Λουκής Λάρας
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Α'


Κατά τας αρχάς του έτους 1821 ευρισκόμην εις Σμύρνην. Ήμην τότε εικοσαετής σχεδόν. Προ επτά ήδη ετών ο διδάσκαλος μου, ο Παππά Φλούτης, θεός συγχωρέσοι τον, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι έμαθα πλέον όσα γράμματα αρκούν εις άνθρωπον μέλλοντα να μετέλθη το εμπόριον· ο δε πατήρ μου είτε πεισθείς υπό των λόγων του αγαθού ιεροδιδασκάλου, είτε θεωρών το σχολείον του πρακτικού βίου ως ωφελιμώτερον δι' εμέ, δεν ενέκρινε να με αφήση εις Χίον προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, αλλά μ' επήρεν έκτοτε εις Σμύρνην, παραλαβών με κατ' αρχάς μεν ως μαθητευόμενον, μετ' ου πολύ δε ως εταίρον εις το εμπορικόν του κατάστημα.


Ο Ύψιστος εν τούτοις ηυλόγει τους κόπους μας. Το ισοζύγιον εκάστου έτους ήτο παχύτερον του προηγηθέντος, και η εμπορική μας υπόληψις εστερεούτο επί μάλλον και μάλλον εις την αγοράν της Σμύρνης. Άλλως τε,― δύναμαι μετά υπερηφανείας να το είπω,― απ' αρχής ο πατήρ μου είχεν αποκτήσει όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος εις τας συναλλαγάς του. Οφείλω δε να προσθέσω, (και δεν το λέγω διά να επαινεθώ, γνωρίζων εκ πείρας, ότι ο εαυτόν επαινών ή πλανάται, ή συχνάκις άλλους θέλει ν' απατήση,, αλλά το λέγω ως φόρον υικής ευγνωμοσύνης,) ότι την επιτυχίαν εις το στάδιον του εμπορικού μου βίου την χρεωστώ, προ παντός άλλου, εις τας αρχάς της τιμιότητος, τας οποίας από της παιδικής έτι ηλικίας μου ενέπνευσεν ο πατήρ μου. Καθ' όσον ηύξανον τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεων μας ο ορίζων. Αι μετά ξένων εν Ευρώπη ανταποκριτών σχέσεις δεν εξήρκουν πλέον προς ικανοποίησιν της εμπορικής μας δραστηριότητος. Δύο ή τρεις εκ των συμπολιτών μας, νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχον ήδη κατ' εκείνα τα έτη στήσει εις Λονδίνον την σκηνήν των. Το τρόπαιον εκείνων ετάραττε τον ύπνον μας, το δε παράδειγμά των υπέκαιε τους φιλοδόξους πόθους μας, όθεν εσχεδιάζετο να μεταβώ κατά το φθινόπωρον εις Αγγλίαν μεθ' ενός των εκ μητρός θείων μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να διδάσκωμαι την Αγγλικήν υπό Άγγλου τινός ιερωμένου, είδους Παππά Φλούτη, όστις βεβαίως πολλά δεν με έμαθεν. Αλλ' ίσως δεν ήτο ιδικόν του το πταίσμα. Ας μη καθάπτωμαι της μνήμης των πρώτων διδασκάλων μου!

Ο νους και του πατρός και των περί ημάς συγγενών ή φίλων και εμού αυτού ήτο αποκλειστικώς προσηλωμένος εις το έργον μας. Περί Φιλικής Εταιρίας και τεκταινομένης επαναστάσεως ουδέ το ελάχιστον εγνωρίζομεν. Συνησθανόμεθα μεν αορίστως πως και ημείς, μεθ' όλων των τότε Ελλήνων, τον προς την ελευθερίαν οργασμόν, εβλέπομεν εις Σμύρνην Ευρωπαίους κρατούντας υψηλά την κεφαλήν, και μετά πικρίας ενδομύχου εμακαρίζομεν τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχομεν αμυδράς τινας ιστορικάς γνώσεις περί της Γαλλικής επαναστάσεως και νεφελώδεις τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένας κυρίως εις την εξ Άρκτου προσδοκωμένην αρωγήν, τας δ' εορτάς συνερχόμενοι εψάλλομεν και ημείς του Ρήγα τα άσματα· αλλ' όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως.

Διηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύκτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κ 'εγώ. Τας Κυριακάς ελειτουργούμεθα τακτικώς εις την αγίαν Φωτεινήν, ενίοτε δε επεσκεπτόμεθα οικογένειάν τινα εκ των εν Σμύρνη διαβιούντων Χίων. Σπανίως, άπαξ ή δις του έτους, περί το Πάσχα ιδίως, επηγαίνομεν προς αναψυχήν εις τα παρακείμενα χωρία, και τότε αναπνέοντες αέρα καθαρόν και βλέποντες δένδρα και αγρούς ενθυμούμεθα την Χίον και τον πύργον και τον κήπον μας, και μας εφαίνετο βαρύτερος τότε ο από της οικογενείας χωρισμός.

Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο, και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιας ανετράπησαν.

Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου. Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος.

Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι.

Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει. Και πώς να το μάθωμεν; Είχομεν την περιέργειαν να εξέλθωμεν, αλλ' ο φόβος ήτο ισχυρότερος και εμένομεν εντός του δωματίου.

Προς τα εξημερώματα κατέβημεν εις την πλατείαν του Χανίου, όπου εύρομεν και άλλους εκ των κατοίκων του συνηγμένους, εις την αυτήν ως ημείς απορίαν και την αυτήν ανησυχίαν.

Τα Χάνια, καθώς ίσως γνωρίζεις, αναγνώστα, είναι συνήθως ωκοδομημένα εν είδει φρουρίου. Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα.

Ότε την αυγήν ήνοιξαν οι φύλακες την πύλην, εμάθομεν ότι αφ' εσπέρας είχεν έλθει διαταγή να οπλισθώσιν οι Τούρκοι· διά τούτο οι· νυκτερινοί τουφεκισμοί και οι αλαλαγμοί των. Αλλά προς τι ο εξοπλισμός; Πόθεν ο προκαλέσας το διάταγμα κίνδυνος; Τοιαύτας ερωτήσεις απηυθύνομεν προς τους έξωθεν ερχομένους, αλλ' ουδέν ακριβές επληροφορούμεθα. Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσσικός· τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών.

Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθομεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπομεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερόμενους εις τας οδούς.

Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν. Κατ' εκείνην την Κυριακήν δεν επρόκειτο να ομιλήση ιεροκήρυξ, ώστε το πλήρωμα της εκκλησίας είδε μετ' απορίας τον ιερέα αναβαίνοντα επί του άμβωνος. Δεν ανέβη να μας διδάξη τον λόγον του θεού, αλλά προς ανάγνωσιν Πατριαρχικού αφορισμού.

Ηκούομεν πάντες εμβρόντητοι τον αναγινώσκοντα τας φοβεράς εκείνας κατάρας και τους φρικώδεις εξορκισμούς. Ηκούσαμεν τα ονόματα του Σούτσου και του Υψηλάντου ως ενόχων και προδοτών. Ενοήσαμεν ότι πρόκειται περί κινημάτων επαναστατικών εν Βλαχία και περί μυστικών συνωμοσιών, και εβλέπομεν ο είς τον άλλον εντός της εκκλησίας, και αντηλλάσσοντο ψιθυρισμοί και ερωτήσεις και απορίαι. Τι αρά γε εσήμαινεν η αφοριζομένη επανάστασις; οποία η πηγή του κινήματος; Εγνωρίζομεν μόνον, ότι ο Υψηλάντης ήτο μέγας και πολύς εν Ρωσσία, και κάπως υπεθέσαμεν ότι επρόκειτο περί Ρωσσικής τινος υποκινήσεως, ότι εγένετο προανάκρουσμά τι Ρωσσοτουρκικού πολέμου. Αλλά ταύτα πάντα διετυπούντο μόλις ως συμπερασμοί, αόριστοι και συγκεχυμένοι πολλώ πλέον ή όσον δύναμαι σήμερον ενταύθα να παραστήσω.

Και οι Τούρκοι όμως της Σμύρνης ήσαν εις το σκότος εισέτι ως προς τα διατρέχοντα, ουδ' είχον ακριβώς εννοήσει ότι οι ραγιάδες αφ' εαυτών επανέστησαν. Ενόμιζον ότι εκ Ρωσσίας επέρχεται ο κίνδυνος. Ουχ ήττον, ευθύς απ' αρχής ο φανατισμός αυτών εξηγέρθη. Επρόκειτο περί πολέμου κατ' απίστων· άρα πας χριστιανός εχθρός, πας δε ραγιάς πρόχειρον θύμα. Από της πρώτης λοιπόν ημέρας εμαύρισε δι' ημάς ο ορίζων και μας κατεπλάκωσε την ψυχήν η ανησυχία και ο φόβος.

Αι λέξεις αύται, ανησυχία, φόβος, συχνάκις ήδη διέφυγον τον κάλαμόν μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποίαν ούτε είχομεν, ούτε ηδυνάμεθα να έχωμεν; Μη, αναγνώστα, μειδιάσης, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χίος και αποδίδων εις φυλετικήν δήθεν ιδιοσυγκρασίαν την ατολμίαν μου. Ήθελα να σ' έβλεπα τότε εις την θέσιν μου, όσον γενναίος και αν φρονής ότι είσαι. Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύση; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον. Αλλ' έχει και η υπομονή τα όριά της. Ενίοτε εξαντλείται και την διαδέχεται τότε είτε η απόγνωσις, είτε η απελπισία εκείνη η άγουσα εις τον ηρωiσμόν. Πολλά ηρωισμού παραδείγματα και κατά την Ελληνικήν επανάστασιν και εις την γενικήν των ανθρώπων ιστορίαν, την γραπτήν και την άγραφον, είναι ίσως απελπισίας τοιαύτης παραγόμενα. Εμέ ο Θεός μ' εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με προητοίμασε διά την απελπισίαν του ηρωισμού. Αλλ' όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον.

Ολίγας ημέρας μετά την Κυριακήν εκείνην του αφορισμού, υπήγα μίαν πρωίαν εις το Χάνι των Εβραίων, προς σύναξιν χρημάτων. Είχα εισπράξει ποσόν τι και έθετα εντός του κόλπου μου τον περιέχοντα τα συναχθέντα σάκκον, ότε ακούω αίφνης κραυγάς και ποδοβολητόν, και βλέπω χείμαρρον Χριστιανών και Εβραίων φευγόντων δρομαίως προς ημάς. Πριν ή ο Εβραίος μου προφθάση να κλείση την θύραν, η σκοτεινή αποθήκη είχε πληρωθή υπό εντρόμων ομοθρήσκων του.

Αι διακεκομμέναι φράσεις, τας οποίας εψιθύριζον εις την Ισπανικήν διάλεκτόν των, δεν μ' εφώτισαν ούτε με καθησύχασαν· δεν εγνώριζον και αυτοί τι συνέβη και διατί έφευγον.

Αφού ο θόρυβος εκόπασε και επανήλθεν έξω η ησυχία, ηνοίξαμεν μετά προσοχής την θύραν. Βαθμηδόν και αι λοιπαί αποθήκαι ηνοίγοντο, οι δε εντός αυτών καταφυγόντες εξήρχοντο ενθαρρυνθέντες, και από στόματος εις στόμα εγνώσθη επί τέλους η αληθής του τρόμου εκείνου αιτία.

Kάμηλος φέρουσα φορτίον βάμβακος ωλίσθησεν εις την στενήν της αγοράς oδόν και πίπτουσα έθραυσεν ενός εργαστηρίου την θύραν. Ο κρότος της κρημνισθείσης θύρας, αι κραυγαί των αγωγιατών και των εντός του εργαστηρίου Εβραίων, η συρροή περί την πεσούσαν κάμηλον, ταύτα πάντα εξελήφθησαν εν ακαρεί ως αρχή οχλαγωγίας και επήλθε παραζάλη γενική και φυγή και τρόμος.

Όταν υπάρχη η απαιτουμένη δόσις ψυχολογικής προδιαθέσεως, δεν απαιτείται πολύ προς διάδοσιν πανικού φόβου. Ατυχώς δε υπήρχε λόγος ισχυρός προς ύπαρξιν τοιαύτης προδιαθέσεως. Διότι των Τούρκων ο ερεθισμός οσημέραι ηύξανεν, ήσαν δε γνωσταί αι εις την συνοικίαν των συναθροίσεις και είχον ακουσθή απειλαί προσεχούς επιθέσεως. Αλλ' εγώ ουδέν εισέτι περί τούτων εγνώριζα, ουδέ προέβλεπα νέας κατά την ημέραν εκείνην συγκινήσεις.

Απεχαιρέτησα λοιπόν τους Εβραίους, εδίπλωσα επί του στήθους το φόρεμα προς πλειοτέραν προφύλαξιν του εντός του κόλπου μου σάκκου, και εκίνησα διά να επιστρέψω εις τα ίδια. Αλλά μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και πριν έτι λάβω τον καιρόν ν' αποσυρθώ ή προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων τρεχόντων με τα ξίφη εις χείρας γυμνά. Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω.

Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν. Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι.

Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων· και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν.

Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος.

Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα τότε ως έκφρασιν ευχαριστήσεως διά των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ ' αφού απέκτησα κ' εγώ τέκνα, τότε μόνον εννόησα την αληθή του σημασίαν.

― Τι με μέλει τώρα περί χρημάτων; δια σε, υιέ μου, με μέλει!

Ιδού του πατρικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου· με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι' εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητας. Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου, και ανεπόλουν τας περιπέτειας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεως μας, τότε μόνον ενόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του. Διατί τούτο; Αρά γε διότι απαιτείται να απολέσωμέν τι, όπως αισθανθώμεν την αξίαν του όλην; Ή μη διότι αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;

Πού εν τούτοις οι Τούρκοι εκείνοι έτρεχον; Κατόπιν το έμαθα. Διηυθύνοντο προς την συνοικίαν των Φράγκων με κακούς κατά των εκεί κατοικούντων σκοπούς. Ευτυχώς ο πασάς προλαβών ίσχυσε να τους κατευνάση και ουδέν απευκταίον συνέβη την ημέραν εκείνην. Δεν είχεν εισέτι επέλθει της αληθούς τρομοκρατίας η αρχή. Και όμως η οχλαγωγία εκείνη, η πρώτη Τούρκων ενόπλων κατά Χριστιανών διαδήλωσις, η πρώτη μου πραγματικού κινδύνου συναίσθησις, έμεινεν εγκεχαραγμένη εις την μνήμην μου, ζωηρότερον ίσως των όσων μετέπειτα είδα και έπαθα.

Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικώτεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις. Εις πάσαν δε κραυγήν ελευθερίας των Ελλήνων ανταπεκρίνετο νέα του τουρκικού φανατισμού έκρηξις, μέχρις ου επί τέλους έλειψε πας φραγμός και αφηνίασαν ως μαινόμενοι οι Τούρκοι, και έσφαξαν και ελεηλάτησαν και ηνδραπόδισαν.

Αι ειδήσεις δεν ήρχοντο μέχρις ημών ούτε τακτικώς ούτε ακριβώς, αλλ' έφθανεν όπως δήποτε έως των μυχών του Χανίου μας η αντήχησις των πρώτων εκείνων της εθνεγερσίας σεισμών. Ούτως εμανθάνομεν τα εν Βλαχία συμβαίνοντα, ούτως ηκούσαμεν μίαν ημέραν, ότι ο Μωρέας εσηκώθη, ότι ο αρχιεπίσκοπος Πατρών και οι προεστώτες της Πελοποννήσου ετέθησαν επί κεφαλής του κινήματος,― συγχρόνως δε ήλθεν η φήμη, ότι η Ύδρα και αι Σπέτσαι επανέστησαν.

Ότε, ανατρέχων δια της μνήμης εις το ένδοξον εκείνο παρελθόν, συλλογίζομαι τα καθέκαστα, και αναλύων τας τότε εντυπώσεις μου εξετάζω αυτάς ως αντανάκλασιν, ούτως ειπείν, της κοινής τότε γνώμης, καταλήγω συχνάκις εις το συμπέρασμα, ότι η ευθύς απ' αρχής του αγώνος συμμετοχή των ναυτικών μας νήσων εις το εθνικόν κίνημα συνετέλεσε, πλειότερον ίσως αφ' όσον πολλοί την σήμερον δύνανται να εννοήσωσιν, εις την στερέωσιν και την διάδοσιν της επαναστάσεως. Δεν λέγω τούτο διά την μεγίστην υλικήν βοήθειαν, την οποίαν τα ελληνικά πλοία παρέσχον εις το έθνος, ούτε διά τα λαμπρά κατορθώματα, δια των οποίων περιεβλήθη νέον στέφανον αμαράντου δόξης το ελληνικόν όνομα. Όχι· ταύτα τα είδομεν και τα ενοήσαμεν κατόπιν. Αλλ' ευθύς απ' αρχής, ότε ημείς οι ζώντες μακράν του κρατήρος της εθνικής εκρήξεως ηκούσαμεν ότι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται και οι Ψαριανοί ανεπέτασαν την σημαίαν της ελευθερίας, συνησθάνθημεν ζωηρότερον περί τίνος επρόκειτο.

Οι πλοίαρχοι της Ύδρας και των Σπετσών και των Ψαρών εξεπροσώπευσαν, δι' ορατού τρόπον τινά και συγκεκριμένου στοιχείου, τον γενικόν, τον πανελλήνιον χαρακτήρα της Επαναστάσεως. Διότι πολλοί εξ αυτών ήσαν γνώριμοι, πολλοί εθεωρούντο ως φίλοι, τα ονόματα και τα πρόσωπα των ήσαν γνωστά εις όλους τους λιμένας, εις πάσας τας αγοράς, όπου υπήρχον Έλληνες. Ώστε, ότε ηκούσαμεν ότι οι άνδρες εκείνοι, οι γνώριμοι, οι φίλοι μας, αγωνίζονται υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και ωρκίσθησαν ή να ελευθερωθώσιν ή να αποθάνωσιν, ηλεκτρίσθημεν όλοι πολύ περισσότερον ή ότε εμάθομεν του Υψηλάντου το κίνημα, ή και αυτής της Πελοποννήσου την εξέγερσιν.

Ομιλώ περί των πρώτων αρχών του αγώνος και των πρώτων εντυπώσεων. Κατόπιν επήλθον άλλαι αφορμαί, όπως συναισθανθώμεν το αδιάρρηκτον του μετά των επαναστατών συνδέσμου μας. Οι Τούρκοι, σφάζοντες και καταστρέφοντες και ανδραποδίζοντες απανταχού άνδρας αόπλους και τα γυναικόπαιδα, εφρόντιζον να μας ενθυμίζωσι το αλληλένδετον του γένους, και αν ημείς είχομεν διάθεσιν να το λησμονήσωμεν.

Συγχώρει, αναγνώστα, τας παρεκβάσεις μου. Η γεροντική μου χειρ, υπείκουσα εις της γεροντικής μου καρδίας την ώθησιν, αρέσκεται ενδιατρίβουσα εις τας συσσωρευμένας αναμνήσεις των παθημάτων και των εντυπώσεων της νεότητός μου. Η πρόθεσίς μου είναι να περιορισθώ εις την αφήγησιν των περιπετειών του βίου μου. Αλλ' ο βίος ενός εκάστου ημών αποτελεί μικράν μονάδα συνεχομένην μετά του συνόλου των κυκλούντων ημάς στοιχείων. Πώς να χωρίζω εκάστοτε τας περιδονήσεις του ευτελούς ατόμου μου από της κινήσεως του γενικού ανεμοστροβίλου, εντός του οποίου παρεσύρετο;

Διά τούτο, και διότι είμαι γέρων, δεν θ' αποφεύγω ίσως πάντοτε τας τοιαύτας παρεκβάσεις γράφων τ' απομνημονεύματά μου. Αλλ' ουδεμίαν έχεις υποχρέωσιν να με αναγνώσης μέχρι τέλους, αναγνώστα μου. Ότε ήσο μικρός και σε έλεγε παραμύθια η τροφός σου, τα έλεγε διά να ευχαριστήση όχι μόνον την ιδικήν σου περιέργειαν, αλλά και την ανάγκην, την οποίαν η ιδία συνησθάνετο να τα λέγη. Σ' έπαιρνεν ίσως ο ύπνος ενίοτε. Αλλ' εξηκολούθει λέγουσα εκείνη, και συ εξυπνών ήκουες του διηγήματος το τέλος. Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος· ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις.

Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Οποία Τεσσαρακοστή και τι Πάσχα ήτο εκείνο! Επηγαίνομεν τακτικώς εις την εκκλησίαν, καθόσον μάλιστα εκεί μετεδίδοντο αι ειδήσεις, συχνάκις ψευδείς, συνήθως εξωγκωμέναι, αλλ' επί τέλους αι μόναι ειδήσεις τας οποίας εμανθάνομεν. Και μη υποθέση τις ότι μας απέσπα τον νουν η περί ταύτα φροντίς από των εκκλησιαστικών τελετών. Απ' εναντίας! Το θρησκευτικόν αίσθημα ήτο ισχυρόν τότε, τα δε παθήματα του γένους ενεσαρκούντο, ούτως ειπείν, δι' ημάς εις τα πάθη του Χριστού, και αι κατανυκτικαί ακολουθίαι της Μεγάλης Εβδομάδος εξεπροσώπουν την ψυχικήν κατάστασιν του πληρώματος της Εκκλησίας.

Περί τα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδος φήμαι απαίσιοι διεδόθησαν. Ηκούσθη ότι γίνονται φυλακισμοί και δημεύσεις και σφαγαί εις Κωνσταντινούπολη, ότι πολλοί εκ των προκρίτων του γένους απεκεφαλίσθησαν.

Την Κυριακήν του Πάσχα, εμάθομεν ότι εθανατώθη και ο μέγας Διερμηνεύς, ο Μουρούζης, ο δε τρόμος των αλλεπαλλήλων τούτων ακουσμάτων επέρριπτε πέπλον πένθους εις τα ευφρόσυνα της Αναστάσεως τροπάρια.

Μετ' ολίγας ημέρας διεδόθη φοβερά και καταπληκτική αγγελία. Ο Πατριάρχης εκρεμάσθη! Το πτώμα του εδόθη παίγνιον και όργιον εις τους Εβραίους! Και μας εθέρισε την καρδίαν η είδησις και μας έκοψε τα γόνατα!

Διότι ήμεθα υπό το κράτος διπλού αισθήματος πάντες· της φρίκης, την οποίαν εις πάντα Χριστιανόν, εις πάντα Έλληνα, επροξένει η κατά του ιερού προσώπου του Πατριάρχου, του Εθνάρχου, ιεροσυλία· και της συναισθήσεως, ότι ουδενός πλέον εξ ημών η ζωή ήτο εξησφαλισμένη. Εάν η Κυβέρνησις αυτή του Σουλτάνου απετόλμα τοιαύτα εις την πρωτεύουσαν κατά των αρχηγών, κατά των προκρίτων του γένους, οποίους κινδύνους διετρέχομεν οι άσημοι ραγιάδες ημείς εκ της αχαλινώτου θηριωδίας των Τούρκων της Σμύρνης, και έτι μάλλον των της Ανατολής;

Είχον ήδη προ ημερών αρχίσει να συσσωρεύωνται περί την Σμύρνην σμήνη άτακτα αγρίων οπλοφόρων, τους οποίους η δίψα του αίματος και της λεηλασίας είλκυεν από τα βάθη της Ανατολής. Ο πασάς εφαίνετο εισέτι κηδόμενος της ασφαλείας των κατοίκων και εκράτει εκτός της πόλεως τα θηρία, εκείνα.

Αλλ' η γειτνίασίς των εξήπτε και ηρέθιζε τους εγχωρίους Τούρκους. Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης.

Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας. Κατόπιν επήλθον τα όργια της λύσσης, αι σφαγαί και οι εμπρησμοί και αι αιχμαλωσίαι, όχι μόνον εις τας οδούς και τας αγοράς και εις των Χριστιανών τας οικίας, αλλά και υπό τας σημαίας των Προξενείων, και επί αυτών έτι των ευρωπαϊκών πλοίων, από των οποίων εκατοντάδες φυγάδων ηρπάγησαν και εσφάγησαν. Αλλά ταύτα μετέπειτα τα επληροφορήθην. Δεν τα είδα, και δεν θέλω να γράφω ειμή μόνον όσα είδα και υπέφερα.

Πολλοί εν τούτοις, από των πρώτων ημερών, ήρχισαν κρυφίως να φεύγωσι. Ανά πάσαν σχεδόν ημέραν εμανθάνομεν ότι εγένετο άφαντος εκ των γνωστών μας τις. Τι έπαθε! Μη τον εφόνευσαν; Μη κρύπτεται φοβηθείς; Εγίνετο επί τέλους γνωστή η φυγή του. Το δε παράδειγμα των φευγόντων, και ο φόβος των οσημέραι αυξανόντων κινδύνων, δεν μας άφινον να ησυχάσωμεν, τον πατέρα μου και εμέ. Μας κατέλαβεν ακατάσχετος ο πόθος της φυγής. Άλλο δεν εσκεπτόμεθα ειμή πώς ν' αναχωρήσωμεν.

Το δε πράγμα από ημέρας εις ημέραν απέβαινε δυσκολώτερον. Αι Τουρκικαί αρχαί δεν επέτρεπον πλέον την αναχώρησιν των ραγιάδων. Ελέγετο μάλιστα, αλλά δεν ηθέλομεν εισέτι να το πιστεύσωμεν, ελέγετο ότι οι πρόξενοι έλαβον διαταγάς ν' απωθώσι τους επί ξένων πλοίων προσφεύγοντας. Δεν το επιστεύομεν, και όμως ήτο αληθές. Ευτυχώς ευρέθησαν και πρόξενοι και πλοίαρχοι έχοντες σπλάγχνα, και μη θέλοντες να γίνωσι προμηθευταί σφαγίων εις τους Τούρκους!

Κατ' εκείνας τας ημέρας αφίχθη εις Σμύρνην αρχαίος του πατρός μου φίλος, ο καπετάν Βισβίλης, κυβερνήτης γολέτας υπό Ρωσσικήν σημαίαν. Ανέπνευσεν ο πατήρ μου, ότε μίαν πρωίαν τον είδεν εισερχόμενον εις το Χάνιον προς επίσκεψίν μας. Ο αγαθός πλοίαρχος ήρχετο να μας προσφέρη το πλοίον του. Εντός τριών ημερών, μετά την παράδοσιν του φορτίου, υπεσχέθη να μας μεταφέρη εις Χίον.

― Εις την Χίον; ανέκραξα, ότε μου εξεμυστηρεύθη ο πατήρ μου την απόφασίν του. Μη εκεί θα είμεθα ασφαλέστεροι απ' εδώ;

― Εκεί θα είμεθα όλοι ομού με την μητέρα και τας αδελφάς σου. Ή θα σωθούμεν μετ' αυτών, ή όλοι ομού ας καταστραφώμεν!

Εν τω μεταξύ προητοιμαζόμεθα. Αλλ' ούτε καιρόν διά προετοιμασίας είχομεν, ούτε ηθέλομεν να προδώσωμεν δι' ακαίρων μέτρων το μυστικόν σχέδιόν μας. Τα εμπορεύματα απεφασίσαμεν να τα παραιτήσωμεν εις το έλεος του Θεού, τα δε ασύνακτα χρέη εις των οφειλετών μας την συνείδησιν, εάν διασωθώσι και εκείνοι. Περιεσυνάξαμεν όσα χρήματα ηδυνήθημεν, και την τρίτην ημέραν μετά καρδίας παλλούσης επεριμένομεν του ηλίου την δύσιν, κατά την μετά του φίλου πλοιάρχου συνεννόησιν.