Ο ήλιος βυθίζεται
←Ἀνάμεσα σὲ ὄρνια | Διονύσου Διθύραμβοι Συγγραφέας: Μεταφραστής: Γιάννης Καμπύσης Ὁ ἥλιος βυθίζεται |
Διαθήκη→ |
Έκδοση: Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1917. Πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά: Die Sonne sinkt |
Ο ΗΛΙΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
1
Πολὺ ἀκόμα δὲ θὰ διψᾶς,
φλογισμένη καρδιά!
Ὑπόσχεση εἶναι στὸν ἀγέρα,
ἀπ’ ἄγνωστα στόματα μοῦ σαλπίζεται,
— ἡ μεγάλη αὔρα ἔρχεται…
Ἀπάνου μου φλογιστικὸς τὸ μεσημέρι
ἐστέκονταν ὁ Ἥλιος μου·
γειά σας, ποὺ ἐρχόσαστε, σεῖς ξαφνικὰ ἀγεράκια,
ἐσεῖς τοῦ ἀπογυιόματος πνεύματα δροσερά!
Ἀπόξενος καὶ καθαρὸς φυσάει ὁ ἀγέρας.
Δὲ μὲ στραβοκοιτάζει ἡ νύχτα
μὲ τὴ λοξὴ
τὴν ξελογιάστρα της ματιά;…
Κρατήσου δυνατή, ὦ γενναία μου καρδιά!
Μὴ ρωτᾶς: γιατί;—
2
Ὦ τῆς ζωῆς μου ἡμέρα!
ὁ Ἥλιος πέφτει.
Περίχρυση πιὰ στέκει
ἡ γυαλιστὴ πλημμύρα.
Θερμὰ ανασαίνει ὁ βράχος·
καλὰ ἐκοιμόταν ἡ εὐτυχία σ’ αὐτὸν τὸ μεσημέρι
τὸ μεσημεριανό της ὕπνο;
Ἡ ἄβυσσο ἡ μαυρειδερὴ ἀκόμα παίζει ἀπάνου
εὐτυχία σὲ πράσινα φῶτα.
Ὦ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου!
ἔρχεται ἡ νύχτα!
Ἀνάβει πιὰ τὸ μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πιὰ τῆς δροσιᾶς σου ἀναβρύζει
δακρυοστάλλαγμα,
πιὰ ἀπάνου ἀπὸ ἄσπρες θάλασσες ἥσυχα τρέχει
πορφύρα τῆς ἀγάπης σου,
ἡ μακαριότητά σου ἡ στερνὴ ἡ δισταχτική…
3
Ὦ εὐθυμία, χρυσῆ, ἔλα!
Σὺ τοῦ θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαψη!
— Παραπολὺ γλήγορα ἐγὼ τὸ δρόμο μου ἔτρεχα;
Νά τόρα ποὺ τὸ πόδι ἀπόστασε,
ἡ ματιά σου μὲ προφτάνει,
ἡ εὐτυχία σου μὲ προβοδεῖ.
Γύρο μονάχα κῦμα καὶ παιχνίδι.
Ὅ,τι βαρὺ εἴταν, ἔπεσε στὴν μπλάβη λησμονιά,—
ἀργὴ στέκεται τόρα ἡ βάρκα μου.
Φουρτούνα καὶ ταξίδι — πὼς τὸ ξέμαθε!
Πόθος κ’ ἐλπίδες πνίγηκαν,
ψυχὴ καὶ θάλασσα γυαλὶ εἶναι.
Ἕβδομη μοναξιά!
Ποτές μου δὲν αἰστάνομουν τόσο κοντά μου
γλυκειὰν ἀσφάλεια,
τόσο θερμὴ τοῦ Ἥλιου τὴ ματιά.
— Ὁ πάγος τῆς κορφῆς μου ἀκόμα δὲν ἀνάβει;
Ἀσημένιο, ἐλαφρό, ἕνα ψάρι
τὸ σκάφος μου τόρα ἔξω πλέχει…