Σκαραβαῖοι καὶ Τερρακότες
Συγγραφέας:
Καίει ὁ ἥλιος


I

Καιει ὁ ἥλιος καὶ δὲ σειέται
οὐδὲ φύλλο ἀπὸ τὰ δέντρα
κι ὁ βοσκός, θαρρεῖς, βαριέται
νὰ σηκώσῃ τὴ βουκέντρα.

Δὲ χουγιάζει, δὲ σουρίζει
καὶ μονάχα τους τὰ κριάρια,
ποῦ ἡ δίψα τὰ θερίζει,
μὲ τὰ χίλια τους ποδάρια

πηλαλᾶνε· κι ὄλο βλέπουν
πότε μπρός τους θἀντικρύσῃ
ἀπ’ τὶς λεῦκες ποῦ τὴ σκέπουν
τῆς Καλῆς Κερᾶς ἡ βρύση.


II

Οσο κορνιαχτὸ ἔχει ἡ στράτα
τὸν σηκώνουνε, καὶ μοιάζει
ὅσο πᾶνε — νά τα, νά τα! —
πῶς ξοπίσω τους βραδυάζει.

Τώρα φτάνουν — πόσα, πόσα !
κι ὅλο ἡ δίψα καὶ τὰ σφίγγει
ποῦ κολλάει ξερὴ τὴ γλῶσσα
στὸ στεγνό τους τὸ λαρύγγι.

Τὸ νερό, ποῦ αἰώνια βγαίνει,
κάθε δίψα τους θὰ σβύσῃ·
τρέχουν, βρίσκουν στειρεμένη
τῆς Καλῆς Κερᾶς τὴ βρύση!