Λουκής Λάρας/Β
←Κεφάλαιο Α' | Λουκής Λάρας Συγγραφέας: Κεφάλαιο Β' |
Κεφάλαιο Γ'→ |
Το φως του ηλίου είχε κρυβή, αλλά δεν είχεν εισέτι επέλθει της νυκτός το σκότος, ότε , κλείσαντες την αποθήκην, εξήλθομεν του Χανίου. Η πύλη ήτο εισέτι ανοικτή. Δεν είχομεν ούτε σάκκον, ούτε δέμα, ουδ' άλλο τι δυνάμενον να υποδείξη τους σκοπούς μας. Εις τους κόλπους μας μόνον και εντός των ενδυμάτων εκρύψαμεν ό,τι ηδυνάμεθα να φέρωμεν μεθ' ημών ασφαλώς και κρυφίως.
Ουδείς των γειτόνων ή συγκατοίκων εγνώριζε το μυστικόν μας. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν μου εφαίνετο ως να το γνωρίζη ο κόσμος όλος· μου εφαίνοντο αι εισέτι ανοικταί θύραι και τα επί της αυλής παράθυρα ως να είχον οφθαλμούς και να έβλεπον, διά μέσου των φορεμάτων, τα βάθη των κόλπων μας και, βαθύτερον έτι, των καρδιών μας τα διανοήματα. Παρά την πύλην ίστατο ο γέρων φύλαξ με τας χείρας επί των νώτων.
― Πώς τόσον αργά έξω; μας ηρώτησε. Διά πού;
― Πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν, απεκρίθη ο πατήρ μου.
Δεν ήτο ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν ετόλμησα να είπω λέξιν προς τον πατέρα μου, αλλ' ήμην βέβαιος, ότι ο γέρων Οθωμανός ενόησεν ότι φεύγομεν και ότι θα τρέξη να μας καταδώση. Πάσα σκιά μακρόθεν μοι παρίστατο ως Γιανίτσαρος ή Ζεϊβέκης κρατών σπάθην εις τας χείρας· ανά παν βήμα ανέμενα απροσδόκητόν τινα καταστροφήν.
Χάριτι θεία ουδεμία απευκταία συνάντησις διετάραξε την πορείαν μας. Ο πλοίαρχος είχεν ορίσει πού θα τον εύρωμεν, εις απόκεντρον της πόλεως άκραν, και μας επερίμενεν εις το παράλιον· η λέμβος ήτο παρέκει· ερημία και ησυχία επί της ακτής άκρα, και η εσπέρα σκοτεινή. Επηδήσαμεν εντός της λέμβου και εμπρός!
Μόνον ότε ανέβημεν επί του πλοίου, ησθάνθην το στήθος μου ελαφρότερον και ανέπνευσα ελευθέρως. Ξένα πλοία δεν είχον εισέτι συληθή υπό των Τούρκων, ώστε, υπό την Ρωσσικήν της γολέτας σημαίαν, εφρόνουν ότι πας άμεσος κίνδυνος εξέλιπε. Εφανταζόμην δε, ότι φεύγοντες την Σμύρνην εφεύγομεν τους τρόμους και τα βάσανα και τους κινδύνους, και ελησμόνουν την πρώτην μου απ' αρχής εντύπωσιν, ότι μεταβαίνοντες εις Χίον δεν εσωζόμεθα από τους Τούρκους.
Άλλως τε, όσω το εσκεπτόμην τόσω επειθόμην ότι εκεί ηθέλομεν μείνει αβλαβείς και ήσυχοι. Οι ολίγοι της Χίου Τούρκοι ήσαν εξημερωμένοι επί τέλους δε ήσαν ολίγοι. Οι Χίοι ήσαν εργατικοί, φιλήσυχοι και ειρηνικοί. Ευημερούντες και αυτοδιοικούμενοι, ήσαν οι ευτυχέστεροι των Ελλήνων τότε. Δεν υπήρχεν άρα πιθανότης ούτε η επανάστασις να μεταδοθή εις Χίον, ούτε των Τούρκων η οργή και ο φανατισμός να εκσπάσωσι κατά των κατοίκων. Όθεν έβλεπα με ήσυχον την καρδίαν της αναχωρήσεως τας προετοιμασίας. Η άγκυρα εκρέματο ήδη από της πρώρας· άμα ανήλθομεν επί του καταστρώματος η λέμβος ανηρτήθη, τα ιστία ηπλώθησαν και απεπλεύσαμεν.
Εκοιμήθην την νύκτα ωραία. Αφ' ότου οι νυκτερινοί εκείνοι τουφεκισμοί με είχον εξυπνήσει κατά τας αρχάς Μαρτίου, ο ύπνος μου ήτο διακεκομμένος και ανήσυχος, εσχάτως δε οι αυξάνοντες κίνδυνοι και αι περί φυγής σκέψεις μου εκράτουν τα βλέφαρα ανοικτά και διηρχόμην αγρύπνους τας νύκτας. Αλλ' επί του πλοίου ησθανόμην ασφαλής. Εσκεπτόμην ολίγον την ματαιωθείσαν εις Αγγλίαν αποδημίαν, μου ήρχετο κατά νουν η τρομερά εκείνη εν τη αγορά παραζάλη, ότε έτρεχα άκων εν μέσω των Τούρκων, εφανταζόμην που και που, ότι έβλεπα ενώπιον μου τον Πατριάρχην επί της αγχόνης, αλλά τα δυσάρεστα φαντάσματα απεδίωξε βαθμηδόν της σωτηρίας η συναίσθησις, η προσδοκία της μετά της μητρός και των αδελφών μου συναντήσεως και αι γλυκείαι της παιδικής ηλικίας αναμνήσεις. Η νεότης είναι φύσει αμέριμνος και εύελπις· δεν αρέσκεται να ενδιατρίβη εις τα θλιβερά. Αι της Σμύρνης αναμνήσεις διελύθησαν βαθμηδόν υπό το πρίσμα ευχαρίστων ονειροπολημάτων και απεκοιμήθην εν γαλήνη, ναναριζόμενος από του σκάφους το τρίξιμον και από την ομαλήν επί των ελαφρών κυμάτων κίνησίν του.
Την αυγήν, ότε ανήλθα επί του καταστρώματος, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει. Αντικρύ μας εφαίνετο η Χίος, κεκαλυμμένη υπό διαφανούς πρωινής ομίχλης. Μακράν δε, προς τ' αριστερά, ο πατήρ μου τείνων σιωπηλώς την χείρα μου έδειξεν, ως σμήνος λευκών περιστερών, σειράν ιστίων επικαθημένων επί του ορίζοντος. Ο γέρων Βισβίλης,― νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιον μου τώρα, ενώ γράφω,― όρθιος επί της πρύμνης, με τας δύο χείρας επί του μετώπου και κύκλω των οφθαλμών, ητένιζε μετά προσοχής, ωσεί προσπαθών να μετρήση τα πλοία.
― Έρχονται, ή φεύγουν; ηρώτησεν ο πατήρ μου.
― Πηγαίνουν προς την Σάμον, απεκρίθη ο πλοίαρχος. Ο θεός μαζή των!
― Αμήν, υπέλαβεν ο πατήρ μου. Και οι δύο γέροντες έκαμαν τον σταυρόν των.
Πρώτην τότε φοράν επεφάνη εις εμέ συσσωματωμένη η ιδέα της Επαναστάσεως, η αίσθησις της Εθνεγερσίας. Αι λευκαί εκείναι περιστεραί ήσαν του Ελληνικού στόλου τα πλοία. Επ' αυτών εκυμάτιζε του Σταυρού η σημαία. Και διέτρεχον τα πλοία εκείνα τας Ελληνικάς θαλάσσας ελεύθερα, και ήσαν επ' αυτών άνδρες γενναίοι και άφοβοι, και επεδείκνυον από παραλίαν εις παραλίαν την σημαίαν των, εμψυχούντες τους Χριστιανούς και αψηφούντες τους Τούρκους, και επί της σημαίας εκείνης ήσαν χαραγμέναι αι λέξεις « Ελευθερία ή θάνατος!»
Ότε είδα τους δύο γέροντας τοσούτον συγκινημένους ησθάνθην εν εμαυτώ αίσθημα απερίγραπτον, απερίγραπτον τοσούτω μάλλον, καθόσον ήτο αόριστον και συγκεχυμένον. Ησθάνθην ως να εγίνετο πλατύτερον το στήθος και υψηλότερον το σώμα μου. Αλλ' ήτο στιγμιαίον και παροδικόν το αίσθημα. Ίσως δε, ίσως γράφων τώρα, περιγράφω μάλλον τι ηδυνάμην να συναισθανθώ τότε, η ό,τι πραγματικώς και ακριβώς συνησθάνθην.
Μετ' ολίγας ώρας απεβιβαζόμεθα εις Χίον.
Επερίμενα να ίδω κατά το σύνηθες την παραλίαν πλήθουσαν, και γνωρίμους και φίλους επί της προκυμαίας, και ν' ακούσω τα εύθυμα Κ α λ ώ ς ω ρ ί σ α τ ε και τους χαριεντισμούς, οίτινες άλλοτε, κατά τοιαύτας περιστάσεις, αντηλλάσσοντο μεταξύ της αποβάθρας και της λέμβου. Αλλά το παρά την αποβάθραν καφενείον ήτο κενόν, η προκυμαία έρημος, έρημος η αγορά. Εις τας θύρας μόνον εργαστηρίων τινών οι ιδιοκτήται, κατηφείς και σιωπηλοί, μας έβλεπον απορούντες και μας εχαιρέτων διαβαίνοντας.
Η θέα της γενικής εκείνης κατηφείας με κατετάρασσε και μου ήρχετο να φωνάξω ερωτών τους προ των εργαστηρίων πραγματευτάς:― Δι' όνομα θεού, τι έπαθεν η Χίος; τι συμβαίνει; Αλλ' εβάδιζα κατόπιν του πατρός μου ακολουθών τα ίχνη του, και δεν ήμην συνειθισμένος να λαμβάνω την πρωτοβουλίαν ποτέ, εκείνου παρόντος.
Ευτυχώς ουδ' εκείνος εκρατήθη επί πολύ, αλλ' εισχωρήσας εις εργαστήριον αρχαίου γνωρίμου του απηύθυνεν, άνευ προοιμίου εξηγούντος την παρουσίαν μας, την αυτήν εκείνην ερώτησιν, ήτις μου ήρχετο εις τα χείλη.
― Ηύρες την ώραν να επιστρέψης, φίλε μου. Εδώ είναι κόσμου χαλασμός.
Αύται ήσαν αι πρώται του εμπόρου λέξεις. Αλλ' η τοιαύτη μελαγχολική υποδεξίωσις δεν τον εμπόδισεν από του να μας επιδείξη την ευχαρίστησίν του επί τη μετά του πατρός μου συναντήσει. Μας ηνάγκασε να καθήσωμεν, επέμεινε να μας κεράση και μεταξύ φιλοξενών μας διηγήθη τα διατρέξαντα.
Τότε εμάθομεν ότι ο στόλος, τον οποίον είδομεν την αυγήν πλέοντα προς την Σάμον, είχε διαμείνει δέκα ημέρας εις τα παράλια της Χίου, υπό τον ναύαρχον Τομπάζην, προς εξέγερσιν της νήσου, αλλ' ότι οι Τούρκοι, άμα ιδόντες τα Ελληνικά πλοία, συνέλαβον τον αρχιερέα και τους προκρίτους, τους οποίους εισέτι εκράτουν ως ομήρους εντός του φρουρίου, οι δε χωρικοί δεν εκινήθησαν, και απέπλευσεν άπρακτος ο στόλος. Και μας αφηγήθη λεπτομερώς ο εργαστηριάρης των δέκα εκείνων ημερών τας περιπετείας, και απηρίθμει τα ονόματα των συλληφθέντων ομήρων, ονόματα σεβαστά και προσφιλή, και περιέγραφε μετά συγκινήσεως τον τρόμον, τον οποίον η σύλληψίς των καθ' όλην την νήσον ενέσπειρε. Διότι ήσαν ήδη γνωσταί αι εν Κωνσταντινουπόλει σφαγαί, η δε κράτησις των ομήρων εθεωρήθη, ευλόγως, ως προοίμιον χειροτέρων παθημάτων. Ώστε ενοήσαμεν, διατί ήτο έρημος και κατηφής η πόλις. Ενοήσαμεν δε ταυτοχρόνως, ότι η Σμύρνη δεν ήτο η μόνη επικίνδυνος διαμονή· ότι όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότης εξ ενός και διαρκής αφ' ετέρου αγωνία.
Κατηυθύνθημεν σιωπώντες προς την οικίαν μας. Ότε έκρουσεν ο πατήρ μου την θύραν, είδα έν δάκρυ σιωπηλόν επί της παρειάς του. Αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου σειομένην υπό της φαιδράς πλημμύρας αρχαίων αναμνήσεων, και ότε ήνοιξε την θύραν η Ανδριάνα, η ορφανή της τροφού μου θυγάτηρ, η εύθυμος συμπαίκτρια των παιδικών μου χρόνων, η αφωσιωμένη της μητρός μου υπηρέτρια, ότε ήνοιξε την θύραν και ιδούσα ημάς απροσδοκήτως ενώπιον της, έκθαμβος και περιχαρής ήνοιγε τα χείλη να φωνάξη της ελεύσεώς μας την αγγελίαν, εγώ εχύθην και, πριν έτι προφθάση να κράξη, έκλεισα με την μιαν χείρα το στόμα της, με την άλλην δε έσυρα την λευκήν ουράν του χιακού κεφαλοδέσμου της, και ελύθησαν αι πλεξίδες της, και έμεινεν εις την χείρα μου η λευκή οθόνη. Ελησμόνησα κατ' εκείνην την στιγμήν και το προς τον πατέρα μου σέβας, και τα διελθόντα επτά έτη αφ' ότου ήμην απών, και τους οιωνούς, υπό τους οποίους επέστρεφα εις την πατρικήν οικίαν.
Η χαρά της μητρός μου, ότε μας είδεν, επεσκίασε παν άλλο της αίσθημα. Την ηύρα γεροντοτέραν αφ' ό,τι την εγνώριζα την καλήν μου μητέρα, αι δε αδελφαί μου, τας οποίας αφήκα παιδία μικρά, ήσαν ήδη ανθηρά κοράσια. Ω! Μετά πόσης χαράς επιστρέφει τις μετά μακράν απουσίαν εις την οικίαν, όπου εγεννήθη, πλησίον εκείνων τους οποίους παιδιόθεν ηγάπησε! Πόσον γλυκείαι αι ώραι των πρώτων συναντήσεων και αι περιποιήσεις προσφιλούς μητρός οδηγούσης τον επανακάμπτοντα υιόν εις το παλαιόν δωμάτιον, εις την κλίνην, όπου προ ετών δεν εκοιμήθη, και αι ασυνάρτητοι εκφράσεις τρυφερότητος, και τα δάκρυα χαράς τα διακόπτοντα την ομιλίαν της, και οι περιπαθείς εναγκαλισμοί, και τα μητρικά φιλήματα! Η δυστυχής μου μήτηρ, πόσα έμελλεν εισέτι να υποφέρη πριν κλείση τους οφθαλμούς.
Ο πατήρ μου ηθέλησε να μεταβώμεν αμέσως εις την εξοχήν, εις τον Πύργον μας, αλλ' η Δημογεροντία δεν το επέτρεψε. Δεν εσυγχωρείτο εις ουδεμίαν των ευπόρων οικογενειών ν' αναχωρήση εκ της πόλεως. Οι Τούρκοι, εκτός των εν τω φρουρίω κρατουμένων, ήθελον όλους ημάς εκεί, πλησίον, υπό την χείρα, υπό την μάχαιράν των.
Εμείναμεν λοιπόν θέλοντες και μη εις την πόλιν, πιστεύοντες ότι, ούτως ή άλλως, δεν θα βραδύνωσι τα πράγματα να ησυχάσωσιν. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη έκτοτε την μακράν του αγώνος διάρκειαν. Εμείς δ' εν Χίω, χρεωστώ να το ομολογήσω, δεν είχομεν κατ' αρχάς μεγάλας περί τελικής επιτυχίας ελπίδας. Απ' εναντίας. Εβλέπομεν εκ του πλησίον των Τουρκικών δυνάμεων τον όγκον, τον εβλέπομεν δε υπό το πρίσμα των αρχαίων εντυπώσεων και υπό του τρόμου την πίεσιν. Η δ' επανάστασις δεν είχεν εισέτι αναδείξει την ισχύν της διά των κατά ξηράν νικών και διά των επί θαλάσσης κατορθωμάτων της.
Και βραδύτερον όμως, ότε ήρχισαν των Ελληνικών όπλων οι θρίαμβοι, αι περί αυτών ειδήσεις δεν ίσχυον να ουδετερώσωσι την αποθάρρυνσιν, την οποίαν αι πέριξ ημών καταστροφαί ενέσπειραν εις τας καρδίας μας. Διότι έκαστον των επαναστατών ανδραγάθημα είχε την ανταπόδοσίν του, όπου οι Τούρκοι εδέσποζον. Την πρώτην Τουρκικού δικρότου πυρπόλησιν επηκολούθησεν ο θρήνος των Κυδωνιών και αι φρικώδεις της Σμύρνης σφαγαί· την εν Σάμω των εχθρών ήτταν διεδέχθησαν τα εν Κύπρω αιμοχαρή όργια· μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς επήλθε της Κασσάνδρας η ερήμωσις!
Και εν τούτοις ο αρχιερεύς και οι πρόκριτοι εκρατούντο εντός του φρουρίου, ο δ' αριθμός της εν αυτώ φρουράς ηύξανε διά νέων εκάστοτε επικουριών, αι δε καταπιέσεις επετείνοντο και μας έρριπτον άγρια βλέμματα οι Τούρκοι και ηκόνιζον τα ξίφη των, ενώ αντικρύ μας, καθ' όλα της Ανατολής τα παράλια, επεσωρεύοντο αγέλαι θηρίων ετοίμων να επιπέσωσιν εις την νήσον μας! Όχι· η περί ημάς ατμοσφαίρα δεν ήτο κατάλληλος προς ανύψωσιν του φρονήματος· η κεφαλή μας έκλινεν υπό τον ανεμοστρόβιλον της καταδρομής και ελπίδες γενναίαι, δεν εισεχώρουν εις την ψυχήν μας.
Η μόνη του πατρός μου ελπίς,― ελπίς όχι αποσείσεως του ζυγού, αλλά συμβιβασμού και συνδιαλλαγής,― εστηρίζετο εις την αρωγήν της Χριστιανοσύνης. Αλλ' ο φίλος του Ζενάκης ουδαμώς παρεδέχετο της τοιαύτης αρωγής την πιθανότητα. Εσφίγγετο η καρδία μου, ότε τον ήκουα ελεεινολογούντα το κίνημα και θρηνούντα εκ προοιμίων απάσας τας συνεπείας του. Ο πατήρ μου εφαίνετο μη πειθόμενος και επέμενεν ελπίζων, αλλ' ο Ζενάκης ήτο υποπρόξενος, δεν ενθυμούμαι τίνος εκ των δευτερευουσών δυνάμεων,― της Ολλανδίας νομίζω,― ώστε εις εμέ οι λόγοι του εφαίνοντο πλήρεις βαρύτητος και επισημότητος.
Αρχαίος του πατρός μου φίλος και γείτων, ήτο εκ των ολίγων οίτινες κατ' εκείνην την εποχήν εσύχναζον εις την οικίαν μας. Ως εκ του αξιώματός του ευρίσκετο εις καθημερινήν μετά των λοιπών προξένων επαφήν, η δε ανθελληνική τότε των Δυνάμεων πολιτική, ρυθμίζουσα του εν Χίω προξενικού σώματος τας ιδέας, αντενακλάτο εις του Ζενάκη την γλώσσαν. Αι περί επαναστάσεως εκφράσεις του δεν ήσαν ούτε διά το παρόν επαινετικαί, ούτε ενθαρρυντικαί διά το μέλλον.
― Δεν επεμβαίνει η Ευρώπη και ησύχασε, έλεγε και επανέλεγε προς τον πατέρα μου· οι βασιλείς δεν συμπεθερεύουν με αποστάτας.
― Και θ' αφήσουν τον Σουλτάνον να σφάξη τους Έλληνας όλους! ανέκραζεν ο πατήρ μου.
― Ας προσκυνήσουν και ας ζητήσουν το έλεός του, απεκρίνετο ο Ζενάκης.
Και μου φαίνεται ότι τον ακούω επιλέγοντα την συνήθη του φράσιν, όποτε ήτο περί επαναστατών ο λόγος,― Επήραν το Γένος εις τον λαιμόν των!
Και παρήλθεν ούτω το θέρος, μετά δε το θέρος ήλθε το φθινόπωρον, και διεδέχθη το φθινόπωρον ο χειμών. Πώς διήλθον οι δέκα μήνες εκείνοι, καθ' ους έζήσαμεν μεταξύ σφύρας και άκμονος, λησμονούντες την διάρκειαν της χθες εν τη προσδοκία της αύριον;
Επεχειρίσθης ποτέ, αναγνώστα, υψηλού όρους την ανάβασιν; Αρχίζεις μετά θάρρους την πορείαν· είναι τραχεία η άνοδος και ο ιδρώς περιβρέχει εντός ολίγου το μέτωπόν σου. Αλλ' η προς το τέρμα προσέγγισις σμικρύνει του κόπου την αίσθησιν. Την βλέπεις άνωθεν σου την κορυφήν. Προχωρείς προς αυτήν. Επλησίασες! Ολίγα έτι μένουν βήματα. Έφθασες! Αλλ' όχι. Δεν ήτο τούτο η κορυφή. Σε ηπάτησε του βουνού το εξόγκωμα. Παρέκει, υψηλότερα είναι η αληθής κορυφή του. Η απόστασις δεν φαίνεται μεγάλη. Εμπρός! Και αρχίζεις εκ νέου την ανάβασιν, με τα γόνατα ολιγώτερον στερεά, με ταχυτέρους της καρδίας παλμούς. Και φθάνεις εκεί, και την κορυφήν την βλέπεις μακρύτερα πάλιν. Και τας δυνάμεις σου τας εξήντλησας ήδη αγωνιζόμενος να φθάσης εις το τέρμα, το δε τέρμα απομακρύνεται καθόσον νομίζεις ότι το ήγγισες. Καταβεβλημένος, ασθμαίνων, βλέπεις επί τέλους τον ουρανόν όπισθεν της τελευταίας άκρας, και τότε πίπτων επί του χώματος, όπως αναλάβης δυνάμεις, βλέπεις κάτω την κοιλάδα και θαυμάζεις το ύψος εις το οποίον ανήλθες!
Ιδού πώς διήλθον οι μήνες εκείνοι. Ανεβαίνομεν το βουνόν, αλλ' απ' αρχής εκάλυπτον νέφη την κορυφήν και δεν την εβλέπομεν. Ότε δ' επί τέλους εφθάσαμεν εις την άκραν, εύρομεν κρημνόν ενώπιον μας και βάραθρον, και αντί ν' αναπαυθώμεν επί του υψώματος εκρημνίσθημεν κατακόρυφα.
Αλλ' ενόσω οι Τούρκοι δεν έσφαζον και δεν εξηνδραπόδιζον εθεωρούμεθα ευτυχείς, αναλογιζόμενοι τα αλλαχού συμβαίνοντα. Αι γυναίκες δεν εξήρχοντο ποσώς της οικίας, ημείς δε απεφεύγομεν, όσω το δυνατόν, πάσαν μετά Τούρκου συνάντησιν, και ζώντες λάθρα ανεμένομεν μεθ' υπομονής, αλλά και μετά πολλής αγωνίας, να παρέλθη η οργή Κυρίου.
Εν τούτοις η διαρκής κράτησις των ομήρων, η εξακολουθητική εντός του φρουρίου επισώρευσις Τούρκων εκ της Ασίας, η βιαία αφαίρεσις παντός όπλου από των κατοίκων απάντων της νήσου, ταύτα πάντα ουδέν αγαθόν δι' ημάς προεμήνυον. Προησθανόμεθα εγγίζουσαν την καταστροφήν καθόσον εβλέπομεν τον σάλον της επαναστάσεως πλησιάζοντα εις τα παράλιά μας. Πέριξ ημών η νήσος των Ψαρών αφ' ενός και η Σάμος αφ' ετέρου ήσαν ήδη προ μηνών ελεύθεραι, απόπειραι εξεγέρσεως εγένοντο εν Μιτυλήνη, τα δ' ελληνικά πλοία, περιτρέχοντα εν θριάμβω το πέλαγος, περιέπλεον επί μάλλον και μάλλον συχνότερον εις τα νερά της Χίου.
Εσπέραν τινά ο Ζενάκης μας έφερε μυστηριωδώς την είδησιν, ότι ο πασάς υποπτεύεται επικειμένην κατά της νήσου επίθεσιν.
Την επιούσαν τεσσαράκοντα προύχοντες νέοι προσβληθέντες εκρατήθησαν εντός του φρουρίου, και εδιπλασιάσθη ούτω των ομήρων ο αριθμός. Ο πατήρ μου δεν ήτο ευτυχώς εκ των ευπορωτέρων της Χίου πολιτών και δεν συμπεριελήφθη εις την καταγραφήν. Μετ' ολίγας ημέρας ηκούσθησαν ψιθυρισμοί, ότι πλοία Σαμιακά απεβίβασαν αποστόλους και ότι έμενον ούτοι κρυπτόμενοι εις τ' απόκεντρα της νήσου χωρία.
Οι Τούρκοι εφαίνοντο προδήλως ανήσυχοι· περιπολίαι αυτών περιέτρεχον τα χωρία· τινές των ομήρων απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολη. Τα πράγματα εφαίνοντο δεινούμενα. Εβλέπομεν ότι κρίσιμα συμβάντα επίκεινται.
Οι φόβοι μας δεν εβράδυναν να πραγματοποιηθώσι. Την ενάτην Μαρτίου (1822), προς το απόγευμα, τεσσαράκοντα περίπου πλοία εφάνησαν εις το πέλαγος αντικρύ μας και διεδόθη από οικίας εις οικίαν η είδησις ότι έρχονται οι επαναστάται. Εκ του υπερώου της οικίας μας έβλεπα τα πλοία πλησιάζοντα προς τον λιμένα μας, και ήκουα εις το φρούριον κρουόμενα τα τύμπανα εις σημείον κινδύνου. Οι Τούρκοι εκλείσθησαν περιμένοντες την έφοδον.
Την αυτήν εκείνην εσπέραν, περί ηλίου δυσμάς, κατηυθύνθημεν κατεσπευσμένως εις την εξοχήν προς τον πύργον μας. Ουδ' ήμεθα οι μόνοι φεύγοντες
Απέναντι του αμέσου κινδύνου ελησμονήθη και της Δημογεροντίας η απαγόρευσις και της τουρκικής εξουσίας ο φόβος.
Και παρητήσαμεν ούτω την πατρικήν οικίαν.
Μετά τριάκοντα έτη επεσκέφθην ως ξένος την πατρίδα και είδα κατεστραμμένην την Χίον και ηρειπωμένην την οικίαν μας. Αλλ' ο πατήρ μου απέθανε πλάνης και φερέδικος, ουδ' είχε πριν αποθάνη την παρηγορίαν να ίδη καν τα τέκνα του ανακτώντα επί ξένης γης την άνεσιν και την ευημερίαν. Απέθανεν ενόσω διήρκει έτι η θλίψις της καταστροφής και της εξορίας η κακοπάθεια. Αλλά τότε φεύγοντες δεν ηδυνάμεθα να προΐδωμεν, ότι παραιτούμεν την εστίαν μας διά παντός και ότι θα διέλθωμεν όσα διήλθομεν.
Καθ' όσον απεμακρυνόμεθα της πόλεως συνηντώμεθα μετά των χωρικών, οίτινες αθρόοι κατέβαινον προς αυτήν. Ήσαν άοπλοι, αλλ' υπήγαινον επί σκοπώ να παραλάβωσιν εκ του στόλου όπλα. Εγνώριζον εκείνοι όσα ημείς δεν εγνωρίζομεν. Ο Λογοθέτης και ο Μπουρνιάς επί κεφαλής τρισχιλίων Σαμίων ήσαν εντός των πλοίων και ήρχοντο να ελευθερώσωσι την Χίον. Δυστυχώς δεν μας έφερον την ελευθερίαν, αλλά την καταστροφήν. Εν τούτοις την επομένην πρωίαν απεβιβάσθησαν και εκυρίευσαν αμαχητί την πόλιν, ελπίζοντες ότι οι εν τω φρουρίω κλεισθέντες Τούρκοι δεν θα βραδύνωσιν εξ ανάγκης να παραδοθώσιν.
Ενώ ταύτα συνέβαινον, ημείς εμένομεν ήσυχοι εις την εξοχήν. Ο κρότος μόνον των πυροβόλων ετάραττε που και που την ησυχίαν μας και ενθύμιζεν επί οποίου κρατήρος εκείμεθα. Αλλ' οι πυροβολισμοί δεν ήσαν συνεχείς. Το δε κατ' εμέ, δεν ηξεύρω πώς και διατί, αλλ' εκεί εις την εξοχήν ελησμόνουν και μερίμνας και φόβους. Είχα αρά γε συνειθίσει πλέον την ζωήν εκείνην των αενάων ανησυχιών; Είχα μήπως ενθαρρυνθή υπό της ιδέας ότι η σημαία της Ελευθερίας εκυμαίνετο επί της πατρίδος μου; Ή απλώς και μόνον ο οργασμός του έαρος και η μυστηριώδης της αναγεννωμένης φύσεως ηδονή μετεδίδοντο εις την καρδίαν μου, και έζων καθώς ζώσι τα άνθη, και εσκεπτόμην όσον σκέπτεται το πτηνόν;
Δεν ηξεύρω. Αλλ' οσάκις αναπολώ την σύντομον δυστυχώς περίοδον εκείνην της εις τον πύργον διαμονής, δεν ενθυμούμαι τρόμους και φόβους και νύκτας αγρύπνους και ημέρας εναγωνίους. Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.
Και όμως ήμην είκοσι ετών και ενός νέος τότε! Τώρα δε, καθ' ην στιγμήν γράφω τας αναμνήσεις ταύτας, απορώ, και εξανίσταμαι κατ' εμαυτού, πώς αντί να καταφύγω εκεί εις τον εξοχικόν πύργον μετά των γερόντων γονέων και των αδελφών μου, πώς δεν έδραμα να καταταχθώ υπό την σημαίαν του αγώνος, πώς δεν έλαβα κ' εγώ τα όπλα εις χείρας, και ας έπιπτα επί τέλους πολεμών. Αλλά τώρα σκέπτομαι και αισθάνομαι αλλέως ή τότε. Τότε... Ανάγκη, αναγνώστά μου, αφού εκθέτω τας περιπετείας του βίου μου, ανάγκη να σ' εξοικειώσω περισσότερον μετά του ταπεινού ατόμου μου. Ανάγκη να εξομολογηθώ, εν πάση ειλικρινεία και μετριοφροσύνη, πώς και διατί, ούτε ψυχικώς, ούτε σωματικώς, δεν είχα τα προσόντα, όπως πράξω τότε ό,τι σήμερον υπό παρομοίας περιστάσεις ήθελα απαιτήσει να πράξωσι τα τέκνα μου. Δεν θα με ανυψώση εις την εκτίμησίν σου η εξομολόγησις αύτη, αλλ' η πρόθεσίς μου δεν είναι να σ' εξαπατήσω παριστών εμαυτόν ως καλλίτερον αφ' ό,τι ήμην και αφ' ό,τι είμαι.
Είπα ψυχικώς και σωματικώς.
Σωματικώς, φίλε αναγνώστα, η πικρά αλήθεια είναι, ότι είμαι λίαν μικρός, και ότι ουδέποτε κατόρθωσα, ενώπιον είτε ανδρών είτε γυναικών, να λησμονήσω το ταπεινόν του αναστήματος μου· επειδή δ' εγώ το ενθυμούμαι, νομίζω πάντοτε ότι και οι άλλοι το παρατηρούν. Τώρα εισέτι, καίτοι τιμώμενος υπό των συμπολιτών μου, καίτοι συχνάκις κατέχων την πρωτοκαθεδρίαν εις τας ομηγύρεις των, είτε χάριν απλώς της προβεβηκυίας ηλικίας μου, είτε ένεκα της ευμενούς προς εμέ διαθέσεώς των, ποτέ, το ομολογώ, ποτέ δεν δύναμαι να περιστείλω την δειλίαν, την οποίαν γεννά εν εμαυτώ της μικροσωμίας μου η συναίσθησις.
Και τώρα τουλάχιστον είμαι υγιής· αλλά μέχρις ου ανδρωθώ, το φιλάσθενον της κράσεως απετέλει έτι μάλλον ευτελές το σώμα μου. Η δε αγωγή τότε των παίδων δεν ήτο οποία την σήμερον. Ούτε εις το σχολείον, ούτε μετέπειτα έλαβα ποτέ αφοράς σωμασκίας. Οι γονείς τότε ουδ' εγνώριζον ουδ' εφρόντιζον περί της ανάγκης της σωματικής αναπτύξεως των τέκνων των.
Τοιούτος λοιπόν ήμην· μικρός και ασθενής το σώμα. Εις το σχολείον του παππά Φλούτη ήμην το παίγνιον των συμμαθητών μου, εις Σμύρνην δε εντός του Χανίου ήμην γνωστός υπό το όνομα Μικρο―Λουκής. Η δε τοιαύτη των άλλων περιφρόνησις, επενεργούσα εις την ιδικήν μου περί εμαυτού εκτίμησιν, δεν υπεβοήθη βεβαίως την ανάπτυξιν ηρωικών διαθέσεων.
Εάν τότε εγνώριζα όσα την σήμερον, τα υπολανθάνοντα εντός της ψυχής μου αισθήματα ήθελον ίσως ζητήσει και εύρει διέξοδον, υπερνικώντα τας φυσικάς μου ελλείψεις. Αλλά και η ψυχή μου τότε ήτο μικρά και αγύμναστος όσον το σώμα μου. Διότι ήμην αμαθής, αμαθέστατος, ως υπέδειξα ήδη, αναγνώστά μου. Ουδέ την ορθογραφίαν είχε κατορθώσει να με μάθη ο καλός παππά Φλούτης, καίτοι παραδώσας με δήθεν τον Αίσωπον και λόγους των Πατέρων. Όσα Ιταλικά και Γαλλικά εδιδάχθην τα έμαθα διά του Τηλεμάχου. Αλλά και τούτον ολόκληρον ουδέποτε ανέγνωσα· αφ' ότου δ' εξήλθα του σχολείου δεν ήνοιξα ποτέ βιβλίον προς ανάγνωσιν, εκτός των εμπορικών καταστίχων μας. Είχα αμυδράς τινας και συγκεχυμένας ιδέας περί Λεωνίδα και Μαραθώνος και περί της Γαλλικής επαναστάσεως, αλλά περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας και των υψηλοτέρων του ανθρώπου αισθημάτων ουδέν εσκεπτόμην ουδ' εγνώριζα ωρισμένον και ευκρινές. Κόσμος μου ήτο το Χάνιον και πατριωτισμός μου το ισοζύγιον. Εχρειάσθη να κυλισθώ εις την δυστυχίαν, να ίδω την καταστροφήν, τα βάσανα των περί εμέ, να παρασταθώ εις της αναγεννωμένης Ελλάδος τας ωδίνας, να ίδω εκ του σύνεγγυς τας θυσίας και να εκτιμήσω τα ελατήρια των αγωνιζομένων τέκνων της, όπως ανοίξη η ψυχή μου τους οφθαλμούς της και αναφλεχθή το εν αυτή υποκρυπτόμενον πυρ του πατριωτισμού, όπως διψάσω μάθησιν και εννοήσω τον κόσμον και γείνω άνθρωπος... μικρός όμως πάντοτε άνθρωπος!