Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος/Πράξις δευτέρα

Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Συγγραφέας:
Πράξις δευτέρα


(Εις τα υπόγεια των ανακτόρων τον βασιλέως Τρίκαρδου.
   Εις το βάθος θύρα· αριστερά θύρα· δεξιά θύρα· εδώ κ' εκεί
   εδώλια. Η σκηνή φωτίζεται μόνον από ένα λύχνον).



ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ



   ΦΡΟΥΡΟΣ ΠΡΩΤΟΣ—ΦΡΟΥΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ΠΡΩΤΟΣ
   Πρώτη φορά;

ΔΕΥΤΈΡΟΣ
   Πρώτη φορά.

ΠΡΩΤΟΣ
   Δεν σ' έχουν ξαναστείλει
   στους θόλους τούτους για φρουρό;

ΔΕΥΤΈΡΟΣ
   Ποτέ. Κάποιοι μου φίλοι
   πούκαναν βάρδια κάποτε στ' άφωτα τούτα υπόγεια
   μου τάχαν ιστορίσει. Εγώ δεν πίστευα σε λόγια
   κ' επιθυμούσα να τα 'δω με τα δικά μου μάτια.
   Τώρα τα βλέπω κι' απορώ.

ΠΡΩΤΟΣ
   Πρωτάκουστα παλάτια,
   κτισμένα κάτω από τη γη. Του απάνω κόσμου οι κρότοι
   σβύνουν εδώ και χάνονται. Σκότη απλωμένα· σκότη,
   που δεν καταλαβαίνομε πότε είν' αυγή και βράδυ.
   Οι λύχνοι, πάντ' ακοίμητοι, καίνε καντάρια λάδι,
   το μόνο φως πούχομ' εδώ. Μιας πιθαμής φεγγίτη
   δεν βλέπεις όπου κι' αν στραφής—του Ανήλιαγου το σπίτι
   σου λέει ο άλλος.— Ήλιος; μπα! μήτε τη ζωγραφιά του
   ζωγραφισμένη σε χαρτί θε ναύρης εδώ κάτου,
   μήτε τον νοματίζομε.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Γιατί;

ΠΡΩΤΟΣ
   Δεν ξέρω. Η σκάλα —
   την είδες — θεοσκότεινη, στενή, και μέσα στ' άλλα
   στριφογυρνά σαν σάλιαγκας, μην τύχη και ξεφύγη
   μια ακτίνα από τ' απάνω φως, όταν η θύρ' ανοίγη,
   κ' έρθη εδώ κάτω.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Απίστευτα!

ΠΡΩΤΟΣ
   Και τ' είν' η θύρα εκείνη;
   ασήκωτη καταπακτή, που την ανοιγοκλείνει
   ο Τρίκαρδος μονάχος του με δυο κλειδιά ατσαλένια
   και τα κρατεί στον κόρφο του και πάντα έχει την έννοια
   στα δυο του εκείνα τα κλειδιά. Κ' η θύρα ως τόσο μένει
   ολονυκτίς ορθάνοικτη κι' ολημερίς κλεισμένη,
   κ' είνε φραγμένη λες κι' αυτή της κλειδωνιάς η τρύπα.
   Αυτά είνε τα παλάτια εδώ· κι' όμως, μ' όσα κι' αν είπα,
   δεν θα τα νοιώσης αν δεν πας κρατώντας στώνα χέρι
   λύχνο, με τ' άλλο ψάχνοντας· γιατ' έχει εδώ και μέρη
   που μόνο ο λύχνος δεν αρκεί.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Πάντα εδώ μέσα μένει
   ο Ανήλιαγος;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ολημερίς.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Ζωή τυραννισμένη
   που θα την κάνη ο δύστυχος σε τούτο το πηγάδι!

ΠΡΩΤΟΣ
   Καθόλου· δεν εγνώρισε τον ήλιο. Κάθε βράδυ
   που αρχίζει η νύκτα για όλους μας, για' κείνον ξημερώνει
   κ' η μέρες είνε νύκτες του· κ' έτσι περνούν οι χρόνοι
   με το φεγγάρι μοναχά και με της νύκτας τ' άστρα.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Κ' έχει καιρό εδώ κάτω;

ΠΡΩΤΟΣ
   πώς! μαζί με τη βυζάστρα
   βρέφος εδώ τον έφεραν εδώ είν' αναθρεμμένος
   κ' είνε στον κόσμο αγνώριστος κι' ο κόσμος είνε ξένος
   γι αυτόν. Και μόνο ο μάγιστρος ο Φλώρος και πέντ' - έξη
   καβαλλαραίοι, που ο Τρίκαρδος τους έχει λες διαλέξει
   μέσα σε χίλιους, μόνοι αυτοί τον συντροφεύουν. Κάθε
   που πέφτει ο ήλιος, πάει μ' αυτούς κυνήγι (γιατί μάθε
   πως για κυνήγι είνε τρελλός) μα πριν η αυγή προβάλη,
   πριν σβύση η πούλια τ' άστρα της, ξαναγυρίζει πάλι
   στ' ανήλιαγα παλάτια του.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Γιατί τον έκλεισ' όμως
   στα υπόγεια αυτά ο πατέρας του;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ποιος ξέρει! κάποιος νόμος
   θε νάνε, νόμος μυστικός, να ζη απ' τους άλλους χώρια.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Δεν φαίνετ' ανυπόμονος; δεν δείχνει στενοχώρια
   στη σκοτεινή του τη σκλαβιά, στη φυλακή του τούτη;
   δεν θέλει να χαρή κι' αυτός της δόξες και τα πλούτη
   του βασιλιά πατέρα του ;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ποτέ ως τα τώρα· κι' όχι
   μόνο δεν τώλεγε σκλαβιά, μα φαίνονταν πως τώχει
   χαρά του νάνε πάντα εδώ, στα ίδια και στα ίδια.
   Περνούσε ως τώρα αδιάφορος με γέλια και παιχνίδια.
   Μα εδώ και κάμποσον καιρό συλλογισμένος σκύβει
   κι' ούτε μιλεί κι' ούτε λαλεί· σωπαίνει, σαν να κρύβη
   κάποιο του πόθο μυστικό, κ' έχει το νου γεμάτο,
   ξεχειλισμένο συλλογές.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Δεν έρχετ' εδώ κάτω
   κι' ο ρήγας;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ο πατέρας του; κάθε πρωί, πριν φέξη.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Δεν τούκανε παράπονα;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ποτέ του· ούτε μια λέξι
   πικρή δεν εξεστόμισε. Χαίρεται που τον βλέπει,
   κι' ο Τρίκαρδος τον αγαπά πολύ κι' όπως του πρέπει,
   γιατ' είνε, αλήθεια, γνωστικό, φρόνιμο παλληκάρι
   και μέσ' στης άλλες χάρες του κι' αυτήν είχε τη χάρι
   να γεννηθή μοναχογυιός.

ΓΡΥΛΛΟΣ (έξωθεν της σκηνής)
   Φρουρός!

ΠΡΩΤΟΣ
   Ο γέρο - Γρύλλος,
   ο σύμβουλος του Τρίκαρδου κι' ο πειο πιστός του φίλος.

(Καθ' ην στιγμήν ο πρώτος φρουρός βαίνει προς την θύραν,
   ο Γρύλλος εισέρχεται).

ΠΡΩΤΟΣ (τω Γρύλλω)
   Στης προσταγές σου.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Εγύρισεν ο Πρόχορος;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ακόμα

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Όταν γυρίση, κράξε με.

(Εξέρχεται δια της δεξάς θύρας).

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Πού πάει;

ΠΡΩΤΟΣ
   Ψηλά στο δώμα
   να 'δη τ' αστέρια.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Και γιατί;

ΠΡΩΤΟΣ
   Γιατί; για να λογιάση
   την ώρα. Ο νόμος, φαίνεται, προστάζει, πριν πλαγιάση
   κ' η Πούλια στην ανατολή, νάρχετ' εδώ στους θόλους
   ο Ανήλιαγος.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Ο Πρόχορος;

ΠΡΩΤΟΣ
   Εκείνος χώρια απ' όλους
   έρχεται πρώτος, βιαστικός στο δρόμο, για να φέρη
   το μήνυμα πως έφθασεν ο Ανήλιαγος. Θα ξέρη
   κι' άλλα, που λες, ο Πρόχορος, γιατ' όσο εκείνος λείπει,
   ο Γρύλλος είν' ανήσυχος κι' όλο με καρδιοχτύπι
   ρωτά και πηγαινόρχεται, και μόλις φθάση, κλείνουν
   της πόρτες ανυπόμονοι, το γλωσσοδέτη λύνουν
   και λένε, λένε μυστικά. . .

(Πλησιάζει εις την θύραν του βάθους)

   Σαν ν' άκουσα στη σκάλα
   τα βήματά του. Είνε βαρειά και στέρεα και μεγάλα
   και βιαστικά, κι' αντιλαλούν οι θόλοι.

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Εγώ να φύγω:
   Μήπως δεν πρέπει να με 'δη;

ΠΡΩΤΟΣ
   Γιατί; Πρόσμενε λίγο
   να πάω του Γρύλλου να του πω πως ήρθε.

(Εξέρχεται)

ΔΕΥΤEΡΟΣ (μόνος)
   Ανάθεμά με
   κι' αν νοιώθω καν που βρίσκομαι. Μου φαίνεται σαν νάμαι
   μέσ' σε παλάτια μαγικά κι' αλλόκοτα.



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

(Εισέρχεται ο Πρόχορος, κρατών δάδα αναμμένην)

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Ποιος είσαι;

ΔΕΥΤEΡΟΣ
   Φρουρός.

ΠΡΟΧΟΡΟΣ

(δεικνύων την αριστεράν θύραν)

   Αμέσως άνοιξε τη θύρα εκείνη.

(δεικνύων την θύραν του βάθους)

   Κλείσε
   τη θύρα αυτή.

(δεικνύων την δεξιάν θύραν)

   Και πήγαινε.

(Ο Δεύτερος φρουρός, αφού εξετέλεσε την εντολήν, εξέρχεται.
   Ο Πρόχορος έρχεται προς την αριστερά θύραν και γονυπετεί
   με το έν γόνατον. Ταυτοχρόνως σχεδόν εισέρχονται δια μεν
   της αριστερά θύρας ο Τρίκαρδος δια δε της δεξιά ο Γρύλλος).

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία)
   Αχ! πόσο αργά περνάνε
   για μένα η νύκτες!

(Προς τον Πρόχορον)

   Έφθασαν;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Έφθασαν. Όπου νάνε
   θα κατεβούν.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ανάσανα!... Άγρυπνος σε προσμένω·
   λέγε μιαν ώρα αρχήτερα.

(Ο Πρόχορος σιωπά)

   Πολύ συλλογισμένο
   σε βλέπω.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Ό,τι έχεις να μας 'πης, βιάσου· μην τύχη κι' όταν
   έλθουν, δεν θάχωμε καιρό.

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Εκείνο που εφοβόταν
   ο ρήγας, έγινε.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Πώς;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Ναι. Μια κάποια κυρά - Ρήνη
   τον έπιασε στα δίχτυα της.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Του πέρα πύργου;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Εκείνη

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ

(συγκρούων με απελπισίαν τας χείρας)

   Αλλοίμονό μου!

(μετά τινα σιγήν)

   Είν' ώμορφη;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Σαν ζωγραφιά. Δεν είδα
   ποτέ μου τόσην ωμορφιά.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Κ' είν' από πού;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Πατρίδα
   δεν έχει.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Πώς δεν έχει;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Ναι· κανείς, κανείς δεν ξέρει
   ποια είν' η πατρίδα της, κανείς. Ήρθε από ξένα μέρη
   μα από ποια μέρη κι' από πού, τώχει κρυφό.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Θε νάναι
   κάποια απ' αυτές που η μάγισσες με τα στοιχειά γεννάνε,
   ταις δίνουν βιος και ταις πετούν καταμεσής του δρόμου
   για ναύρουν τύχη.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία, βηματίζων)
   Εσίμωσεν η ώρα! αλλοίμονό μου!
   Του κάκου δίνω προσταγές, του κάκου ελπίδες πλάθω!...

(Προς τον Πρόχορον)

   Πού πήγες και πού ρώτησες; λέγε, θέλω να μάθω.

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Σε χίλια μέρη ερώτησα, σε χίλια μέρη επήγα·
   άλλοι, κόρη την είπανε κάποιου μεγάλου ρήγα
   που ξέπεσε κι' απόσβυσε και χάθηκε η γενιά του·
   άλλοι, πως παραστράτησε και πως στην απονιά του
   την έδιωξε ο πατέρας της, την ξόρισε στα ξένα·
   άλλοι, πως είνε μάγισσα κρυφή κ' έχει κρυμμένα
   τα μαγικά της σύνεργα, βότανα και τεφτέρια,
   στον πύργο της, και πως μιλεί τη νύκτα με τ' αστέρια,
   και πως μαζεύει τη δροσιά της νύκτας στάλα - στάλα
   και κάνει μάγια και πλανά τους νειους· κι' άλλ' είπαν άλλα.
   Κι' όμως, όσους ερώτησα κανείς δεν τη γνωρίζει,
   αν κι' όλοι τους ομολογούν πως αρχοντιά μυρίζει
   κι' ας είνε μάγισσα κρυφή κι' ας είνε ό,τι κι' αν είνε.
   Άλλο δεν ξέρω να σου πω. Τώρα μονάχος κρίνε
   τη δύναμι της ωμορφιάς στα μάτια τα γραμμένα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία, με αναστεναγμόν)
   Κανείς δεν νοιώθει τι είν' αυτό που με φοβίζει εμένα!

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Ξέχασ' αλήθεια· οι χωρικοί του πύργου της θαυμάζουν
   όλοι την καλωσύνη της κι' όλοι την ονομάζουν
   κυρά των και βασίλισσα. Το καμαρώνει εκείνη
   κι' όσο δουκάτα τους σκορπά κι' όσο φλωριά τους δίνει
   τόσο κι' αυτοί την αγαπούν.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Αγάπη αγορασμένη
   αγάπη δεν λογιάζεται.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Κ' είπες πως είνε ξένη ;

ΠΡΟΧΟΡΟΣ
   Και ξένη και παράξενη· κρυφόζωη, ξελογιάστρα,
   κ' είνε το κάστρο της κρυφό, δεν μοιάζει τ' άλλα κάστρα.
   Βάγιες φρουρούν της βίγλες του· τα φρύδια των δοξάρια,
   Αλλοί σ' όσους διαβαίνουνε κι' αλλοί στα παλληκάρια
   που αναθαρρεύουν άστοχα!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Και τρις αλλοί σε μένα
   που ο γυιός μου, ο γυιός μου πιάστηκε μέσ' τα κρυφοπλεγμένα
   στα μαγικά τα δίχτυα της!

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Εγώ θαρρώ πως πρέπει...

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (διακόπτων)
   Τι πρέπει;

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Να του ανοίξωμε τα μάτια.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Δεν θα βλέπη
   όσο κι' αν του τ' ανοίξωμε. Τα μάτια τάχ' η νειότη
   μονάχα για την ωμορφιά. Ό,τι κι' αν κάνης, ό,τι,
   ό,τι κι' αν πης, κοιμάται ο νους· τον νανουρίζουν πόθοι
   κι' από γερόντων συμβουλές ούτε γροικά ούτε νοιώθει.
   Κοιμάται, και στον ύπνο του κτίζει χρυσά παλάτια.
   Τα μάτια να του ανοίξωμε!... Θαρρείς πως με τα μάτια
   κυττάζ' η αγάπη; Ρίχνει αυτή τριανταφυλλένια σκέπη
   στα μάτια, κι' όποιος αγαπά, τριανταφυλλένια βλέπει.
   Τα μάτια να του ανοίξωμε !...

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Μα λες καλά και σώνει
   πως τόσο τον επλάνεψε και πως θε νάνε η μόνη
   που θ' αγαπήση; Από πολλές μαθήματα θα πάρη
   ως νάρθη εκείνη η διαλεχτή που θάχη και τη χάρι
   να γίνη και γυναίκα του.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Δεν μ' έννοιωσες ακόμη·
   δεν λέω για την αγάπη του, κι' ούτ' έχω εγώ άλλη γνώμη,
   κ' η γνώμη σου είνε αληθινή κ' είνε σωστή, το ξέρω·
   μα μια φορά που αγάπησε, θ' ακούση πεια το γέρο
   το δύστυχο πατέρα του ; Τώρα... σαν παραμύθια
   της συμβουλές μου θα θαρρή.

(Μετά τινα σιγήν)

   Παράδοξος, αλήθεια,
   πατέρας θα σου φαίνωμαι και τύραννος στο γυιό μου!
   λες: εκείνος έφθασε στην άκρη πεια του δρόμου
   κ' έχει χορτάσει τη ζωή, και σαν ζηλιάρης φράζει
   το δρόμο του παιδιού του εμπρός, μόλις γλυκοχαράζει
   της πρώτης νειότης του η αυγή!„ , Ναι, κ' έχεις δίκηο αν ίσως
   τέτοια στοχάζεσαι κ' εσύ. Φαίνεται ζήλεια, μίσος
   στα μάτια σου, στα μάτια σας, στου κόσμου όλου τα μάτια,
   το κλείσιμο του γυιού μου εδώ στ' ανήλιαγα παλάτια,
   στη σκοτεινιά, που σαν τυφλοί σκοντάφτουνε κι' οι χρόνοι.
   Φαίνεται ζήλεια· πώς αλλοιώς; κι' όμως δεν καμαρώνει
   κανείς πατέρας, όσο εγώ, το γυιό του.

ΓΡΥΛΛΟΣ
   Βασιλιά μου!...

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Φαίνεται μίσος· πώς αλλοιώς; κι' όμως 'δες τα μαλλιά μου
   πώς άσπρισαν απ' τον καϋμό που τον θωρώ κλεισμένο!
   στα υπόγεια τούτα ολημερίς.

(Βηματίζει σύννους, εμπλέκων τα δάκτυλα εις την κόμην του.
   Είτα κατ' ιδίαν).

   Τι θέλω; τι προσμένω;
   το φως τον κρυφοκυνηγά !... Σώπα! σ' αποστομώνω
   κραυγή του πόθου της ζωής!...

(Προς τον Γρύλλον και Πρόχορον)

   Αφήσατέ με μόνο,
   κι' όταν ο γυιός μου ο Ανήλιαγος γυρίση, νάρθης, Γρύλλε
   μαζί του· και συ, Πρόχορε, φρουρά στη θύρα στείλε
   και κλείσε και μαντάλωσε.

(Ο Γρύλλος και ο Πρόχορος εξέρχονται)



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ



ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (μόνος)
   Καιρός να φανερώσω
   το μυστικό της Μοίρας του, της άγριας Μοίρας· όσο
   περνά ο καιρός ο αγύριστος, όλες η ώρες, όχι,
   όλες, αχ! όλες η στιγμές της πλέκουνε το βρόχι
   που θα του ρίξη όπου τον βρη με τ' άπονό της χέρι,
   Καιρός να μάθη ο Ανήλιαγος. Πρέπει κανείς να ξέρη
   που μένει ο εχθρός του κι' από πού τεντώνει το δοξάρι,
   να στήση την ασπίδα του βέλος να μη τον πάρη.

(Κάθηται βαρύς. Κάτωθεν της σκηνής ακούεται απειλητική
   η φωνή της Μοίρας).

ΜΟΙΡΑ

(κάτωθεν, απαγγέλλουσα βραδέως)

   Όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, το φανερώση,
   να μαρμαρώση!

(Ο Τρίκαρδος εγείρεται αποτόμως. Στρέφει την κεφαλήν
   δεξιά, αριστερά, προς την στέγην προς το δάπεδον και
   σιωπά προς στιγμήν).

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Τ' είν' η ζωή; Κληρονομιά που απ' το γονειό του παίρνει
   κάθε παιδί, και την κρατεί κι' απάνω του την σέρνει
   για να την δώση με καιρό κ' εκείνο στο παιδί του.

ΜΟΙΡΑ (κάτωθεν, βραδέως)
   Το δέντρο για τη ρίζα του φροντίζει. Αν το κλαδί του
   το σπάση δυνατός Βορριάς, το κάψη αστροπελέκι,
   η ρίζα του νάνε καλά, το δέντρο ολόρθο στέκει.

(Ο Τρίκαρδος ταράσσεται και σιωπά προς στιγμήν)

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Γλυκειά η ζωή, μα είνε ζωή για τον πατέρα, εκείνη
   που βγάζει από τα σπλάχνα του και στο παιδί του δίνει.
   Αυτή είνε η πειο γλυκειά ζωή. Φωνή του εγώ, κοιμήσου,
   ξύπνα, φωνή των σπλάχνων μου... Παιδί μου, τη ζωή σου
   του ήλιου το φως την κυνηγά, κι' όσες χρυσές του αχτίδες
   τόσες σαΐτες δολερές. Αμέτρητες παγίδες
   σού στήν' η Μοίρα όπου κι' αν πας. Στάσου, μην τρέχης, στάσου!
   στρέψε τα μάτια πίσω σου, στη νύχτα· είνε μπροστά σου
   η ημέρα, μα σε καρτερεί μ' αλάθευτες σαΐτες.
   Του ήλιου η ματιές είν' όχεντρες για σένα κ' είν' αστρίταις.
   Κι' όμως πόσοι καλότυχοι ζουν απ' το φως του, πόσοι!

ΜΟΙΡΑ (κάτωθεν, βραδέως)

   Όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, να μαρμαρώση!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Φρίκη ! Κι αν μέσ' στο μάρμαρο μέν' η ψυχή μου ακόμα
   και να λαλήση θέλοντας βρίσκη φραγμένο στόμα;
   Φρίκη! Κι' αν μέσ' στο μάρμαρον η αγάπη μένη ακέρια
   και ν' αγκαλιάση θέλοντας, ακίνητα τα χέρια
   βρίσκη; κι' ακούοντας τη φωνή του γυιού μου, δεν τον βλέπη
   κι' ανώφελα τον λαχταρά; Παιδί μου!... Κι' όμως πρέπει
   να σου στυλώσω τη ζωή. Ζωή μου είν' η δική σου
   κι' αγάπη μου η αγάπη σου.

(Αποφασιστικώς, ατενίζων το δάπεδον)

   Μοίρα σκληρή, εκδικήσου!

(Ρίπτεται αδρανής επί του εδωλίου)



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

(Εισέρχονται ο Ανήλιαγος και ο Γρύλλος)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ

(σπεύδων και γονυπετών προ του πατρός του)

   Συλλογισμένο σε θωρώ.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ

(εναγκαλιζόμενος τον υιόν του)

   Παιδί μου αγαπημένο,
   τον ερχομό σου καρτερώ, τα λόγια σου προσμένω
   να διώξω κάθε συλλογή πέρ' απ' το νου μου, πέρα·
   να σ' αγκαλιάσω...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Είσαι χλωμός, πολύ χλωμός, πατέρα·
   φαίνεσαι σαν ανήμπορος.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ήμουν πριν έρθης.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι είχες;
   Τα μάτια σου είνε κόκκινα και των μαλλιών σου η τρίχες
   ανάστατες.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Μη σκιάζεσαι και μη φοβάσαι. Οι γέροι
   συχνά αρρωσταίνουν· μια αλλαγή της ώρας, έν' αγέρι
   πειο δροσερό, ένα τίποτα... Μη σε φοβίζουν όμως
   η αρρώστιες η γεροντικές· είνε της φύσεως νόμος
   να φεύγουν όπως έρχονται — αρρώστιες διαβατάρες
   Αν ήξερες με τι καϋμούς, με τι σκληρές λαχτάρες
   τον ερχομό σου επρόσμενα!

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Σ' ευχαριστώ, πατέρα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Αυτή είνε η μόνη αρρώστια μου. Με ξεγελά όλ' ημέρα
   κι' ολονυχτίς με τυραννεί με την αγρύπνια. Τρόμοι
   κι' ανήσυχοι καρδιόχτυποι.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Δεν έχεις δίκηο. Οι δρόμοι
   τη νύκτα είν' όλοι ερημικοί κ' ήσυχοι, το σπαθί μου
   πρόθυμο, και το χέρι μου γερό, κ' οι ακόλουθοί μου
   πιστοί, σιδεροπάλαμοι, γενναίοι, κι' ας είνε λίγοι.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Απόψε πώς επέρασες; πώς πήγε το κυνήγι;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εγειρόμενος)
   Ήταν η νύχτα ζηλευτή κ' είχε περίσσια χάρι,
   κι' όταν, προς τα μεσάνυχτα, κρύφτηκε το φεγγάρι
   κι' άνοιξε τα ματάκια της τα διαμαντένια αστέρια
   κι' ο γαλαξίας απλώθηκε, κοπάδι περιστέρια,
   και την εσφικταγκάλιασε κ' έγυρ' εκείνη αγάλια
   και στα γλυκοψιθύριστα του αγέρα παρακάλια
   λιγώθηκε, πλανέθηκε — μέσ' στη γληκειά της πλάνη,
   μέσ' στ' απαλό της λίγωμα τόσ' ώμορφη μου εφάνη
   που το δοξάρι επέταξα μαζί με τη φαρέτρα
   κι' απάωρος την εθαύμαζα. Μόνο καρδιά από πέτρα
   τα φυλλοκάρδια της κλειστά θε να βαστούσε αγνάντια
   στ' αμέτρητα ματάκια της τ' ακτινωτά διαμάντια
   που τα διπλοκαθρέφτιζε τρεχούμενο νεράκι.
   Και τα βουνά τα ολόγυρα, ξαγρυπνισμένοι δράκοι,
   και το λαγκάδι ανάμεσα με τα γυρτά κλωνάρια
   κ' η λίμνη με τ' ατάραχα νερά της τα καθάρια
   και κάποια ανάσα ανάλαφρη, γλυκειά και μοσχοβόλα,
   όλα την εσυντρόφευαν και της ταιριάζαν όλα.
   Ω! πόσο ωραία μου φάνηκεν η νύχτα απόψε!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Αλήθεια,
   έχει κρυμμένες ωμορφιές· κι' οπούχει τη συνήθεια
   να ξαγρυπνά, καθώς εσύ, ν' ανερευνά, να ψάχνη,
   θε ναύρη μέσ' στη σκοτεινιά, στου φεγγαριού την άχνη,
   στων άστρων το αντιφέγγισμα κάθε ωμορφιά κρυφή της.
   Ο! πειο ώμορφη χίλιες φορές απ' την ξανθή αδελφή της
   που λέμε ημέρα.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Κι' όμως, αχ! πω τα θυμούμαι ακόμα
   τα λόγια, που έν' αθώρητο και μαγεμμένο στόμα,
   ίσως το στόμα του αηδονιού μέσ' στα πυκνά τα φύλλα,
   ίσως... δεν ξέρω, μα έννοιωσα μια τέτοια ανατριχίλα
   σαν σε λουτρό απ' ανθόνερο, τέτοια, που ακόμα νοιώθω
   μια επιθυμιά ανιστόρητη κι' ακράτητο ένα πόθο
   ν΄ ακούσω κι' άλλη μια φορά τα λόγια εκείνα πάλι.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (εγειρόμενος)
   Τι λόγια;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Εκεί που εθαύμαζα τ' αχνοπλασμένα κάλλη
   της νύχτας, ξάφνω μια φωνή, μια μουσική, ένας ήχος
   —δεν ξέρω πώς να σου το πω—κάποιο τραγούδι, δίχως
   ρίμες και λόγια, απλώθηκε σαν ευωδιά από πέρα
   κ' εγέμισε. πλημμύρισε, ξάφνιασε τον αγέρα·
   κ' ήταν τραγούδι κ' ευωδιά μαζί, κ' ήτανε κάτι
   —δεν ξέρω πώς να σου το πω—που φαίνεται στο μάτι
   σαν ζωγραφιά, κ' εδιάβαζα τα λόγια μέσ' στο χρώμα
   και μέσ' στο γλυκομίλημα της μουσικής, κι' ακόμα
   στο χάιδεμα της ευωδιάς.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Τι λόγια; λέγε μου τα,
   θέλω ν' ακούσω, Ανήλιαγε· λέγε.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τα λόγια τούτα:
   "Γλυκεία είν' η νύχτα· στα κρουστά τα πέπλα της κρυμμένη
   ανήσυχη, ανυπόμονη τον ώμορφο προσμένει".

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ποιόν ώμορφο;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   "Στο χέρι της κρατεί χρυσό λαγήνι
   δροσιά γεμάτο, για να πιη" εκείνος που θα γίνη
   δικός της μόνο μια στιγμή.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ποιος;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   "Είν' ο έρωτάς των
   στιγμή κι' ανάσα κι' αστραπή. Κρυφά προσμένοντάς τον
   τον ώμορφο...

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (διακόπτων)
   Ποιόν ώμορφο;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (συνεχίζων)
   .. λιγώνονται τ' αστέρια
   „τα μάτια της, και τρέμουνε· κι'απλώνει αυτή τα χέρια,
   „τα χέρια τ' αχνοδάχτυλα, κ' ένα προς ένα ρίχνει
   „ τα πέπλα εκείνα τα κρουστά, κι' αγάλια - αγάλια δείχνει
   „ μισόγυμνες της χάρες της στου Αυγερινού τα μάτια·
   „ ωσότου 'δη τον ώμορφο με τα γοργά του τ' άτια
   „ καμαρωτό, περήφανο, βγαλμένο απ' το λουτρό του,
   „ καθάριο σαν το μάλαμα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (κατ' ιδίαν με ταραχήν)
   Μιλεί για τον εχθρό του.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   „ Κ' έρχετ' εκείνος μ' ανοικτές, ολάνοικτες αγκάλες,
   „ γεμάτες πόθο, φλογερές, ατέλειωτες, μεγάλες
   „ όσο το πλάτος τ' ουρανού κι' όσο της γης το πλάτος.
   „ Και τότε η νύχτα κράζοντας με μια λαχτάρα: νάτος !
   „ γδύνετ' ολόγυμνη με μιας κι' ορμά στην αγκαλιά του,
   „ και σβύνεται λιπόθυμη μέσ' στα γλυκά φιλιά του,
   „ ωσότου εκείνος φεύγοντας θε να την συνεφέρη.
   „ Ήλιο τον λένε„.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (με φρίκην)
   Ανήλιαγε!...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (με ανησυχίαν)
   Πατέρα μου!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Καρτέρει.

(Προς τον Γρύλλον)

   Γρύλλε, το Θύρση κάλεσε κ' έλα μαζί του πάλι.

(Ο Γρύλλος εξέρχεται)

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (μετά τινα σιγήν)
   Παιδί μου, ο θρόνος σου ψηλός κ' η δόξα σου μεγάλη.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Ο θρόνος σου κ' η δόξα σου, πατέρα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Αγώνες, μάχες,
   μόχθοι στο κύμα, στη στεριά και στων βουνών της ράχες
   τόσα και τόσα εγίνηκαν του θρόνου σκαλοπάτια
   και τον εσήκωσαν ψηλά, ψηλά. Λίγα παλάτια
   τόσο ψηλά το θρόνο τους τον έχουνε στημένο.
   Το θρόνο σου...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
   Το θρόνο σου, πατέρα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
   ... μάτι ξένο,
   μάτι εχθρικό πριν τον ιδή και πριν τον αντικρύση,
   στα βλέφαρά του θα κρυφτή, θα κλείση, θα δακρύση,
   θα τυφλωθή. Το θρόνο σου...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
   Το θρόνο σου, πατέρα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
   ... κάστρα και φέουδα και χωριά τον προσκυνούν, ως πέρα
   που σπάει το κύμα στου βουνού τα κουφωτά ποδάρια
   Το θρόνο σου...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (διακόπτων)
   Το θρόνο σου.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (συνεχίζων)
   ... άφοβα παλληκάρια,
   γενναίοι ιππότες τον φρουρούν με την καρδιά στο χέρι
   και με το χέρι στο σπαθί.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Πατέρα μου!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Καρτέρει.

(Προς τον Γρύλλον και προς τον Θύρσην, οι οποίοι την στιγμήν
   αυτήν εισέρχονται διά της δεξιάς θύρας).

   Απόψε ρήγας σας εγώ δεν είμαι πλέον· ο γυιός μου
   ρήγας στο θρόνο θ' ανεβή.

(Ο Γρύλλος και ο Θύρσης οπισθοχωρούν κατάπληκτοι).

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (εντόνως)
   Ποτέ! κι' όλου του κόσμου
   τους θρόνους αν μου χάριζες!

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ανήλιαγε, το στέμμα
   το μέτωπό μου δεν βαστά να το σηκώνη.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Ψέμμα!
   Συμπάθησέ μου, βασιλιά πατέρα μου, τη λέξι,
   μα μέτωπο γερώτερο ποιο στέμμα θα διαλέξη;

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Όταν στην άκρη ενός γκρεμού στέκεται νειος και γέρος
   κ' η άκρη είνε στενόχωρη κι' ούτ' έχει τόσο μέρος
   για να χωρέσουνε κι' οι δυο, πρέπει ν' αφίση θέσι
   στο νειο πρώτος ο γέροντας και στο γκρεμό να πέση
   για να χωρή στην άκρη ο νειος.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Πατέρα, αν είνε ο θρόνος
   άκρη γκρεμού, στην άκρη αυτή συ ν' απομείνης μόνος
   κ' εγώ να πέσω στον γκρεμό.

(φιλεί τας χείρας του Τρίκαρδου)

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ (ιδία)
   Σφίξου, καρδιά μου, δέσε
   τα μάτια μου να μη θωρώ.

(Προς τον Ανήλιαγον)

   Έλα, παιδί μου, πέσε
   στην αγκαλιά μου! είνε γκρεμός τόσο βαθύς, που ανθρώπου
   μάτι δεν φθάνει στου βυθού της άγριες πέτρες, όπου
   η αγάπη μου κι' ο πόνος μου παλαίβουνε του κάκου!
   Αγκάλιασέ με, Ανήλιαγε.

(Εναγκαλίζεται τον υιόν του. Είτα, αποσπώμενος).

   Πρόσεξε τώρα κι' άκου
   μιαν ιστορία παράξενη, που ούτ' άκουσες μα κι' ούτε
   κανένας άκουσε ποτέ, ποτέ ως τα τώρα.

(Προς τον Γρύλλον και προς τον Θύρσην)

   Ακούτε
   και σεις.

(Τον πλησιάζουν όλοι)

   Όταν γεννήθηκες, Ανήλιαγε, την τρίτη
   βραδειά, που η Μοίρες, τρεις μαζί, πάνε σε κάθε σπίτι
   το βρέφος να μοιράνουνε, να πουν τα ριζικά του,
   στόλισα το παλάτι μου από τη θύρα κάτου
   με σκορπιστά δαφνόφυλα και μ' άνθη και με γλάστρες,
   γιατ' είν' η Μοίρες πονηρές κ' είνε περιγελάστρες
   κι' ανερευνούν και ψάχνουνε παντού, να βρουν ψεγάδι.

(Σιωπά αποτόμως με κάποιαν ταραχήν)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι έχεις, πατέρα;

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Τίποτα.

(Μετά τινα σιγήν)

   Το τρίτο εκείνο βράδυ
   στην κάμαρά σου ετοίμασα τραπέζι κ' έστρωσά το
   με στόφες μεταξόφαντες, κ' έβαλα σ' ένα πιάτο
   χίλιων ειδών ζαχαρωτά, και σ' αργυρή λεκάνη
   ροδόμελι, τα χείλη των εκείνο να γλυκάνη
   για να τα πουν γλυκά - γλυκά τα ριζικά σου

(Σιωπά και πάλιν και ατενίζει έντρομος προς το δάπεδον,
   ως ν' ακούη την φωνήν της Μοίρας).

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι είνε;
   τι βλέπεις έτσι;

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Τίποτα... Μείνε κοντά μου, μείνε ν' ακούσης όλα που θα 'πω.

(Μετά μικράν σιγήν)

   Χρυσάργυρο καντήλι
   με χίλιες διαμαντόπετρες στη γέννα σου είχε στείλει
   για δώρο τότε ο πάππος σου. Στον κόσμον όμοιο κ' ίσο
   καντήλι δεν θε να βρεθή· κ' εγώ, για να τιμήσω
   της Μοίρες, τ' άναψα ψηλά, κ' επήγα να προσμένω
   μονάχος στο παράθυρο το κουφωτά κλεισμένο
   για να της 'δω που θάρχωνται. Νύχτα γλυκειά τ' Απρίλη·
   έξω φεγγάρι ολόφωτο και μέσα το καντήλι
   και στην καρδιά μου πειο χρυσή, πειο λαμπερή η ελπίδα.
   Αχ!...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Αναστέναξες; γιατί;

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Της πρόσμενα· της είδα
   που πρόβαλαν καμαρωτές πέρ' απ' τον πέρα φράχτη
   και σιγαλοπερπάτητες. Η μια κρατούσε αδράχτι,
   ρόκα κρατούσε η δεύτερη κ' ένα ψαλίδι η τρίτη.
   Η φορεσιά των κάτασπρη, γαλάζιο ένα σειρήτι
   την στόλιζεν ολόγυρα. Έτρεξα στο κρεββάτι
   κ' έκανα πως κοιμήθηκα. Την ίδιαν ώρα, κάτι
   σαν πεταλούδα εδιάβηκε, κ' επίμονη επετούσε
   γύρω στο φως του καντηλιού τρελλά, σαν να ζητούσε
   ή να το σβύση ή να καή. Και τώσβυσεν. Ανοίγει
   διάπλατ' η θύρα...

(Διακόπτεται τρέμων)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Τι έπαθες; πες μου, πατέρα.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Ρίγη
   με συνεπαίρνουν.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Πήγαινε, πατέρα, να ησυχάσης.

ΤΡΙΚΑΡΔΟΣ
   Όχι· κοντεύει η ώρα μου. Πρόσεχε να μη χάσης
   ούτε μια λέξι. Στο βαθύ σκοτάδι, ανοίγ' η θύρα
   κι' ακούω κρυφομιλήματα, και μπαίνει πρώτη η Μοίρα
   με το ψαλίδι. Τι έτυχεν εμπρός της; Πάει, σκοντάφτει,
   πέφτει, σηκώνεται, βογγά, κ' η όψι της αστράφτει
   απ' το θυμό της... φοβερή και τρομερή ! Τινάζει
   τον κόρφο της και στρέφεται στης άλλες και φωνάζει:
   "Σταθήτ' εκεί! Στα σκοτεινά μ' εδέχτηκαν; σκοτάδια
   νάν' η ζωή του, ανήλιαγη και στερημένη, κι' άδεια,
   άδεια απ' του ήλιου της χαρές. Ο ήλιος νάν' εχθρός του·
   μόλις ο ήλιος τόνε δη, νεκρός να πέση εμπρός του!
   Κι' όποιος τ' ακούση κι' άστοχος το πη, να μαρμαρώση! „
   Ανήλιαγε !...

(Τείνει τους βραχίονας αδρανείς, ξηρούς, ακάμπτους ως μάρμα-
   ρον και κλίνει να καταπέση σύγκορμος και μονοκόμματος).

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ

(Προσπαθών να τον κρατήση).

   Πατέρα μου!

(Κάμπτεται υπό το βάρος του καταπίπτοντος πατρός του.
   Είτα ψαύων μετά λυγμών τας χείρας του Τρίκαρδου)

   Μάρμαρο !...

(ψαύων τας παρειάς του Τρίκαρδου)

   Πέτρα!...

ΜΟΙΡΑ
(κάτωθεν απειλητικώς και βραδέως)

   Κι όσοι
   τ' άκουσαν κ' έτσι αστόχαστοι το 'πουν, το φανερώσουν,
   να μαρμαρώσουν !..

(Ο Γρύλλος και ο Θύρσης ακούουν μετά τρόμου
   την φωνήν της Μοίρας, εν ώ πίπτει η Αυλαία).