Μάγκας
Συγγραφέας:
Κ'. Ελευθερία και απογοήτευση


Ξέρεις, ύστερα από τα κόκαλα που μου είχε χαρίσει ο Ντικ, είπε ο Αφράτος, είδα κι έπαθα να βρω φαγί. Ευτυχώς είχα φυλάξει μερικά, γιατί η πείρα μου μ' έμαθε πως κάθε μέρα δεν είναι εορτή. Λοιπόν έθαψα ένα - δυο κόκαλα, και τα βρήκα την άλλη μέρα που πεινούσα. Μα σαν τελείωσαν και αυτά, δεν είχα πια τίποτα. Δεν ήθελα να πάγω στη χώρα, για να μην απομακρυνθώ πολύ από σένα, γιατί δεν ήξερα τι μπορούσε να συμβεί...

- Τι μπορούσε να συμβεί; ρώτησα.

- Ξέρω 'γω; Κανένα τυχερό, είτε να σε βγάλουν έξω περίπατο, είτε να μείνει ανοιχτή η πόρτα, οπόταν βέβαια θα ξέκοβες, και μιας κι έφευγες, πού θα σ' έβρισκα πια; Δυστυχώς, σε τούτα τα μέρη δε συχνάζουν σκουπιδούδες για να βρω κανένα αποφάγι στο ζεμπίλι τους. Έτρωγα λοιπόν ρίζες. Μα ξέρεις, αυτές δεν τρέφουν πολύ, δε δίνουν δύναμη, και το βράδυ στενοχωριούμουν που η δουλειά δεν προχωρούσε πια γρήγορα, και απελπίζουμουν πως δε θα καταφέρω να σε βγάλω ποτέ...

- Καημένε Αφράτο! είπα συγκινημένος. Εσύ πεινούσες, και μένα σκέπτουσουν! Κι εγώ ακόμα ούτε σ' ευχαρίστησα!

- Όχι, όχι, δε σου τα διηγούμαι αυτά για να μου λες ανοησίες, διέκοψε, αλλά για να σου εξηγήσω γιατί, στο τέλος, αποφάσισα να πάγω στη χώρα να βρω τροφή και να δουλέψω καλύτερα τη νύχτα. Δυστυχώς, σαν έφθασα, είχε περάσει η ώρα που μαζεύονται οι σκουπιδούδες στη μάντρα τους, να ξεδιαλέξουν τα σκουπίδια τους, είχε περάσει το κάρο που τα παίρνει, και δεν έμενε πια ούτε αυγότσοφλο. Απελπισμένος τράβηξα λοιπόν στη θάλασσα, και ξαπλώθηκα και κοιμήθηκα. Παρακάτω δυο άλλα σκυλιά, σαν και μένα πεινασμένα, φαίνουνταν και αυτά να κοιμούνται. Και δεν τους έδωσα γνωριμία. - Τους γνώριζες;

- Όλοι εμείς, του δρόμου τα σκυλιά, κουτσογνωριζόμαστε, γιατί όλοι τριγυρίζομε στις μάντρες όπου μαζεύονται και χύνουν τα σκουπίδια τους οι σκουπιδούδες. Εκεί που κοιμούμουν λοιπόν, με ξύπνησαν παιδικές ομιλίες. Σήκωσα το κεφάλι, και είδα ένα κοριτσάκι που περπατούσε στους βράχους, προσέχοντας μη γλιστρήσει και πέσει στη θάλασσα. Στο χέρι της βαστούσε ένα ψωμάκι, και το έτρωγε με τόσην όρεξη, που ξερογλείφθηκα κοιτάζοντας την. Κι έλεγα: «Δε θα της πέσει, να το φάγω εγώ;» Την είχαν δει και οι άλλοι δυο πεινασμένοι σκύλοι, και σιγά - σιγά προχώρησαν κοντά της. Γρύλισα να τους πω να φύγουν, γιατί το ψωμάκι το είχα βάλει εγώ στο μάτι, και αν δεν το κατάφερνα να το πάρω εγώ, δεν παραδέχουμουν να το πάρει άλλος. Αυτοί όμως, αντί να υπακούσουν, όρμησαν κοντά της. Το κοριτσάκι κοντοστάθηκε και τους κοίταξε λίγο φοβισμένο. Και, παίρνοντας θάρρος, ο ένας της γάβγισε. Τότε θύμωσα, και τους ρίχθηκα φωνάζοντας: «Το ψωμί είναι δικό μου! Ή εγώ ή κανένας». Οι δυο τους γρύλισαν και ρίχθηκαν απάνω μου. Τρόμαξε το κοριτσάκι, έκανε να τρέξει, κι έπεσε στη θάλασσα. Και ο ένας με δάγκασε ελεεινά στο πόδι, ενώ ο άλλος, αρπάζοντας το ψωμάκι που είχε πέσει στους βράχους, έγινε άφαντος. Έγινα φούρκα! Στρίγλισα κι έκλαιγα, και γύρισα και δάγκασα κι εγώ τον πρώτο στο αυτί. Έφυγε και αυτός ουρλιάζοντας...

- Και το κοριτσάκι;

- Φώναζε, το καημένο, κατατρομαγμένο, γιατί το έπαιρνε η θάλασσα. Λυπήθηκα το ψωμί που το άρπαξε ο άλλος, μα λυπήθηκα και το κοριτσάκι. Έτρεξα να το πιάσω, με την ελπίδα μήπως έχει και άλλο ψωμί. Μα πριν το φθάσω, ένα μεγάλο αγόρι, που δεν το είχα δει απάνω στον καβγά, ρίχθηκε στο νερό, κολύμπησε ως το κοριτσάκι, το άρπαξε από το φόρεμα και το έφερε πίσω. Και δε μου έμενε πια παρά να βγω κι εγώ από το νερό και να τιναχθώ. Τρεχάτο κατάφθανε εκείνη την ώρα ένα άλλο μικρότερο αγοράκι, με μια μισόκοπη κοκαλιάρα, που κλαίγουνταν και διαμαρτυρούνταν εγγλέζικα, και πήρε το κοριτσάκι, και γύρευε να με διώξει. Μα το κορίτσι διαμαρτυρήθηκε, και φώναξε να μη μ' αγγίξουν, πως ήμουν καλός, πως εγώ εμπόδισα τους άλλους δυο να τη δαγκάσουν και ρίχθηκα στη θάλασσα να τη σώσω. Ήμουν λίγο ζαλισμένος ακούοντας όλα τα καλά πράματα που είχα κάνει, γιατί, αλήθεια σου λέγω, δεν τα είχα συλλογιστεί. Μα οι άνθρωποι σκέπτονται παράξενα. Όλα τα πράματα τα εξηγούν με δική τους αντίληψη.

- Ε, μα δεν ήταν και λίγο αυτό που έκανες, να τα βάλεις με δυο, είπα.

- Όρεξη είχα για καβγά, νομίζεις; Το ψωμάκι λιμπίζουμουν. Και ύστερα, για ψωμάκι πάλι κυνήγησα το κοριτσάκι στο νερό, είπε ο φίλος μου. Μα οι άνθρωποι έχουν τόση υπεροψία, που όλα τα γυρνούν στον εαυτό τους, και όλα στον κόσμο τα εξηγούν κατά τις ορέξεις τους. Πάντως, αυτή τη φορά μου βγήκε σε καλό η στραβή τους κρίση. Με πονούσε το πόδι ύστερα από το δάγκαμα, κι έτρεχε πολύ αίμα. Ξαπλώθηκα στην άμμο, έγλειψα την πληγή μου και κοίταζα κάπου - κάπου το κοριτσάκι, που το έγδυναν, το τύλιγαν σε χοντρό επανωφόρι, και άπλωναν τα ρούχα του στον ήλιο να στεγνώσουν.

- Κι έκλαιγε;

- Όχι, δεν έκλαιγε πια, μα φαίνουνταν τρομαγμένο.

- Λοιπόν;

- Λοιπόν η κοκαλιάρα η Εγγλέζα έλεγε στο μεγάλο αγόρι να γδυθεί και αυτός αμέσως. Μα εκείνος δεν ήθελε. Της είπε πως έχει καιρό, πως είναι άντρας, και πως είδε και χειρότερα. Και στενοχωρήθηκε μάλιστα με τη Μις, όπως την έλεγε την Εγγλέζα.

- Γιατί;

- Γιατί του είπε κείνη πως ένας Άγγλος κύριος δε μένει ποτέ με βρεγμένα ρούχα εμπρός σε κυρίες, πως δεν είναι τζεντλμάνικο. Κι εκείνος της αποκρίθηκε πως ένας τζέντλμαν δεν εξαρτάται από βρεμένα ή στεγνά ρούχα, ούτε από τίποτα εξωτερικό. Κν εκείνη θύμωσε κι έσφιξε τα χείλια της και δε μίλησε πια.

- Αυτός πάλι, γιατί δε γδύνουνταν; διέκοψα. Αν κρυολογούσε, τι θα καταλάβαινε; Αυτές είναι κουτές παλικαριές.

- Ναι, έτσι που σου τα λέγω μοιάζουν κουτές παλικαριές, μου αποκρίθηκε με δισταγμό ο Αφράτος. Μ' αν ήσουν εκεί και τον έβλεπες, θα του έδινες δίκιο. Γιατί, αλήθεια, δεν του έμενε καιρός να φροντίσει τον εαυτό του, δε στάθηκε λεπτό. Όλο το κοριτσάκι φρόντιζε. Το έτριβε να το ζεστάνει. Άνοιξε ένα πανέρι που είχαν, και άναψε φλόγα και ζέστανε γάλα και του έδωσε να πιει. Έτρεξε πέρα σ' ένα αμάξι, που περίμενε στο μεγάλο δρόμο, κι έφερε μια χοντρή κουβέρτα, και σκέπασε το κοριτσάκι, μην είναι στον αέρα τα πόδια της. Τέλος, όλο με το κοριτσάκι καταγίνουνταν, και μόνο μια στιγμή, που κάτι του είπε για μένα το κοριτσάκι, ήλθε κοντά μου, είδε το αιματωμένο πόδι μου, και μου το έπλυνε. Ύστερα έβρεξε το μαντίλι του στη θάλασσα κι έδεσε την πληγή μου. Τι να σου πω, μου φάνηκε πολύ ευγενικός!

Ομολόγησα κι εγώ πως ήταν ευγενικό το φέρσιμο του.

- Και τότε με φώναξε το κοριτσάκι, εξακολούθησε ο Αφράτος, κι εκείνο και το μικρότερο αγόρι έβγαλαν από το πανέρι κάτι ψωμάκια όμοια μ' εκείνο που άρπαξε ο άλλος σκύλος, και μου έδωσαν δυο! Αχ, Μάγκα! Τι ωραία που ήταν! Είχαν μέσα κάτι τριανταφυλλί σαν κρέας, που δεν ήταν κρέας, μα που ήταν πολύ καλύτερο από κρέας.

- Χοιρομέρι, διέγνωσα με αυταρέσκεια για την οξύνοιά μου.

- Πώς το ξέρεις; έκανε σαστισμένος ο Αφράτος.

- Το αναγνωρίζω από την περιγραφή σου. Τα παιδιά του αφέντη μου έπαιρναν πάντα μαζί τους, σαν έβγαιναν το απόγευμα για καμιάν εκδρομή, και μου έδιναν κάποτε και μένα. Το βάζουν ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμί και το λεν σάντουιτς. Είναι πολύ - πολύ ωραίο, είπα μελαγχολικά. Κι έπεσα σε θλιβερές ενθυμήσεις.

- Είναι πολύ ωραίο βέβαια, είπε ο Αφράτος, μα δε χορταίνει. Εμένα, τα ψωμάκια αυτά, μόνο μου άνοιξαν την όρεξη! Λοιπόν σαν μπήκαν όλοι στο αμάξι που περίμενε, κι έφυγαν, έτρεξα πίσω τους και τους ακολούθησα ως το σπίτι τους. Κι εκεί μου έφεξε! Με είδε το κοριτσάκι, την ώρα που τυλιγμένο το κατέβαζαν από το αμάξι, και είπε σε κάποιον ασπρομάλλη, καλό άνθρωπο, που βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, και την πήρε στα χέρια του: «Τον βλέπεις αυτό το σκύλο; Αυτός μ' έσωσε σήμερα. Δώσε του λοιπόν πολλή σούπα, παρακαλώ, και όπου τον βλέπω θα του δίνω φαγί»!

- Και σου έφεραν σούπα;

- Τι λες; Και σούπα, και κόκαλα, και ψωμί! Αχ! Μάγκα μου, τι γεύμα έκανα! Γι' αυτό και τόσο δούλεψα με τόση δύναμη, στην τρύπα του τοίχου σου! Και νιώθω τώρα μέσα μου δύναμη για δέκα μερών νηστεία.

- Μα να που δε θα νηστέψεις πια, είπα.

Και κάτι σα νοσταλγία μου έσφιξε το στομάχι. Και σκέφθηκα πως για μένα παν και παν τα παλιά μου ωραία γεύματα...

- Και φαντάσου, είπε ο Αφράτος, το κοριτσάκι παρακάλεσε τη Μις να με πάρουν στο περιβόλι, και να με κάνει δικό της σκύλο. Μα εκείνη, που ήταν ακόμα θυμωμένη και που δεν ξέσφιγγε τα χείλια της, αποκρίθηκε πως δεν ακούει τίποτα, πως δεν επιτρέπει τίποτα, πως τελείωσε ο περίπατος και πάγει σπίτι της. Η γρουσούζα!

- Όλες οι Μις, ωστόσο, γρουσούζες είναι, είπα μελαγχολικά. Μα εσύ, θα το ήθελες να σε πάρουν στο περιβόλι;

Ο Αφράτος συλλογίστηκε λίγο και είπε:

- Δεν ξέρω. Η ιδέα να φορώ κολάρο και να είμαι δεμένος... Όχι, όχι, δε μ' αρέσει καθόλου. Και τώρα χαίρομαι που δεν το επέτρεψε η Μις. Άλλωστε, ελπίζω πως θα ξαναδώ το κοριτσάκι καμιά ώρα. Καθώς σου είπα, τελείωσαν τα βάσανα μου.

Τον άκουα, και η ακεφιά μου ολοένα μεγάλωνε.

- Τα δικά μου αρχίζουν, είπα μελαγχολικά.

- Άκουσε, Μάγκα, γιατί δεν πας πίσω στον αφέντη σου; ρώτησε ο φίλος μου.

Γιατί, αλήθεια;...

- Φοβούμαι, αποκρίθηκα. Έκανα τόσες ζημιές, που αν επιστρέψω θα με σκοτώσουν!

- Τι ανοησίες! Αν ήθελε να σε σκοτώσει ο αφέντης σου, δε θάβαζε στην εφημερίδα πως δίνει γενναία αμοιβή σε όποιον σε φέρει πίσω.

Τα λόγια του Αφράτου κάπως με εγκαρδίωσαν. Μα θυμήθηκα την κυρά μου, κι έχασα πάλι το θάρρος μου.

- ...Όχι, όχι, είπα. Σκότωσα πάρα πολλά παπάκια! Το ξέρω πως η κυρά μου δε θα το ξεχάσει ποτέ!

Δεν επέμεινε ο Αφράτος. Είχε ξημερώσει καλά, και ο ήλιος άρχισε να πυρώνει την άμμο. Πήραμε την ακρογιαλιά κατά τη χώρα. Εγώ έτρεχα μπροστά, και γρήγορα ξαναβρήκα τα κέφια μου. Έπαιζα, ανέβαινα στους χωματόλοφους, πηδούσα λάκκους, ξετρύπωνα ποντίκια και σαύρες, χαλούσα τον κόσμο. Ο Αφράτος κούτσα - κούτσα με ακολουθούσε, πότε κατέβαινε στη θάλασσα, πότε ανέβαινε στους λόφους και ηλιάζουνταν, κοιτάζοντας τα τρεξίματα μου με καλοσύνη. Και πέρασε η ώρα, και ήλθε το μεσημέρι χωρίς να το καταλάβω. Η πείνα μού το θύμισε. Έτρεξα στο φίλο μου.

- Τι θα φάμε; ρώτησα.

- Πείνασες; Πάμε στις σκουπιδούδες. Ισως βρούμε εκεί τίποτα.

Πήγαμε λοιπόν στη χώρα, και ο Αφράτος μπήκε σε μια μάντρα περικλεισμένη με ξύλινα κάγκελα και γεμάτη χώματα, πέτρες, παλιόχαρτα και σκουπίδια.

- Εδώ έρχονται οι κυράδες και αδειάζουν τα ζεμπίλια τους, ώσπου να περάσει το κάρο της δημαρχίας και να πάρει τα σκουπίδια, είπε. Ας περιμένομε λίγο. Και τωόντι, μια - μια κατάφθαναν οι σκουπιδούδες της συνοικίας. Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα αυτό το θέαμα. Οι Αραπίνες βαστούν όλα τους τα φορτία στο κεφάλι. Η σκουπιδού, και αυτή κουβαλά το ζεμπίλι της στο κεφάλι, όσο βρώμικο και αν είναι, ό,τι και αν έχει μέσα. Περνά κάθε μέρα από τα σπίτια της πελατείας της, αδειάζει τενεκέδες των σκουπιδιών στο ζεμπίλι της, ύστερα το παίρνει στο κεφάλι και πηγαίνει και το αδειάζει σε μια μάντρα της γειτονιάς, όπου γίνεται πρώτα το ξεδιάλεγμα. Και ύστερα έρχεται το κάρο της δημαρχίας και τα μαζεύει τσάτρα - πάτρα, αλαράπα, δηλαδή αφήνοντας αρκετά σκορπισμένα σκουπίδια ολόγυρα. Έφθασε λοιπόν πρώτα μια, ακούμπησε το φορτίο της χάμω και, ανακούρκουδα πλάγι στο ζεμπίλι της, άρχισε να σκαλίζει μέσα, ζητώντας αποφάγια για τον εαυτό της. Την είδα να μαζεύει μια χούφτα μακαρόνια και να τρώγει λαίμαργα. Σκάλισε πάλι, αδειάζοντας και μερικά σκουπίδια χάμω, μα δε βρήκε πια τίποτα. Και παρατώντας το ζεμπίλι της, πήγε να κουβεντιάσει με άλλες σκουπιδούδες που κατάφθαναν και, σαν κι αυτή, γύρευαν καμιά βούκα φαγί ανάμεσα στ' αυγότσοφλα και μπανανόφυλλα και άλλα απορίμματα. Ο Αφράτος μου έκανε νόημα, και σιγά - σιγά σίμωσε το παρατημένο ζεμπίλι. Εγώ κοίταζα τις σκουπιδούδες που σκάλιζαν στα δικά τους ζεμπίλια, μιλώντας όλες μαζί, και που έτρωγαν κάπου - κάπου καμιά βούκα. Μου ήλθε μια μπούφα ξυνίλας από τα χυμένα σκουπίδια.

- Πώς μπορούν! είπα αηδιασμένος. Ο Αφράτος με κοίταξε με καλοσύνη.

- Κι εμείς τέτοια θα φάμε, είπε.

Κι έβαλε τη μύτη του μέσα στο ζεμπίλι. Δεν ήθελα να κάνω τον ακατάδεχτο. Πήγα κοντά του, άρχισα να σκαλίζω μαζί του. Εκείνος βρήκε ένα κόκαλο, το πήρε στο χώμα και άρχισε να το σπάζει με τα δόντια του. Εγώ βρήκα άλλο ένα. Μα τόσο μύριζε από σκουπίδια, που δεν μπόρεσα να το φάγω. Το παράτησα χάμω και πήγα και στάθηκα στο απέναντι μέρος της μάντρας.

Ο Αφράτος με ακολούθησε με λυπημένα μάτια.

- Δεν έμαθες ακόμα τι θα πει πείνα, Μάγκα, είπε. Άνθρωποι καταδέχονται εκείνα που απορίχνεις εσύ!

Κι επειδή δεν απαντούσα, πρόσθεσε:

- Πήγαινε στον αφέντη σου. Η φτώχεια δε σου πάγει. Είσαι πολύ καλομαθημένος. Πήγαινε πίσω στο σπίτι σου.

Μου ήλθε να κλάψω. Ήμουν λυπημένος όσο και αυτός, κι ακόμα πιο στενοχωρημένος. Μα δεν μπορούσα, δεν μπορούσα να φάγω αυτά τα βρώμικα κόκαλα. Ντροπιασμένος τον ρώτησα:

- Με περιφρονείς που δεν τρώγω;

- Γιατί να σε περιφρονήσω; είπε κείνος με καλοσύνη. Επειδή είσαι καλομαθημένος; Βλέπω μόνο πόσο διαφορετικοί είμαστε. Εσύ είσαι αριστοκράτης, κι εγώ του δρόμου σκύλος.

- Μη μιλάς έτσι, αναφώνησα. Είσαι καλύτερος μου!

- Καλύτερος σου; Είμαι αλλιώτικος από σένα, πιο χοντρομαθημένος, τίποτε άλλο... Και επειδή είμαι πιο χοντρομαθημένος, ίσως είμαι δυνατότερος σου, όσο και αν τα κόκαλα μου τρυπούν το δέρμα μου. Γιατί δεν έχω αηδίες. Βαστώ σε κακοπάθεια εκεί που θα πεθάνεις εσύ. Κι έτσι είμαι πιο ανεξάρτητος από σένα. Μα όλα αυτά δε με κάνουν καλύτερο σου. - Είσαι υπερήφανος, δεν παραπονιέσαι, είπα κατσουφιασμένος.

- Γιατί να παραπονεθώ; Το παράπονο θα μου δώσει τάχα ψωμί; Έπειτα, εγώ δεν έζησα ποτέ καλύτερα. Ένα πράμα μου έμαθε η ζωή, πως ο καθένας ζει κατά την αξία του. Εγώ δεν αξίζω καλύτερα. Είδες πως χθες μου έφαγε ο άλλος το ψωμί που έπεσε στους βράχους. Τι λοιπόν να χάνω την ώρα μου σε παράπονα;

Τον άκουα συλλογισμένος. Αυτός ο Αφράτος, με τα λόγια του, μ' έριχνε αδιάκοπα σε στοχασμούς.

- Εσύ είσαι πιο εξευγενισμένος, εξακολούθησε ο Αφράτος. Ίσως και δυνατότερος σωματικώς, γιατί είσαι πιο καλοθρεμμένος. Μα όλο μαζί, νομίζω πως είμαι δυνατότερος σου, αφού δεν έχω ανάγκη από τίποτα, ενώ για σένα η καλοζωία είναι απαραίτητη. Και, ξέρεις; Προτιμώ τη δική μου ζωή από τη δική σου. Είμαι ελεύθερος. Εσύ είσαι δούλος των αναγκών σου.

Παράτησε το κόκαλο που είχε κουβαλήσει κοντά μου.

- Πάμε να φύγουμε από δω, είπε με τον συνηθισμένο καλόκαρδο τρόπο του. Χάλασαν τα κέφια σου με όλα αυτά.

Και μαζί τραβήξαμε πάλι κατά τη θάλασσα. Μα πεινούσα. Και είχα μεγάλη λαχτάρα για ψωμί βουτημένο σε ζουμί, το σιτηρέσιό μου το καθημερινό. Περνούσαμε από αράπικη συνοικία, όπου τα σπίτια, λασποχτισμένα, ριχμένα άτακτα το ένα πλάγι στο άλλο, μοιάζουν κύβοι κακοκομμένοι και χωρισμένοι από στενούς στραβοδίβολους δρομίσκους. Απαντούσαμε Αραπάδες σε κάθε βήμα, που μας κοίταζαν με περιέργεια. Ένας μάλιστα γύρισε πίσω και μας ακολούθησε, και κάθε φορά που σταματούσα, με πλησίαζε σιγά - σιγά από πίσω. Μα με είχε προειδοποιήσει ο Αφράτος πως θα ζητήσουν να με πιάσουν, και πρόσεχα.

- Να κι ένα άλλο καλό της κακομοιριάς μου, είπε καλόκαρδα. Πρόστυχος και άσχημος όπως είμαι, δε μ' επιβουλεύεται κανένας, και δε φοβούμαι να με αιχμαλωτίσουν.

Ο Αράπης που μας ακολούθησε μπήκε σ' ένα από τα αραπόσπιτα και βγήκε μ' ένα σκοινί.

- Για το καλό που σου θέλω, μακριά! μου φώναξε ο Αφράτος. Θα σου ρίξει θηλιά...

Και τωόντι την έριξε ο Αράπης. Μα του ξέφυγα. Και τότε άρχισε το κυνηγητό. Στην αρχή έβρισκα αστείο το παιγνίδι, και μια έκανα πως τον πλησιάζω, και μια ξέφευγα μ' έναν πήδο και τόβαζα στα πόδια. Μα σε λίγο βαρέθηκα και κουράστηκα. Πεινούσα, διψούσα, σιχαίνουμουν τον Αράπη που μύριζε αραπίλα, σαν όλους τους μαύρους, που έχουν ιδιαίτερη βαριά μυρωδιά. Σιχαίνουμουν τα γυμνά του πόδια, τα βρώμικα σπίτια, που κάθε λίγο έβγαζαν τσίκνα από καμένο λάδι, και που απ' όλα ξεθύμαινε μια βόχα από κλεισούρα και ανθρωπίλα.

- Τι αηδέστατος τόπος είναι τούτος! είπα γκρινιασμένος.

Και θυμήθηκα τη Ντέιζη και την αντιπάθεια της για ό,τι ήταν αιγυπτιακό.

Η ενθύμηση αυτή και η ανησυχία μήπως και γίνομαι σαν και αυτήν, ξιπασμένος και κακοαναθρεμμένος, με θύμωσε ακόμα περισσότερο. Και ξέσπασα σε χειρότερη γρίνια.

- Αηδία, αηδία είναι τούτος ο τόπος! φώναξα. Κάθε Αράπης είναι και από ένας κλέφτης, και από ένας παλιάνθρωπος. Όλοι βρωμούν και όλοι μ' επιβουλεύονται!

- Φταίγει, βλέπεις, η ράτσα σου, μου αποκρίθηκε καθησυχαστικά ο φίλος μου. Αξίζεις πολλά λεφτά.

Ήμουν τόσο απογοητευμένος, που δύσκολα βαστούσα τα κλάματα. Εκείνη την ώρα μου ξανάριξε ο Αράπης τη θηλιά. Φουρκίστηκα και όρμησα στα γυμνά πόδια του, και μια στιγμή έγινε κάποια χασμωδία. Αραπάκια πέταξαν τις φωνές κι έτρεξαν έξω στα σοκάκια. Και τρόμαξαν κάτι Αραπίνες που βγήκαν από τα χωματόσπιτα, και άρχισαν να βρίζουν τα παιδιά, και όλοι μαζί μου έριχναν πέτρες. Ξέφυγα τρεχάτος, και βγήκα από την αράπικη συνοικία, και πήρα έναν πλατύ δρόμο που κατέβαινε στη θάλασσα.

- Δεν μπορώ πια! Δεν μπορώ πια! φώναξα του Αφράτου που κατάφθανε κουτσαίνοντας.

- Πίστεψε με, μου είπε κείνος, πήγαινε πίσω στον αφέντη σου. Ούτε τρεις μέρες δε θα βαστάξεις σ' αυτή τη ζωή.

Αχ, και να ήξερε πόσο νοσταλγούσα το σπιτάκι μου και τη σούπα μου! Μ' έπιασε απελπισία.

- Δεν μπορώ, του είπα. Φοβούμαι! Θα με σκοτώσουν!

- Κάτι πάντα θα διαλέξεις, μου αποκρίθηκε ήσυχα. Κάποιον κίνδυνο θα διατρέξεις. Ή ξύλο θα φας, ή φαγί δε θα φας.

- Δε θέλω να επιστρέψω! Και όμως πεινώ τόσο πολύ! κλαύθηκα.

- Λοιπόν άκουσε, θα σου προτείνω κάτι άλλο. Πάμε στο σπίτι όπου κάθουνται τα χθεσινά μου παιδιά. Εκεί θα μου δώσουν φαγί, πιστεύω. Τρως και συ το μισό. Θέλεις; Αυτή η πρόταση μου ήλθε.

- Πάμε στο σπίτι σου, είπα. Αχ, καημένε Αφράτο, πάλι εσύ θα με σώσεις!

Γέλασε με κέφι.

- Μόνο τη ζαχαρένια σου να μη χαλνάς, είπε, κι έννοια σου. Όλα τ' άλλα διορθώνονται.

Και τραβήξαμε πάλι για τη χώρα.