Κόρος
Συγγραφέας:
Aπό την συλλογή "Τρυγόνες και έχιδναι".


Α
«Πού είσθε ευτυχείς καιροί! εις άρρητον μαγείαν,
μ’ εβύθιζον του χείλους της οι λόγ’ οι ποθητοί,
εις τα πυκνά φυλλώματα και εις την ερημίαν,
τον βίον μας εκρύπτομεν ευδαίμονες θνητοί.
Το βρύον στρώνον τους πρανείς λοφίσκους, η μυρσίνη
στολίζουσα της ατραπού ανθώδης τας πλευράς,
μακράν η κελαρύζουσα των καλαμώνων κρήνη,
ελπίδος την καρδίαν μου επλήρουν τρυφεράς.»

«Και όταν, εις τα χείλη μου εγγίζουσα τα χείλη,
την κόμην μου εθώπευε δι’ απαλών χειρών,
ενώ εν μέσω των δασών φαιδρά και ερωτύλη
εις άσματα ετέρπετο δυάς περιστερών,
ω! πώς επέρα ο καιρός, ποία γλυκεία φρίκη
διέτρεχε τα μέλη μου, το φύλλωμα κινών
ηκούετο ο ζέφυρος, επήρχετο η λύκη
και έκφρων έτι εις πηγήν ετρύφων ηδονών.»

«Παρήλθον – μάτην η τρυγών γογγύζει εις τους κλάδους
και μάτην ιμερόεσσα σκορπίζει στεναγμούς,
η πρόκνη μάτην χύνουσα λυγμούς καλλικελάδους,
βιαίους εις τα στήθη μου αναζητεί παλμούς.
Παρήλθον – της καρδίας μου εμάρανε τα φύλλα,
σκληρά απογοήτευσις, ψυχοτακής λοιμός,
ο Κόρος εξηκόντησε τα βέλη του οργίλα,
κατέπεσε του έρωτος ο μαγικός δεσμός!»

«Ελένη, την γοήτιδα των Σεραφείμ αγνείαν
επάνω του μετώπου σου ησθάνθην χαρακτήν,
και όμως μαύρη κόλασις πιέζει την καρδίαν,
και βλέπεις όφιν δύσμορφον, γυναίκα λατρευτήν.
Ενώ εισέτι θάλλουσαν εν μέσω των δακρύων
σε βλέπω ως απαύγασμα πυράς ηλιακής,
λατρεύοντες τον έρωτα, αφήσωμεν τον βίον
ως ο Σωκράτης άλλοτε εντός της φυλακής.»

Είπε και δάκρυ θαλερόν ανέβλυσε το όμμα,
ετάραξε τα στήθη του αγρία στοναχή·
επέτων ψάλλοντα πτηνά προς τουρανού το δώμα,
αλλοίμονον! του Κλέωνος ενόσει η ψυχή.

Β
Ωχρά επί του ουρανού εφάνη η σελήνη,
το σκότος διεκλάδωσε παμμέλανα πτερά·
φαλέρνος αφροστόλιστος τα κύπελλα λαμπρύνει,
παρά τους δύο εραστάς – γαλήνη πενθηρά.

Και έβλεπε την φίλην του την κύλικα να φέρη
επί το μάγον στόμα της· μειδίαμα πικρόν
εις των ξηρών χειλέων του τα σχίσματα μαρμαίρει·
πέραν θρηνεί ο άνεμος εν μέσω των πετρών.

.......................................................................
Δειλή προβάλλει η αυγή εντός νεφών ροδίνων,
εις του ζεφύρου σείονται τα φύλλα την πνοήν,
κ’ εκείνοι δηλητήριον ροφώντες εις τον οίνον,
του έρωτός μων μάρτυρες, αφίνουν την ζωήν.