Ιλιάδα (Πολυλάς)/ι
←Ραψωδία θ | Ιλιάδα Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς Ραψωδία ι |
Ραψωδία κ→ |
Αὐτοῦ οἱ Τρῶες φύλαγαν· ἀλλὰ θαυμάσιος φόβος
ἀδέλφι τῆς φρικτῆς φυγῆς τοὺς Ἀχαιοὺς παγώνει,
κι ἔκρουε λύπη ἀβάστακτη τοὺς πρώτους τῶν ἀνδρείων.
Καὶ ὡς ἄνεμοι στὴν θάλασσαν κινοῦν ἀντάμα δύο,
ἐὰν Βοριὰς καὶ Ζέφυρος ὁρμοῦν ἀπὸ τὴν Θράκην
ἔξαφνα˙ κορυφώνεται τὸ κύμα καὶ μαυρίζει
καὶ φύκι χύνεται πολὺ στὴν ἄκραν τῆς θαλάσσης˙
ὁμοία ζάλη ἐχώριζε τῶν Ἀχαιῶν τὰ στήθη.
Καὶ μ’ ἄκρον πόνον στὴν ψυχὴν ὁ Ἀτρείδης ἐγυρνοῦσε
τοὺς ψιλοφώνους κήρυκες ἀμέσως νὰ προστάξη 10
τοὺς Ἀχαιοὺς εἰς σύνοδον σιγὰ νὰ συναθροίσουν
καλώντας τους κατ’ ὄνομα κι ἐργάζετο αὐτὸς πρῶτος.
Κι ἐκάθιζαν περίλυποι˙ καὶ ὀρθὸς ὁ Ἀγαμέμνων
ἔστεκε δάκρυα χύνοντας, μαυρόνερη ὡσὰν βρύση
ποὺ εὶς βράχον χύνει ἀπάτητον τὰ σκοτεινὰ νερά της.
Καὶ βαριαναστενάζοντας ὡμίλει τῶν Ἀργείων:
«῏Ω ἀγαπημένοι μου ἀρχηγοί, προστάτες τῶν Ἀργείων,
βαριὰ πολὺ μ’ ἐτύφλωσε καὶ μ’ ἔμπλεξε ὁ Κρονίδης.
῾Ο ἄσπλαχνος, μοῦ ἔταξε τὴν πυργωμένην Τροίαν
πὼς θὰ πορθήσω κι ἔνδοξος θὰ γύρω στὴν πατρίδα 20
κι ἰδοὺ κακὰ μ’ ἀπάτησε καὶ στ’ Ἄργος νὰ γυρίσω
ἄδοξα, θέλει, ἀφοῦ λαὸς πολὺς ἐχάθη ἀδίκως.
Ναί, τοῦτο ἀρέσει ὡς φαίνεται τοῦ ὑπερηφάνου Δία,
ὁποὺ πολλῶν πολιτειῶν ἡ ἄκρα δύναμις του
τὲς κορυφὲς ἐξέκαμε καὶ ἀκόμη θὰ ξεκάμη.
Ἀλλὰ δεχθῆτε ὅ,τι θὰ εἰπῶ· νὰ φύγωμε σᾶς λέγω
ὅλοι μὲ τὰ καράβια μας γιὰ τὴν γλυκιὰ πατρίδα
ὅτι δὲν γίνεται ποτὲ νὰ πάρωμεν τὴν Τροίαν».
Εἶπεν αὐτὰ καὶ σώπαιναν, ἄφωνοι ἐμεῖναν ὅλοι˙
ὥραν πολλὴν οἱ Ἀχαιοὶ ἐσίγησαν θλιμμένοι· 30
κι ἔκοψε τέλος τὴν σιωπὴν ὁ ἀνίκητος Τυδείδης:
«Σέ πρῶτα, ὁποὺ παραλογᾶς, θὰ πολεμήσω Ἀτρείδη·
δὲν θὰ θυμώσης, Κύριε· συνόδου τάξις εἶναι.
Σὺ πρῶτα ἐμπρὸς τῶν Δαναῶν μ’ ὀνείδισες πὼς εἶμαι
ἀπολεμος, δειλόψυχος, κι οἱ Ἀχαιοὶ γνωρίζουν
ἄν τὴν ἀλήθειαν ἔλεγες, καὶ γέροντες καὶ νέοι.
Καὶ ἀπὸ τὰ δῶρα ὁ πάνσοφος Κρονίδης σοῦ ᾽δωκ’ ἕνα
ἐὰν,τὴν δόξαν σοῦ ᾽δωκε τοῦ σκήπτρου ἐπάνω σ’ ὅλους·
τὸ ὑπέρτατον δὲν σοῦ ᾽δωκε τὸ δῶρον τῆς ἀνδρείας.
Παράδοξε, τόσο ἄνανδρα καὶ ἀπόλεμα τωόντι 40
ἔκρινες τ’ Ἀχαιόπαιδα στὰ λόγια ποὺ προφέρεις;
Καὶ πρόθυμος ἂν εἶσαι σὺ νὰ γύρης στὴν πατρίδα,
πήγαινε, ὁ δρόμος ἕτοιμος καὶ αὐτοῦ στὸ περιγιάλι
τὰ τόσα πλοῖα πόφεραν ἐσέν’ ἀπ’ τὴν Μυκήνην.
Πλὴν ἄλλοι ἀνδράγαθοι Ἀχαιοὶ θὰ μείνουν ὡς τὸ τέλος,
τὴν Τροίαν νὰ πορθήσωμεν· καὶ τοῦτοι πάλι ἄς φύγουν,
ἂν θέλουν, στὴν πατρίδα τους, καὶ στὸν ἀγώνα μόνος
θὰ μείνω μὲ τὸν Σθένελον, ὥσπου νὰ πέσ’ ἡ Τροία,
ὅπως μᾶς ἔστειλεν ἐδῶ τῶν ἀθανάτων γνώμη».
Εἶπε, κι οἱ Ἀχαιόπαιδες μ’ ἀλαλαγμοὺς τὸν στέρξαν, 50
ὡς τοῦ Τυδείδη ἐθαύμασαν τὸν λόγον τοῦ ἱπποδάμου.
Τότε σηκώθηκε ὁ ἱππευτὴς ὁ Νέστωρ νὰ ὁμιλήση:
«Τυδείδη, καὶ στὸν πόλεμον ἐξόχως εἶσαι ἀνδρεῖος,
καὶ εἰς τὴν βουλὴν ὑπερτερεῖς πολὺ τῶν ὁμηλίκων.
Καὶ λόγον εἶπες, ποὺ Ἀχαιὸς κανεὶς δὲν θέλει ψέξει
ἢ θὰ σοῦ ἀντείπη˙ ἀλλ’ ἄφησες τὸ πλήρωμα τῶν λόγων.
Καὶ νέος εἶσαι, ὥστε παιδὶ νὰ λέγεσαι δικό μου
μποροῦσες ὑστερόγεννο· καὶ ὅμως ὀρθὰ τὰ λέγεις
πρὸς τοὺς Ἀργείους βασιλεῖς· ἀλλ’ ὡς ἀνώτερός σου
στοὺς χρόνους, ὅλον φανερὰ θὰ εἰπῶ τὸν στοχασμόν μου, 60
καὶ δὲν θ’ ἀφήσω τίποτε· οὐδὲ θέλει ἀψηφήσει
κανεὶς τὸν λόγον μου, οὐδ’ αὐτὸς ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων.
Νόμον δὲν ἔχει οὔτε φυλήν, ἀλλ’ οὔτε ἑστίαν ἔχει
ποὺ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον, τὸν ἄγριον, ἀγαπάει.
Πλὴν τώρ’ ἂς ὑπακούσωμεν στὴν μαύρην νύκτα καὶ ὅλοι
τὸ δεῖπνο ἂς ἑτοιμάσωμεν, καὶ φύλακες ἀπ’ ἔξω
τοῦ τείχους εἰς τὸν χάνδακα σιμὰ νὰ ξενυκτίσουν.
Τῶν νέων τοῦτο ἐσύστησα· καὶ ἀρχήν, Ἀτρείδη, σ’ ἄλλα
σὺ κάμε, ὡς εἶσαι ὑπέρτατος τῶν ἄλλων ἡγεμόνων.
Εἰς δεῖπνον σὺ τοὺς γέροντες προσκάλεσε· σοῦ πρέπει· 70
εἶναι οἱ σκηνές σου ἀπὸ κρασιὰ γεμάτες, ποὺ ἀπ’ τὴν Θράκην
σοῦ φέρουν καθημερινῶς τῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα,
καὶ ὅλα σοῦ ὑπάρχουν τὰ καλὰ διὰ νὰ φιλοξενήσης.
῞Οπου πολλοὶ θὰ συναχθοῦν, πολλὲς θ’ ἀκούσης γνῶμες·
σὺ δέξου τὴν καλύτερην· καὶ ἀνάγκην ἔχομ’ ὅλοι
γνώμης ὀρθῆς, γνώμης σοφῆς· οἱ ἐχθροί μας κάνουν τόσα
πυρὰ σιμὰ στὰ πλοῖα μας· νὰ τὸ χαρῆ ποιός εἶναι;
῾Η νύκτα τούτη τὸν στρατὸν θὰ σώσ’ ἤ θ’ ἀφανίση».
Εἶπεν αὐτὰ καὶ ὑπάκουσαν ἐκεῖνοι στὴν φωνήν του
τότε τοὺς νυκτοφύλακες μὲ τ’ ἄρματά τους ὅλα 80
ἐκίνησαν τοῦ Νέστορος ὁ υἱός, ὁ Θρασυμήδης,
Ἀσκάλαφος καὶ ᾽Ιάλμενος, παιδιὰ καὶ οἱ δυὸ τοῦ Ἄρη,
Μηριόνης καὶ Δηίπυρος καὶ μὲ τὸν Ἀφαρέα
τοῦ Κρείοντος τὸ ὑπέρλαμπρον ἀγόρι ὁ Λυκομήδης.
Οἱ πολεμάρχ’ ἡσαν ἑπτὰ κι εἶχ’ ἑκατὸν καθένας
ἀγόρια, ὁποὺ μὲ μακριὰ κοντάρι’ ἀκολουθοῦσαν.
Καὶ ἀνάμεσα στὸν χάνδακα καθίσαν καὶ στὸ τεῖχος,
φωτιὰν ἀνάψαν κι ἔκαμαν τὸ δεῖπνον του καθένας.
Τῶν Ἀχαιῶν τοὺς γέροντες συνάθροισεν ὁ Ἀτρείδης
εἰς τὴν σκηνήν του κι ἔβαλεν εὐφραντικὸ τραπέζι, 90
τὰ χέρι’ ἁπλῶσαν στὰ ἕτοιμα φαγιὰ ποὺ ἐμπρός τους εἶχαν.
Καὶ τοῦ φαγιοῦ καὶ τοῦ πιοτοῦ τὴν ὄρεξι ἀφοῦ σβῆσαν,
πρῶτος ὁ γέρος ἄρχισε σκέψιν ἐμπρὸς νὰ φέρη,
ὁ Νέστωρ, ὁποὺ ἡ γνώμη του ὡς πρῶτα ἐπροτιμήθη·
ἐκεῖνος τοὺς ἀγόρευσε καλόγνωμα καὶ εἶπε:
«῏Ω Ἀγαμέμνον’ ἀρχηγέ, τρισένδοξε Ἀτρεΐδη,
ἀπὸ ἐσὲ θὰ κάμω ἀρχήν, σ’ ἐσὲ θὰ κάμω τέλος.
Πολλῶν λαῶν εἶσαι ἀρχηγὸς καὶ σοῦ ᾽δωκε ὁ Κρονίδης,
διὰ νὰ βουλεύεσαι σ’ αὐτούς, καὶ νόμιμα καὶ σκῆπτρο,
ὅθεν ἐξόχως πρέπει σὺ νὰ λέγης καὶ ν’ ἀκούης 100
καὶ νὰ ἐκτελῆς ὅ,τι ἀγαθὸν καὶ τοῦ ἄλλου ὁ νοῦς ἐμπνέει·
τὸ ἔργον θὰ κρέμεται ἀπὸ ἐσέ, πόδειξ’ ἐκείνου ὁ λόγος.
Καὶ ἄκουσε αὐτὸ ποὺ ὀρθότερον ἀπ’ ὅλα ἐγὼ νομίζω.
῞Οτι, θαρρῶ, καλύτερα δὲν θἀ σκεφθῆ κανένας
ἀπ’ ὅ,τι σκέφθηκ’ ἀπ’ ἀρχῆς, ἀφοῦ τοῦ χολωμένου
Πηλείδη μέσ’ ἀπ’ τὴν σκηνὴν τὴν κόρην Βρισηίδα
ἐπῆρες, ὦ διογέννητε, στὴν γνώμην μου ἐναντίον
καὶ ἄν καὶ πολὺ σ’ ἐμπόδιζα καὶ σὲ παρακαλοῦσα,
μόνον τὴν μεγαλόκαρδην ὑπάκουσες ψυχήν σου·
κι ἐξαίσιον ἄνδρα ἀψήφησες ποὺ καὶ οἱ θεοὶ δοξάσαν· 110
καὶ τὸ βραβεῖον τοῦ κρατεῖς· ἀλλὰ καὶ τώρ’ ἀκόμη
πῶς νὰ τὸν εἰρηνεύσωμεν ἂς στοχασθοῦμεν ὅλοι
μὲ πολλὰ δῶρα πρόσχαρα καὶ λόγια μελωμένα».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:
«Ὅλες μοῦ εἶπες γέροντα, σωστὰ τὲς ἁμαρτίες.
῎Εσφαλα, ναί, τ’ ὁμολογῶ· ἀντὶ πολλῶν ἀξίζει
λαῶν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὁ Ζεὺς ὁλόψυχ’ ἀγαπήσει.
῾Ως τώρα τοῦτον τίμησε, κι ἐμᾶς ἔχει ἀφανίσει,
ἀλλ’ ἂν καὶ τόσο ἐλεεινὰ τυφλώθη τότε ὁ νοῦς μου
νὰ τὸ διορθώσω ἐπιθυμῶ μὲ ξαγορὰν πλουσίαν. 120
Καὶ ἰδού τὰ δῶρα ὑπέρλαμπρα, ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ προσφέρω·
ἄκαυτοι τρίποδες ἑπτά, χρυσοῦ τάλαντα δέκα,
εἴκοσι λέβητες λαμπροὶ καὶ δώδεκα γενναῖοι
ἵπποι ποὺ ἐκέρδισαν πολλὰ τὰ πόδια των βραβεῖα˙
ἀγροὶ καὶ πολυτίμητο χρυσάφι δὲν θὰ ἐλεῖπαν
τοῦ ἀνδρός, ὁποὺ θὰ ἐλάμβανε τὰ πλούτη ἀπ’ τὰ βραβεῖα,
ὅσ’ ἀπ’ τὲς νίκες ἔλαβα τῶν μονονύχων ἵππων,
κι ἑπτὰ Λεσβίδες ἄξιες σ’ ἔργα λαμπρὰ θὰ δώσω,
ποὺ ὅταν τὴν Λέσβον πόρθησεν αὐτός, εἶχε διαλέξει
εὔμορφες ποὺ τῶν γυναικῶν τὸ γένος ἐνικοῦσαν. 130
Τοῦτες θὰ δώσω καὶ μ’ αὐτὲς θὰ εἶναι ἡ Βρισηίδα
ὁποὺ τοῦ ἐπῆρα· κι ἐνταυτῶ θὰ ὁμόσω μέγαν ὅρκον,
ὅτι στὴν κλίνην της ποτὲ μαζί της δὲν ἀνέβην
ὡς τῶν ἀνθρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, τὸ θέλει ὁ πόθος.
Καὶ τοῦτ’ ἀμέσως θὰ δοθοῦν· καὶ ἂν οἱ θεοὶ θελήσουν
τὴν ὑψηλὴν νὰ ρίξωμεν τὴν πόλιν τοῦ Πριάμου,
ἂς πάρη, ὅταν οἱ Ἀχαιοὶ τὰ λάφυρα μοιράσουν,
ἀπὸ χρυσὸν καὶ χάλκωμα γεμάτο ἕνα καράβι,
κι εἴκοσι Τρωαδίτισσες γυναῖκες ἂς διαλέξη,
ποὺ μόν’ ἡ ῾Ελέν’ ἡ Ἀργισσα στὸ κάλλος θὰ ὑπερβαίνη. 140
καὶ στ’ Ἄργος τὸ Ἀχαϊκόν, τῆς γῆς μαστάρι, ἂν φθάση,
γαμπρὸν τὸν θέλω ἀγαπητόν, ὡς ἔχω τὸν ᾽Ορέστην,
ποὺ χαίρετ’ ὅλα τὰ καλὰ μονάκριβό μου ἀγόρι.
Στὸ στερεό μου μέγαρο τρεῖς ἔχω θυγατέρες˙
ἀπὸ τὲς τρεῖς ἀδώρητα στὸ σπίτι τοῦ Πηλέως
ἂς φέρ’ ἢ τὴν Χρυσόθεμιν ἢ καὶ τὴν Λαοδίκην
ἢ καὶ τὴν ᾽Ιφιάνασσαν καὶ θὰ τῆς δώσω δῶρα
ὅσα κανεὶς στὴν κόρη του δὲν ἔδωκε πατέρας.
Κι οἱ ἑξῆς εἶναι οἱ περίφημες ποὺ θὰ τοῦ δώσω χῶρες:
Φηρὲς τὸ θεῖον πόλισμα, ῾Ενόπη, Καρδαμύλη, 150
῾Ιρὴ χλοώδης, Πήδασος ἀμπελοφόρος ὅλη,
Αἴπεια λαμπρὴ καὶ Ἄνθεια μὲ τὸ παχὺ γρασίδι.
῞Ολες ἀκρόγιαλα σιμά, μὲ τὴν ἀμμώδη Πύλον.
Κι οἱ ἐγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι μὲ δῶρα
θὰ τὸν τιμήσουν ὡς θεὸν καὶ ἀφθόνως θὰ τοῦ δίδουν
τὰ διορισμένα δίκαια, στὸ σκῆπτρον ἀποκάτω.
Τοῦτα τὰ ὑπόσχομαι, ἂν αὐτὸς ἀπ’ τὸν θυμόν του παύση.
῍Ας πραϋνθῆ – ἀπράϋντος καὶ ἄσπονδος εἶν’ ὁ Ἅδης,
διὰ τοῦτο μόνος τῶν θεῶν μισεῖται ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους –
σ’ ἐμέν’ ἂς κλίνη, ἀνώτερος ὡς εἶμαι βασιλέας, 160
καὶ ὡς διὰ τὴν ἡλικίαν μου νὰ προτιμῶμαι ἁρμόζει».
Καὶ ὁ Νέστωρ ὁ Γερήνιος ἱππότης τοῦ ἀποκρίθη:
«῏Ω ᾽Αγαμέμνον’ ἀρχηγέ, τρισένδοξε Ἀτρεΐδη,
τὰ δῶρα δὲν εἶναι μικρὰ ποὺ δίδεις τοῦ Πηλείδη˙
καὶ ἄνδρες ἂς στείλουμ’ ἐκλεκτοὺς στὸν θεῖον ᾽Αχιλλέα,
καὶ ἂς ξεκινήσουν γρήγορα νὰ φθάσουν στὴν σκηνήν του.
Καὶ ἀκοῦτε νὰ τοὺς δείξω ἐγώ, κι ἐκεῖνοι ἂς ὑπακούσουν.
῾0 Φοίνιξ ὁ διίφιλος θά ᾽ναι ὁδηγὸς καὶ πρῶτος,
ὁ μέγας Αἴας ἔπειτα καὶ ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας,
κατόπιν των οἱ κήρυκες ᾽Οδίος κι Εὐρυβάτης. 170
Νίψιμο φέρτε καὶ σιγὴν κηρύξετ’ εὐλαβείας
διὰ νὰ εὐχηθοῦμεν ἔλεος πρὸς τὸν πατέρα Δία».
Εἶπε καὶ εἰς ὅλους ἀρεστὸς ἐφάνη ἐκείνου ὁ λόγος.
Καὶ τὰ νερὰ τοὺς ἔχυσαν οἱ κήρυκες στὰ χέρια,
καὶ ἀφοῦ κρατῆρες μὲ κρασὶ στεφάνωσαν οἱ νέοι
ἔδωκε σ’ ὅλους ἀπαρχὴν στὰ γεμιστὰ ποτήρια,
καὶ ἀφοῦ σπονδίσαν κι ἔπιαν ὅσ’ ἤθελε ἡ ψυχή των,
ἀπὸ τοῦ Ἀτρείδη τὴν σκηνὴν ἐβγῆκαν κι ἐκινῆσαν.
Καὶ ὁ Νέστωρ σύσταινε σ’ αὐτοὺς μὲ λόγον καὶ μὲ ντῦμα
στὸν ᾽Οδυσσέα μάλιστα πολὺ νὰ προσπαθήσουν 180
νὰ πείσουν ὅπως δύνανται τὸν ἄψογον Πηλείδην.
Καὶ ὡς πήγαιναν ἀκρόγιαλα στὸν Ποσειδώνα εὐχόνταν
τὴν μεγαλόκαρδην ψυχὴν νὰ πείσουν τοῦ Ἀχιλλέως.
Στῶν Μυρμιδόνων τὲς σκηνὲς ἐφθάσαν καὶ στὰ πλοῖα,
κι ἦβραν αὐτὸν τὸ πνεῦμα του νὰ τέρπη μὲ γλυκεῖαν
καλὴν κιθάραν τεχνικὴν μ’ ὁλάργυρον τὸν πῆχυν,
ποὺ διάλεξ’ ἀπ’ τὰ λάφυρα τὴν πόλιν ὅταν πῆρε
τοῦ Ἀετίωνος˙ αὐτὸς καὶ τὴν ψυχὴν μ’ ἐκείνην
ἱλάρωνε, καὶ τῶν ἀνδρῶν τὲς δόξες ἐτραγούδα.
Καὶ ὁ Πάτροκλος ἐκάθονταν ἀπέναντί του μόνος 190
σιωπηλὸς κι ἀνάμενε νὰ παύση τὸ τραγούδι.
῾Ωστόσο αὐτοὶ προχώρησαν, καὶ πρῶτος ὁ ᾽Οδυσσέας,
κι ἐμπρός του ἐστάθηκαν ὀρθοί˙ πετάχθη ξιπασμένος,
ἀπ’ τὸ θρονί του μ’ ὅλην του τὴ φόρμιγγα ὁ Πηλείδης·
ὁ Πάτροκλος σηκώθηκε καὶ αὐτὸς ἅμα τοὺς εἶδε.
«Χαίρετε, ὦ φίλοι μου ἀκριβοί, τοὺς εἶπεν ὁ Ἀχιλλέας,
- θὰ εἶναι ἀνάγκη φοβερὴ - σεῖς εἶσθε ἀγαπητοί μου,
ὄσο κανεὶς τῶν Ἀχαιῶν, καὶ ἂς εἶμαι χολωμένος».
Παράμερα τοὺς ἔμπασεν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας
καὶ τοὺς ἐκάθισε εἰς θρονιὰ μὲ τάπητες ὡραίους, 200
καὶ τοῦ Πατρόκλου εἶπεν εὐθύς: «Τρανότερον κρατήρα,
Μενοιτιάδη, στῆσε τους, καὶ με κρασὶ γενναῖο
συγκέρνα τον, κι ἑτοίμασε τοῦ καθενὸς ποτήρι.
῞Οτ’ εἶναι ἄνδρες ἀκριβοὶ στὴν σκέπην μου ἀποκάτω».
῾Υπάκουσεν ὁ Πάτροκλος τὸν ποθητόν του φίλον˙
καὶ αὐτὸς εἰς κρεατοσάνιδο, στην φωτεινὴν γωνίαν
ἀρνιοῦ τὴν πλάτην ἔριξε κι ἐρίφι σαρκωμένο
μὲ χοίρου νῶτον πόλαμπε στὸ πάχος κι ὁ Αὐτομέδων
τοῦ τὰ ἐβαστοῦσε κι ἔκοφτεν ὁ θεῖος Ἀχιλλέας.
Καὶ ἀφοῦ τὰ λιάνισ’ εὔμορφα, τὰ πέρασε στὲς σοῦβλες, 210
καὶ ὡστόσο φωτιὰν ἄναφτεν ὁ Πάτροκλος μεγάλην
καὶ ὅταν ἐκάηκε ἡ φωτιὰ καὶ ὅλη ἐμαράνθ’ ἡ φλόγα
ἀφοῦ τ’ ἀνθράκια ἔστρωσεν ἄνω στοὺς ψῆστες βάζει
τὲς σοῦβλες καὶ στὰ κρέατα τὸ ἅγιο ρίχνει ἁλάτι.
Καὶ ἀφοῦ ἐψηθῆκαν τά ᾽συρεν ἐπάνω στὲς σανίδες,
καὶ ὁ Πάτροκλος εἰς κάνιστρα λαμπρὰ τὸν ἄρτον φέρνει
στὴν τράπεζαν, καὶ ὁ Ἀχιλλεὺς τὰ κρέατα μοιράζει.
Κι ἐκάθισεν ἀπέναντι τοῦ θείου ᾽Οδυσσέως
κι ἐπρόσταξε τὸν φίλον του τὴν προσφορὰν νὰ κάμη,
καὶ ὁ Πάτροκλος τὲς ἀπαρχὲς στὲς φλόγες παραδίδει 220
Ἅπλωσαν τότε στὰ ἕτοιμα καλὰ ποὺ ἐμπρός τους εἶχαν.
Καὶ ἀφοῦ σ’ ἐκεῖνα εὐφράνθηκαν, τοῦ Φοίνικος ὁ Αἴας
ἔκαμε νεῦμα· ἐνόησεν ὁ ᾽Οδυσσεὺς ὁ θεῖος,
ἔνα ποτήρι ἐγέμισε κι ἐπρόπιε τοῦ Ἀχιλλέως:
«Χαῖρε, Ἀχιλλέα· μήτ’ ἐδῶ καὶ μήτε στοῦ Ἀτρείδη
εἰς τὴν σκηνὴν παράπονο δὲν ἔχομε τοῦ δείπνου,
καὶ ἄφθονα ὑπάρχουν τὰ καλὰ στὸ ἰσόμοιρο τραπέζι.
Τὸν νοῦν ὅμως δὲν ἔχομε στὸ εὐφραντικὸ τραπέζι,
ἀλλὰ μεγάλην συμφορὰν μὲ τρόμον ἔμπροσθέν μας
βλέπομε· τώρα θὰ σωθοῦν ἢ θὰ χαθοῦν τὰ πλοῖα, 230
ἂν μὴ ἐσύ, διόθρεπτε, ζωσθῆς τὴν δύναμὶν σου.
῞Οτι ἐκαθίσαν μεταξὺ τοῦ τείχους καὶ τῶν πλοίων
οἱ Τρῶες οἱ ἀπότολμοι μὲ τοὺς βοηθούς των ὅλους.
Καὶ ἄναψαν μύρια πυρά, καὶ λέγουν ὅτι πλέον
δὲν θὰ σταθοῦν καὶ ἀκράτητοι θὰ πέσουν στὰ καράβια -
σ’ αὐτοὺς ἀστράφτει, φανερὸ καλὸ σημάδι, ὁ Δίας.
Μανίζει ὁ ῞Εκτωρ μ’ ἔπαρσιν πολλὴν στὴν δύναμίν του,
καὶ στὸν Κρονίδην θαρρετὸς θνητοὺς δὲν συλλογιέται
μήτε θεούς, καὶ φοβερὴ μέσα του λύσσα ἐμπῆκε.
Κι ἡ θεία πότε νά ᾽λθ’ ᾽Ηὼς παρακαλεῖ καὶ πρῶτα 240
νὰ κόψη αὐτὸς τ ἀκρόπρυμνα καυχᾶται καὶ τὰ πλοῖα
μὲ πῦρ νὰ κάψη φλογερὸ καὶ ὡς ὁ καπνὸς θὰ διώχνη
ἐδῶ κι ἐκεῖ τοὺς ᾽Αχαιοὺς νὰ τοὺς ἐξολοθρεύση.
Πολὺ φοβοῦμαι μὴν αὐτὰ ποὺ φοβερίζει ἐκεῖνος
τοῦ τὰ ἐκτελέσουν οἱ θεοί, καὶ ἡ μοίρα μας στὴν Τροίαν
θέλη νὰ πέσουμε, μακρὰν ἀπ’ τὸ ἱπποτρόφον Ἄργος.
Ἀλλ’ ἄστα, ἂν θέλης, ἂν καὶ ἀργά, τῶν Ἀχαιῶν τὰ τέκνα
νὰ σώσης ἀπ’ τὸν τάραχον καὶ τὴν ὁρμὴν τῶν Τρώων.
Λύπην θὰ τό ᾽χης ἔπειτα καὶ σύ, καὶ γενναμένο
κακὸ δὲν διορθώνεται· ἀλλ’ ἔγκαιρα στοχάσου 250
τοὺς Δαναοὺς ἀπ’ τὴν κακὴν ἡμέραν νὰ φυλάξης·
τί σοῦ ᾽λεγε ὁ πατέρας σου, γλυκέ μου, τὴν ἡμέραν
ὁποὺ στὸν Ἀγαμέμνονα σὲ ἔστελνε ἀπ’ τὴν Φθίαν;
«Τέκνον, τὲς νίκες ἡ Ἀθηνᾶ κι ἡ ῞Ηρα θὰ σοῦ δώσουν
ἂν τὸ θελήσουν, ἀλλὰ σὺ στὸ στῆθος θὰ δαμάσης
τὴν μεγαλόκαρδην ψυχήν· προτίμα νά ᾽σαι πράος·
ἄπεχε ἀπ’ τὴν κακόπρακτην τὴν ἔριδα, ὥστε πλέον
θὰ σὲ τιμήσουν οἱ Ἀχαιοὶ καὶ γέροντες καὶ νέοι».
Αὐτὰ καὶ σὺ τὰ λησμονεῖς, ποὺ ἐσύσταινεν ὁ γέρος·
ἀλλὰ πραΰνου· τὸν θυμόν, πληγὴν φαρμακωμένην, 260
παῦσε ὅσο ἀκόμα εἶναι καιρός· καὶ ὁ Ἀτρείδης θὰ σοῦ δώση
ἀντάξια δῶρ’ ἂν προτιμᾶς τῆς ἔχθρας τὴν φιλίαν.
Καὶ ἰδοὺ πόσα ὑποσχέθηκε προτώρα στὴν σκηνήν του:
Ἄκαυτοι τρίποδες ἑπτά, χρυσοῦ τάλαντα δέκα,
εἴκοσι λέβητες λαμπροὶ καὶ δώδεκα γενναῖοι
ἷπποι, ποὺ μὲ τὰ πόδια των πῆραν πολλὰ βραβεῖα,
ἀπὸ χρυσὸν βαρύτιμον καὶ τόπον σιτοφόρον
πλούσιος θὰ ἦτ’ ὁ ἄνθρωπος ποὺ νά ᾽χη τὰ βραβεῖα
ὅσα τοῦ Ἀτρείδη ἐκέρδισαν τὰ δυνατὰ πουλάρια.
Κι ἑπτὰ γυναῖκες ἄξιες σ’ ἔργα λαμπρὰ θὰ δώση 270
πού, ὅταν τὴν Λέσβον ἔριξες, ἐδιάλεξεν ἐκεῖνος,
κι ἐνίκων εἰς τὴν εὐμορφιὰν τῶν γυναικῶν τὰ γένη.
Τοῦτες θὰ δώση· καὶ μ’ αὐτὲς θὰ εἶναι ἡ Βρισηίδα
ὁποὺ σοῦ ἐπῆρε κι ἐνταυτῶ θὰ ὁμόση μέγαν ὀρκον
ποὺ δἐν ἀνέβηκε ποτὲ μαζί της εἰς τὴν κλίνην,
ὡς ἄνδρας κάμνει καὶ γυνὴ στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
καὶ τοῦτ’ ἀμέσως θὰ δοθοῦν· κι οἱ ἀθάνατοι ἂν θελήσουν
τὴν ὑψηλὴν νὰ ρίξουμε τὴν πόλιν τοῦ Πριάμου,
νὰ πάρης, ὅταν οἱ Ἀχαιοὶ τὰ λάφυρα μοιράσουν,
χρυσὸν καὶ χάλκωμ’ ἀρκετὸ καράβι νὰ φορτώσης. 280
Κι εἴκοσι Τρωαδίτισσες γυναῖκες νὰ διαλέξης
θαυμάσιες διὰ τὸ κάλλος των κατόπιν τῆς ῾Ελένης.
καὶ στ’ Ἄργος τὸ Ἀχαϊκόν, τῆς γῆς μαστάρι, ἂν φθάση,
γαμβρὸν σὲ θέλει, ἀγαπητὸν ὡς ἔχει τὸν ᾽Ορέστην
ποὺ χαίρεται ὅλα τὰ καλά, μονάκριβό του ἀγόρι.
Στὸ στερεό του μέγαρο τρεῖς ἔχει θυγατέρες·
ἀπὸ τὲς τρεῖς ἀδώρητα, στὸ σπίτι τοῦ Πηλέως
φέρε ἢ τὴν Χρυσόθεμιν ἢ καὶ τὴν Λαοδίκην
ἢ καὶ τὴν ᾽Ιφιάνασσαν, καὶ θὰ τῆς δώση δῶρα
ὅσα κανεὶς στὴν κόρην του δὲν ἔδωκε πατέρας. 290
Χῶρες περίφημες ἑπτὰ τῆς δίδει, τὴν ᾽Ενόπην,
τὴν Αἴπειαν καὶ τὴν Πήδασον, ἀμπελοφόρον ὅλην,
τὴν Καρδαμύλην, τὴν ῾Ιρήν, χλοώδη, τὴν ἁγίαν
πόλιν Φηρῶν, τὴν Ἄνθειαν μὲ τὸ βαθὺ γρασίδι,
ὅλες ἀκρόγιαλα σιμὰ μὲ τὴν ἀμμώδη Πύλον.
Κι οἱ ἐγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι, μὲ δῶρα
θὰ σὲ τιμήσουν ὡς θεόν, καὶ ἀφθόνως θὰ σοῦ δίνουν
τὰ διορισμένα νόμιμα στὸ σκῆπτρον σου ἀποκάτω.
Αὐτὰ θὰ δώση, ἂν τὸν θυμὸν ἀφήσης, ὁ Ἀγαμέμνων.
Καὶ τὸν Ἀτρείδην ἂν μισῆς καὶ ὅσα προσφέρνει δῶρα, 300
λυπήσου τῶν Παναχαιῶν τὸ στράτευμα ποὺ πάσχει.
Θὰ σὲ τιμήσουν ὡς θεὸν ὅτι θὰ λάβης δόξαν
λαμπρὰν ἀπ’ ὅλους, ἐπειδὴ σὺ τώρα νὰ κτυπήσης
θὰ δυνηθῆς τὸν ῞Εκτορα ποὺ ἐμπρός σου θά ᾽λθη, ὡς εἶναι
ἀπὸ τὴν λύσσαν του τυφλός, καὶ λέγει ὅτι δὲν ἔχουν
τὸν ὅμοιόν του οἱ Δαναοί, ὅσ’ ἤλθαμε στὴν Τροίαν».
Καὶ ὁ γοργοπόδης ᾽Αχιλλεὺς ἀπάντησέ του κι εἶπε:
«Λαερτιάδη εὑρετικέ, διογένννητε Ὀδυσσέα,
ἴσια θὰ εἰπῶ καὶ καθαρὰ τὴν ὁμιλία ὅλην
καθὼς φρονῶ καὶ ἀσάλευτη θὰ μείν’ ἡ θέλησίς μου, 310
ὥστε νὰ μὴ προσκλαίεσθε καθήμενοι σιμά μου.
῞Οτι μοῦ εἶναι μισητός, ὅσο τοῦ Ἅδ’ οἱ πύλες,
κεῖνος ποὺ κρύβει ἄλλο στὸν νοῦν καὶ ἄλλο στὸ χεῖλος ἔχει.
Καὶ ὅ,τι ἐγὼ κρίν’ ὀρθότερον θὰ εἰπῶ· μήτ’ ὁ Ἀγαμέμνων,
μήτε τῶν ἄλλων Ἀχαιῶν κανεὶς δὲν θὰ μὲ πείση˙
χάριν δὲν εἶχε ὁ πόλεμος ποὺ ἀδιάκοπα ἐκρατοῦσα
μὲ τοὺς ἐχθρούς, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν μάχην
καὶ αὐτὸς ποὺ σφόδρα πολεμεῖ, μερίδα ὁμοίαν παίρνουν.
῎Ισα τιμᾶτ’ ὁ ἄνανδρος μὲ τὸν ἀνδρειωμένον.
Πολλὰ καὶ ἂν πράξης καὶ ἄνεργος ἂν μείνης, ἀποθνήσκεις. 320
Τί κέρδος τάχα μ’ ἄφησε τὸ νὰ ταλαιπωροῦμαι
καὶ τὴν ζωήν μου εἰς κίνδυνον νὰ βάζω πολεμώντας;
Καὶ ὡς τὴν χαψιὰ στ’ ἀπτέρωτα μικρά της δίδ’ ἡ μάνα,
ἅμα τὴν ἔβρη, πλὴν αὐτὴ ζωὴν καλὴν δὲν ἔχει,
κι ἐγὼ πολλὲς ἀγρύπνησα νυκτιὲς καὶ τὲς ἡμέρες
περνοῦσα αἱματοστάλακτες μ’ ἐχθροὺς ἀνδρειωμένους
μαχόμενος, ἐξ ἀφορμῆς τῶν γυναικῶν τους μόνον.
Καὶ μὲ τὰ πλοῖα δώδεκα ἔχω πατήσει χῶρες,
καὶ πάλιν ἕνδεκα πεζὸς στὴν κάρπιμην Τρωάδα.
Καὶ ἀπ’ ὅλες θησαυροὺς πολλοὺς ἐπῆρα καὶ τοῦ Ἀτρείδη 330
εὐθὺς ὅλα ἐπαράδιδα, καὶ αὐτὸς στὰ κοῖλα πλοῖα
σιμά, μένοντας ἥσυχος τὰ ἐδέχετο καὶ μέρος
ὀλίγο ἐμοίραζε, πολλὰ κρατοῦσε, καὶ ὡς βραβεῖα
τῶν βασιλέων ἔδιδε καὶ πολεμάρχων ἄλλα.
Σ’ αὐτοὺς τ’ ἀφήνει, καὶ ἀπ’ ἐμὲ καὶ μόνον πῆρε ὀπίσω
τὴν ποθητήν μου· ἂς τέρπεται σιμά της ξενυκτώντας.
Τί τοὺς Ἀργείους ἔφερε νὰ πολεμοῦν τοὺς Τρῶας;
Τί τόσα πλήθη ἐσύναξε καὶ ἀνέβασεν ὁ Ἀτρείδης
ἐδῶ; Δὲν εἶν’ ἐξ ἀφορμῆς τῆς εὔμορφης ῾Ελένης;
Οἱ Ἀτρεῖδες τὲς γυναῖκες των μόνοι ἀγαποῦν στὸν κόσμον; 340
Κάθε καλὸς καὶ φρόνιμος πόνον καὶ ἀγάπην ἔχει
εἰς τὴν δικήν του σύντροφον· καὶ αὐτὴν ἐγὼ τὴν κόρην,
ἂν καὶ πολέμου λάφυρον, ὁλόψυχ’ ἀγαποῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ ἀπ’ τὰ χέρια μου ἐπῆρε τὸ βραβεῖον
μ’ ἀπάτην, ἂς μὴ προσπαθῆ τὸν γνώστην του νὰ πείση
καὶ μὲ τοὺς ἄλλους βασιλεῖς καὶ σέ, Λαερτιάδη,
τρόπον ἄς ἔβρη ἀπ’ τὴ φωτιὰ νὰ σώση τὰ καράβια.
Πολλά ᾽καμε χωρὶς ἐμέ, καὶ τεῖχος ἔχει κτίσει
καὶ χάντακ’ ἄνοιξε βαθύν, μὲ πάλους εἰς τὸ βάθος.
Πλήν, τοῦ ἀνδροφόνου ῞Εκτορος τὴν ρώμην νὰ ἐμποδίση 350
δὲν δύναται˙ καὶ ὅταν ἐγὼ μὲ σᾶς συμπολεμοῦσα,
ποτὲ δὲν ἤθελεν αὐτὸς τὴν μάχην νὰ κινήση
μακρὰν ἀπὸ τὰ τείχη του, καὶ μόνον ὡς τὸν φράξον
ἔφθασε τῶν Σκαιῶν Πυλῶν· αὐτοῦ μ’ ἔχει ἀντικρίσει
μίαν φορὰν καὶ μετὰ βιᾶς ἐσώθη ἀπ’ τὴν ὁρμήν μου.
Καὶ ἀφοῦ τὸν θεῖον Ἕκτορα νὰ πολεμήσω πλέον
δὲν θέλω, αὔριον τοῦ Διὸς καὶ ὅλων τῶν ἀθανάτων
θὰ θυσιάσω, κι ἔπειτα στὴν θάλασσα θὰ σύρω
τὰ πλοῖα καλοφόρτωτα, καὶ θὰ τὰ ἰδῆς ἂν θέλης
πολὺ πρωὶ μὲς στὸν βαθὺν ῾Ελλήσποντον νὰ πλέουν 360
καὶ μέσα νὰ λαμνοκοποῦν οἱ ἄνδρες μου μὲ πόθον
κι ἐὰν ταξίδι ὁ Ποσειδῶν καλὸ μοῦ δώση ὁ θεῖος,
στὴν καρποφόρον Φθίαν μου τὴν τρίτην φθάνω ἡμέραν.
Πλούτη ἔχω ἀφήσει ἐκεῖ πολλὰ ὅταν στὴν Τροίαν ἦλθα·
κι ἐδῶθε χάλκωμα, χρυσὸν καὶ σίδερο θὰ πάρω,
καὶ ὡραῖες κόρες λάφυρα δικά μου ἀπὸ τὸν κλῆρον·
μοῦ λείπει τὸ βραβεῖον μου, ποὺ αὐτὸς, ποὺ τό ᾽χε δώσει,
τὸ ἐπῆρε πίσω ὑβριστικῶς, ὁ κραταιὸς Ἀτρείδης.
Καὶ ὅλα ταῦτα ἐπιθυμῶ νὰ εἰπῆτε δημοσίως,
ὥστε κι οἱ ἐπίλοιποι Ἀχαιοὶ δι’ αὐτὰ ν’ ἀγανακτήσουν, 370
καὶ μὴ θαρρεύση στὸ ἑξῆς νὰ ξεπλανήση καὶ ἄλλον
ὁ ἀδιάντροπος· ἀλλὰ σ’ ἐμὲ δὲν θὰ τολμήση πλέον,
ὅσο καὶ εἶναι ἀναίσχυντος τὰ μάτια νὰ σηκώση.
῎Εργο κανένα ἐγὼ μ’ αὐτὸν οὐδὲ συμβούλια θέλω·
μ’ ἀπάτησε, μ’ ἀδίκησε· δὲν μὲ δολώνει πλέον.
Τόσο τοῦ ἀρκεῖ· καὶ ἀμέριμνος στὸν ὄλεθρόν του ἂς τρέχη,
ἀφοῦ τὸν νοῦν τοῦ ἀφαίρεσεν ὁ πάνσοφος Κρονίδης.
Τὰ δῶρα του ἀποστρέφομαι καὶ οὐτιδανὰ τὰ κρίνω,
καὶ ἂν δέκ᾽, ἂν εἴκοσι φορὲς τόσα μοῦ δώση ὅσα ἔχει
καὶ ὅσα κατόπι γίνεται νὰ λάβη καὶ ὅσα πλούτη 380
συρρέουν στὸν ᾽Ορχομενὸν ἢ στὲς Αἰγύπτιες Θῆβες,
ποὺ ὡσὰν ἐκεῖνες θησαυροὺς ἄλλη δὲν ἔχει χώρα,
ποὺ πύλες ἔχουν ἑκατὸν καὶ ἀπὸ τὴν κάθε πύλην
ἄνδρες περνοῦν διακόσιοι μὲ τὰ ζεμέν’ ἁμάξια·
ἢ ὅσ’ ἡ σκόν’ εἶναι τῆς γῆς ἢ ὁ ἄμμος τῆς θαλάσσης,
τὴν πληγωμένην μου ψυχὴν δὲν θὰ πραΰν’ ὁ Ἀτρείδης
πρὶν μοῦ πληρώση ὁλόκληρον τὸ μέγ’ ἀδίκημά του.
Καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐγὼ δὲν παίρνω θυγατέρα,
στὸ κάλλος καὶ ἂν μὲ τὴν χρυσὴν συγκρίνεται Ἀφροδίτην
καὶ ἂν ἔχη μὲ τὴν Ἀθηνᾶ τῶν ἔργων τὰ πρωτεῖα, 390
δὲν θὰ τὴν πάρω· ἀνώτερον ἂς ἔβρη βασιλέα
μέσ’ ἀπ’ τοὺς ἄλλους Ἀχαιούς, γαμβρὸν ποὺ νὰ τοῦ πρέπει.
῞Οτι ἂν μὲ σώσουν οἱ θεοὶ καὶ στὴν πατρίδα φθάσω,
κάπου θενά ᾽βρη δι’ ἐμὲ μίαν νύμφην ὁ πατέρας.
῞Οτι ᾽Αχαιίδες πάμπολλες ἡ ῾Ελλὰς ἔχει κι ἡ Φθία
κόρες προκρίτων δυνατῶν ὁποὺ δεσπόζουν χῶρες,
καὶ ὅποιαν θελήσω, σύντροφον θὰ κάμω ποθητήν μου.
Αὐτοῦ σφόδρα ἐπεθύμησεν ἡ ἀνδρικὴ ψυχή μου
καλὴν νὰ πάρω σύντροφον καὶ νὰ χαρῶ μαζί της
τὰ κτήματα ὅσ’ ἀπόκτησεν ὁ γέρος μου πατέρας. 400
῞Οτι δὲν κρίνω θησαυρὸν ἀντάξιον τῆς ψυχῆς μου
οὐδ’ ὅσα ἡ πόλις ἡ λαμπρὴ κρατοῦσε τῆς ᾽Ιλίου,
ὅταν πρὶν ἔλθουν οἱ Ἀχαιοί, καλὴν εἰρήνην εἶχε,
οὐδ’ ὅσα κλείει μέσα του τὸ λίθινο κατώφλι
τοῦ μακροβόλου Ἀπόλλωνος, στὴν πετρωτὴν Πυθώνα.
Τρίποδες, μόσχους, πρόβατα, ἵππους ξανθοὺς ἂν χάσης,
πάλιν μ’ ἀνάλλαγμ’ ἀποκτᾶς ἢ λάφυρα τὰ παίρνεις.
Ἀλλ’ ἡ ψυχή μας λάφυρο δὲν γίνεται, οὔτε κτῆμα,
ἀφοῦ περάση μιὰ φορὰ τὸ φράγμα τῶν ὀδόντων.
Καὶ ὡς λέγ’ ἡ Θέτις ἡ θεὰ μητέρα μου, δυὸ μοῖρες 410
ἐμὲ φέρουν διάφορες στὸ τέλος τοῦ θανάτου.
Ἂν μείνω ἐδῶ νὰ πολεμῶ τὴν πόλιν τοῦ Πριάμου
ἡ ἐπιστροφή μου ἐχάθηκεν, ἀλλ’ ἄφθαρτη θὰ μείνη
ἡ δόξα μου· στὴν ποθητὴν πατρίδα μου ἂν γυρίσω,
μοῦ ἐχάθ’ ἡ δόξα, ἀλλ’ ἔπειτα πολλὲς θὰ ζήσω ἡμέρες,
καὶ δὲν θὰ μ’ ἔβρη γρήγορα τὸ τέλος τοῦ θανάτου.
Καὶ σᾶς τῶν ἄλλων θά ᾽λεγα νὰ στρέψτε στὴν πατρίδα·
νὰ εὑρῆτε μὴν ἐλπίσετε τῆς ὑψηλῆς ᾽Ιλίου
τὸ τέλος˙ καὶ δὲν βλέπετε πὼς ὕψωσεν ἐμπρός της
ὁ Βροντητὴς τὸ χέρι του κι ἐθάρρευσαν τὰ πλήθη; 420
Ἀλλὰ τώρα κινήσετε, καὶ ὡς πρέπει τῶν γερόντων,
σεῖς φέρετε τὸ μήνυμα στῶν Ἀχαιῶν τοὺς πρώτους,
ὥστ’ ἄλλον τρόπον νὰ σκεφθοῦν καλύτερον στὸν νοῦν τους
τὰ πλοῖα των καὶ τὸν λαὸν τῶν Ἀχαιῶν νὰ σώσουν
διότι αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθηκαν στὸ χέρι τους δὲν εἶναι,
δὲν κατορθώνεται, ἀφοῦ ἐγὼ θὰ μείνω στὸν θυμόν μου.
Καὶ ἂς μείνη ἐδῶ νὰ κοιμηθῆ ὁ Φοίνιξ καὶ ἅμα φέξη
καθὼς θὰ κάμωμε πανιὰ γιὰ τὴν γλυκιὰν πατρίδα,
μαζὶ μου ἂς ἔλθη, ἂν βούλεται· κι ἐγὼ δὲν θὰ τὸν βιάσω».
Εἶπε˙ κι ἐκεῖνοι ἐσίγησαν, ἄφωνοι μεῖναν ὅλοι, 430
ἀπὸ τὴν σκληρὴν ἄρνησιν, ποὺ ἀκοῦσαν, ξιπασμένοι.
῞Οσο ποὺ ὁ Φοίνιξ ἄρχισε, δακρύζοντας ὡς εἶδε
καταστροφὴ νὰ κρέμεται στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα:
«Ἄν στὴν πατρίδα σου ἐννοῆς, λαμπρότατε Ἀχιλλέα,
νὰ ἐπανέλθης καὶ ὁ δεινὸς θυμός σου δὲν σ’ ἀφήνει
παντάπασι τὰ πλοῖα μας νὰ σώσης ἀπ’ τὲς φλόγες,
πῶς, ὦ παιδί μου ἀγαπητό, μακράν σου δῶ νὰ μείνω
μόνος; Καὶ διὰ σέ μ’ ἔστελνεν ὁ γέρος σου πατέρας,
ὅταν στὸν Ἀγαμέμνονα ἐσ’ ἔστελνε ἀπ’ τὴν Φθίαν
νέον, ἀκόμη ἀμάθητον τοῦ φοβεροῦ πολέμου 440
καὶ τῶν λαμπρῶν ὁμιλιῶν, ὅπου διακρίνοντ’ ἄνδρες
διὰ τοῦτο ἐμέν’ ἀπόστειλε, σ’ αὐτὰ νὰ σὲ διδάξω
ὥστε νὰ γίνης ἔξοχος στὸν λόγον καὶ στὴν πρᾶξιν.
῞Ωστε ἀπὸ σὲ νὰ χωρισθῶ δὲν ἤθελα, παιδί μου,
κι ἐὰν θεὸς μοῦ ὑπόσχονταν τὸ γῆρας ν’ ἀποξύση
κᾳὶ νὰ μὲ κάνη ἀκρόνεον, ὡς ἤμουν ὄτε πρῶτα
τὴν καλλιγύναικ’ ἄφησα ῾Ελλάδα, διὰ νὰ φύγω
τὸν ᾽Ορμενίδη Ἀμύντορα πατέρα μου ποὺ ὠργίσθη
σ’ ἐμὲ δι’ ὡραίαν παλλακήν, ποὺ ἀγάπα κι ἐπροτίμα
ἀπ’ τὴν μητέρα μου, καὶ αὐτὴ θερμὰ μ’ ἐπαρεκάλει 450
συχνὰ τόσο, ποὺ μ’ ἔπεισε νὰ πέσω μὲ τὴν νέαν
πρῶτος, ὥστε τὸν γέροντα ν’ ἀποστραφῆ κατόπιν.
Τὸ νόησε ὁ πατέρας μου κι ἐπρόφερε κατάραν,
στὴν κεφαλήν μου τες φρικτὲς καλώντας ᾽Ερινύες,
στὰ γόνατά του, σπέρμα μου ποτὲ νὰ μὴν καθίση˙
κι ἐνέργησαν οἱ ἀθάνατοι τὴν πατρικὴν κατάραν,
ὁ χθόνιος Ζεὺς κι ἡ ἄσπονδη στὸν Ἅδη Περσεφόνη.
Καὶ στὸν θυμόν μου ἐσκέφθηκα νὰ κόψω τὸν πατέρα˙
ἀλλὰ μ’ ἐπράυνε θεός, ἅμ’ ἔβαλε στὸν νοῦν μου
πόσους θ’ ἀκούσ’ ὀνειδισμοὺς ἀπ’ τὴν φωνὴν τοῦ κόσμου, 460
ἂν πατροφόνον οἱ Ἀχαιοὶ κατόπιν μὲ ὀνομάσουν.
Τότε νὰ περιφέρωμαι στὸ σπίτι τοῦ πατρός μου
τοῦ θυμωμένου, ἀποστροφὴν αἰσθάνετο ἡ ψυχή μου.
Καὶ ὁλόγυρά μου συγγενεῖς, ἐξάδελφοι καὶ φίλοι
παρακαλοῦσαν με θερμῶς νὰ μὴν ἀναχωρήσω·
κι ἐσφάζαν ἀρνιὰ πάμπολλα, μόσχους πολλούς, κι ἐβάζαν
χοίρους πολλούς, ὅπ’ ἔλαμπαν στὸ πάχος μὲς στὴν φλόγα
τοῦ ῾Ηφαίστου νὰ καψαλισθοῦν· καὶ τὸ κρασὶ ἐπίναν
ἄφθον’ ἀπὸ τοῦ γέροντος τὰ πήλινα πιθάρια.
Κι ἐννέα νύκτες ἔμειναν κοντά μου καὶ ἀλλαζόνταν 470
στὴν φύλαξιν καὶ τὴν φωτιὰν ἀκοίμητην κρατοῦσαν,
ἄλλην στῆς καλοτείχιστης αὐλῆς μέσα στὸν γύρον
καὶ ἄλλην στὸν πρόδρομον, ἐμπρὸς στὴν θύραν τοῦ θαλάμου·
καὶ τῆς νυκτὸς ὅτ’ ἔφθασε τὸ σκότος τῆς δεκάτης,
τότ’ ἔσπασ᾽, ἂν καὶ στερεήν, τὴν θύραν τοῦ θαλάμου
καὶ τῆς αὐλῆς ἐπήδησα τὸ τεῖχος καὶ οὔτε οἱ ἄνδρες
μ’ ἐννόησαν ποὺ φύλαγαν, οὔτε οἱ γυναῖκες δοῦλες˙
μακρὰν νὰ φύγω ἐδιάβηκα ᾽πὸ τὴν πλατιὰν ῾Ελλάδα
κι ἔφθασα στὴν καλόσβωλον, τὴν ἀρνοθρόφον Φθίαν·
καὶ ὁ βασιλέας ὁ Πηλεὺς μ’ ἐδέχθηκε ἐγκαρδίως, 480
καὶ μ’ εἶχε, ὡσὰν μονάκριβον υἱὸν ἔχει πατέρας,
ποὺ στὰ πολλά του ὑπάρχοντα θ’ ἀφήση κληρονόμον·
πολὺν μοῦ ἔδωκε λαὸν καὶ πλούτη καὶ στῆς Φθίας
τὴν ἄκρην ἄρχον μ’ ἔστησε τοῦ γένους τῶν Δολόπων.
Καὶ ὡς εἶσ’ ἐγὼ σ’ ἀνάστησα, θεόμορφε Ἀχιλλέα,
μὲ πολὺν πόθον, ἐπειδὴ δὲν ἤθελες ποτέ σου
εἰς δεῖπνον ἔξω ἢ σπίτι σου χωρὶς ἐμὲ νὰ τρώγης.
Στὰ γόνατά μου σ’ ἔπαιρνα καὶ σοῦ ᾽διδα προσφάγι
κομμένο ἀπὸ τὰ χέρια μου, καὶ τὸ κρασὶ στὸ χεῖλος,
πολλὲς φορὲς μοῦ ἔβρεξες στὰ στήθη τὸν χιτώνα 490
ἀπὸ κρασί, πού, ἀδύναμο παιδάκι, ἐξεχειλοῦσες.
᾽Εβασανίστηκα γιὰ σέ, διότ’ εἶχα στὸν νοῦν μου,
ὅτι μοῦ ἀρνοῦντ’ οἱ ἀθάνατοι παιδὶ τῆς γενεᾶς μου,
καὶ σὲ παιδί μου σ’ ἔκαμα, ἰσόθεε Πηλείδη,
ὥστε ἀπὸ θάνατον κακόν, ἂν τύχη νὰ μὲ σώσης.
Ἀλλ’ ἂς λυγίση ἡ ἀδάμαστη ψυχή σου, Ἀχιλλέα·
μὴν εἶσαι ἀνήλεος· κι οἱ θεοὶ συγκλίνουν, ἂν κι ἐκείνων
ἀνώτερ’ εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα.
Καὶ ὅμως τὴν γνώμην τῶν θεῶν οἱ ἄνθρωποι γυρίζουν
μὲ κνίσσαν, μὲ θυμίαμα, μὲ προσευχὲς γλυκεῖες, 500
ἂν εἰς αὐτοὺς ἀσέβησαν κι ἐπράξαν ἀνομίαν,
῞Οτ’ οἱ ῾Ικεσίες τοῦ Διὸς τοῦ ὑψίστου θυγατέρες,
εἶναι χωλές, ἀλλὴθωρες, στὴν ὄψιν ζαρωμένες
καὶ φροντισμένες σέρνονται ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἄτην.
Κι ἡ Ἄτη στερεόποδη, γερὴ πολύ, προτρέχει
σ’ ὅλην τὴν γῆν καὶ τοὺς θνητοὺς προφθάνει ν’ ἀδικήση.
Καὶ αὐτὲς ἔρχονται πίσω της τ’ ἀδίκημα νὰ σιάσουν.
Καὶ ὅποιος μ’ εὐλάβειαν δέχεται τὲς κόρες τοῦ Κρονίδη,
τὸν βοηθοῦν καὶ ἀκρόασιν στὲς προσευχές του δίδουν·
καὶ ἂν τὲς ἀρνῆται ἀμάλακτος, παρακαλοῦν τὸν Δία 510
νὰ στείλη εὐθὺς κατόπι του τὴν Ἄτην, διὰ νὰ πάθη
ὅμοια καὶ αὐτὸς καὶ ὁλόκληρον τὸ κρίμα νὰ πλερώση.
Καὶ σὺ στὲς κόρες τοῦ Διὸς νὰ δώσης, ὦ Ἀχιλλέα,
τὸ σέβας ποὺ καὶ ἄλλων καλῶν πραΰνει τὴν καρδίαν.
῞Οτι ἂν δῶρα δὲν ἔφερνεν καὶ δὲν ἐκήρυττ’ ἄλλα
ὁ ᾽Ατρείδης, ἀλλὰ πάντοτε βαστοῦσε τὴν ὀργήν του,
τότε δὲν θὰ σοῦ ἔλεγα ν’ ἀφήσης τὸν θυμόν σου,
νά ᾽λθης βοηθὸς τῶν ᾽Αχαιῶν, ὅσην καὶ ἂν εἶχαν χρείαν·
πλὴν τώρα δίδει σου πολλὰ καὶ ὑπόσχετ’ ἄλλα ὀπίσω,
καὶ σοῦ ᾽στειλ’ ἄνδρες ταπεινὰ σ’ ἐσένα νὰ προσπέσουν 520
τοὺς ἐκλεκτοὺς τῶν Ἀχαιῶν καὶ ὁπού ᾽ναι ἀγαπητοί σου.
Τοὺς λόγους καὶ τὸν δρόμον των σὺ μὴ καταφρονέσης˙
καὶ ὡς τώρ’ ἂν ἐχολεύεσο κατάκρισιν δεν εἶχες.
Καὶ τῶν ἡρώων παλαιῶν αὐτὰ μᾶς λέγ’ ἡ φήμη,
κι ἐὰν βαρὺς ἐκάθιζε θυμὸς εἰς τὴν ψυχήν τους,
ἀμάλακτοι δὲν ἔμεναν στὸν λόγον καὶ στὰ δῶρα.
Τοῦτο ἐνθυμοῦμαι τὸ συμβὰν ἐγὼ καιρῶν ἀρχαίων
ὡς ἔγινε· θὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, σεῖς ὅλοι ἀγαπητοί μου.
Μὲ τοὺς ἀνδρείους Αἰτωλοὺς ἐμάχοντο οἱ Κουρῆτες
τῆς Καλυδῶνος ἔμπροσθεν κι ἐσφάζοντο μὲ λύσσαν, 530
οἱ Αἰτωλοὶ τὴν πάντερπνην νὰ σώσουν Καλυδώνα,
καὶ νὰ τὴν πάρουν στὴν ὁρμὴν τῆς λόγχης οἱ Κουρῆτες,
Ὅτ’ ἡ χρυσόθρονη Ἄρτεμις πληγὴν τοὺς εἶχε στείλει,
ὅτι ἀπαρχὲς τοῦ θερισμοῦ δὲν πρόσφερεν ἐκείνης
ὁ Οἰνεύς· κι ἐχαίροντο οἱ θεοὶ τὴν ἑκατόμβην ὅλοι,
ἀλλ’ ὄχ’ ἡ κόρη τοῦ Διός· τὴν εἶχε λησμονήσει
αὐτὸς ἢ δὲν τό ᾽χε σκεφθῆ˙ καὶ ἀσέβησε μεγάλως·
θύμωσε ἡ θεογέννητη παρθένα τοξοφόρα
καὶ τοῦ ᾽στειλε δασόθρεπτον λευκόδοντ’ ἄγριον χοῖρον,
ποὺ στοῦ Οἰνέως κάθισε τὸ κάρπιμο χωράφι 540
καὶ ἀφάνιζ’ ὅλα ρίχνοντας μεγάλα δένδρα κάτω
ὅλα βγαλμένα σύρριζα μὲ τ’ ἄνθη τῶν καρπῶν τους.
῾0 Οἰνειδης ὁ Μελέαγρος τὸν φόνευσε μὲ πλῆθος
σκύλων καὶ ἀνδρῶν ποὺ ἐσύναξε τριγύρω ἀπὸ τὲς χῶρες·
ὀλίγοι τὸ θεόρατο θεριὸ δὲν θὰ νικοῦσαν,
ποὺ ἄνδρες ἀνέβασε πολλοὺς εἰς τὴν πυρὰν τοῦ τάφου˙
κι ἐπάνω του ἄναψε ἡ θεὰ πολλὴν βοὴν καὶ ἀγώνα,
τῶν ἀνδρειωμένων Αἰτωλῶν καὶ τῶν Κουρήτων μάχην
τοῦ χοίρου διὰ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ δασύ του δέρμα.
Καὶ ὅσ’ ὁ δεινὸς Μελέαγρος τὸν πόλεμον βαστοῦσε, 550
πάντοτ’ ἐνίκων οἱ Αἰτωλοὶ κι ἐβιάζαν τοὺς Κουρῆτες
νὰ μείνουν, ἂν κι ἦσαν πολλοί, στὰ τείχη τους κλεισμένοι·
ἀλλ’ ὅταν τὸν Μελέαγρον πῆρε ὁ θυμός, ποὺ καὶ ἄλλων
ἀνδρῶν τῶν πλέον συνετῶν συχνὰ τὰ σπλάχνα καίει,
ἀφοῦ μὲ τὴν μητέρα του χολώθη τὴν Ἀλθαίαν,
μὲ τὴν Κλεοπάτραν ἔμενεν, ὡραίαν νυμφευτήν του
πού ᾽χε γεννησ’ ἡ Μάρπησσα καλόφτερνη Εὐηνίνη,
καὶ ὁ ῎Ιδης, ὁ ἀνδρειότερος τῶν τότε ἀνδρῶν ἡρώων,
ὥστε τὸ τόξον ἔπιασε τὸν Φοῖβον νὰ κτυπήση
γι’ ἀγάπην τῆς νεόνυμφης καλόφτερνης Μαρπήσσης. 560
Ἐκείνης βγάλαν οἱ γονεῖς παράνομ’ Ἀλκυόνην,
ὅτι πικρὸν παράπονον ὡσὰν τῆς Ἀλκυόνος
θρηνολογοῦσε ἡ μάνα της θλιμμένη, ἀπ’ ὅτε ὁ Φοῖβος
Ἀπόλλων ἀπ’ τὸν κόλπον της τὴν πῆρε ὁ μακροβόλος.
Σιμά της ἔτρεφεν αὐτὸς τὴν πίκραν τῆς χολῆς του
ἀπ’ τὲς κατάρες τῆς μητρός, ποὺ ἔκλαιε τὸν φόνον
τοῦ ἀδελφοῦ της κι ἔκραζε καὶ τοὺς ἐπουρανίους
θεούς, καὶ με τὰ χέρια της τὴν θρέπτραν γῆν κτυπώντας
στὰ γόνατά της καθιστή, στὰ δάκρυα πνιμένη,
τὸν Ἅδην καὶ τὴν φοβερὴν καλοῦσε Περσεφόνην 570
νὰ τῆς φονεύσουν τὸν υἱὸν καὶ στ’ ἄπονά της σπλάχνα
ἡ Ἐριννὺς στὸ ῎Ερεβος ἐδέχθη τὴν κατάραν.
ἀλλ’ ὅτε ἀκούσθη ὀχλοβοὴ καὶ κτύπος εἰς τὲς πύλες
τῶν πύργων ποὺ ἐπροσβάλλοντο, τῶν Αἰτωλῶν οἱ γέροι
τὸν ἱκετεῦαν κι ἔστειλαν ἱερεῖς ὅσ’ ἦσαν πρῶτοι,
νά ᾽λθη βοηθὸς καὶ ὑπόσχονταν μέγα νὰ δώσουν δῶρον·
νὰ ἐκλέξη ἀπὸ τὸν πρόσχαρον ἀγρὸν τῆς Καλυδῶνος
τὸ μέρος τὸ παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων,
ἐξαίσιον κτῆμα, τὸ μισὸ χωράφι ἀμπελωμένο,
τ’ ἄλλο μισὸ ἀφύτευτο καὶ ὀργώσιμο χωράφι· 580
ἐπρόσπεσε καὶ ὁ γέροντας Οἰνεὺς εἰς τὸν υἱόν του
καὶ ἀνέβηκεν εἰς τοῦ ὑψηλοῦ θαλάμου τὸ κατώφλι
ὡσὰν ἱκέτης κι ἔστιε τὲς κολλητὲς σανίδες.
Τοῦ πρόσπεσαν κι οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἡ σεβαστὴ μητέρα
καὶ αὐτὸς ἀρνεῖτο πάντοτε· τοῦ πρόσπεσαν οἱ φίλοι,
ἀπ’ ὅσους εἶχε, σεβαστοὶ σ’ αὐτὸν καὶ ἀγαπημένοι,
ἀλλ’ οὐδ’ αὐτοὶ δὲν ἔπεισαν, ὡσπού ᾽φθασεν ὁ κτύπος
στὸν θάλαμον καὶ ἀνέβαιναν τοὺς πύργους οἱ Κουρῆτες
καὶ τὴν μεγάλην ἄρχιζαν νὰ κάψουν Καλυδώνα.
Καὶ τότε στὸν Μελέαγρον ἐπρόσπεσεν ἡ ὡραία 590
ὁμόκλινή του κλαίοντας καὶ τοῦ ᾽δειξε ὅσα πάθη
στὴν πόλιν ποὺ πατήση ἐχθρὸς οἱ ἄνθρωποι παθαίνουν.
Σφάζουν τοὺς ἄνδρες, ἡ φωτιὰ τὴν πόλιν ἐρημάζει,
καὶ δούλους παίρνουν τὰ παιδιὰ καὶ τὲς γυναῖκες ξένοι.
Στὰ τόσα ποὺ ἄκουσε κακὰ κλονίσθη στὴν καρδίαν
κι ἐζώσθη τὰ λαμπρ’ ἄρματα νὰ πεταχθῆ εἰς τὴν μάχην.
Κι ἔτσι ἀπὸ ἰδίαν θέλησιν τοὺς ἔσωσεν ἐκεῖνος.
Πλὴν δὲν τοῦ ἐδῶσαν οἱ Αἰτωλοὶ τὰ ἐξαίσια δῶρα πλέον
καὶ χάρισμ’ ἀπ’ τὸν ὄλεθρον τοὺς ἔσωσε εἰς τὸ τέλος.
῞Ομοια μὴ σκέπτεσαι καὶ σὺ παιδί μου. Μὴ σὲ σύρη 600
κακὸς θεὸς κι εἶν’ ἄσχημο βοηθὸς νὰ δράμης μόνον
ὅταν τὰ πλοῖα καίωνται. Πρόλαβε, ἀφοῦ μὲ δῶρα
σὲ προσκαλοῦν οἱ Ἀχαιοί, ποὺ ὡσὰν θεὸν θὰ σ’ ἔχουν.
Καὶ ἂν κατεβῆς ἀδώρητος στὴν ἀνδροφθόρον μάχην
ὁμοίαν ἀπ’ τὴν νίκην σου τιμὴν δὲν θ’ ἀπολαύσης».
Καὶ ὁ γοργοπόδης Ἀχιλλεὺς σ’ ἐκεῖνον ἀποκρίθη:
«῏Ω γέροντά μου, τῆς τιμῆς αὐτῆς δὲν ἔχω ἀνάγκην.
Ἀρκεῖ με ὅτι τοῦ Διὸς μ’ ἔχει τιμήσ’ ἡ μοίρα,
ποὺ στὰ κυρτὰ καράβια μου σ’ ἐμὲ θὰ παραστέκη
ὅσο ἀναπνέω καὶ γερὰ κινῶ τὰ γόνατά μου. 610
Κι ἕν’ ἄλλο πράγμα θὰ σοῦ εἰπῶ καὶ ἂς τὸ φυλάξη ὁ νοῦς σου·
μὴ μοῦ ταράζης τὴν ψυχὴν μὲ δάκρυα, μὲ θρήνους,
χάριν στὸν Ἀγαμέμνονα νὰ κάμης, καὶ ἂν δὲν θέλης
νὰ σὲ μισήσ’ ὡς σ’ ἀγαπῶ, μὴ κεῖνον ἀγαπήσης·
τὸν ἄνθρωπον ποὺ μὲ λυπεῖ σὺ νὰ λυπήσης πρέπει.
Τῆς βασιλείας μέτοχον σὲ θέλω καὶ τῆς δόξης.
Καὶ αὐτοὶ παίρνουν τὴν εἴδησιν, καὶ σὺ στ’ ἁπαλὸ στρῶμα
ἐδῶ κοιμήσου, καὶ πρωὶ θέλει σκεφθοῦμε ἂν πρέπει
νὰ μείνωμε ἢ νὰ κάμωμε πανιὰ διὰ τὴν πατρίδα».
Καὶ μὲ τὸ νεῦμα ἐπρόσταξε τὸν Πάτροκλον νὰ στρώση 620
κλίνην καλὴν τοῦ Φοίνικος, ὥστε νὰ μὴν ἀργήσουν
οἱ ἄλλοι ν’ ἀφήσουν τὴν σκηνήν. Καὶ τότε ἀνάμεσόν τους
ὁ ἰσόθεος ὁμίλησεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας:
«Λαερτιάδη διογενῆ, πολύτεχνε ᾽Οδυσσέα,
πηγαίνομε, ὅτι ὁ λόγος μας σ’ αὐτὸ κὰν τὸ ταξίδι,
θαρρῶ, δὲν κατορθώνεται. Κι εὐθὺς τὴν ἀγγελίαν
νὰ φέρωμε στοὺς Δαναούς, ἄν καὶ καλὴ δὲν εἶναι,
ποὺ ἀνήσυχοι μᾶς καρτεροῦν· ἀλλ’ ὅμως ὁ Ἀχιλλέας
τὴν μεγαλόκαρδην ψυχὴν ἀγρίωσε στὰ στήθη.
Λησμόνησεν ὁ ἄπονος τοὺς φίλους ποὺ μὲ τόσην 630
ἀγάπην τὸν δοξάζαμεν ὡς ἔξοχον τῶν ἄλλων·
καὶ ὅμως πατέρας ἢ ἀδελφὸς στέργει ἀπὸ τὸν φονέα
τοῦ ἀδελφοῦ του ἢ τοῦ παιδιοῦ τὸ πρόστιμον νὰ λάβη˙
κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ πλέρωσε πολλά, στὸν τόπον μένει
καὶ ὁ ἄλλος μὲ τὴν ξαγορὰν ποὺ ἐπῆρε τὴν ψυχήν του
δαμάζει. Ἀλλ’ ἄσπονδην, κακὴν στὰ στήθη τὴν καρδίαν
σοῦ ἔκαμαν οἱ ἀθάνατοι, ἐξ ἀφορμῆς μιᾶς κόρης
μόνης· κι ἑπτὰ σοῦ δίδομεν ἀσύγκριτες στὸ κάλλος
καὶ ἄλλα πολλά· καὶ δέξου σὺ τὸ ἔλεος εἰς τὰ στήθη,
σέβου τὴν κατοικίαν σου· στὴν στέγην σου μᾶς ἔχεις 640
ἀπ’ τὸν λαὸν τῶν Δαναῶν, κι ἐμεῖς θαρροῦμε ἀπ’ ὅλους
τοὺς Ἀχαιοὺς πὼς εἴμασθεν οἱ φίλοι τῆς καρδιᾶς σου».
Καὶ ὁ γοργοπόδης Ἀχιλλεὺς σ’ ἐκεῖνον ἀποκρίθη:
«῏Ω Αἴας διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
μὲ τὴν καρδιά μου φαίνεται ποὺ ὁ λόγος σου ταιριάζει·
πλὴν βράζω ἀπ’ ἀγανάκτησιν ὅταν θυμοῦμαι πόσον
ὁ ᾽Ατρείδης μ’ ἐξουθένωσεν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἀργείους,
ὡς ξένον, ὅπ’ οἱ ἐγκάτοικοι πολίτες ἀτιμάζουν.
Πηγαίνετε καὶ φανερὰ κηρύξετ’ ὅ,τι λέγω·
ὅτι ἀπ’ τὸ ἔργον φονικὸν θ’ ἀπέχω τοῦ πολέμου, 650
ὥσπου τὸν θεῖον ῞Εκτορα νὰ ἰδῶ τὸν Πριαμίδην
στῶν Μυρμιδόνων τὲς σκηνὲς ἐμπρὸς καὶ στὰ καράβια
φονεύοντας τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ καίοντας τὰ πλοῖα.
Κι ἐμπρὸς εἰς τὸ καράβι μου, θαρρῶ, καὶ στὴν σκηνήν μου
ὁ ῞Εκτωρ ἂν καὶ πρόθυμος θὰ παύση ἀπὸ τὴν μάχην».
Εἶπε· καὶ αὐτοί, μὲ δίκουπο ποτήρι ἀφοῦ σπονδίσαν
καθείς, στὰ πλοῖα γύριζαν κατόπιν τοῦ ᾽Οδυσσέως.
Κι ἐπρόσταξεν ὁ Πάτροκλος τοὺς ἄνδρες καὶ τὲς δοῦλες
τὴν κλίνην ἀναπαυτικὴν τοῦ Φοίνικος νὰ στρώσουν.
Καὶ αὐτὲς τὴν στρῶσαν μὲ προβιές, μὲ τάπητες καὶ ὡραῖο 660
λινὸ σινδόνι ἐπάνωθε· καὶ ὁ γέρος εἰς τὴν κλίνην
ἐπλάγιασε, τὴν ἄφθαρτην ᾽Ηὼ νὰ περιμένη.
Καὶ παραμέσα στὴν σκηνὴν κοιμήθηκε ὁ Πηλείδης·
σιμά του ἐπλάγιασε γυνή, ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Λέσβον,
καὶ κόρ’ ἦταν τοῦ Φόρβαντος, ἡ ὄμορφη Διομήδη.
Εἰς μέρος ἄλλ’ ὁ Πάτροκλος· κι εἶχε καὶ αὐτὸς στὸ πλάγι
τὴν ῎Ιφιν τὴν καλόζωνην ποὺ τοῦ ᾽δωκε ὁ Πηλείδης,
στὴν Σκύρον ὅτε ἀνέβηκε, τὴν πόλιν τοῦ ᾽Ενυέως.
Καὶ στοῦ ᾽Ατρείδη τὲς σκηνὲς ὅταν ἐκεῖνοι ἐφθάσαν
όρθοὶ σ’ αὐτοὺς ἐπρόπιναν τῶν Ἀχαιῶν οἱ παῖδες 670
μὲ τὰ ποτήρια τὰ χρυσὰ καὶ τοὺς ἐρώτων ὅλοι.
Καὶ πρῶτος τοὺς ἐρώτησεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:
«Λέγε, ᾽Οδυσσέα θαυμαστέ, ὦ δόξα τῶν Ἀργείων,
θέλει ἀπ’ τὸ πῦρ τὸ φλογερὸν νὰ σώση τὰ καράβια,
ἢ ἀρνεῖται, καὶ ἡ μεγάλη του καρδιὰ θυμώνει ἀκόμη;»
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πολύπαθος, ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας:
«῏Ω Ἀγαμέμνων ἀρχηγέ, τρισένδοξε, ὅχι μόνον
δὲν σβήνει ἐκεῖνος τὸν θυμόν, ἀλλὰ καὶ φλόγα παίρνει
χειρότερη, καὶ ἀρνεῖται σὲ καὶ τὰ δικά σου δῶρα.
Καὶ μόνος σου, εἶπε, νὰ σκεφθῆς ἐσὺ μὲ τοὺς Ἀργείους 680
πῶς τὸν λαὸν τῶν Ἀχαιῶν νὰ σώσης καὶ τὰ πλοῖα.
Καὶ αὐτὸς μᾶς ἐφοβέρισε, πὼς ἅμα ξημερώση
στὴν θάλασσαν τὰ ἰσόπλευρα καράβια του θὰ σύρη.
Καὶ νὰ στραφοῦμε θά ᾽λεγε κι οἱ ἄλλοι στὴν πατρίδα
διότι δὲν θά ᾽βρετε ποτὲ τῆς ὑψηλῆς Ἰλίου
τὸ τέλος· ὅτι ἐπρόβαλε τὸ χέρι του ἔμπροσθέν της
νὰ τὴν σκεπάση ὁ Βροντητὴς κι ἐθάρρευσαν τὰ πλήθη.
Καὶ αὐτὰ ποὺ εἶπεν ἄκουσαν καὶ τοῦτ’ οἱ συνοδοί μου,
ὁ Αἴας κι οἱ δυὸ κήρυκες, ἄνδρες καὶ οἱ δυὸ μὲ γνῶσιν.
Καὶ ὡς εἶπ’ ἐκεῖνος πλάγιασεν ὁ Φοῖνιξ στὴν σκηνήν του, 690
καὶ στὴν γλυκιὰν πατρίδα του θενὰ τὸν συνοδεύση
αὔριον, ᾶν θέλη· στανικῶς δὲν θέλει αὐτὸς τὸν πάρει».
Εἷπε κι ἐκεῖνοι ἐσίγησαν, ἄφωνοι ἐμεῖναν ὅλοι
ἀπὸ τὸν λόγον φοβερὸν ποὺ ἀκοῦσαν ξιπασμένοι.
Κι ἐσῶπαν εἰς τὴν θλίψιν τους τῶν Ἀχαιῶν οἱ παῖδες,
ὅσο ποὺ λόγον ἄρχισεν ὁ ἀνίκητος Διομήδης:
«῏Ω Ἀγαμέμνων ἀρχηγέ, τρισένδοξε Ἀτρείδη,
τὸν ἔξοχον Πηλείωνα νὰ μή ᾽χες ἱκετεύσει
μὲ δῶρα τόσα˙ κι ἔπαρσιν πολλὴν ἔχ’ ἡ ψυχή του
καὶ τώρα τὸν ἐμψύχωσες πολὺ στὴν ἔπαρσίν του. 700
Ἀλλ’ ἂς ἀφήσωμεν αὐτόν, ἢ ἀναχωρήσ’ ἢ μείνη·
καὶ πάλι ὁπόταν τοῦ τὸ εἰπῆ στὰ στήθη του ἡ καρδία
καὶ τὸν κινήση ἕνας θεός, αὐτὸς θὰ πολεμήση.
Ἀλλ’ ὅ,τι τώρα ἐγὼ θὰ εἰπῶ νὰ τὸ δεχθοῦμεν ὅλοι.
Πρῶτα εὐφρανθῆτε τὸ φαγὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ εἶναι
δύναμις εἰς τὸν ἄνθρωπον· κατόπι ἀναπαυθῆτε.
Καὶ ὅταν ἡ ροδοδάκτυλος ᾽Ηὼς τὴν γῆν φωτίση,
τοὺς ἵππους καὶ ὅλον τὸν λαὸν εὐθὺς ἐμπρὸς στὰ πλοῖα
κίνησε καὶ πολέμησε σὺ μεταξὺ τῶν πρώτων».
῎Επαυσε καὶ ὅλ’ οἱ βασιλεῖς, ὅτ’ εἶπεν ἐδεχθῆκαν 710
καὶ τοῦ Διομήδη ἐθαύμασαν τὸν λόγον τοῦ ἱπποδάμου·
καὶ ἀφοῦ σπονδίσαν πήγαινε καθεὶς εἰς τὴν σκηνήν του
κι ἐκεῖ τοῦ ὕπνου ἐχάρηκαν τὸ δῶρον πλαγιασμένοι.