Μάγκας
Συγγραφέας:
ΙΘ'. Αφράτος


Είχε νυχτώσει καλά, όταν λαφρύς κρότος με ξύπνησε. Τέντωσα τ' αυτιά μου, μα δεν κούνησα. Μου φάνηκε σαν ξύσιμο στον έξω τοίχο που περιτριγύριζε τη μάντρα. Γρύλισα θυμωμένα, έτοιμος να γαβγίσω δυνατά. Ένα λαφρύ κλάψιμο σκύλου μου αποκρίθηκε. Βγήκα απ' το βαρέλι μου κι έτρεξα προς τον τοίχο. Μα ο σπάγος μου με σταμάτησε στη μέση.

- Αφράτο; ρώτησα χαμηλόφωνα.

- Ναι, εγώ είμαι, αποκρίθηκε κείνος απέξω σιγά. Μην κάνεις κρότο, μη μας ακούσουν και μας ανακαλύψουν. Σκάβω τον τοίχο, σου ετοιμάζω μια τρύπα να βγεις. Ο τοίχος είναι χωματένιος, θα τα καταφέρω. Εσύ από μέσα δεν μπορείς να κάνεις το ίδιο; Και να με ανταμώσεις στο μισό δρόμο;

- Είμαι δεμένος! είπα με αποθάρρυνση.

- Με τι;

- Με το σπάγο του ψαρά.

- Κόψε τον με τα δόντια σου.

Αμέσως άρχισα να τον μασώ και να τον τραβώ. Μα ο Αφράτος με σταμάτησε.

- Μην τον κόβεις ακόμα, είπε, θα ήταν λάθος.

- Γιατί;

- Ο τοίχος είναι παχύς. Εύκολα δεν μπορώ να τον τρυπήσω. Και δεν πρέπει να σε βρουν λυτό το πρωί.

- Τι να κάνομε λοιπόν;

- Να έχεις εσύ υπομονή κι εγώ επιμονή, εσύ να περιμένεις εκεί μέσα, κι εγώ να σκάβω όλη νύχτα, ώσπου να καταφέρω ν' ανοίξω τρύπα.

- Μα θα κοπιάσεις φοβερά. Και θα βάλεις μέρες και μέρες να το καταφέρεις.

- Ποιος μας βιάζει; Φθάνει να βγεις στο τέλος. Από τούτο το μέρος δεν έχω φόβο να δει κανένας την τρύπα. Είναι λόφος και χώματα, δεν περνά δρόμος. Από μέσα όμως θα την έβλεπαν. Και δεν πρέπει να τους βάλομε σε υποψία.

Και τον άκουα που έξυνε, κι έξυνε, κι έξυνε ακούραστα.

- Έφαγες τουλάχιστον; τον ρώτησα.

- Χωρατεύεις; Πήγα πίσω στα κόκαλα που είχε ρίξει ο στρατιώτης, κι έφαγα βασιλικά.

- Δε φοβάσαι να σε δουν εκεί που δουλεύεις;

- Τώρα δεν έχω φόβο. Είναι σκοτεινά. Και, άλλωστε, όλοι κοιμούνται στους στρατώνες. Σαν ξημερώσει θα φύγω, και το βράδυ θα ξαναγυρίσω. Έχε μόνο υπομονή. Και μην απελπίζεσαι.

Και δούλευε, δούλευε κι έξυνε, χωρίς να σταματήσει στιγμή. Η νύχτα πέρασε έτσι. Και σαν ξημέρωσε, με αποχαιρέτησε ο Αφράτος κι έφυγε. Κι εγώ μπήκα στο βαρέλι μου και κοιμήθηκα κάπως παρηγορημένος. Εκείνο το πρωί ο στρατιώτης μου έφερε φαγί, με χάιδεψε και θέλησε να παίξει μαζί μου. Μα δεν είχα όρεξη για τ' αστεία του, και σε τίποτα δεν αποκρίθηκα. Ήλθε και ο σύντροφος του. Μα ούτε και με κείνον δεν έπαιξα.

- Το σκυλί είναι άκεφο, είπε ο ένας, θα νοσταλγεί τον αφέντη του.

- Δεν πρέπει να έχει αφέντη, αποκρίθηκε ο άλλος, ειδεμή θα είχε κολάρο.

- Δε γίνεται, είπε ο πρώτος. Τέτοια καλά σκυλιά δε βρίσκονται στο δρόμο. Θα ξέκοψε από τον αφέντη του και θάχασε τα νερά του. Βλέπεις, είναι καλοθρεμμένος και περιποιημένος. Του κλέψανε τον κολάρο και τον έδεσαν με σπάγο. Είναι φανερό.

- Έχεις αλυσίδα να του βάλεις; ρώτησε ο άλλος. Πάγωσα καθώς τον άκουσα. Αν μου έβαζαν αλυσίδα, πως θα την έκοβα;

- Όχι, δεν έχω. Μα καλό είναι να του αγοράσω μια. Ο σπάγος αυτός θα του πληγιάσει το λαιμό. Και ούτε είναι γερός. Μπορεί να μας φύγει.

Σκάλισε τις τσέπες του κι έβγαλε μερικά γροσάκια.

- Έχεις λεπτά; ρώτησε το σύντροφο του.

- Δεν έχω. Μα θες πολλά. Δεν αρκεί μια αλυσίδα. Πρέπει να του αγοράσεις και κολάρο.

- Τρελάθηκα που θα ξοδέψω τόσα χρήματα; έκανε ο πρώτος. Δεν πάγω, καλύτερα να πιω ένα ουίσκι στου μπακάλη της γωνιάς;

Ο άλλος γέλασε.

- Κι εγώ αυτό συλλογίζομαι και δε σου δίνω λεπτά, είπε. Και πιάνοντας τον από το σβέρκο, χωρατεύοντας και παίζοντας, βγήκαν έξω μαζί.

Αναστέναξα. Αν μου είχαν βάλει αλυσίδα, θα μου ήταν αδύνατο να ξεφύγω. Εκείνο το ίδιο απόγεμα ήλθαν πάλι οι δυο στρατιώτες, μου έκοψαν το σπάγο και μου έδεσαν ένα σκοινί στο λαιμό.

- Δεν το παίρνεις λιγάκι περίπατο; ρώτησε ο ένας το σύντροφο του. Θ' αρρωστήσει το σκυλί αν τον αφήσεις έτσι ακίνητο.

- Α, μπα, μπα! έκανε ο άλλος. Αν με δει ο συνταγματάρχης, που τίποτα δεν του ξεφεύγει, θα με υποχρεώσει να βάλω στην εφημερίδα πως βρήκα ένα σκυλί, και τίνος είναι. Δε συμφέρει. Θα βρεθεί αμέσως ο αφέντης του. Θα τον πουλήσω σε κανένα παραλή, και να δεις τότε ουίσκια που θα σου τρατάρω! Σαν έφυγαν, τράβηξα το σκοινί να το δοκιμάσω. Ήταν γερό. Λυπήθηκα. Ο σπάγος ήταν λεπτός. Με δυο δαγκωματιές θα τον έκοβα. Ενώ τούτο... Σαν ήλθε ο Αφράτος το βράδυ, του το είπα.

- Ε, θα το μασήσεις λίγο περισσότερο, μου αποκρίθηκε. Δεν υπάρχει σκοινί που να μην κόβεται.

- Μ' αν μου βάλουν αλυσίδα;

- Έννοια σου. Ποτέ δεν έχουν αυτοί περισσεμένα λεπτά. Και αν είχε σκοπό να την αγοράσει, δε θα σου έβαζε σήμερα σκοινί. Μα και αν σου τη βάλει, πάλι δεν πρέπει να τρομάξεις και να χάσεις το θάρρος σου, σαν κουτάβι.

- Και πώς θα ξέφευγα αν μούβαζαν αλυσίδα; Θα έμενα εδώ σκλαβωμένος ως την τελευταία μου μέρα.

- Από μια αλυσίδα εξαρτάσαι; είπε ο Αφράτος. Αμέ τότε, αν δεν είσαι άξιος να ξεκόψεις, δε σου αξίζει και η ελευθερία.

- Μα κόβεται το σίδερο;

- Δεν κόβεται. Μα ας έβρισκες άλλον τρόπο.

- Δεν είμαι αρκετά δυνατός να τη σπάσω.

- Ας μην τη σπάσεις. Η δύναμη είναι περιττή.

- Εσύ είπες πως οι δυνατοί μόνο ζουν καλά.

- Σου είπα πως δυνατοί δεν είναι μόνο όσοι έχουν δυνατά δόντια, ούτε αρκεί πάντα η σωματική δύναμη. Είναι και άλλες ικανότητες, που λέγονται επιμονή, θάρρος, ορμή και άλλες ακόμα που λέγονται εξυπνάδα, απόφαση, θέληση, αντοχή. Και δεμένος με αλυσίδα αν είσαι, θα καιροφυλακτήσεις και θα βρεις τρόπο να ξεκόψεις. Κάποτε θα σε αφήσουν να τρέξεις ελεύθερος. Τότε ή θα βρεις καμιά ανοιχτή πόρτα, ή θα κυνηγήσεις ποντίκια και θα σε παν μέσα στο σπίτι να πιάσεις και άλλα, και θα πηδήξεις από το παράθυρο, ή θα κρυφθείς και θα βγεις σα μείνεις μόνος, ή θα κάνεις τον πεθαμένο και θα σε ρίξουν έξω. Χίλιους τρόπους βρίσκει κανείς σα θέλει.

Άκουα και θαύμαζα. Ήταν αλήθεια πολυμήχανος ο Αφράτος. Όλη νύχτα, όσο έσκαβε αυτός απέξω, τα λέγαμε. Και το πρωί αφού έφαγα το ψωμί και τα κόκαλα που μου έφεραν, μπήκα στο βαρέλι μου να κοιμηθώ και χώθηκα στη συλλογή.

- Επιμονή, εξυπνάδα, θέληση... έλεγα μέσα μου. Ναι, αυτά είναι καλύτερα και από τη σωματική δύναμη ακόμα!

Μα πώς και πού να τα εξασκήσω αυτά; Με πήρε ο ύπνος πριν λύσω το πρόβλημα. Και πέρασαν έξι μέρες. Κι εγώ ήμουν ακόμα φυλακισμένος στην αυλή μου. Ο στρατιώτης δε μ' έβγαζε ποτέ έξω, και είχα μουδιάσει από την ακινησία, δεμένος στο βαρέλι μου με το σκοινί, που ήταν πολύ κοντό για να μπορώ να τρέξω ή να πηδήξω.

Ο Αφράτος έρχουνταν κάθε βράδυ, μα δε δούλευε πια τόσο γρήγορα όσο την πρώτη βραδιά. Κάποτε τον άκουα που σταματούσε ολότελα, και ύστερα πάλι ξανάρχιζε. Αλλά όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο κουράζονταν και περισσότερο, και όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο λιγότερο δούλευε. Και καταλάβαινα πως δεν προχωρούσε η τρύπα. Την τετάρτη νύχτα, σχεδόν δε δούλεψε καθόλου. Σταματούσε κάθε λίγο και λιγάκι, και μια στιγμή τον άκουσα που στέναξε βαριά και σταμάτησε ολότελα.

- Τι τρέχει; ρώτησα ανήσυχος.

- Τίποτα, μου αποκρίθηκε. Μα φοβούμαι πως δε θα μπορέσω να δουλέψω πολύ απόψε... Δεν έχω πολλή δύναμη.

Τότε σκέφθηκα πως ίσως ο κακομοίρης να πεινούσε.

- Αφράτο, ρώτησα, τι τρως αφότου μας χώρισαν; Δεν αποκρίθηκε. Επέμεινα. Στο τέλος ομολόγησε:

- Χθες και σήμερα έφαγα ρίζες.

Τον κακομοίρη! Και με αυτή την αφαγιά, δούλευε κάθε νύχτα για τη δική μου ελευθερία, ενώ εγώ, που έτρωγα κάθε μέρα όσο ήθελα, κάθουμουν άεργος και τον άκουα αυτόν που κοπίαζε!

- Αφράτο, φύγε! του είπα. Δε θέλω να δουλεύεις για μένα, έτσι πεινασμένος! Θα βρω άλλον τρόπο να ξεκόψω. Μη δουλεύεις πια!

Μα αντί ν' αποκριθεί, άρχισε πάλι να σκάβει και να ξύνει. Η τρύπα ήταν πια βαθιά, με βεβαίωσε, δεν του έμενε πια πολλή δουλειά. Σε μια - δυο νύχτες θα τρυπούσε ο τοίχος, θ' άνοιγε πέρασμα ως μέσα, και τότε ζήτω η ελευθερία! Και δούλευε, δούλευε, ξοδεύοντας τις τελευταίες του δυνάμεις. Την έβδομη μέρα, αργά τ' απόγεμα, άκουσα από το έξω μέρος του τοίχου λαφρύ χτύπημα. Τέντωσα τ' αυτιά μου και βγήκα από το βαρέλι μου.

- Μάγκα, μούγκρισε σιγά ο Αφράτος, άρχισε να τρως σιγά - σιγά το σκοινί σου. Και σαν το κόψεις, σκάψε και συ από το δικό σου μέρος. Πρέπει απόψε να ξεφύγεις. Αύριο θα είναι πια αργά.

- Γιατί; Τι τρέχει; ρώτησα και η καρδιά μου χτυπούσε σκεπαρνιές.

- Δεν μπορώ τώρα. Το βράδυ σου τα λέγω, μου αποκρίθηκε βιαστικά.

Και τον άκουσα που έφευγε τρεχάτος και σαν πηδηχτά. Του φώναξα:

- Γιατί κουτσαίνεις;

Μα δεν αποκρίθηκε. Ήταν κιόλα μακριά. Ήμουν πολύ νευρικός. Θέλησα να κοιμηθώ για να περάσει η ώρα. Μα δεν μπόρεσα. Ήλθε ο στρατιώτης σαν πάντα, μου έφερε σούπα και κόκαλα, μα από την ανησυχία μου δεν τ' άγγιξα. Και όλο μασούσα, μασούσα το σκοινί μου, και το είχα σχεδόν κόψει. Από φόβο μην το δει ο στρατιώτης, χώθηκα βαθιά μέσα στο βαρέλι μου, και σα θέλησε να με χαϊδέψει, έμεινα πολύ ακίνητος, σα να νύσταζα. Μόλις τον είδα που βγήκε και κλείδωσε την πόρτα, τράβηξα δυνατά το σκοινί και το έσπασα. Τι χαρά που με γέμισε τότε, σαν αισθάνθηκα το λαιμό μου ελεύθερο πάλι! Άρχισα να τρέχω και να πηδώ σαν τρελός εδώ κι εκεί. Κι έξαφνα μ' έπιασε τρόμος μη με δει κανείς από τα παράθυρα, και ξαναχώθηκα στο βαρέλι μου και περίμενα το σκοτάδι. Και νύχτωσε στο τέλος, κι έφθασε ο Αφράτος. Με ορμή έσκαβε τον τοίχο, δε σταματούσε πια στιγμή.

- Εδώ είμαι κι εγώ! του γρύλισα, - κι έσκαβα, κι έσκαβα κι εγώ το χώμα εκεί που άκουα να γδέρνουν τα νύχια του. Μα πες μου τι τρέχει; Κοντεύω να πάθω από την ανησυχία μου.

- Πολύ άσχημα κάνεις, είπε ζωηρά. Δεν είναι ώρα για παθήματα, αλλά για δράση. Αν δε βγεις απόψε, όλος ο κόπος μας πάει χαμένος. Αύριο ο στρατιώτης σου πρόκειται να σε πουλήσει.

- Σε ποιον;

- Σ' ένα μπέη που φεύγει αύριο για το Κάιρο, και γυρεύει ένα φοξ-τεριέ, για να ξολοθρέψει, λέγει, τα ποντίκια από τα σαλόνια του. Φαντάσου! Του φάγανε, λέει, μια πόρτα.

- Πώς το ξέρεις;

- Τ' άκουσα που τάλεγαν. Όλη μέρα εδώ κοντά γυρνώ, και ακούω ομιλίες, μήπως μάθω τίποτα για σένα. Σήμερα ήταν καλή μέρα, άκουσα πολλά. Κουβέντιαζαν διάφοροι στρατιώτες αναμεταξύ τους. Ένας είπε: «Τυχερός ο Ντικ! Είναι καλής ράτσας το σκυλί, και το πληρώνει ο μπέης λίρες και λίρες». Τέντωσα τ' αυτί μου αμέσως. Είπε ο άλλος: «Πιο σωστό ήταν να το πήγαινε πίσω στον Έλληνα κύριο, που θα πλήρωνε και αυτός καλά, ίσως και περισσότερα, αφού τόσες μέρες τώρα ειδοποιεί στις εφημερίδες πως έχασε το σκύλο του, και δίνει γενναία αμοιβή σε όποιον του τον φέρει». «Μπα!» είπε ο πρώτος. «Θα τούδινε ποτέ δέκα λίρες;» «Θα τούδινε ίσως και περισσότερα», είπε ο άλλος. «Οι Ρωμιοί πληρώνουν καλά, είναι γενναίοι». Στάθηκα ν' ακούσω και άλλα. Μ' άρχισαν τ' αστεία αναμεταξύ τους, και δεν είπαν πια τίποτα που να μας ενδιαφέρει. Το μόνο που κατάλαβα, από κάτι ριχμένα λόγια, είναι πως αύριο το πρωί θα σε πήγαινε ο Ντικ στο μπέη.

- Βέβαια, πρέπει να φύγω απόψε! είπα.

Και με λύσσα έσκαβα τον τοίχο, εκεί που η χωματένια πέτρα ήταν πιο μαλακιά. Από την έξω μεριά άκουα τον Αφράτο που δούλευε ακούραστα.

- Κάθησε λίγο, του είπα. Εσύ είσαι αδύνατος, εγώ είμαι χορτάτος.

- Κι εγώ είμαι χορτάτος, μου αποκρίθηκε χαρούμενα. Και θα δεις πόση δουλειά είμαι άξιος να κάνω όταν δεν πεινώ.

Και αλήθεια ήταν άξιος! Λίγη ώρα ακόμα πέρασε, και το νύχι μου χώθηκε σ' ένα τρυπαλάκι. Κι έξαφνα ολόκληρο το πόδι μου πέρασε από την άλλη μεριά.

- Κουράγιο, κοντεύομε! είπε ο Αφράτος.

Μερικά χώματα ξεκόλλησαν, μερικά πετραδάκια έπεσαν, και ο Αφράτος ολόκληρος ξεγλίστρησε μέσα στην τρύπα και πήδησε στην αυλή. Τι χαρά τότε για τους δυο μας! Δεν ήξερα τι να του πρωτοπώ για να τον ευχαριστήσω. Μ' αυτός δε μ' άφησε.

- Γρήγορα, είπε, και βλέποντας την άγγιχτη μου σούπα: Φάγε, με συμβούλεψε, δεν ξέρομε πότε πάλι θα βρούμε τροφή.

Έφαγα μ' ευχαρίστηση, μα μονάχα αφού παραδέχθηκε να φάγει αυτός τη μισή.

- Φάγε και άλλο, του είπα. Εγώ καλόφαγα το μεσημέρι.

- Κι εγώ καλόφαγα το απόγευμα. Και τι φαγί! μου αποκρίθηκε ενθουσιασμένος.

- Πού το βρήκες;

- Πάμε τώρα να φύγομε, και σου τα λέγω στο δρόμο. Χωθήκαμε ο ένας ύστερα από τον άλλο στην τρύπα, και... Ζήτω η ελευθέρια!

Βρεθήκαμε σε χωματόλοφους, στην ερημιά, στ' ανοιχτά, με την απέραντη θάλασσα που γυάλιζε πέρα, και τον ουρανό από πάνω μας με τα χίλια - μύρια άστρα του. Τι χαρά! Μου ήλθε να χορέψω, να ξεφωνίσω, να κυλιστώ στην άμμο. Και άρχισα να τρέχω εμπρός, πίσω, πέρα, δώθε, τίναζα τα πόδια μου σε τρελό πηλαλητό. Ποτέ μου δε χάρηκα τέτοιο τρέξιμο! Έξαφνα αντιλήφθηκα πως ήμουν μόνος.

- Αφράτο! φώναξα.

- Έρχομαι, μου αποκρίθηκε.

Και τον είδα που ξεπρόβαλε από πίσω από ένα χωματόλοφο και κατάφθανε κούτσα - κούτσα.

- Μα τι έπαθες; τον ρώτησα. Από το απόγεμα σ' ακούω που κουτσαίνεις. Τι σούκαμαν;

Αυτός γέλασε.

- Είναι ολόκληρη ιστορία, μου αποκρίθηκε. Πρέπει να σου τη διηγηθώ. Γιατί νομίζω πως τελείωσαν τα βάσανα μου! Πάμε να ξαπλωθούμε στην ακρογιαλιά. Σε λίγο θα φέξει, και ωστόσο ξεκουραζόμαστε, και σου διηγούμαι εγώ την ιστορία.

Τρέξαμε στη θάλασσα, ξαπλωθήκαμε στη δροσερή άμμο, και άρχισε ο Αφράτος την ιστορία του.