Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας/Άδεια
←Ἀδάμας | Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας Συγγραφέας: Ἄδεια |
Ἀδείμαντος→ |
Ἄδεια (ἀ δέος), νομικῶς, ἡ ἐξασφάλισις κατὰ καταδιώξεως διά τινα ἐπιχείρησιν ἢ πρότασιν· κατὰ Δημοσθένη δὲ (Μειδ. 525, 2), τιμὴ ταττομένη μετὰ τῆς στεφανώσεως. Ξένοι ἢ δοῦλοι ἐδέοντο ἀδείας πρὸς μήνυσιν ἐγκλήματος κατὰ τῆς κοινῆς ἀσφαλείας (Λυσ. Ἀγορ. 55. — Ἀνδοκ, μυστ. ΙΒ, 25 —Πλουτ. Περ. ΛΑ). Ἄδεια ἀπῃτεῖτο καὶ διὰ τὸν προτείνοντα τὴν ἀπὸλυσιν δημοσίου ὀφειλέτου καὶ τὴν ἁπ' αὐτοῦ ἄρσιν τῆς ἀτιμίας, καὶ ἄνευ ἀδείας δὲν ἠδύνατο ὁ δημόσιος ὀφειλέτης νὰ μετάσχῃ τῆς κυβερνήσεως. Ἐχορήγει δὲ τὴν ἄδειαν κυρίως ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου, εἴς τινας δὲ περιστάσεις καὶ ἡ Βουλῆ.