Ιστορία του κυρ. Αντώνη

Ἱστορία τοῦ κυρ. Ἀντώνη
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


’Σ τὸν κόλπο τὸν Ἀμβρακικὸ, ’ς τὰ πλάγια τῆς Ἠπείρου,
Ἐκεῖ ποῦ ξεφυτρόνουνε τἄξια παιδιὰ τοῦ Πύῤῥου.
Ποῦ χελομάναις πιάνουνε, καὶ σπάρους, καὶ γαρίδια,
Πήναις, χιβάδια, μούσουλα, ἀσπρόμυδα καὶ μύδια,
Ἔῤῥιξε μοῖρα ἀνάποδη, κακὴ κι’ ἀσβολωμένη
Τὸν κὺρ Ἀντώνη, νὰ χαρῇ ζωὴ μακαρισμένη!
Καὶ σὲ καθέδρα κάθεται καὶ τἄγνωστα διδάσκει,
—Μὲ τέτοια χάρι, ποῦ ὅποιος κι’ ἂν τὸν ἀκούσῃ χάσκει!—
Εἰς τὰ Πρεβεζανόπουλα, εἰς τοὺς Νικοπολίταις,
Ποῦ τρῶν ἕνα περίδρομο ξυνόγαλο καὶ πήταις!
Χωρὶς ποτὲ νά στοχαστοῦν νὰ ποῦνε αὐτ’ οἱ Χαλδαῖοι,
Τὸ στόμα τὤχει ὁ δάσκαλος μονάχα γιὰ νὰ λέῃ;
Ἀλλὰ μὲ προσκυνήματα, μ’ ἐπαίνους, τίτλους, κι’ ἄλλα,
Μ’ αὐτὰ νὰ τοῦ γκαστρώσουνε πασχίζουν τὴν κεφάλα·
Οἱ τετραδιπλογραμματοκαλαμαροζωσμένοι
Σοφολογιώτατε τοῦ λέν’, καὶ σκύφτουν τὴν θλιμμένη·
Ὁ Τοῦρκος ποῦ τὸν ἀπαντᾷ, σηκόνει τὸ δεξί του,
Πρῶτα ’ς τὸ στόμα τ’ ἀκουμπᾷ, κι’ ἀπὲ ’ς τὴν κεφαλή του
—«Χόντζα, Σαμπὰχ χαΐρολσουν, κεφλὲρ ἐΰ;»—τοῦ λέει.
Σουκιοὺρ, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντὰ, κι’ ἂν σφάλλῃ ποιὸς τὸν φταίει;
Τοὺς μαθητάς του τς ἀγαπᾷ σὰν τὸ δεξί του μάτι,
Κι’ ἂν εἶπε τίποτε γι’ αὐτοὺς, ἂς ᾖν’ νερὸ καὶ ἁλάτι.
Ἐδῶ, καθὼς μυρίζομαι, τὸ τεντωμένο πνεῦμα

Θὰ νὰ σηκώσῃ τὸ βρακὶ γιὰ νὰ διαβῇ ἄλλο ῥεῦμα·
Γιατὶ τὸ γαργαλίκισμα π’ ἀκούει, ’ς αὐτὸ τὸν τόπο,
Τὸ βιάζει κἄτι νὰ σᾶς ’πῆ, π’ ἀξίζει καὶ τὸν κόπο·
Μία λέξι κἂν γιὰ τὸ χωριὸ, ἢ χώρα, ἢ πολιτεία,
Ποῦ ζοῦν αὐτοὶ οἱ μουρδούλιδες κ’ ἡ τουρκαροσπορία.
Ὁρίζοντας γλυκύτατος, πλούσιο, λαμπρό τὸ χῶμα,
’Σὰν βρέχει, λάσπη περισσὴ, δρόμοι στραβοὶ, καὶ βρῶμα.
Κηπούρια μὲ λαχανικὰ τρισάφθονα κι’ ὡραία·
Σὰν νεραντζοῦλα φουντωτὴ ἡ πλουτοφόρα ἐλαία,
Ποὖν’ τὸ κλαρί της σύμβολο εἰρήνης κ’ εὐτυχίας....
’Σ τὰ εἰκοσιδυὸ ταὶς ἔκαψεν Ἀλῆς ὁ καρχαρίας.
Ῥωμαντικὸς περίπατος τριγύρω ’ς τ’ ἀκρογιάλι
Ὡς τὸ Βαθὺ, ποῦ τᾤχανε οἱ Βενετοὶ ἀρσενάλι.
Σπητάκια καλαμόφκιαστα, καὶ πέτρινα σαράντα·
Ὅπου κι’ ἂν πᾷς, ὅπου στραφῆς, τὸ φέσι βλέπεις πάντα!
Γυναῖκες μ’ ἐσωτούμανα καὶ μαντυλοδεμέναις
Τούρκισσαις διπλοπάπουτσαις, βαρειὰ μπουμπουλωμέναις
Στρατιώταις φοβερώτατοι.... νὰ τρῶνε τὸ πιλάφι!
Ποῦ δέρνονται ’ς τὴ μούρη τους, ἡ πίσσα μὲ τὸ θειάφι,
Μ’ ἑξῆντα τρύπαις ’ς τὸ βρακὶ, καὶ ’ς τὰ παπούτσια δέκα.
Κρεμανταλομαγκούφιδες, ψωφίμια ἀπὸ τὴν Μέκα,
Ποῦ περπατοῦν καὶ σέρνονται ὡσὰν οἱ ξεχασμένοι,
Ξυπόλητοι, ξεβράκωτοι, καὶ ξετραχηλισμένοι!...
Ἀνάθεμα τοὺς δυνατοὺς ὁποῦ τοὺς καμαρόνουν
Καὶ τὰ ἱερά μας χώματα,τὰ βλέπουν καὶ μουντζόνουν.
Μίση παλιὰ, κέρδη ἄτιμα, ζηλοφθονία, καὶ πάθη
Αὐτοὺς ψηλὰ κλωτσοκοποῦν, κ’ ἐμᾶς ῥίχνουν ’ς τὰ βάθη!
Τέτοια ὁ Δημοῦτσος ἔλεγε τοῦ φίλου του Σκλεμπούνη,
Ἀλλὰ θὰ νἄρθῃ ἕνας καιρὸς νὰ μὴ μείνῃ ῥουθοῦνι!

Ὑπομονὴ, μὲ τὸν καιρὸ, τὸ δίκαιο δὲν ἐχάθη,
Ἄς βρακωθῆ τετράδιπλα, μία μέρα θὰ τὴν πάθῃ!...
Τὸ νόστιμο εἶνε ὁποῦ ἔχασα μ’ αὐτὴ τὴν ὁμιλία
Τὴν ὄρεξι, καὶ τὴν κλωστὴ ἀπὸ τὴν ἱστορία....
Ἆ, ναὶ, τὴν ζαχαρένια μας τὴ χώρα, ὅπως σᾶς εἶπα,
Τὴν ἐλιθόστρωσε ὁ Φωκᾶς, χωρὶς ν’ ἀφήσῃ τρύπα!
Κι’ ἂν ἔχῃς κάλους μάλιστα, καὶ θέλῃς πρὸς τὸ βράδυ,
Νὰ διασκεδάσῃς ποιητικῶς ’ς τὸ σιωπηλὸ σκοτάδι,
Μαῦρο φίδι ποῦ σ’ ἔφαγε, θὰ λογιστῇς χαμένος,
Θ’ ἀναστενάζῃς, θὰ φυσᾷς, θὰ κάνῃς σὰν παρμένος.
Ἐδῶ δὲν εἶνε τοῦ συρμοῦ ν’ ἀνάφτουνε φανάρια·
Καλὰ εἶνε ὁπ’ ἔχει κέρατα νὰ σπαίνῃ τ’ ἀγκωνάρια·
Εἰδεμὴ, νύχτα καὶ ἂν θὰ βγῇς, ἂς ᾖνε καὶ φεγγάρι,
Πρέπει νὰ σέρνῃς καὶ ῥαβδὶ, νὰ σέρνῃς καὶ φανάρι.
Ξαλλοιῶς σὲ πιάνει ὁ Κόλαγας, τὸ Κόλι σὲ τσακόνει
Κι’ ἂν ἦσαι υἱὸς καὶ τοῦ Μουφτῆ ’ς τὴ Χάψι σὲ κλειδόνει.
Γιὰ νὰ χορτάσῃς ἡδοναὶς, ζωὴ κ’ ἐλευθερία,
Πρέπει νὰ γίνῃς γάϊδαρος ’ς τὴν κυριολεξία·
Τότε ἠμπορεῖς μεσάνυχτα παντοῦ νὰ σεργιανίζῃς
Συντροφικάτα ἢ μοναχὸς, νὰ τρέχῃς νὰ ’γκαρίζῃς·
Καθ’ ὅλα τἆλλα ὅμως λαμπρὰ, λαλούμενα, τραγούδια,
Χοροὶ ἀπὸ Τουρκογύφτισαις, ποῦ λὲς κ’ εἶνε ἀγγελούδια,
Διασκέδασες πολύτροπαις· εἰς ἕνα λόγο ὡστόσῳ,
Ὅποιος τὸν κόσμο θὰ χαρῆ ἂς ἔλθῃ ἐδῶ καμπόσο....
Κύριοι, θὰ πάψω μία στιγμὴ, σᾶς τὸ ζητῶ γιὰ χάρι,
Γιατ’ ἡ βουργάρα μου ἄρχισε νὰ παίζῃ τὸ λιογκάρι,
Ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὴν μύτη μου σγαρλίζει,
Στρωμμένο εἶν’ τὸ τραπέζι μου κι’ ἂς ἔλθῃ ὅποιος ὁρίζει.