Μήτηρ Θεού V (Σικελιανός)

Μήτηρ Θεού V
Συγγραφέας:


V

Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος.

Δεν είν’ η στράτα όπου θαμπή το πλήθος έγνοια σφίγγει,
πίσω από ξόδι ν’ ακλουθά, γραμμή, σαν το μυρμήγκι …

Εδώ, κρατάνε αθώρητες το πνέμα μου κολόνες·
διάπλατοι είν’ όλοι του καημού, στα σκοτεινά, οι πυλώνες!

Μεγάλα δέντρα, τους αϊτούς ψηλά που σταματάνε,
στη γην αυτή που στέκομαι τη ρίζα τους πατάνε.

Βράχος ο κάθε λογισμός στον άλλο απάνω, δίχως
μια μάταιη τέχνη, στήνουνε το κοιμητήρι, τείχος

που, στων αιώνων άσωτο τον ποταμό αν κυλήσει,
καθώς το σήκωσε η ψυχή το ξαναπαίρνει η φύση!

Όλη να βούλιαζε μεμιάς η ζωή, κι αυτό μαζί της,
σαν απ’ τον ήλιο που βυθά ξοπίσ’ ο αποσπερίτης!

Ω κυπαρίσσια, δώστε μου, σαν έρχομαι σιμά σας,
να ’μ’ άξιος για το μύρο σας και για τ’ ανάστημά σας!

Κόκαλα αν βγάνει το τσαπί, χέρια γυμνά, κρανία,
θείε σκελετέ, οι πατέρες μου σε κράζουνε Αρμονία!

Βαθιά Αρμονία, το πνέμα μου θεϊκά που δυναμώνεις,
κι ωσάν το Μίνωα, με τους τρεις τους κόσμους μ’ ανταμώνεις,

στ’ αντρίκεια μέσα χρόνια μου, που φανερό τα ζώνει
το Σύμπαν, να ’χω το κλειδί του πόνου μου στη ζώνη!

Να πω στη Σκέψη που ψηλά πολύ θρονιάζει: «Σείσου
σαν κυπαρίσσι ερημικό στην άγια μόνωσή σου

»κι από τους τάφους, πόκλωθες ασάλευτη, σηκώσου
και ρίξε μεσοχείμωνα στο χώμα τον καρπό σου·

»ν’ αστράψει, μ’ ένα σάλεμα μονάχα, η πιθυμιά σου,
γεμάτη απ’ τη λαχτάρα σου κι απ’ την κληρονομιά σου!

»Τ’ αύριο, το χτες, το σήμερα, ο ένας παλμός να ορίζει
που σε τρισκότιδη νυχτιάν όλο τ’ αστέρι αθροίζει!

»Τι, πάνω από το φέρετρο δε θα στορίσεις, Μνήμη,
με το κοντύλι το χρυσό, σκυφτή, και με το κίμι

»τα κροσσωτά της τσίνορα μακραίνοντας, τις κόρες
βάφοντας μαύρες των ματιών, σα στων Φαραώ τις κόρες …

»Αλλ’ ως τη γάργαρη πηγή πιασμένη από τον πάγο,
όμοια τη νιότη της θωρώ κλειστή στο σαρκοφάγο,

»και σάμπως άγαλμα τρανό που ολόκορμα πεσμένο
στο χώμα, πόσυρ’ ο καιρός, κοιμάται σκεπασμένο!»

Συ, που θωρείς τους ύπνους μου, πρώτη αδερφή, μαρτύρα
αν της φωνής σου, στ’ όνειρο, δεν άκουσα τη λύρα·

κι ως σου είδα στη μετάδοση το χείλι να μην τρέμει,
σαν την καρδιά σού δέρνανε οι τέσσερεις οι ανέμοι,

κι ως είδα, ετοιμοθάνατη, την όψη σου να μένει
σε τρίσβαθο χαμόγελο λουσμένη, βυθισμένη,

κι ως σταύρωσες τα χέρια σου στα στήθη απάνω μόνη,
κι ώρα την ώρα ο θάνατος σε σκέπαζε ωσά χιόνι,

γλυκά κι αν δε με διέταξες της πίκρας μου ν’ αφήσω
τον πέπλον, ολοζώντανη για να σε ζωγραφίσω!