Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος/Πράξις πρώτη

Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Συγγραφέας:
Πράξις πρώτη


(Δάσος παρά τον πύργον της κυρά - Ρήνης. Εσπέρα).

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΜΗΝΑΣ, ΔΟΜΝΑ, ΦΛΩΡΟΣ

(Ο Μηνάς και ο Φλώρος κρατούν έκαστος δρέπανον.

Η Δόμνα κάθηται επί δέματος ξύλων).

ΜΗΝΑΣ
   Σαν το μολύβι ασήκωτα τα δυο μου χέρα απόψε.
   Με συνεπήρε ο κάματος.

ΦΛΩΡΟΣ
   Ε! με το κόψε - κόψε
   και το δρεπάνι το τραχύ κι αυτό στομώνει.

ΜΗΝΑΣ
   Αλήθεια.
   Θέριζα και μου φούσκωνε τα γέρικα τα στήθια
   η ανάσα.

ΦΛΩΡΟΣ
   Τα γεράματα δεν έρχονται μονάχα.

ΜΗΝΑΣ
   Μη δεν το βλέπω, Φλώρε μου; Ας ήταν πάλι νάχα
   τα εικοσιπέντε χρόνια μου! Πόσο τα λαχταρούσα
   εκεί που αγκομαχούσα εγώ, σκυμμένος, και θωρούσα
   τους νειους, που δρεπανίζοντας άνοιγαν μονοπάτια
   κ' έστρεφαν και ξανάστρεφαν τα φλογερά τους μάτια
   με πόθο στης ωμορφονιές.

ΦΛΩΡΟΣ
   Πάντα η Aγάπ' είν' ίδια,
   πάντ' απ' τα μάτια πιάνεται κι αρχίζει με παιχνίδια
   για να τελειώση στους καϋμούς της ζήλειας. Σώπα, γέρο,
   είν' η κοπέλλες άκαρδες.

ΜΗΝΑΣ
   Είμαι παθός και ξέρω.

ΔΟΜΝΑ
   Χαρά στο! έχει παράπονα! λύσσαξε να με πάρη
   και τώρα....

ΜΗΝΑΣ
   Αυτό του λέω κ' εγώ. Δε μούψησες το ψάρι
   στα χείλια ως που να πης το ναι;

ΔΟΜΝΑ
   Και μη δεν τώπα τάχα;
   Να δούμε θα τ' ακούση αυτός ή θε να ζη μονάχα
   με την ελπίδα;

ΜΗΝΑΣ
   Ποια είν' αυτή;

ΔΟΜΝΑ
   Η Μαργαρώνα, η βάγια
   της κυρά - Ρήνης.

ΜΗΝΑΣ
   Της κυράς;

ΔΟΜΝΑ
   Ναι. Τούχει κάνει μάγια.

ΦΛΩΡΟΣ
   Άσε την, κυρά Δόμνα μου, μη την κακογλωσσεύης·
   δε φθάνω εγώ στης χάρες της.

ΔΟΜΝΑ
   Φθάνεις και περισσεύεις·
   μα εκείνη πεια ξιππάστηκε - νομίζει πως θα πάρη
   κάποιο αρχοντόπουλο κι' αυτή γιά κάποιον καβαλλάρη
   σαν από κείνους πούρχονται μόλις ο ήλιος σβύνει
   και φεύγουν τα χαράμματα.

ΜΗΝΑΣ
   Ποιοί νάνε, αλήθεια, εκείνοι;

ΔΟΜΝΑ
   Ξέρω κ' εγώ; μα για καλό δε θάρχωντ' εδώ πέρα.

ΦΛΩΡΟΣ
   Μπα! για κυνήγι.

ΜΗΝΑΣ
   Φαίνεται.

ΔΟΜΝΑ
   Για κάποια περιστέρα
   πούχει το κάστρο της κυράς ψηλό περιστεριώνα
   και το γεράκι δεν ψηφά.

ΦΛΩΡΟΣ
   Τι; για τη Μαργαρώνα ;

ΔΟΜΝΑ
   Πολύ ψηλά τη σήκωσες.

ΜΗΝΑΣ
   Για την κυρά;

ΔΟΜΝΑ
   Ποιος ξέρει!
   Μη δεν της πρέπει να κινούν κι' από τα ξένα μέρη
   κι από της γης τα πέρατα για τα γλυκά της μάτια;
   Και ποιος δεν μπλέκεται γι αυτήν στου πόθου τα πλεμμάτια
   και ποιος τη βλέπει και μπορεί να την αλησμονήση;

ΦΛΩΡΟΣ
   Κι άλλες πολλές είν' ώμορφες.

ΔΟΜΝΑ
   Καμμιά όμως δεν είν' ίση
   με την κυρά μας.

ΜΗΝΑΣ
   Κι ωμορφιές και χάρες κι όλα τάχει.

ΔΟΜΝΑ
   Καμαρωτή και λιγερή σαν του Μαγιού το στάχυ.
   Να την.



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

   (Διέρχεται εις το βάθος της σκηνής η κυρά - Ρήνη, συνοδευομένη
   από την Μαργαρώναν).

ΜΗΝΑΣ
   Για 'δες κορμοστασιά!

ΔΟΜΝΑ
   Λαμπάδα ορθοστημένη·
   Θαρρείς πετά που περπατεί κι ασάλευτη απομένει.
   Ποιές χάρες και ποιες ωμορφιές ίσα μ' αυτήν θα βάλω;

ΦΛΩΡΟΣ
   Και λες εκείνοι πούρχονται τη νύχτα. . . .;

ΔΟΜΝΑ
   Δίχως άλλο
   για την κυρά μας έρχονται.

(Συνομιλούν ιδιαιτέρως)

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
   Ο ήλιος πάει στη δύσι
   σαν κουρασμένος βασιλιάς.

ΡΗΝΗ (προς την Μαργαρώναν)
   Αχ! πώς αργεί να σβύση!
   λες και το κάνει επίτηδες.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την κυρά - Ρήνην)
   Όποιος προσμένει κάτι,
   βρίσκει για πάντ' ατέλειωτη την ώρα τη φευγάτη.

(Η κυρά - Ρήνη και η Μαργαρώνα εξέρχονται).



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ



ΜΗΝΑΣ
   Πρόσωπ' αγγελοχάιδευτο, κορμί δίχως ψεγάδι!

ΔΟΜΝΑ
   Όλα καλά· μα δε μου λες,πούπάει το βράδυ - βράδυ
   και δείχνετ' ανυπόμονη σαν κάποιον να προσμένη,
   σαν κάποιονε ν' αποζητεί; Έναν καιρό, κλεισμένη
   στον πύργο της, μήδ' έβγαινε μηδέ κι αλλού φαινώνταν
   μηδέ κανένα εδέχονταν.

ΜΗΝΑΣ (ειρωνικώς)
   Θα την ρωτήσω, κι όταν
   θα μου το πη, σ' το λέω κ' εγώ.

(με κάποιαν αυστηρότητα)

   Μα, πες μου, τι σε μέλει;
   Δεν είν' ελεύθερη κυρά να κάνη αυτό που θέλει;

ΔΟΜΝΑ
   Κι ελεύθερ' είνε και κυρά κι ούτε ρωτά κανένα,
   τα ξέρω· μα τα μάτια μου δεν με γελούν εμένα.
   Κάτι κρυφοκυτάγματα προς του βουνού τα πλάγια,
   κάτι κρυφομιλήματα με την πιστή της βάγια,
   κάτι κρυψίματα βαθειά στο λόγγο, μέσ στην ώρα
   πούρχοντ' οι καβαλλάρηδες απ' την απάνω χώρα,
   κάτι από 'δώ κάτι από 'κεί....

ΜΗΝΑΣ
   Το πήρες πεια συνήθεια
   κι' όλο τα ίδια αναμασάς.

ΔΟΜΝΑ
   Να πούμε την αλήθεια,
   τ' αξίζει, γιατ' είν' ώμορφος κ ευγενικός.

ΜΗΝΑΣ
   Ποιος πάλι;

ΔΟΜΝΑ
   Εκείνος πούρχεται, καλέ! Ρήγας θα νάναι. Οι άλλοι,
   αρχόντοι φαίνονται κι αυτοί. . .

ΜΗΝΑΣ (διακόπτων)
   Γυναίκα, εμείς δεν πρέπει
   να βλέπωμε, να νοιώθωμε, ν' ακούμε. Αυτός που βλέπει
   κι' ακούει και νοιώθει, πρέπει δα και να μπορή να δίνη
   τη γνώμη του· μπορούμ' εμείς; και μας ρωτούν εκείνοι;

(ακούεται μακρόθεν άσμα)

   Έρχονται κι' η κοπέλλες μας από το θέρος.

ΔΟΜΝΑ
   Άκου,
   Φλώρε μου· διάλεξε απ' αυτές για ταίρι σου· του κάκου
   τη Μαργαρώνα κυνηγάς! Δεν είνε δα και τόσο. ..
   Να 'δης εγώ τη ζηλευτή νυφούλα θα σου δώσω!



ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

(Εισέρχεται η Χρυσανθώ και άλλοι χωρικοί και χωρικαί,
   κρατούντες δρέπανα).

ΧΡΥΣΑΝΘΩ (άδουσα)
   Στον κήπο της μαννούλας σου τριανταφυλλιά ανθισμένη
   περιβολάρη καρτερεί και κηπουρό προσμένει.
   Ποιος θε νάχη τέτοια χάρι
   κηπουρό να τόνε πάρη) ;

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ
   Ποιος θε νάχη τέτοια χάρι
   κηπουρό να τόνε πάρη ;

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Τα ρόδα να μυρίζεται, τους κλώνους να χαϊδεύη,
   τα φύλλα να γλυκοφιλά, τ' αγκάθια να κλαδεύη.
   Κι' αν αυτή τον αγκυλώνη
   κι' αν πονή, να μη μαλλώνη.

ΟΛΟΙ ΟΜΟΥ
   Κι' αν αυτή τον αγκυλώνη,
   κι' αν πονή, να μη μαλλώνη.

ΜΗΝΑΣ
   Γεια σου, χρυσή μου Χρυσανθώ, και καλή μοίρα νάχης |
   και το καλό σου ριζικό στη στράτα σου να λάχης.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Σ' ευχαριστώ, γέρο Μηνά, να ζήσουν τα παιδιά σου σαν τα βουνά.

ΔΟΜΝΑ
   Σ' ευχαριστώ· κι' ότι ποθεί η καρδιά σου
   και γρήγορα να δώση ο Θεός του γάμου τα στεφάνια!
   Πώς τα καλοπεράσατε;

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Ρώτησε τα δρεπάνια
   να σου το πουν.

ΔΟΜΝΑ
   Θ' απόστασες.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Ανάσα δεν επήρα.
   Δουλειά, μαννούλα μου, δουλειά! Μα, αλήθεια, είχαν μια πύρα
   η αχτίδες του ήλιου σήμερα, και τόση λάμψι, τόση,
   όπου τα στάχυα τα χρυσά, τάχαν διπλά χρυσώσει
   κ' εκείνα αντιφεγγίζοντας μας θάμπωναν τα μάτια.
   Η θυμωνιές ανάλαμπαν, τ' αραδιαστά δεμάτια
   μαλαματένια εφαίνονταν κ' εμείς σκυφτές στο χώμα
   δος του κ' ιδρωκοπούσαμε, δουλεύοντας ακόμα
   ως τη στιγμή που εσήμανε του Εσπερινού η καμπάνα.

ΔΟΜΝΑ
   Ας είν' καλά τα νειάτα σας.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Αι! τι να γένη, μάννα!
   το στάρι θέλει προκοπή για να γενή καρβέλι.

ΜΗΝΑΣ
   Καλά το λες, κοπέλλα μου.

ΔΟΜΝΑ
   Κ' η νειότη αγάπη θέλει.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Η αγάπη θέλει και καιρό. Πώς ήθελα μονάχα
   όχι το βιος, την ξεννοιασιά της κυρά - Ρήνης νάχα!
   Την είδαμε που πήγαινε στο λόγγο. Ό,τι κι' αν πούνε
   δεν βρίσκετ' άλλη σαν αυτή. Τι ζηλεμένη πούνε
   και τι γλυκειά!

(Εισέρχεται δρομέως νέος χωρικός).

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ



ΧΩΡΙΚΟΣ (ασθμαίνων)
   Τα μάθατε; τα μάθατε ;

ΜΗΝΑΣ
   Τι τρέχει;

ΔΟΜΝΑ
   Τ' είνε;

TΙΝΕΣ
   Τι τρέχει; λέγε μας.

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Κρύος ίδρωτας βρέχει
   το μέτωπό μου.

ΔΟΜΝΑ
   Μα από τι;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Αφίστε με μια στάλα
   να πάρω ανάσα. Απόστασα τρέχοντας και μέσ' στ' άλλο
   κομπιάζει κ' η φωνή μου εδώ στο λάρυγγά μου.

ΔΟΜΝΑ
   Πες μας
   και ξαποσταίνεις ύστερα μονάχος.

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Τι ντροπές μας!
   τ' ήταν αυτό που πάθαμε!

ΜΗΝΑΣ
   Δε σε καταλαβαίνω·
   λέγε μιαν ώρ' αρχήτερα.

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Να. . .

ΜΗΝΑΣ
   Τι;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Μ' αυτόν τον ξένο,
   μ' αυτόν το ρήγα πούρχεται. . . Πήρα το μονοπάτι
   της ρεματιάς, όταν αυτοί, καβάλλα και τρεχάτοι,
   μπήκαν στο λόγγο. Επρόφθασα σ' ένα δεντρί ν' ανέβω
   κ' εζάρωσα να μη θαρρούν πως τους παραμονεύω
   κι' αλλοίμονό μου!

ΜΗΝΑΣ
   Αμμ' τι θαρρείς!

ΦΛΩΡΟΣ
   Και το γελάς;

ΔΟΜΝΑ (ανυπομονούσα)
   Ως τόσο
   αφίσετέ τον να τα πη.

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Λοιπόν, για να γλυτώσω,
   ζάρωσα μέσα στα κλαδιά. Καμαρωμένος στ' άτι
   ο ρήγας, σαν να γύρευε, σαν νάψαχνε για κάτι,
   κυττούσ' εδώ, κυττούσ' εκεί. Ξάφνω μπρος σε θυμάρια
   τ' άτι σαν στύλος στέκεται στα πισινά ποδάρια,
   αναταράζει σύντριχη τη χαίτη του, δαγκάνει
   το χαλινάρι τ' αργυρό, γύρους ολόρθο κάνει
   και χλημιντρίζει αφρίζοντας, και κατεβαίνει πάλι
   και πάλι ανασηκώνεται μ' ορμή τόσο μεγάλη
   που ο ρήγας πέφτει κατά γης.

ΠΑΝΤΕΣ
   Πω! Πω!

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Τότε σαν βό[ησε]
   κάποια κραυγή σπαρακτική, που βούιξεν ο λόγγος,
   απώνα θάμνο ακούστηκε. Κ' ενώ οι ακόλουθοί του
   τρέχουν να τον σηκώσουνε, αυτός, με το σπαθί του
   στο χέρι, ολόρθος βρέθηκε και, πριν ανάσα πάρη,
   αλαφιασμένος, ξαφνικός, χλωμός σαν κεχλημπάρι,
   ορμά στο θάμνο μονομιάς.

ΜΗΝΑΣ
   Τ' ήταν στο θάμνο;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Εκείνη

ΜΗΝΑΣ
   Ποια εκείνη;

ΔΟΜΝΑ
   Δεν την έννοιωσες ακόμα ;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Η κυρά - Ρήνη

(Πάντες εκφράζουν έκπληξιν)

ΜΗΝΑΣ (με απορίαν)
   Στο θάμνο μέσα;

ΔΟΜΝΑ (προς τον χωρικόν)
   Κ' έπειτα ;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Κατάχαμα πεσμένη,
   σαν αγιοκέρι κίτρινη και λιγοθυμισμένη·
   λες κ' ήτανε παληόπανο.

ΦΛΩΡΟΣ
   Κ' η Μαργαρώνα;

ΔΟΜΝΑ
   Σώπα
   και συ με της αγάπες σου! Χίλιες φορές σου τώπα
   βγάλ' τη απ' το νου σου.

(προς τον χωρικόν)

   Το λοιπόν ;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Γονάτισε αυτός στώνα
   γόνατο, την ανάσυρε κοντά, στ' άλλο του γόνα
   στήριξε το κεφάλι της αγάλια - αγάλια. Σκύβει
   με μια λαχτάρα φανερή κι' αρχίζει να της τρίβει
   τώνα και τ' άλλο χέρι της.

ΔΟΜΝΑ
   Πωπώ! ντροπές! Κ' εκείνη
   τον άφινε;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Τον άφινε.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Πώς να μη τον αφίνη,
   αφού είχε πέσει κατά γης κ' είχε λιγοθυμήσει;


ΔΟΜΝΑ
   Και δεν μπορούσε τάχατες ο ρήγας να νομίση
   πως τώκαν' έτσι ψέμματα γυρεύοντάς του χάδια;

ΧΩΡΙΚΟΣ
   Δεν το πιστεύω· εφαίνονταν.

ΔΟΜΝΑ
   Πολύ κακά σημάδια.

ΜΗΝΑΣ
   Καλά, κακά, ποιος μας ρωτά, ποιος μας ξετάζει; Σύρε,
   γυναίκα, να πηγαίνωμε στο σπίτι. Η νύκτα επήρε
   και το σκοτάδι απλώθηκε κ' είν' άδειο το στομάχι.
   Πάμε, παιδιά μου· η Χρυσανθώ, που καλή μοίρα νάχη,
   με το γλυκό τραγούδι της μπροστά θε να πηγαίνη
   και θα ξεχνώ την κούρασι.

ΧΡΥΣΑΝΘΩ
   Πάμε, παιδιά· τι βγαίνει
   να χάνωμε τα λόγια μας;

(Τραγουδεί το ίδιον άσμα της ενώ εξέρχωνται όλοι, πλην
   του Φλώρου, όστις προσποιείται ότι κάτι ζητεί).



ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

(Φλώρος μόνος. Μετ' ολίγον η Μοίρα

ΦΛΩΡΟΣ
   Αχ! θα τη δω και πάλι
   Τι έχει να κάνη αν χαίρωνται τον έρωτά τους άλλοι
   κ' εγώ τον πνίγω μέσα μου; Θα 'πης, τον έχει νοιώσει
   και κάνει την ανήξερη. Μη δεν το βλέπω; Μα όση
   κι' αν έχη απάνθρωπη απονιά, θωρώντας με τι πόνο
   την αγαπώ, με τι καϋμό σαν το κεράκι λυώνω
   μηροστά της και για χάρι της, ίσως κι' αυτή, ποιος ξέρει,
   θ' αποφασίση να το πη το ναι.

(Ακούεται θόρυβος. Ο Φλώρος στρέφεται)

   Νάταν τ' αγέρι
   μέσ' στα ξερά χαμόκλαδα;

(Παρατηρεί προσεκτικώτερον)

   Κάποια γρηά ζητιάνα.

(Κάθηται. Εισέρχεται η Μοίρα μετημφιεσμένη εις γραίαν
   κυρτήν. Σκεπάζει την κεφαλήν διά μιας καλύπτρας, η οποία
   κατερχόμενη κρύπτει τα ενδύματά της).

ΜΟΙΡΑ (πλησιάζουσα)
   Ώρα καλή σου, αφέντη μου!

ΦΛΩΡΟΣ
   Πώς τώπες, γρηά μάννα;
   Νάμουν αφέντης, θάβλεπες στο χέρι μου δρεπάνι;

ΜΟΙΡΑ
   Αι! τον αφέντη γυιόκα μου, μόν' η δουλειά τον κάνει
   κ' είνε διαμάντι αληθινό κι' ατίμητο πετράδι
   ο κάθε ρόζος του χεριού, γιατ' είνε αυτός σημάδι
   της τιμημένης της δουλειάς.

ΦΛΩΡΟΣ
   Είνε κι' αρχόντοι ως τόσο...

ΜΟΙΡΑ (διακόπτουσα)
   Πούνε πειο δούλοι κι' από 'μας. Μούλαχε ν' ανταμώσω
   πέρα στο λόγγο κάμποσους, ας πω, χρυσοσπαθάτους
   πούρχωνταν καμαρώνοντας απάνω στ' άλογά τους
   κ' έτρεμαν, δούλοι αληθινοί, το ρήγα τους.

ΦΛΩΡΟΣ
   Τους είδες;

ΜΟΙΡΑ
   Κάτω στο λόγγο. Ολονυκτίς γυρνούν σαν νυχτερίδες
   και την αυγή...

ΦΛΩΡΟΣ (διακόπτων)
   Και την αυγή;

ΜΟΙΡΑ
   Δεν ξέρω οι άλλοι εκείνοι
   τι κάνουν, ούτε και ρωτώ· μα ο ρήγας τους αφίνει,
   φορεί τη βελουδένια του, την πειο χρυσή στολή του
   και πάει με πόθο μια και δυο και βρίσκει την καλή του.

ΦΛΩΡΟΣ
   Μπα;

ΜΟΙΡΑ (κατ' ιδίαν)
   Στη στιγμή το πίστεψε.

(προς τον Φλώρον)

   Και λένε πως δεν κάνει
   'μέρα χωρίς να τήνε 'δη

ΦΛΩΡΟΣ
   Την έχει με στεφάνι;

ΜΟΙΡΑ
   Τι λες, παιδί μου; τι άπραγος και γελασμένος πούσαι
   μα αν ήτανε γυναίκα του θε να την αγαπούσε
   με τέτοια αγάπη; Ο έρωτας φεύγει μακρυά απ' το γάμο.

ΦΛΩΡΟΣ
   Κ' έχουν να 'πουν πως έρχεται και ξενυκτά εδώ χάμω
   για την κυρά μας.

ΜΟΙΡΑ
   Και γι αυτήν.

ΦΛΩΡΟΣ
   Και λες πως θέλει νάχη
   κι' αυτήν κ' εκείνη; και της δυο ;

[ΜΟΙΡΑ]
   Κι άλλες, κι' όποια του λάχη.

ΦΛΩΡΟΣ
   Μπα την καϋμένη την κυρά! Κι αν τον πιστεύη;

ΜΟΙΡΑ
   Πρέπει
   κάποιος που τούχει τα πιστά και που συχνά τη βλέπει
   να της το πη, πριν μέσα της βαθειά ριζοβολήση
   η αγάπη.

ΦΛΩΡΟΣ
   Και ποιος άλλος δα μπορεί να της μιλήση
   παρά μονάχα η βάγια της, η Μαργαρώνα; Εκείνη
   κάθε κρυφό και μυστικό μαζί της παιρνοδίνει
   κ' η κυρά - Ρήνη τη θωρεί κάπως σαν όμοια κ' ίση.

ΜΟΙΡΑ
   Το ξέρω.

ΦΛΩΡΟΣ
   Λένε μάλιστα πως θε να την προικίση
   και θα της δώση γι' άνδρα της, αχ! κάποιον καβαλλάρη,
   κάποιον ιππότη με σπαθί και με φτερά.

ΜΟΙΡΑ
   Μακάρι!
   Γιατί αναστέναξες;

(ο Φλώρος σιωπά)

   Α! α! σαν να σε νοιώθω. Μήπως;
   Τα μάτια σου είνε διάφανα και της καρδιάς σου ο κτύπος
   σαν την καμπάνα ακούγεται.

ΦΛΩΡΟΣ
   Και τι θε να κερδίσω;
   στα τάρταρα κι' αν κατεβώ, στ' αστέρια κι' αν πηδήσω
   δική μου δεν θα γίνη αυτή.

ΜΟΙΡΑ
   Ποιος ξέρει!

ΦΛΩΡΟΣ
   Σώπα, μάννα·
   δεν σου ζητώ παρηγοριές· ούτε με λόγια πλάνα
   θε να βλαστήση η ελπίδα μου, η ελπίδα η ξεγελάστρα·
   μαράθηκε και πάει κι' αυτή σαν τον ανθό στη γλάστρα
   που χέρι δεν ευρέθηκε να τον ποτίση.

ΜΟΙΡΑ
   Κι όμως...

ΦΛΩΡΟΣ
   Τι θες να πης; είνε μακρύς και δύσκολος ο δρόμος
   που πάει ως την καρδιά της — αχ! μονάχα καβαλλάρης
   μπορεί να φθάση.

ΜΟΙΡΑ
   Κι' αν εγώ βοηθήσω να την πάρης;

ΦΛΩΡΟΣ
   Δεν με γελάς. Και τ' είσαι συ ; και τι μπορείς να κάνης
   στη Μαργαρώνα; Χα ! χα! χα! τα μάγια της λεκάνης
   ή μη τα μάγια των μαλλιών ;

ΜΟΙΡΑ
   Τίποτ' απ' όλα ' κείνα.
   Έχω τ' αγαποβότανο. Σου τάζω σ' ένα μήνα
   νάνε δική σου, αλάθευτα. Μ' αυτό θα την πλανέψω,
   θα της ανοίξω την καρδιά και θε να σ' ορμηνέψω
   πώς να φερθής.

ΦΛΩΡΟΣ
   Αν τάζης μου τέτοια μεγάλη χάρι,
   εγώ σου τάζω ... Είμαι φτωχός, μ' αν στέρξη να με πάρη,
   σου τάζω τη ζωή μου εγώ. Τι να την κάνω τάχα,
   δίχως εκείνη, τη ζωή ; για παιδεμό μονάχα;

ΜΟΙΡΑ
   Κ' εκείνη, δίχως τη ζωή, τι να την κάνης; όχι,
   δεν θέλω τη ζωή σου εγώ· η μοίρα μου δεν τώχει
   να ξανανειώσω.

ΦΛΩΡΟΣ
   Τι ζητάς, τι θέλεις από μένα;

ΜΟΙΡΑ
   Δεν θέλω ψεφτοτάμματα, λόγια, λόγια χαμένα·
   θέλω να σώσω την κυρά. Κάποτε μούχει κάνει
   κάποιο καλό αλησμόνητο κ' η αγάπη μου δεν φθάνει
   να το πληρώση. Θέλω, ναι, να τήνε σώσω απώνα
   ξελογιαστή. Σαν θα γενή δική σου η Μαργαρώνα,
   θε να σ' ακούη ό,τι της λες· θα της τον παραστήσης
   ποιος είνε, και, σαν άνδρας της εσύ, θα της ζητήσης
   να της τα πη. Την ξέρω εγώ τη Μαργαρώνα· αν άλλοι
   της φανερώσουν τι είν' αυτός, δεν θα πιστέψη· αν πάλι
   πιστέψη, δεν θα της τα 'πη για να μη την λυπήση·
   μα όταν θα γίνη ταίρι σου κι' όταν θα σ' αγαπήση,
   τη χάρι δεν θα σ' αρνηθή. Πολλές φορές επήγα
   να της τα 'πω και κόμπιασα.

ΦΛΩΡΟΣ
   Λοιπόν;

ΜΟΙΡΑ
   Με λόγια λίγα,
   εγώ σου τάζω ταίρι σου τη Μαργαρώνα.

ΦΛΩΡΟΣ
   Αν γίνη,
   σου τάζω εγώ κι' ορκίζομαι να μάθ' η κυρά - Ρήνη
   του ρήγα τα πλανέματα.

ΜΟΙΡΑ
   Ναι.

ΦΛΩΡΟΣ
   Δόσε μου το χέρι
   να σ' το φιλήσω.

ΜΟΙΡΑ
   Βιάζεσαι πάρα πολύ· καρτέρει
   να γίνη πρώτα, κ' ύστερα...

(Ακούεται μακρόθεν θόρυβος)

   Τι νάνε αυτά;

ΦΛΩΡΟΣ (ακροώμενος)
   Θε νάνε...
   ναι, δίχως άλλο, οι κυνηγοί, που βιαστικά περνάνε
   πέρ' απ' τη ρούγα την πλατειά. Θα μείνης;

ΜΟΙΡΑ
   Ναι· θα μείνω·
   η Μαργαρώνα ίσως διαβή, και...

ΦΛΩΡΟΣ (διακόπτων)
   Το βοτάνι εκείνο
   θα της το δώσης σήμερα;

ΜΟΙΡΑ
   Θα προσπαθήσω. Ως τόσο
   δεν πρέπει νάσαι συ μπροστά που θε να της το δώσω·
   θα την ταράξης, κι' άθελα θα την αποστομώσης.
   Σύρε να πας, και την αυγή ναρθής να μ' ανταμώσης
   μπροστά στο κάστρο της κυράς.

ΦΛΩΡΟΣ
   Καλή σου νύκτα· τρέχω.

ΜΟΙΡΑ
   Ναι, ναι· καλό ξημέρωμα. Στο νου μου θε να σ' έχω.

(Ο Φλώρος εξέρχεται. Η Μοίρα, μείνασα μόνη, ανορθούται
   και αφαιρεί την καλύπτραν της. Φέρει λευκόν χιτώνα αρχαϊκόν.
   Εις την χείρα κρατεί ένα μεγάλο ψαλίδι).

ΜΟΙΡΑ (απαγγέλλουσα)
   Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! Εγώ είμ' η Μοίρα
   που μέρα νύκτ' αλάθευτα τον κόσμον κυβερνώ.
   Παφλάζει εμπρός μου αφρίζοντας των χρόνων η πλημμύρα,
   περνούν οι χρόνοι αγύριστα, εγώ όμως δεν περνώ.
   Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! εγώ είμ' η Μοίρα.
   Με μια αλυσίδ' ασύντριφτη μαζί μου είστε δεμένοι·
   μα όσο κι' αν είνε ασήκωτη και σαν βουνό βαρειά,
   μην πολεμάτ[ε] ανώφελα! ελπίδα δεν σας μένει·
   του κάκου θα ζητήσετε, του κάκου ελευθεριά!
   Με μια αλυσίδ' ασύντριφτη μαζί μου είστε δεμένοι.
   Ό,τι κι' αν 'πω, και πριν το 'πω, μόλις στο νου το βάλω,
   σ' ένα τεφτέρι ατέλειωτο θε να βρεθή γραφτό.
   Μπορεί να πέση ο ουρανός στη γη, μα δίχως άλλο
   αυτό που γράφτηκεν εκεί, ναι, θε να γίνη αυτό.
   Ό,τι κι' αν' πω, και πριν το 'πω, μόλις στο νου το βάλω.

   Το ξαφνικό έχω σκλάβο μου κ' έχω τον πόνο κράχτη
   κ' είνε κρυφές η τέχνες μου κ' απόκρυφ' οι σκοποί.
   Γνέθε, αδερφή μου, γνέθε το το νήμα των στ' αδράχτι,
   μια ψαλιδιά μου κραχ ! κ' ευθύς σε δυο θε να κοπή.
   Το ξαφνικό έχω σκλάβο μου κ' έχω τον πόνο κράχτη.
   Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα·
   εμένα δεν μ' εγέννησ[ε] μάννα, για να πονώ·
   και δεν ρωτώ και δεν ψηφώ και δεν λογιάζω ούτ' ένα
   από τον πρώτο πρώτο σας κι' ως το στερνό στερνό.
   Αδάκρυτα τα μάτια μου, στείρα η καρδιά μου εμένα.
   Τη θέλησί μου μοναχά δουλεύω. Εγώ είμ' η Μοίρα
   που χίλια μύρια μυστικά τ' αχείλι μου σφαλά
   και ξεφαντώνω και μεθώ με την πικρήν αρμύρα
   από τα δάκρυα που κυλούν στην' όψι σας θολά.
   Τη δύναμί μου τρέμετε, θνητοί! εγώ είμ' η Μοίρα.

(Ακούεται μακρόθεν κυνηγετικόν κέρας. Η Μοίρα
   καλύπτεται, κυρτούται και κάθηται επί τινος ογκολίθου
   εις το βάθος της σκηνής).



ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

(Εισέρχεται η Μαργαρώνα, συνοδευομένη από δύο ιππότας).

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Ευχαριστώ σας· έως εδώ. Κοντά είν' ο πύργος τώρα·
   ακόμα λίγα βήματα κ' έφθασα πεια στη χώρα.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Όπως ορίζεις· μ' αν θαρρής πως θα μας κάνη κόπο. . .

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Όχι γι αυτό· μα όποιος μας 'δη, θε ναύρη αμέσως τρόπο
   να 'πη κακό για μένα.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Μπα ! τα λόγια αυτά του κόσμου..

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (διακόπτουσα)
   Βρίσκουν αυτιά ευκολόπιστα. Κι' αν ήμουν πλούσια... Δόσ' μου
   το βιος της κυρά - Ρήνης μου να' δης αν λογαριάζω.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Της πέτρες ρίχνουν στη μηλιά.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Κι' αλήθεια.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Δεν ταιριάζω.
   Εγώ μηλιά;

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Πώς να το πω το δέντρο πούχει μήλα;
   πώς;

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Και τι μήλα!

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Ζηλευτά! κρυμμένα μέσ' σε φύλλα
   μεταξωτά.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Παρακαλώ· νομίζω (μη προς βάρος)
   πως δεν σας έδωκ' αφορμή νάχετε τόσο θάρρος.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Αι! μη θυμώνης! έτσι δα για να περάση η ώρα
   τάπαμ' αυτά. Λοιπόν θα πας μονάχη σου στη χώρα;
   και δεν φοβάσαι;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Πειο πολύ μαζί σας παρά μόνη.
   Όλοι με ξέρουν ποια είμ' εγώ.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Για 'δε την πώς θυμώνει!

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Όχι· σας είπα το γιατί. Είνε του κόσμου η γλώσσα
   στα λόγια της ακράτητη και ξεστομίζει τόσα.

ΜΟΙΡΑ (πλησιάζουσα δειλώς)
   Με το συμπάθειο, αφεντικά.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Πού ήσουν εσύ κρυμμένη
   κ επρόβαλες σαν ξαφνικό;

ΜΟΙΡΑ
   Είμαι στον τόπο ξένη
   κι' ο ξένος είνε σαν τυφλός κ' η χώρα είνε μεγάλη.
   Έρημη εδώ ενυκτώθηκα· ποιος δρόμος θα με βγάλη
   κοντά στο κάστρο της κυράς;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Της κυρά - Ρήνης; έλα
   μαζί μου· εκεί θα πάω κ' εγώ.

ΜΟΙΡΑ
   Σ' ευχαριστώ, κοπέλλα,
   να χαίρεσαι τα κάλλη σου και τα χρυσά σου νειάτα!

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Κ' εγώ σ' ευχαριστώ.

ΜΟΙΡΑ
   Γιατί;

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ
   Γιατί θάχω στη στράτα
   μια συντροφιά, και θαρρετά θα περπατώ σιμά σου.

(προς τους ιππότας)

   Καλονυχτίζω και τους δυο.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Καλό ξημέρωμά σου!

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Κ' ύπνο αλαφρό σαν τον αφρό στο περιγιάλι.

ΜΑΡΓΑΡΩΝΑ (προς την Μοίραν)
   Πάμε.

(Προς τους ιππότας)

   Και πάλι καληνύχτα σας.

(Οι ιππόται υποκλίνονται. Η Μαργαρώνα και η Μοίρα εξέρχονται).




ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ



Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Του κάκου τα σκορπάμε
   τα λόγια μας.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Μ' αν πιάνονταν, θε νάταν και πιασμένη
   Πάμε μιαν ώρ' αρχήτερα, γιατί θα μας προσμένη
   ο Ανήλιαγος.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Τι βάσανο μ' εκείνο τον ξενύχτη!

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Και τώρα πούρριξεν εδώ το ερωτικό του δίχτυ
   στην κυρά - Ρήνη, αλλοίμονο ! νύχτα δε θα 'συχάση·
   μόλις θε να κοιμώμαστε στη φέξη και στη χάση,
   γιατ' είνε η πρώτη αγάπη του, κ' η πρώτη αγάπη εκείνη
   δεν θέλει μήτε ανάπαυσι μήτ' ύπνο.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Τι να γίνη!
   κάνε κι' αλλοιώς αν ημπορής.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Δεν είδες με τι τρέλλα
   την άρπαξε, τη σήκωσε, την κάθησε στη σέλλα
   του αλόγου του, κι' αυτός πεζός...

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ (διακόπτων)
   Ναι, ναι.

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ (συνεχίζων)
   τα ηνία κρα[τούσε]
   σαν νάταν αγωγιάτης της ;

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Κι' όλο παραπατούσε,
   σκόνταφτε και παράπεφτε μέσ' στ' άγρια μονοπάτια,
   γιατ' ήταν σαν απάωρος, γιατί τα δυο του μάτια
   τάχε καρφώσει απάνω της.

(ακούονται καλπασμοί)

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Ακούς; έρχονται.

(Βαίνει προς το δεξιόν παρασκήνιον και παρατηρεί)

   Να τοι!
   σταμάτησαν.

Α’ ΙΠΠΟΤΗΣ

(πλησιάζων και παρατηρών επίσης)

   Με τι χαρά την κατεβάζει απ' τ' άτι!
   Βλέπεις;

Β’ ΙΠΠΟΤΗΣ
   Τη φέρνει κατ' εδώ και την κρατεί απ' τη μέση.
   Πάμε πριν έρθουν και μας 'δουν, μην τύχη κ' υποθέση
   πως τον κατασκοπεύομε.

(Εξέρχονται από το αριστερόν παρασκήνιον, ενώ διά του
   δεξιού εισέρχεται ο Ανήλιαγος, κρατών από της οσφύος
   την Κυρά - Ρήνην και συνοδευόμενος από τον Θύρσην).



ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ



ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Θύρση, το λόγγο κόψε
   και σύναξε τους κυνηγούς· δεν έχει λάφια απόψε.
   Θα συντροφέψω την κυρά στο κοντινό της κάστρο
   και, πριν να σβύση το στερνό - στερνό της Πούλιας άστρο,
   θα ξεκινήσωμε· τ' ακούς;

ΘΥΡΣΗΣ
   Στης προσταγές σου.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Σύρε.

(Ο Θύρσης εξέρχεται. Ο Ανήλιαγος και η Κυρά - Ρήνη
   διέρχονται την σκηνήν βραδέως, σταματώντες από
   καιρού εις καιρόν).

ΡΗΝΗ
   Λοιπόν;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Ο νους μου αφήνιασε κι' ακράτητος επήρε
   του πόθου τον κατήφορο, κ' είχε για πάντα αδειάσει
   από κάθ' άλλη συλλογή· αχ! πότε να βραδυάση!,
   έλεγα σαν ξημέρωνε.

ΡΗΝΗ
   Κ' εγώ.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Με τι λαχτάρα
   τ' άτι μου καβαλλίκευα φτερνοκοπώντας! "άρα
   θα την ιδώ και σήμερα καθώς και χθες την είδα
   κρυμμένη μέσα στα κλαδιά σαν ζωντανήν αχτίδα
   του φεγγαριού ;„

(Σταματούν)

ΡΗΝΗ
   Κ' εγώ, κ' εγώ δεν είχα πεια άλλο πόθο
   παρά το πότε να σε ' δώ.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Πιστεύω· μα δεν νοιώθω
   γιατί κρυβόσουν κ' έφευγες.

ΡΗΝΗ
   Δεν ξέρω. Ως τόσο κάτι
   μ' εφόβιζε, μ' ετρόμαζε.

(Βηματίζουν)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (γελών)
   Ίσως τ' άσπρο μου τ' άτι,
   που μ' έρριξε και του χρωστώ την ευτυχία. Μ' αν όμως
   δεν μ' έρριχνε ;

ΡΗΝΗ
   Τι θες να πης;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Ο φόβος σου κι' ο τρόμος
   θα σε κρατούσαν πάντοτε ;

ΡΗΝΗ
   Μ' αναγελάς;

(Σταματούν)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Αι! Ρήνη!
   η κοσμαγάπητη ωμορφιά, που χάρες παιρνοδίνει,
   της πρέπει νάνε κι' άφοβη. Κανείς δεν έχει γνώμη
   μπροστά της· όλ' υπάκοοι την προσκυνούν.

ΡΗΝΗ
   Ακόμη
   κι' ο ρήγας;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Ρήγας; ποιος;

ΡΗΝΗ
   Εσύ.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Εγώ είμαι γυιός του ρήγα
   είμαι του Τρίκαρδου παιδί. Δεν λέω πως είνε λίγα
   τα φέουδα και τα πλούτη μου, μα απτή στιγμή την πρώτη
   που σ' είδα και σ' αγάπησα, ό,τι κι' αν είμαι, κι' ό,τι
   κι' αν έχω, όλα μου φαίνονται σκιές του αγέρα. Αν τάχα
   διπλά και τρίδιπλα όλα αυτά, δίχως εσένα, τάχα
   δεν θάτανε σκιές σκιών;

ΡΗΝΗ
   Δεν λέω για βιος και πλούτη,
   για την κορώνα σου μιλώ.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (θωπεύων την κόμην της)
   Κορώνα σαν και τούτη
   ποιος ρήγας φόρεσε ποτέ; Λάμπει κι' αστράφτει αγνάντια
   στο φως του φεγγαριού χρυσή, χρυσή...

ΡΗΝΗ
   Δίχως διαμάντια.

(Βηματίζουν)

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Δίχως διαμάντια λες; Κακιά! Μα όταν την αντικρύζη
   του πόθου ο πόθος, κι' άθελα κι' αστόχαστα δακρύζη,
   πες μου, το κάθε δάκρυ της, που αχνίζοντας σταλάζει,
   και καθρεφτίζει τη χαρά του πόνου, ποιος τ' αλλάζει
   και με τα πλέον ατίμητα διαμάντια όλου του κόσμου;
   Είμαι δικός σου, αγάπη μου !

(Σταματούν)

ΡΗΝΗ
   Μα αν είσαι συ δικός μου,
   ποια λέξι τότε θε να 'πη το τ' είμαι εγώ για σένα;
   Χάνω το νου μου!... Σ' αγαπώ και σ' αγαπώ ολοένα
   και σ' αγαπώ κάθε στιγμή· γιατ' είσαι συ ο καιρός μου
   κι' ο χρόνος κι' όλη μου η ζωή, και σ' έχω πάντα εμπρός μου
   σαν οπτασία ανέγκικτη, και τ' όνομά σου λέω
   και σε θωρώ και λαχταρώ και σπαρταρώ και κλαίω !
   Αχ ! νάξερες πώς σ' αγαπώ!...

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (ενθουσιών)
   Σωπάτε, αηδόνια! ακούτε
   τραγούδι, που δεν τ' άκουσε τ' Απρίλη η νύκτα, κι' ούτε
   θ' ακούση η νύκτα του Μαγιού... Πες μου και πες μου ακόμα
   και λέγε μου το ατέλειωτα με το γλυκό σου στόμα
   το πώς και πόσο μ' αγαπάς.

ΡΗΝΗ
   Το πώς, είνε γραμμένο
   με φλόγες μέσ' στα μάτια μου· το βλέπεις κι' αν σωπαίνω·
   το πόσο, πώς να σου το πω; πώς να μετήσω κάτι
   που αν έχη κάπου μιαν αρχή, κρυφή από κάθε μάτι,
   τέλος δεν έχει πουθενά;

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Δεν έχει;

ΡΗΝΗ
   Ναι. σου τώπα,
   τέλος δεν έχει πουθενά.

ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ
   Σώπα, γλυκειά μου, σώπα.

(Φιλούνται με παρατεταμένον φίλημα, ενώ
   βηματίζουν εξερχόμενοι διά του αριστερού
   παρασκηνίου. Η Αυλαία πίπτει βραδέως).