Μιὰ καλὴ ψυχή
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΨΥΧΗ

Ὦ κόσμε ποῦ μ’ ἐδέχτηκες,
Γιὰ μὲ δὲν εἶσαι ξένος·
Ἀπὸ τὴ γῆ σ’ ἀγνάντευε
Ὁ νοῦς μου ἐρωτεμένος.
Ὅλα τῆς γῆς τὰ θέλγητρα
Μὲ βλέμμα κρύο θωροῦσα,
Μόνον στὰ κάλλη ἐζοῦσα
Ποῦ μὤδειχνες ἐσύ.

Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο,
Γλυκειά, πλανήτρα ἐλπίδα·
Ζῶ καὶ ἀναπνέω ταὶς αὔραις σου,
Παντοτεινὴ πατρίδα!

Λάμψη χρυσή, ἀβασίλευτη,
Τριγύρω πλημμυρίζει·
Μοσχοβολάει καὶ ἀνθίζει
Τὸ ἀμάραντο κλαρί.

Ἀδέλφια, ποῦ στὸ μνῆμα σας
Ἡ γῆ δακρύζει ἀκόμα,
Ποῦ, σὰν ἀγγέλοι, ἐπήρετε
Καθάριο φῶς γιὰ σῶμα,
Ἀποδεχτῆτε, ἀνοίγοντας
Τὸν κύκλο ποῦ σᾶς δένει,
Κι’ ἄλλη ψυχή, φτασμένη
Ἀπὸ τὴ μαύρη γῆ.

Μὴ φύγῃ ἀπὸ τὴν ὄψη σας
Ἡ οὐρανικὴ γαλήνη,
Ἄν ἕνα πνεῦμα βλέπετε
Δάκρυα θερμὰ νὰ χύνῃ·
Ἐδῶ πετῶντας, ἄφηκα
Στὴ γῆ τοὺς ποθητούς μου,
Γι’ αὐτὸ μὲ λύπη ὁ νοῦς μου
Ξαναγυρίζει ἐκεῖ.

Καὶ πῶς, καὶ πῶς τὴν ὕστερη
Στιγμὴ νὰ λησμονήσω,
Σὰν τοῦ κορμιοῦ ἐπολέμουνα
Τὴ φυλακὴ ν’ ἀφήσω;
Ἄχ! τὰ παιδιά μου βλέποντας,
Γιὰ τ’ οὐρανοῦ τὸ δρόμο
Ἄκουα βαρυὰ στὸν ὦμο
Τὰ ὁλάνοιχτα φτερά.


Στὴ φλόγα τῆς ἀγάπης του
Τότε ὁ Θεὸς μ’ ἀναύει·
Τοῦ κόσμου κάθε μέριμνα
’Σ ἐμὲ γιὰ λίγο παύει·
Φεύγω — καὶ ἀκούω τὰ τέκνα μου
Ποῦ ἀπὸ τὸν κάτου ἀέρα:
Πατέρα μου! Πατέρα!
Φωνάζουν θλιβερά.

Καὶ σεῖς δὲν ἀγροικήσετε
Ὅμοια φωνή, τὴν ὥρα
Ποῦ χάρη θεία σᾶς ἔφερε
Μὲς τὴν αἰώνια χώρα;
Ἀγγέλων ὕμνοι ὁλόχαροι
Ποτέ τους δὲ θὰ φτάσουν
Ταὶς κλάψαις νὰ σκεπάσουν
Τῆς χήρας, τ’ ὀρφανοῦ.

Δεμένος εἶναι ἀχώριστα
Ὁ κόσμος μὲ τὸν ᾍδη·
Ἄνθια οἱ καλοὶ στὰ μνήµατα
Σκορποῦνε αὐγὴ καὶ βράδυ·
Κ’ ἐμεῖς διαλέµε, πλέκομε
Στὸν οὐρανὸ γιὰ ἐκείνους
Τριαντάφυλλα καὶ κρίνους
Τ’ ἀθάνατου Ἀπριλιοῦ.

’Σ Αὐτόν, ὁποῦ μοῦ γλύκανε
Τοῦ Χάρου τὸν ἀγῶνα.
Νὰ κλίνω, ἀδέλφια, πάρτε με
Καὶ μέτωπο καὶ γόνα.

Ὅπου ψυχαὶς περίλυπαις
Ἔχει στὸν κόσμο ἀφήσῃ
Μαζί μου ἂς γονατίσῃ
Στὸ θρόνο του ὀμπροστά:

—Σύ, ποῦ γιὰ μᾶς ἀνθρώπινη
Σάρκα εἶχε πάρης κ’ αἷμα,
Στ’ ἀγαπημένα πλάσματα
Γύρε γλυκὰ τὸ βλέμμα·
Νὰ λάμψῃ ἐκεῖ στὸ πέλαγο
Τοῦ κόσμου σὰν ἀστέρι,
Καὶ ἀγάλια νὰ τὰ φέρῃ
Στὴ θεία ἀκρογιαλιά.

[Κέρκυρα]

Γερασιμοσ Μαρκορασ