Ο Λάμπρος/Ο θάνατος του Λάμπρου και της Μαρίας

Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:
Ὁ θάνατος τοῦ Λάμπρου καὶ τῆς Μαρίας


27

Καὶ ἐξεψύχησε ὁ Λάμπρος μὲ τὸ στόμα ὁλάνοιχτο, ὄχι εἰς τὴν ἀνάπαψη τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ποῖος θὰ τοῦ κλείσῃ τὰ μάτια; Ποῦ εἶναι ἡ Μαρία, ἡ δύστυχη Μαρία; Αὐτὴ λείπει ἀπὸ τὰ χαράματα. Ἐπεριπλανᾶτο εἰς τὸν κάμπο μονάχη χαμογελῶντας, καὶ οἱ ἀχτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅπου ἀνατέλλοντας ἐκαλοῦσε τοὺς θνητοὺς νὰ χαροῦν τὴ ζωή, ἀναγάλλιαζαν μέσα εἰς ὅλα τὰ ησυχώτατα νερὰ τῆς ἐρημίας· ὁλόστρωτη ἀκίνητη ἦταν ἡ μέση τῆς λίμνης ὡσὰν γαλάζια κόρη ὀφθαλμοῦ, ποῦ μένει ἀτάραχη, ὅταν τοῦ μέλλοντος μέριμνα δὲν ἔρχεται νὰ τὴν πειράξῃ. Ἀλλὰ εἰς τὴν ἄκρη τῆς λίμνης ἐδῶ καὶ ἐκεῖ σκόρπια τὰ δέντρα, ποῦ τὴν ἐτριγύριζαν, ἐξαναφαίνονταν εἰς τὸ μάτι ἀπαράλλαχτα ὅπως εἶναι. Ἡ μαύρη Μαρία ἐπλησίασε αὐτοῦ, ἀφοῦ ἐγύρισε ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη, καὶ βλέποντας τὰ ἀντικείμενα ἐκεῖ μέσα νὰ ἀντανακλῶνται, εἰς τὸ τυφλωμένο λογικό της ἐφαντάσθηκε ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ἄλλος κόσμος· ἐκοντοστάθηκε, καὶ ὑψώνοντας τὰ μακριά της χέρια, καὶ δείχνοντας εἰς τὴν ὄψη της τὸ χαμόγελο τῆς τρέλλας, ἐμουρμούρισε εἰς τὰ χείλη της· «Ἐκεῖνος βέβαια θὲ νὰ εἶναι κόσμος καλύτερος ἀπὸ τοῦτον, κ’ ἐγὼ θὰ ἐτοιμασθῶ νὰ πάω ἐκεῖ. Θὰ ἰδῶ, τάχα, θὰ ἰδῶ ἄν κ’ ἐκεῖ πέρα δὲν θὰ εὑρεθῇ οὔτ’ ἕνα χέρι ἐλεημονητικὸ νὰ ἁπλωθῇ πρὸς ἐμένα. Γιατὶ εἰς τὴ γῃ τούτη ἔχω τόσους καιροὺς ὁποῦ διαβαίνω ξιππασμένη ἀνάμεσα εἰς τὸσα προσώπατα ξένα, ὡς νὰ εἶχα πρωτοφανῇ τώρα ὀμπροστά τους. Θὰ πάω ἐκεῖ πέρα· ἄς στολισθῶ λοιπὸν ὅσο μπορέσω καλύτερα, μὴ μὲ καταφρονέσουν οἱ νέοι ξένοι ἐκεῖ κάτω.»

Ἔτσι λέγοντας ἅπλωσε τὰ λιγνὰ δάχτυλα εἰς κάτι ἀγριόχορτα, ὁποῦ ἐφύτρωναν εἰς τὴν ἐρημία, ἔπλεξε μὲ αὐτὰ ἕνα στεφάνι εἰς τὴν τρισάθλια κεφαλή της, ἔβαλε εἰς τὸ λαιμό της τὴν πολυστέναχτη πλεξίδα,

Καὶ εἰς τὸ κῦμα, ποῦ βλέπει ὡς τὸν καθρέφτη,
Ξανακυττάει, χαμογελάει, καὶ πέφτει.

28

Καὶ βλέπει μέσα ’ς τὰ νερὰ καθάρια
Ἄλλος λάμπει οὐρανός, ἄλλα κλωνάρια.

29

«Σκύφτω ἐδῶ μέσα, καὶ ξανοίγω ὀμπρός μου
»Ἀναπάντεχα μέρη ἀλλουνοῦ κόσμου.»

30

Ἡ Μαρία, ἐνῷ πηγαίνει νὰ καταποντισθῇ, κυττάζει κατὰ γῆς καὶ βλέποντας τὸν ἥσκιο της λέει· Ἐσὺ λοιπὸν θέλεις νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς; σοῦ ἐβάρηνε λοιπὸν ἡ ζωή εἰς τοῦτο τὸν κόσμο. Ποία εἶσαι σύ; Δὲ θυμοῦμαι νὰ σ’ ἔχω ἰδῇ ποτέ μου· καὶ εἶναι πολὺ παράξενο νὰ μὲ ἀκολουθᾷς τώρα ὁποῦ εἶμαι τόσο δυστυχισμένη· φαίνεσαι ὡσὰν μία τρελλή αὐτοῦ κατὰ γῆς· φυλάξου ἀπὸ τοὺς ἄντρες, ἀπὸ τὰ εὐωδιασμένα λουλούδια ὁποῦ αὐτοὶ βαστοῦν εἰς τὸν κόρφο τοὺς γιὰ νὰ μαγεύουν ἀπὸ τὰ ψιθυρίσματά τους, ἀπὸ ταῖς κρυφαῖς ματιαῖς……

31

Ἔμελλε νὰ τελειώσῃ τὸ ποίημα μὲ τὴν ἀκόλουθη παρομοίωση εἰς τὴν ὁποίαν ἐπαρασταίνετο ἡ τύχη τοῦ Λάμπρου, τῆς γυναικὸς του, καὶ τῶν τέκνων τους.

Ἦταν ἀδύνατο δέντρο εἰς ἕνα δάσος, κι’ ἅπλωσε τὰ κλωνάρια του εἰς ἄλλο δέντρο· τέσσερα βλαστάρια ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν κορμό του· ἐπέρασε τὸ ἀστροπελέκι καὶ δὲν ἄφησε ἄλλο εἰμὴ τὸ χῶμα, ὅπου εἶχαν ριζώσῃ.

Καὶ δὲν ἔμεινε μήτε ἕνα κλωνάρι,
Φιλέρημο πουλάκι νὰ καθήσῃ,
Τὸ βράδυ, τὴν αὐγή, νὰ κηλαϊδήσῃ.