε καθενός την στάση και την έκφραση ολόγραφη την ιστορία των ταξιδιών του. Το πρώτο στην δεξιά του τοίχου άκρη, ένα μικρό και λιανό μπαστουνάκι, σπασμένο σε δύο, κλαψιάρικο, χαμένο και ηλίθιο, έλεγε την εποχή, που μικρός και άμαθος έκαμε το πρώτο ταξίδι κάτω από την άγρυπνην επιτήρηση του πατέρα του. Έχασε τότε τη σακκούλα με τα κέρδη και ο γέροντας έσπασε στη ράχη το μπαστούνι του και τον έβαλεν έπειτα να το κρεμάση στον τοίχο για ενθύμηση. Αμέσως όμως έπειτ’ απ’ αυτό, μεγάλο, χοντρό, γερώτατο και θρασύ, εψήλωνε του δεύτερου ταξιδιού το μπαστούνι, λες και τον παρακινούσε να το πιάση πάλι στα χέρια και να τρέξουν γοργά, αρχαίοι πολεμισταί της ζωής, σε νέα κέρδη και σε νέα τρόπαια. Έπειτα ένα με τ’ άλλο ερχόνταν άλλα μπαστούνια στη σειρά, με διαφορετική καθένα στάση κι έκφραση και ζωή, θυμίζοντάς του κακοπάθειες και ατυχίες τόσες, αλλά και τόσα κέρδη και χαρές. Και ο Τζιριτόγιωργας, κουνώντας το κεφάλι θλιβερά, εχαμήλωσε τα μάτια στον υγιό του και με φωνή σοβαρή και τρανταχτή έξαφνα του είπε κάνοντας με το δεξί βασιλική χειρονομία:

– Τα βλέπεις, μωρές! Κοίταξε να μην τα ντροπιάσης! Εκείνα τα καρφιά ως πέρα εσύ θα τα γιομίσης!...

Κι έδειξε στη σειρά των μπαστουνιών άλλα καρφιά στον τοίχο, έως πέρα, δέκα-είκοσι ακόμη που επρόσμεναν ανυπόμονα να βαστάξουν τα νέα της οικογένειας τρόπαια. Ο Τζιριτόκωστας εσήκωσε με αδιαφορία τα μάτια, εκοίταξε τα καρφιά και με φωνή άτρομη κι επίσημη απάντησε:

– Ναι· θα τα γεμίσω κι άλλα θα βάλω ακόμη! – Να μου ζήσης! έκραξεν ο Τζιριτόγιωργας ενθουσιασμένος.

Με όλες όμως τις υποσχέσεις και μ’ όλη των γερόντων την πεποίθηση, ο Τζιριτόκωστας στο πρώτο του ταξίδι δεν εστάθηκε τυχερώτερος από τον πατέρα του. Εκεί που εγύριζε στον Μωρηά, απαντήθηκε μ’ ένα Κλουτσινιώτη θεότυφλο, που του επρότεινε να συντροφέψουν και να μοιράζωνται τα κέρδη. Οι Κλουτσίνες ανήκουν στον Μωρηά· αλλ’ είνε καθ’ όλα αντίζηλοι με τα Κράκουρα. Ο Κλουτσινιώτης θα έβαζε την τυφλομάρα του και ο Κρακουριώτης τα τερτίπια του. Δύο πράγματα όλως αντίθετα και όμως τόσο σύμφωνα και βοηθητικά στην τέχνη τους. Ο Τζιροτόκωστας εύκολα επείσθηκε να συντροφέψη με τον τυφλό, και δυο-τρεις μήνες γυρίζοντας έκαμαν αρκετές εισπράξεις. Ο πρωτοτάξιδος ζητιάνος δεν είχε πού να κρύψη την περηφάνεια του. Εσυλλογιζόταν με πόση χαρά οι συγγενείς και με πόση λύπη οι ξένοι θα έβλεπαν τ’ απροσδόκητα για πρωτόβγαλτον κέρδη του. Έξαφνα όμως μια νύχτα, ενώ εκοιμώνταν σ’ έναν αχυρώνα του Σουλεϊμάναγα, ο τυφλός ανέβλεψε κι έφυγε με τα χρήματα. Ο Τζιριτόκωστας απογοητευμένος ηθέλησε να γυρίση στο χωριό του. Αλλά μόλις έφθασεν απ’ έξω και τον εδέχθηκαν οι συντοπίτες του με γιουχαΐσματα. Ο πατέρας του, παίζοντας φοβερό κοντόξυλο στο χέρι, του εφώναξεν από μακράν: – Κερατόσπορε, μου ντρόπιασες το σπίτι! Φεύγ’ από δω· παιδί μου δεν είσαι!

Ο νεαρός ζητιάνος εκατάλαβεν αμέσως πως ακούσθηκε στο χωριό το πάθημά του, πριν φθάση αυτός. Υποψιάστηκε μάλιστα μήπως τούτο ήταν τέχνασμα του πατέρα του· μήπως ο Κλουτσινιώτης ήταν συντοπίτης, κρυμμένος επίτηδες για να δοκιμασθή η ευκολοπιστία του και το πάθημα να του γίνη αλησμόνητο μάθημα. Καταντροπιασμένος έφυγε πάλι πίσω και φιλότιμος ορκίσθηκε να μη γυρίση, αν δεν κάμη τέτοιο κατόρθωμα, που να τον θαυμάσουν όλοι.

Το είπε και το έκαμε. Έπειτ’ από δύο χρόνια εγύρισε τον Αύγουστο, ανήμερα της Παναγίας, που πανηγυρίζει το χωριό. Κι εγύρισε με πολλά κέρδη. Αλλά δεν ήταν αυτό κατόρθωμα. Όλοι όσοι γυρίζουν από ταξίδι, με χρήματα γυρίζουν. Ο Τζιριτόκωστας εκατόρθωσεν άλλο. Μέσα στο χωριό του, ενώ οι άντρες όλοι αψεδάγιστοι στο σώμα και τη φορεσιά εχοροπηδούσαν στο χοροστάσι με τις γυναίκες τους πλουσιοστολισμένες, αυτός άθλιος και παραλλαγμένος, τρεις ημέρες εγύριζεν ανάμεσά τους κι εδεχόταν τα ελέη τους. Τρεις φορές τον ελέησεν ο ίδιος ο πατέρας του. Θα το πάθαινε και τέταρτη, αν ο Τζιριτόκωστας δεν επροδινόταν μόνος από τη μεγάλη συγκίνηση.

Όμως αυτό έγινεν άκουσμα σ’ όλα τα περίγυρα χωριά. Απ’ ολούθε πολλοί έτρεξαν να τον ιδούν κι επείσμωναν όσοι τον ελέησαν, απορώντας πώς απατήθηκαν οι αρχιαπατεώνες. Μονόγνωμοι εμολόγησαν ευθύς πως ηύραν τον δάσκαλό τους. Και την ίδια ημέρα ο γέρω Λυκόγιαννος –άλλος απόμαχος της τρισένδοξης στρατιάς εκείνης–, ο Λυκόγιαννος, που είχε πολλά πλούτη και μια μοναχοκόρη και απελπισμένος έμενε συχνά, γιατί εν ηύρεσκε στους νέους ζητιάνους αξιώτερό του κανένα για να τον κάμη γαμπρό, έτρεξε στο σπίτι κι έτσι του μίλησεν αγκαλιάζοντάς τον εγκαρδιακά:

– Μια κόρη έχω, χαλάλι σου εκείνη και τα πλούτη μου. Πολλοί γαμπροί μού τη γύρεψαν ως τα τώρα· μα εσύ ’σαι ο κάλεσσος κι ο αξιώτερος· εσύ θα μας τιμήσης όλους!...

Ο Τζιριτόκωστας αληθινά τους ετίμησεν όλους. Οχτώ ημέρες έπειτ’ από τον γάμο του άρχισε το δεύτερο ταξίδι. Λίγο κατ’ ολίγον επροχώρησε και στο εξωτερικό. Ενοίκιαζεν από φτωχούς γονέους παιδιά κουτσά, κουλά, τυφλά, άλαλα, τα εγύμναζε κάμποσον καιρό στα μυστήρια της ζητιανιάς και τα έφερεν έπειτα, σαν περατάρης γερανός τα χειλιδόνια, στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Βουλγαρία, έως επάνω στην Βλαχία! Όταν εγέμιζε καλά το κεμέρι και αποφάσιζε να γυρίση πίσω, εματανοίκιαζε τα παιδιά σε άλλους ζητιάνους, που τα επήγαιναν στα βάθη της Ρωσίας και της Μικρασίας, ως που έχαναν και την ενθύμηση της πατρίδας τους· κι εκείνος εσύναζεν άλλα παιδιά και άρχιζε νέο ταξίδι.


Τώρα όμως δεν εταξίδευε πλέον στο εξωτερικόν ο Τζιριτόκωστας. Είχε στελμένα εκεί τα δύο του παιδιά, που να του ζήσουν του έμοιαζαν καθ’ όλα, και με ταχτική γραμματαλλαγή εμάθαινε τις εποχές κι έστελνε με πιστούς ανθρώπους το χρειαζούμενον ασκέρι. Αυτός έμενεν ευχαριστημένος με τα εισοδήματα του Μωρηά και της Ρούμελης. Τώρα δεν του έμεναν παρά δύο μήνες ακόμη για να συμπληρώση το φετινό ταξίδι του. Αλλά σε δύο μήνες και τι δεν ημπορεί να κάμη άνθρωπος σαν τον Τζιριτόκωστα. Με τον Μουτζούρη, τον παραγιό του, επέρασεν έως τώρα το αρχοντοπήλιο και της Λάρισας τον Κάμπο· ανέβηκε στα χωριά του Κισσάβου κι εκατέβηκε στην ποταμιά. Απ’ εδώ εσκόπευε να πάρη τα χωριά του Κάτω Ολύμπου έως τον Τύρναβο· από εκεί θα κατέβαινε στον κάμπο των Φαρσάλων και θα τραβούσεν ίσα για την πατρίδα του. Στον ιστορικόν αυτόν δρόμο του εσύναζεν ό,τι του έδιναν και δεν του έδιναν οι χριστιανοί. Έρριχνε στα σακκούλια ψωροκόμματα και αποφάγια· σταριού απλοχεριές και δεμάτια βρώμης σύχλωρης ακόμη· άπλερα κουκιά και ρεβίθια και παλιόσκουτα· παλιοπάπουτσα και παλιοσίδερα και κάθε λογής νομίσματα. Ό,τι έβλεπε γύρω παραρριχμένο στο σπίτι που έμπαινε, το εζητούσε. Αν το έδιναν, το έρριχνε στο σακκούλι· αν δεν το έδιναν και ημπορούσε, το άρπαζεν εκείνη την ώρα ή αργότερα στέλνοντας τον παραγιό του. Όταν έφθανε σε κανένα κεφαλοχώρι, επουλούσε τ’ αποφάγια και τα ψωροκόμματα στα μαγερειά· το στάρι και τη βρώμη, τα κουκιά και τα ρεβίθια στα μπακάλικα· τα παλιοπάπουτσα και τα παλιοσίδερα στους γύφτους και τους μπαλωματήδες όσο-όσο. Έτσι και αυτά τα ελάχιστα και πρόστυχα στα χέρια του άλλαζαν και εγίνονταν καθαρό χρυσάφι.

Εχθές όμως λίγο έλειψε να τα πληρώση όλα του τα καμώματα με το παραπάνω. Από την αυγή είχαν κατεβή στο Κισερλή κι εγύριζαν στα σπίτια, όπου τους ελεούσαν καλά οι Τούρκοι. Κατά το μεσημέρι ευρέθηκαν εμπρός στην αυλόπορτα του Γαλήπ αγά. Ο αγάς ήταν στον αντρωνίτη καθισμένος σ’ ένα στρωσίδι κι έτρωγε με τα παιδιά του. Καθώς τους είδε, τους έκραξε κοντά και τους έδωκε να φαν πλουσιοπάροχα. Έπειτα τους ερώτησε το πώς και πού με λίγα λόγια, κι έπειτα ετραβήχθηκε στον γυναικωνίτη λέγοντάς τους να πλαγιάσουν εκεί, να μη τους φάγη το ηλιοπύρι μέσα στο μεσημέρι.

Εμπρός στον αντρωνίτη του Γαλήπ αγά ήταν μεγάλο περιβόλι περικλεισμένο από ψηλούς τοίχους. Το περιβόλι είχε διάφορα πωρικά και πολλές μυγδαλιές, τον κυριώτερο πλούτο του χωριού. Ο Τζιριτόκωστας έρριξε το μάτι εκεί και ησυχία δεν εύρισκε. Αληθινά τα μύγδαλα ήσαν ακόμη άδετα και τ’ άλλα όμως πωρικά ήχαν πολύ χειρότερα. Αν εγέμιζε τα σακκούλια του με μύγδαλα, ημπορούσε να τα πουλήση σε τίποτα κουτούς στο δρόμο. Και αν δεν τα επουλούσε, τα έχυνε τέλος. Τι θα έχανεν αυτός; Την τσόχα ή τα ραφτικά; Ο ζητιάνος άφησε να περάση λίγη ώρα· έπειτα εσήκωσε τον παραγιό κι εμπήκαν στο περιβόλι. Έφθασαν φυλαχτά στις μυγδαλιές, ανέβηκεν αυτός στην πλέον φορτωμένη και άρχισε να ραβδίζη τα λυγιστά κλαδιά, ενώ εσύναζεν ο παραγιός στις ποδιές του τα τσίγαλα.

Ο αγάς όμως δεν είχε κοιμηθή ακόμη. Άκουσε το ράβδισμα, επετάχθηκε με την πάλλα και άρπαξε τον παραγιό από τα λαιμοτράχηλα. Ο ζητιάνος βλέποντάς τον έβαλεν όλη του τη δύναμη, επήδησε στη μάντρα, απ’ εκεί έπεσε στον δρόμο κι έγινεν άφαντος. Ο αγάς έδειρε με τις διπλαριές τον παραγιό όσο που απόστασεν. Έπειτα αιματοκυλισμένο τον έρριξεν έξω από την αυλόπορτα. Ο Μουτζούρης, όταν εβεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, εσηκώθηκεν ελεεινός, κι εβγήκε τρικλίζοντας από το χωριό. Ο ζητιάνος ήταν εκεί κοντά κρυμμένος σ’ ένα χάλασμα τζαμιού. Ηύρεν ένα γαϊδουράκι που έβοσκε σαμαρωμένο, έδεσεν επάνω κουβάρι τον παραγιό κι έφυγε σύνταχα.

Όμως από ένα ξύλο έφυγαν και σ’ άλλο έπεσαν οι ζητιάνοι. Το είχε φαίνεται η εβδομάδα τους. Ο Βαλαχάς εχτυπούσε με χέρια και με πόδια, όπου έφτανε σαν λυσσασμένος και ακόμη δεν ήθελε να παραιτήση τον Τζιριτόκωστα. Και αυτός άρχισε πλέον να χάνη την υπομονή. Α, μα το παραξήλωσεν ο τελωνοφύλακας! Άναψε φωτιά το πρόσωπό του· σπίθες επέταξαν τα μάτια του. Λίγο ακόμη και θ’ άπλωνε τα χέρια –τα δάχτυλα εκείνα, που αν έμαθαν ν’ απλώνουν και να μαζώνουν σαν απλοκαμοί χταποδιού κατά την περίσταση, δεν εξέμαθαν όμως να σφίγγουν, να συντρίβουν κόκκαλα μαζί και κρέας–, να σου κάμη για τ’ αλάτι τον φαντασμένον. Αλλά σαν φρόνιμος και γνωστικός που ήταν εκρατήθηκεν. Εγύρισε δύο-τρεις φορές τα μάτια στο γιαπί, να ζητήση από τους χωριάτες βοήθεια· αλλά τους είδε να κοιτάζουν με θαυμαστή αδιαφορία.

Οι Καραγκούνηδες είχαν πάψη τώρα την ομιλία τους. Ο πάρεδρος και ο Μπιρμπίλης άφησαν γι’ άλλη φορά να πείσουν ο ένας τον άλλον με γροθοκοπήματα, ποιος από τους πολιτικούς του τόπου ήταν ο αξιώτερος. Επρόσεχαν στο ποδοκύλισμα εκείνο του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου με κρύο αίμα, λες κι έβλεπαν δύο πετεινούς να μαλώνουν. Έβλεπαν κι έλεγαν καθένας με διαφορετική φράση και σχήματα κι έκφραση του προσώπου την απορία τη μεγάλη, γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν κατά γης τόσην ώρα χωρίς ούτε λόγο να ειπή, ούτε αντίσταση να κάμη, ούτε σημάδια θυμού να δείξη στο πρόσωπό του; Ε, μα έχει κι η υπομονή τα όριά της!...

– Τι θαρρείτε, έλεγεν ο Χαδούλης παίζοντας επάνω-κάτω τα ματόφυλλά του, λες κι εθάμπωνεν ασυνήθιστος στο φως της ημέρας· φαίνεται γερός μα είνε φοβιτσάρης· δύναμη χωρίς καρδιά τι να την κάμης. – Δύναμη έχει και τ’ άλογό μου, είπεν ο Τζουμάς· μα σαν πιάσω το καμουτσίκι αίμα κατουράει. – Μπορεί να ’χη καρδιά, είπεν ο Παπαρρίζος, ξύοντας ακόμη το στήθος του και μορφάζοντας πονετικά, και να μη θέλη να δείρη· γιατί, σου λιέει, να κολάσω την ψυχή μου. – Θα κολάσω την ψυχή μου, λιέει! έκοψεν ο Κράπας με θυμό, κοιτάζοντας τον παπά. Σαν χάσω εγώ το κορμί, ας πάη στο διάολο κι η ψυχή! – Φτύσε σύνταχα, ευλογημένε! Φτύσε σύνταχα! εφώναξεν ο παπάς κάνοντας τον σταυρό του· ο καταραμένος σ’τον σφύριξε τέτοιο λόγο; Φτύσε, λιέω!

Οι χωριάτες έφτυσαν αμέσως όλοι στου Παπαρρίζου το πρόσταγμα. Έφτυσε πίσω από τον ώμο του τρεις φορές και ο Κράπας χασκογελώντας. – Μωρέ, να του κατέβαζε μια! είπεν ο Χαδούλης· ψιμάρνι θα ’τρωγα. – Κι εγώ, επρόσθεσεν ο πάρεδρος· δεν ξέρεις πόσο τον μισάω το φαντασμένο. – Αμ εγώ; Σε μια σταλιά νιερό να τον βρω τον πνίγω· είπε με μίσος και ο Μπιρμπίλης. Μας πήρε πια για ρεμπάσκια! Δεν ξέρω σαν τι είνε ο τόπος κι η γενιά του. – Είνε πολιτεία, καϋμένε! είπεν ο Μαγουλάς. Αφού σου λιέει είνε πατρίδα του Τρικούπη του βεζύρη, λόγιαξε!... Κι ατός του είνε αρχοντοσόι· η ρίζα του κρατιέται από του Ζωντανού, που φτάνει στα δεκαφτά ζουνάρια. – Μωρέ, τι λιες!

Και ομόγνωμοι εγύρισαν μ’ έκφραση σεβασμού στα μάτια να καμαρώσουν τον Βαλαχά. Τώρα εύρισκαν πως δίκιο είχε και παραδίκιο ο νέος, αφού η αρχοντική οικογένειά του έφθανε τις δεκαεφτά γεννεές. Ένας τέτοιος άρχοντας έχει βέβαια το δικαίωμα να κάνη ό,τι θέλει. Και σ’ αυτούς που δεν εμιλούσε ποτέ, καλά και υπέρκαλα έκανε. Τι να μιλήση και να ειπή, αφού αυτοί δεν μετρούν ούτ’ ένα ζωνάρι!... Και θαμπωμένοι από την οικογενειακή λάμψη του Βαλαχά οι Καραγκούνηδες μόλις ετολμούσαν τώρα να σηκώσουν τα μάτια επάνω του. Αλλ’ εκείνη την ώρα κλαψάρικη ακούστηκε η φωνή του ζητιάνου: – Βοηθάτε, ρε παιδιά· χριστιανός είμαι κι εγώ· δε με λυπάστε!...

Ανυπομόνησε πλέον ο άνθρωπος στην τόσην αναισθησία των χωριάτων και την λύσσα του Βαλαχά, ώστε αποφάσισε να ζητήση βοήθεια. Αν και με τούτο δεν επήγαιναν να τον απαλλάξουν, θ’ άφινε πλέον την προσποίηση και θ’ απαλλασσόταν μ’ ένα και μοναχόν ανακλάδισμα. Αλλά οι χωριάτες στη φωνή του, λες τώρα κι εξύπνησαν από ύπνο βαθύ, εσηκώθηκαν όλοι κι έτρεξαν να τους χωρίσουν. Ο τελωνοφύλακας όμως επίμενε να μην παρατήση το θύμα του. Επήγεν ο Παπαρρίζος σαν σεβαστός να του πιάση το χέρι· αλλ’ εκείνος, τυφλός από τον θυμό, εσήκωσε και του κατάφερε μία γροθιά στο μέτωπο, που επέταξε δέκα οργυιές μακράν τη σκούφια και άφησεν άπλεχτα στον άνεμο τα ψαρά μαλλιά του.

Η γροθιά εκείνη ήταν η σωτηρία του ζητιάνου.

Ο Βαλαχάς αμέσως εστάθη κι έκπληχτος και ακίνητος, με τα χέρια ριχμένα κάτω, με τα μάτια εμπρός, στυλωμένα κάπου αορίστως, άψυχα, νεκρά σχεδόν χωρίς να βλέπουν τίποτε από τα γύρω αντικείμενα. Η γνώσις απότομα εγύρισε πύρινη και άρχισε να εξετάζη τον εαυτό του. Τ’ είνε που έκαμε! Τι μεγάλο και φριχτό κακό είνε που έκαμε! Να χτυπήση έναν παπά, ένα ιερό πρόσωπο, του Θεού λειτουργό και δίχως λόγο κανένα είνε βέβαια κάμωμα ανίερο. Ποιος Θεός είτε και ποιος άνθρωπος θα του συχωρέση αυτό ποτέ! Ποια γη θα καταδεχθή να λυώση το χέρι εκείνο και ποιος τάφος θα παραδεχθή στον κόρφο του εκείνο το κορμί! Τέτοιο κάμωμα δεν έγινε ποτέ μέσα στους αιώνες! Τέτοια τρισαναθεματισμένη ιδέα δεν επέρασε βέβαια ποτέ από ανθρώπινο κεφάλι! Είνε ανάξιος να λέγεται πλέον άνθρωπος· είνε τερατούργημα να φαίνεται ανάμεσα στον κόσμο! Δεν του μένει άλλο τώρα παρά να ξεχωνιάση τη γη και μέσα της να κρυφθή ολοζώντανος!... Όσο εξέταζε την πράξη του ο τελωνοφύλακας, τόσο εύρισκεν ένοχο τον εαυτό του. Κατάκρυα είχε τα χέρια και τα πόδια του. Το πρόσωπό του έγινε κάτασπρο σαν το χώμα. Το στήθος του ανέβαινε με συμπτώματα φοβερής δύσπνοιας. Σαν μαργαριτάρι εκαθόταν ο ίδρωτας στο μέτωπό του· τα φτερούγια της μύτης του ανακινούνταν, σαν τα βράγχια του ψαριού, που επήδησεν άμυαλο έξω από το νερό στον κατάστεγνον και ασφυχτικόν άμμο. Τέλος εσήκωσε το χέρι και το έσυρε τρεμουλιαστά στο μέτωπό του. Κι έξαφνα, ρίχνοντας ανατριχιαστικό λυγμό, απαράλλαχτο με τον ήχο που έκανε του Μαγουλά η γυναίκα όταν έτριβε το λεβέτι, έτρεξε με παραπατήματα, με ταλαντεύματα του σωμάτου επίφοβα, σαν πουλί που έχει σπασμένα τα φτερά, και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Βιαστικός έκλεισε την πόρτα, εσώριασεν ανάκατα πίσω της το σαρακοφαγωμένο τραπέζι του, το μικρό μπαούλο και την κάσα του πετρελαίου, που του εχρησίμευε για κάθισμα, κατατρομαγμένος, λες και ήθελε να σηκώση θεόρατο εμπόδιον σε φανταστικούς εχθρούς. Έπειτα με την ίδια σπουδή και ανησυχία ερρίχθηκε στο κρεβάτι του, έθαψε το κεφάλι μέσα στα μάλλινα σκεπάσματα και άρχισε να χύνη πύρινα δάκρυα, ενώ το σώμα του εσπαρτάριζεν από λυγμούς. Τι την ήθελε τη ζωή έπειτ’ από τέτοιο κάμωμα ο Βαλαχάς; – Μπας και του ’στριψε, λιέω! είπαν οι χωριάτες χασκογελώντας με το σπασμωδικόν εκείνο τρέξιμο του τελωνοφύλακα. – Μπρε π’ ανάθεμά τον, το δαιμονισμένο! Επήγε να μου χύση το μάτι!... έλεγεν ο Παπαρρίζος ψηλαφώντας το μέτωπό του.

Οι χωριάτες ετριγύρισαν όλοι τον παπά τους. Τον ερωτούσαν πώς ήταν κι εζητούσαν να ιδούν την πληγή του.

Ο ζητιάνος, αφού είδε πως κανείς δεν τον επρόσεχε, έμεινε ακόμη εκεί κατάχαμα, κλαίοντας και μυρολογώντας. – Ωχ, ο δόλιος! Μ’ εσάπισε· έσπασε όλα μου τα κόκκαλα! Δεν μπορώ να περπατήσω! Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου! Βοηθάτε, χριστιανοί μου, να σηκωθώ!

Οι χωριάτες άφησαν τότε τον παπά κι εγύρισαν να σηκώσουν τον ζητιάνο. Αλλ’ ήταν σε κακή κατάσταση, ο δυστυχισμένος! Όπου και αν τον έγγιζαν, επονούσε φριχτά. Χέρι δεν ημπορούσε να σηκώση, ούτε κεφάλι. Ξεκλειδωμένοι ήταν όλοι του οι αρμοί· λιανισμένα όλα του τα κόκκαλα! Και, χύνοντας ποτάμι τα δάκρυα, έλεγε με μισοκομμένη φωνή: – Ωχ, χριστιανοί μου, αφήστε με· δεν μπορώ! Θα πεθάνω ο έρμος κι ο θλιμμένος! Θα πεθάνω!... Παπά μου, να λάμψ’ η αγιοσύνη σου, φέρε τα γιερά να με μεταλάβης. Ο θάνατος πλακώνει· βλέπω το Χάρο π’ έρχεται να πάρη την ψυχή μου!

Οι χωριάτες εφρόντιζαν να τον παρηγορήσουν. Τον ερωτούσαν πού ήταν χτυπημένος. Του έλεγαν πως τίποτε δεν έχει και να σηκωθή. Αλλ’ αυτός επέμενε σώνει και καλά πως θα πεθάνη. – Εγώ πεθαίνω· αφήστε με να πεθάνω ήσυχα, τους έλεγε. Με σκότωσε, πάει, με σκότωσε! Μα δε φταίει αυτός·εγώ φταίω... Θε μου· μη τον κρίνης τον αφέντη· μη τον δικάσης, δικαιοκρίτη μου!... Είνε αφέντης κι αφεντικά πορεύεται. Εσκότωσ’ ένα ψοφίμι· ένα σκουλήκι της γης επάτησε· ας είνε καλά. Εγώ έφταιγα. Τ’ ήθελα εγώ να πάω κοντά του;... Ωχ, χριστιανοί μου, λυπηθήτε με!

Με τα δάκρυά του και τα παράπονα, με την χριστιανικήν εκείνην υπομονή και δέηση για την ψυχή του φταίχτη του, ο ζητιάνος ήταν ικανός και πέτρες να ραγίση. Αν και η καρδιά του Καραγκούνη δεν είναι μαλακώτερη από την πέτρα, όμως εψυχοπόνεσε τώρα. Όλοι επάσχιζαν σώνει και καλά να σηκώσουν από εκεί τον Τζιριτόκωστα. – Αχ! Πού θα με πάτε, έλεγεν αυτός στενάζοντας· δε μ’ αφίνετ’ εδώ να;... Καθώς κατάντησα θέλω στρώμα, θέλω φωτιά... – Μωρέ και στρώμα και φωτιά κι ό,τι χρειασθής· σήκω! του είπεν ο Κράπας μισοκλαίοντας. – Ωχ, λίγο ρακί· δώστε μου λίγο ρακί πρώτα, να σταλώσ’ η καρδιά μου...

Έτρεξεν αμέσως ο Μαγουλάς κι έφερεν ούζο από το μαγαζί του κι επότισε τον ζητιάνο. Έπειτα τον εβοήθησαν κι εσηκώθηκε με δυσκολία ολόσκυφτος, σαν κοψομεσασμένος. Άφησε να τον οδηγήσουν, όπου ήθελαν, μη παύοντας να βογγά και να συσταίνη στην προστασία τους τον παραγιό και το γαϊδουράκι του. – Κι εκείνος ο δόλιος, τα ίδια έπαθε· έλεγεν. Αχ! Εμάς των φτωχών τέτοια είνε η μοίρα! Όπου πάμε κλωτσές μαζώνουμε, σαν τα κοπρόσκυλα... Ας είνε καλά οι χριστιανοί· δίκιο έχουν· τους παίρνουμε το δικό τους!...

Οι χωριάτες έσυραν τον Τζιριτόκωστα σ’ έναν εύκαιρον αχυρώνα, έστρωσαν παχύ άχυρο και τον ξάπλωσαν επάνω. Έπειτα έφεραν κουβάρι και τον παραγιό και τον απίθωσαν παρέκει. Το γαϊδουράκι ο Χαδούλης έλεγε να το βάλη στον στάβλο μαζί με τα ζωντανά του και θα καλοπεράση απ’ όλα. Ας μην εφρόντιζε καθόλου. Αλλ’ αυτός επέμενε να του το βάλουν εκεί κοντά, να το βλέπη. Ήταν το μοναχό έχει του, η μόνη της πολύκληρης οικογενείας του περιουσία, ο μοναχός του σύντροφος και φίλος σ’ όλες τις κακοπάθειες της ζωής. Ήθελε να έχη στυλωμένα τα μάτια επάνω του, ως που να έβγη η αθλία του ψυχή. Επήγαν λοιπόν και το γαϊδουράκι εκεί μέσα, το έδεσαν σε μια γωνιά και του έβαλαν άφθονη φάκνα. Έπειτα επρότειναν να τον γδύσουν, να ιδούν πού ήταν χτυπημένος, να του κάμουν κανένα γιατρικό οι γυναίκες. Αλλ’ αυτός δεν ήθελε με κανένα τρόπο. Γιατί σε κόπο να τους βάλη; Αρκετά έκαμαν έως τώρα. Θα κοιταχτή μόνος του... – Μα το παιδί, αποδώ, τι έπαθε κι είν’ έτσι; τον ερώτησε ο πάρεδρος, βλέποντας έξαφνα τον παραγιό καταματωμένον και μισοζώντανον. – Ωχ, κι αυτός ο έρμος κι ο βασανισμένος!... άρχισε με κλαψάρικη φωνή ο ζητιάνος.

Αλλά και τι να ειπή, σε τι ν’ αποδώση την κατάστασιν εκείνη του Μουτζούρη; Τα παθήματα τους ήρθαν το ένα επάνω στο άλλο και δεν έδωσαν καιρό στον Τζιριτόκωστα να σκεφθή για να δικαιολογήση το πάθημα του παραγιού. Να ειπή την αλήθεια δεν ήταν δυνατό. Δεν ετρελλάθηκεν ακόμη! Δεν ήταν όμως απ’ εκείνους που τα χάνουν εύκολα. Το μυαλό του ήταν γόνιμο σε μυθοπλαστίες της στιγμής. Κι ενώ άρχισε να ταλανίζη την τύχη τους και την τέχνη τους –πράγματα που έκανε κατά συνήθεια πλέον– το μυαλό εδούλευεν ωρολόγι κι επί τέλους ηύρε τον μύθο.

Εκεί που έφευγαν, λέγει, από το Μπαμπά, αυτός εμπρός και πίσω ο παραγιός στο γαϊδουράκι δεμένος –ήταν σακάτης ο δόλιος!– τους απάντησαν δύο στρατιώτες. Τούρκοι ήσαν, Αλαμάνοι ήσαν, δεν ημπορεί να ειπή. Ήσαν όμως αληθινοί στρατιώτες. Τους εσταμάτησαν εκεί στον δρόμο, έψαξαν πρώτα τον Τζιριτόκωστα και του πήραν ό,τι κι αν είχε. Τι θα είχε; Λίγα πράγματα. Τώρα οι άνθρωποι έγιναν σφιχτοί· δεν λύνουν τη σακκούλα τους να ελεήσουν φτωχό! Εξέχασαν πως εκείνος που ελεεί φτωχό δανείζει το Θεό! Έπειτα δεν έχουν κι όλα οι άνθρωποι, να λέμε τη μαύρη αλήθεια. Επλάκωσαν κακές χρονιές! Τέλος, ό,τι λιανώματα είχε του τα πήραν. Δεν του αφήκαν λεφτό τσακισμένο. Έπειτα ηθέλησαν να πάνε και στο παιδί. Εκείνο εφοβήθηκε κι έβαλε τις φωνές. Τότε οι στρατιώτες ερρίχθηκαν θυμωμένοι επάνω του και ο Τζιριτόκωστας ελάκησε, να μη τον σαπίσουν στο ξύλο. Έπειτ’ από μια ώρα εγύρισε φυλαχτά εκεί. Οι στρατιώτες είχαν φύγει· αλλά τι να ιδή; Τα σακκούλια που έβανε τα ελέη των χριστιανών, το καποτάκι του παιδιού, μια τριχιά καινούρια που είχε στο σαμάρι, τα επήραν όλα οι στρατιώτες και το παιδί έπλεκε στο αίμα του μισοπεθαμένο...

Εκείνη την ώρα εκατάλαβεν ο παραγιός, πως τα παθήματά του εδιηγόταν τ’ αφεντικό και κατά καθήκον αναγκασμένος να τα βεβαιώση, έρριξε βραχνή και αδύνατη φωνή: – Λυπηθήτε, χριστιανοί, το σακάτικο!... Ε, πώς είμαι τ’ απταπό, το ελάχιστο! Δωρεάν εδώσατε, δωρεάν ελάβατε... Ε, πώς είμαι το ελεεινό, ελεήστε με!...

Μέσα στον σκοτεινόν εκείνον αχυρώνα, η φωνή του παραγιού η θλιμμένη και του Τζιριτόκωστα η φοβερή διήγηση, ερράγισαν τις ψυχές των χωριάτων. Μεγάλη τούς εκυρίεψεν αγανάχτησις για την πράξη των στρατιωτών που την επήραν από την αρχή έως τέλος αληθινή. Και τούτο όχι γιατί δεν έχουν πονηρία, είτε γιατί έκριναν τον Τζιριτόκωστα ανίκανο να τους ειπή ψέματα. Αλλά ήξεραν και οι ίδιοι από άλλα κατορθώματά τους· τα στρατιωτικά αποσπάσματα. Θα ειπούν τάχα πως ελευθερώθηκαν κι αυτοί! Τι ελευθερώθηκαν; Μόνον αφέντη άλλαξαν! Αντί να έχουν τον αγά, έχουν τώρα τον αξιωματικό. Αντί του τσαούση, έχουν τον λοχία· αντί του νιζάμη, τον στρατιώτη ή τον χωροφύλακα, που, άμα κάμη κατά τα χωριά, γίνεται χειρότερος από τον παλιό γενίτσαρο. Προχθές ακόμη επάνω στην Κρανιά τι κακό έκαμεν ένας λοχίας! Επήρε τον Λάγιο, τον πρώτο νοικοκύρη του χωριού και τον Μπαρούμα, που ανθρώπου δεν είπε: κάμε πέρα να περάσω, και τους έβαλεν εμπρός του όλη νύχτα να του καθαρίζη σκόρδα ο ένας και ο άλλος να βαστά σε κάθε χέρι από έν’ ασκί γεμάτο κρασί, ενώ αυτός στρωμένος χάμω εδιασκέδαζε με τους φίλους του. Και γιατί; Γιατί έτσι το ήθελεν ο κομματάρχης. Αληθινά δεν ακούστηκεν ακόμη στρατιώτες να ληστεύουν ζητιάνους· αλλ’ άνθρωποι, που κάνουν τόσα και τόσα, θα φοβηθούν να κάμουν κι αυτό; – Τούρκοι, λέει! εφώναξε θυμωμένος ο Χαδούλης· ήσαν πονετικώτεροι οι Τούρκοι απ’ αυτουνούς!... – Μακάρι να τους είχαμ’ ακόμη· ευχήθηκεν ολόψυχα ο πάρεδρος. – Πού ξέρεις, αν δεν μας έρθουν πάλι· εσυμπέρανε ο Τζουμάς. – Να δώση ο Θεός! είπε κάνοντας τον σταυρό του ο Παπαρρίζος. – Ε, πώς είναι το καϋμένο!... έκοξεν εξαφνικά ο παραγιός την κουβέντα των χωριάτων. – Σώπα, φτωχέ κι εσύ, σώπα! του αποκρίθηκεν ο ζητιάνος με ψυχοπόνια. Να που βρέθηκαν φτωχοί ανθρώποι και μας εσυμμάζωξαν. Και φαγί θα σου φέρουν και κρασί, μόν’ σώπα και συχώρα τους.

Και αληθινά οι χωριάτες, ένας με τον άλλον, έβγαιναν από τον αχυρώνα κι εγύριζαν πάλι φέρνοντας κάτι τι από το φτωχικό δείπνο τους. Ο Κράπας έφερε ζεστό και λασπερό κριθαρόψωμο και σβόλους ξεροτύρι. Ο Παπαρρίζος σκόρδα κι ένα πιάτο τραχανά. Ο Μπιρμπίλης μπλιγούρι αχνιστό και μαμαλίγκα. Ο Τζουμάς στην τσότρα λίγο κρασί. Τα εσώριαζαν όλα κοντά στον Τζιριτόκωστα και τον επαρακινούσαν να φάγη για να συνέρθη. Αλλ’ εκείνος με ολότρεμο χέρι τα παραμέριζεν από μπροστά του, ολογυρίζοντας στο άχυρο σαν το δαρμένο φίδι. Με τι όρεξη, έλεγε, να φάγη; Πώς ν’ ανοιγοκλείση τις μασέλες του, που τις έτριψε με τις γροθές ο τελωνοφύλακας; Και μήπως είχε μόνον τις μασέλες! Τα πλευρά του ήσαν όλα τσακισμένα και τ’ άκουε που έτριζαν. Τα νεφρά του ήσαν πεσμένα και του έφερναν φριχτούς πόνους. Το κεφάλι του άρχισε να πρήσκεται· δεν ημπορούσε να το κινήση λίγο χωρίς να ζαλισθή. Τα μηνίγγι του εσφυροκοπούσαν φριχτά· τ’ αυτιά του εβούιζαν· η γλώσσα του έδεσεν. Ή την έβγαζε ή δεν την έβγαζε τη νύχτα, ο δυστυχισμένος!... Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας απαίσιο. Τα δάκρυά του έτρεχαν άφθονα. Οι χωριάτες επαράστεκαν ολόρθοι τριγύρω του, με το κεφάλι κάτω, θλιμμένοι και πονετικοί. Ήσαν έτοιμοι κι εκείνοι ν’ αρχίσουν τα δάκρυα. Έκριναν την πράξη του τελωνοφύλακα, τον άγριό του θυμό κι έλεγαν πως έπρεπε να καταγγελθή, να πάη στη φυλακή, να μάθη άλλη φορά να μη δέρνη έτσι άπονα τον φτωχόκοσμο! Και μέσα στην αγαναχτισμένη τους συζήτηση αντηχούσεν από καιρό σε καιρό και του παραγιού η φωνή, να συχνολέγη θρηνητικά: – Ε, πώς είμαι το φτωχό, το πεντάρφανο!... Κόσμο ακούω και κόσμο δε βλέπω... Καλοί μου αρχοντάδες, λυπηθήτε με!...

Έξαφνα εμπήκε μέσα τρεχάτος μ’ ένα δαυλί αναμμένο στο χέρι ο Μαγουλάς. Το ήφερνε, λέγει, να μη μείνουν στα σκοτεινά οι άρρωστοι όλη νύχτα. Αλλά μόλις επαραμέρισε το άχυρο και απίθωσε το δαυλί κατά γης, η Κρουστάλλω με τους βραχίονες ανασκουμπωμένους ακόμη, τα φουστάνια σηκωμένα έως τη μέση, με τα πόδια ολόγυμνα και λασπωμένα, το πρόσωπο ξαναμμένο από θυμόν, ώρμησε πολυκαταρούσα μέσα και άρπαξε πάλι το δαυλί, μόλις άρχισε να χύνη την κόκκινή του λάμψι περίγυρα: – Ακούς εκεί! Αρέ, δε μου λέτε πως παραλαβώσατε σήμερα με τους ψειρήδες! εφώναξε ρίχνοντας στους χωριάτες άγρια βλέμματα. Δεν ανοίς τα στραβά σου, χασονούση, να ιδής που βασίλεψε ο ήλιος εδώ και μια ώρα! Εγώ κάνω τ’ αδύνατα δυνατά να κόψω από το σπίτι μου τα θηλυκά κι ατός του άλλα θέλη να μου φέρη!...

Ο Μαγουλάς εχαμήλωσε το κεφάλι και άφησε τη γυναίκα του να φύγη με το δαυλί γλωσσοκοπανώντας στον δρόμο για σερνικά και θηλυκά παιδιά. Ο χωριάτης μέσα στην τόση του καλοσύνη δεν εσυλλογίσθηκε πως έπειτ’ από το ηλιοβασίλεμα δεν βγάζουν δαυλί αναμμένο από τα σπίτια. Αν ποτέ γίνη τέτοιο πράγμα, η σπιτονοικοκυρά γεννά όλο θηλυκά παιδιά. Και η Κρουστάλλω έως τώρα είχε γεννήσει πέντε στο ερμόσπιτό της και, τόσα που έκανε, δεν ημπορούσε να τα κόψη. Τώρα εκατάλαβε το λάθος του· αλλά και οι άλλοι χωριάτες και ο παπάς και ο πάρεδρος τον εμάλωσαν γι’ αυτό. Είχε δίκιο η γυναίκα! Επαρηγόρησαν όπως-όπως τους ζητιάνους γιατί θα έμεναν στα σκοτεινά και με τα συχώρια του Τζιριτόκωστα έφυγαν ένας με τον άλλον από τον αχυρώνα.

Ο ζητιάνος από τη θέση του άκουσε τα βήματά τους ν’ αδυνατίσουν και να σβύσουν τέλος πέρα στα σύσκοτα. Έπειτα αγκομαχώντας και μισοκλαίοντας εσύρθηκε με την κοιλιά σαν ετοιμοθάνατος έως τη χαμηλή πόρτα και φυλαχτά επρόβαλεν έξω το κεφάλι κι εκοίταξε περίγυρα. Αλλά καθώς είδε την ερημία και τη σιγή, επήδησεν έξαφνα ολόρθος, ανακλαδίσθηκε κι εγέμισε τον στενόν αχυρώνα με τη μεγάλη του κορμοστασιά.

Σαν τα χαριτωμένα εκείνα πλάσματα των παραμυθιών, που κρύβονται για μήνες και καιρούς στο καρύδι από ξόρκια μαγικά είτε θεία θελήματα κι έξαφνα πετούν λαμπροφορεμένα και ανθρώπινα, έτσι και ο Τζιριτόκωστας τώρα επρόβαλλε μέσ’ από τα κουρέλια του, λεβεντοκαμωμένος και υπερύψηλος. Καμμιά δεν είχε πλέον ομοιότητα με το πριν σαρακοφαγωμένο γεροντάκι. Αν και κακόμοιρο, ήταν χρωματισμένο με τα χρώματα της υγείας και της ζωής το πρόσωπό του. Οι ώμοι του εφαίνονταν πλατείς και καλοδεμένοι· το στήθος του χορταριασμένος τοίχος· οι βραχίονές του μεστωμένοι και πολυδύναμοι· βεργολυγερή η μέση του· κυματιστά τα μηριά του από τη λαχτάρα σάρκας ζωντανής· οι κνήμες του ορθοκαθισμένες στη γη και αλύγιστες. Ζωή και θέλησις ακατάβλητη έλαμπε στα καστανά μάτια του. Η ιδέα του σημερινού θριάμβου του, η σκέψις ότι εκατόρθωσε ν’ απατήση όλους τους Καραγκούνηδες, να τους συγκινήση και να τους αρπάξη το έλεος, με φεγγοβόλημα επροδινόταν που επερίλουζε θαμπωτικό το άτομό του ολόκληρο. Ήταν ναι και τώρα εξηνταχρονίτης γέροντας· αλλ’ ήταν από τους γερόντους εκείνους που μοιάζουν με τις παλιές βελανιδιές. Όσο παλιώνουν, τόσο το ξύλο τους γίνεται μεστωμένο και σκληρό σαν χάλυβας. Χασκογελώντας άδραξεν από χάμω με πόθο την τσότρα και την εκόλλησε στα χείλη του. – Στην υγειά σας, ζωντόβολα! είπε με ειρωνεία. Πάντα νάρχεστε, πάντα να φέρνετε!...