Ιλιάδα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Ραψωδία θ

Ἠ ῞Εως ἅπλωνε ἡ χρυσὴ σ’ ὅλην τὴν γῆν τὸ φῶς της,
κι ἐσυγκαλοῦσε τοὺς θεοὺς ὁ ὑπέρτατος Κρονίδης
στὴν ἀκροτάτην κορυφὴν τοῦ πολυλόφου ᾽Ολύμπου.
῎Ελεγε αὐτὸς καὶ ὅλ’ οἱ θεοὶ προσέχαν εἰς τὸν λόγον:
«Ἀθάνατοι καὶ ἀθάνατες θεές, ἀκούσετ’ ὅλοι
ὅ,τι στὰ στήθη μου ἡ ψυχὴ νὰ εἰπῶ παρακινεῖ με·
μήτε θεὸς μήτε θεὰ τολμήση ν’ ἀντικόψη
τοῦτον ποὺ λέγω τὸν σκοπὸν καὶ στέρξετ’ ὅλοι ἀντάμα
ὥστε στὰ ἔργα τοῦτα ἐγὼ γοργὸ νὰ δώσω τέλος.
Καὶ ὅποιον θεὸν ἀλλόγνωμα νοήσω νὰ βοηθήση    10
τοὺς Τρῶας ἤ τοὺς Δαναούς, ἄσχημα κτυπημένος
στὸν ῎Ολυμπον θὰ στρέψη αὐτὸς ἢ θὰ τὸν ρίξω κάτω
μὲ τοῦτα ἐγὼ τὰ χέρια μου στὰ σκότη τοῦ Ταρτάρου,
πολὺ μακρὰν στὰ τρίσβαθα τοῦ κόσμου καταχθόνια,
ποὺ πύλες ἔχει σιδηρὲς καὶ χάλκινο κατώφλι,
κάτω ἀπ’ τὸν Ἅδη ὅσο τῆς γῆς ὁ οὐρανὸς ἀπέχει·
τότε θὰ μάθη ἄν τοὺς θεοὺς νικῶ στὴν ρώμην ὅλους.
Καὶ δοκιμάσετε, ὦ θεοί, νὰ τὸ γνωρίσετ’ ὅλοι.
Χρυσὴν κρεμάσετ’ ἅλυσον ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ τὴν ἄκρην,
καὶ ἀθάνατοι καὶ ἀθάνατες ὅλοι ἀπ’ αὐτὴν πιασθῆτε.    20
Ἀλλὰ δὲν θά ᾽σθε δυνατοὶ μ’ ὅσον καὶ ἂν βάλτε κόπον
νὰ σύρετ’ ἀπ’ τὸν οὐρανὸν τὸν πάνσοφον Κρονίδην.
Ἀλλ’ ἄν ἐγὼ τὸ ἤθελα θὰ ἐδύνομουν καὶ μόνος
μ’ ὅλην τὴν γῆν καὶ θάλασσαν ἐπάνω νὰ σᾶς σύρω˙
καὶ θά ᾽δενα τὴν ἅλυσον στὴν κορυφὴν τοῦ ᾽Ολύμπου
ὥστε τὰ πάντ’ ἀνάερα νὰ μείνουν εἰς τὸν κόσμον·
τόσον ἀνώτερος ἐγὼ θεῶν καὶ ἀνθρώπων εἶμαι».
Εἶπεν αὐτὰ κι ἐσίγησεν, ἄφωνοι ἐμεῖναν ὅλοι·
ὅτι μὲ φόβον ἄκουσαν τὸν αὐστηρόν του λόγον·
καὶ τέλος ἡ γλαυκόματη θεὰ σ’ ἐκεῖνον εἶπε:    30
«Κρονίδη, ὦ πατέρα μας, τῶν βασιλέων πρῶτε,
τὸ ἠξεύρομ’ ὅτι ἀντίσταση δὲν ἔχ’ ἡ δύναμίς σου˙
ἀλλ’ ὅμως διὰ τοὺς Δαναοὺς πονοῦμε τοὺς ἀνδρείους,
ὁποὺ θὰ πάθουν καὶ ἄσφαλτα θ’ ἀδικοθανατήσουν·
ἀλλ’ ὅμως θέλει ἀπέχωμεν, ὡς θέλεις, ἀπ’ τὴν μάχην.
Πλὴν συμβουλὴν θὰ δώσωμεν καλὴν εἰς τοὺς Ἀργείους,
νὰ μὴ χαθοῦν ὅλοι διὰ μιᾶς ἀπ’ τὸ βαρύ σου μίσος».
Τῆς εἶπε μὲ χαμόγελον ὁ νεφελοσυνάκτης:
«Παρηγορήσου, τέκνον μου· μὲ τὴν ψυχὴν δὲν εἶπα
τὸν λόγον ὁποὺ ἐπρόφερα˙ καὶ μαλακὸν θὰ μ’ ἔβρης».    40
Εἶπε· στ’ ἁμάξι ἔζεψε τὰ ὁρμητικὰ πουλάρια,
χαλκόποδα, μ’ ὁλόχρυσην καὶ φουντωμένην κόμην,
ὁλόχρυσ’ ἄρματα καὶ αὐτὸς ἐζώσθηκε κι ἐπῆρε
χρυσὴν ὡραία μάστιγα καὶ ἀνέβηκε στὸν θρόνον
κι ἐράβδισε νὰ κινηθοῦν καὶ πρόθυμα ἐπετοῦσαν
τ’ ἄλογ’ ἀνάμεσα στὴν γῆν καὶ τ’ οὐρανοῦ τ’ ἀστέρια.
῎Εφθασε στὴν πολύβρυσην καὶ θηριοθρέπτραν ῎Ιδην,
στὸ Γάργαρον, ποὺ τοῦ Διὸς ἔχει βωμὸν καὶ κτῆμα·
αὐτοῦ ἐστάθη τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ὁ πατέρας,
καὶ τ ἄλογ’ ἀφοῦ ξέζεψε καὶ τά ’ζωσε μὲ νέφος,    50
στὴν κορυφὴν περήφανος ἐκάθισε νὰ βλέπη
τῶν Τρώων καὶ τῶν Ἀχαιῶν τὴν πόλιν καὶ τὰ πλοῖα.
Καὶ εἰς τὲς σκηνές των οἱ ᾽Αχαιοὶ τὸ πρόγευμά τους παῖρναν
σύντομα καὶ ἀρματώνονταν εὐθὺς κατόπιν ὅλοι,
καὶ οἱ Τρῶες εἰς τὴν πόλιν των, καὶ ἂν καὶ ὀλιγότερ’ ἦσαν,
διψοῦσαν διὰ τὸν πόλεμον, βιασμένοι ἀπ’ τὴν ἀνάγκην,
διὰ τὲς γυναῖκες, τὴν ζωήν, διὰ τὰ παιδιὰ νὰ βάλουν·
οἱ πύλες ὅλες ἄνοιξαν κι ἐχύνονταν τὰ πλήθη,
πεζοὶ καὶ ἱππεῖς, καὶ ἀλαλαγμὸς μεγάλος ἀκουόνταν.
Καὶ ὅτ’ ἔφθασαν καὶ ἐβρέθηκαν εἰς ἕναν τόπον ὅλοι,    60
τὰ τόμαρα καὶ τ’ ἄρματα καὶ τ’ ἀνδρειωμένα στήθη,
τὰ χαλκοθώρηκτ’ ἔσμιξαν· κι οἱ ὀμφαλωτὲς ἀσπίδες
ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη ἐγγίζονταν, καὶ ὁ κόσμος ἐβροντοῦσε.
Κι ἐκεῖ κραυγὴ χαρᾶς ἀνδρῶν ποὺ φόνευαν καὶ βόγγος
ἀνδρῶν ὁποὺ ἐφονεύοντο καὶ ἡ γῆ πλημμύριζ’ αἷμα.
Καὶ ὅσο ἦτο αὐγὴ καὶ τ’ ἅγιο φῶς αὔξαινε τῆς ἡμέρας,
ἐπέφταν καὶ τῶν δυὸ στρατῶν ἄνδρες πολλοὶ στὴν μάχην.
Καὶ ὅταν ὁ ἥλιος τ’ οὐρανοῦ στὴν μέσην εἶχε φθάσει,
τὰ χρυσὰ τάλαντ’ ἄνοιξεν ὁ ὕψιστος πατέρας
καὶ εἰς τὸ καθέν’ ἀπέδωσε πικροῦ θανάτου μοίραν,    70
τῶν χαλκοφράκτων Ἀχαιῶν, τῶν ἱπποδάμων Τρώων·
τὰ σήκωσε κι ἔκλιν᾽ εὐθὺς τῶν Ἀχαιῶν ἡ μοίρα·
τῶν Ἀχαιῶν ἐκάθισαν κάτω στὴν γῆν οἱ μοῖρες·
τῶν Τρώων ὡς τὸν οὐρανὸν οἱ μοῖρες πεταχθῆκαν·
καὶ ἀπὸ τὴν ῎Ιδην βρόντησεν ὁ Ζεὺς καὶ ἀστροπελέκι
φρικτὸν στὴν μέσην ἔριξε τῶν ᾽Αχαιῶν· κι ἐκεῖνοι
τὴν φλόγα ὡς εἶδαν ἔμειναν καὶ ἀχνὸς τοὺς πῆρε φόβος.
Καὶ τότε μήτ’ ὁ ᾽Ιδομενεὺς καὶ μήτ’ ὁ Ἀγαμέμνων
μήτ’ οἱ ἀνδρειωμένοι Αἴαντες κεῖ νὰ σταθοῦν τολμοῦσαν·
μόνος ὁ Νέστωρ ἔμεινε, κι ἐκεῖνος ἐξ ἀνάγκης·    80
ἀδημονοῦσ’ ὁ ἵππος του, πού ᾽χε ἀκοντίσει ὁ Πάρις
στὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς ποὺ οἱ πρῶτες τρίχες βγαίνουν
τῶν ἵππων εἰς τὸ καύκαλο, κι εἶναι ἀκριβὸ τὸ μέρος·
καὶ ἡ λόγχη στὸν ἐγκέφαλον ἐμπήχθη καὶ ἀπ’ τὸν πόνον
ὀπίσ’ ὀρθὸς σηκώθηκε καὶ μὲ τὴν λόγχην ὅλην
χάμω ἐκυλιόταν κι ἔβαλε τοὺς ἵππους ἄνω κάτω
νὰ κόψη τὰ παράζυγα καθὼς ἐπροσπαθοῦσεν
ὁ γέρος μὲ τὴν μάχαιραν, τοῦ ῞Εκτορος ἐφθάσαν
οἱ ταχεῖς ἵπποι στὸν διωγμὸν κι ἐφέρναν κυβερνήτην
ἀπότολμον τὸν ῞Εκτορα· οὐδ’ εἶχε σωτηρίαν·    90
ἀλλὰ τὸν εἶδε ὁ δυνατὸς Τυδείδης καὶ μεγάλην,
τρομερὴν ἔσυρε κραυγὴν νὰ εἰπῆ στὸν ᾽Οδυσσέα:
«Λαερτιάδη, διογενῆ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα:
ποῦ φεύγεις, ποῦ μὲ τοὺς πολλοὺς δειλὸς τὰ νῶτα στρέφεις;
Μή, καθὼς φεύγεις, τρυπηθῆς στὴν ράχην ἀλλὰ μεῖνε,
ἐμεῖς ἀπ’ ἄνδρ’ ἀπάνθρωπον νὰ σώσωμεν τὸν γέρον».
Εἶπεν, ἀλλ’ ὁ πολύπαθος ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας
ποσῶς δὲν τὸν εἰσάκουσε κι ἔτρεχε πρὸς τὰ πλοῖα·
τότε ὁ Τυδείδης πρόμαχος πετάχθη, κι ἦταν μόνος
κι ἐστήθη ἐμπρὸς στὴν ἅμαξαν τοῦ γέροντος Νηλείδη,    100
κι ἐκεῖνον ἐπροσφώνησε μὲ λόγια φτερωμένα:
«῏Ω γέρε, τώρα μαχηταὶ στενοχωροῦν σε νέοι,
σ’ ἦβρε τὸ γῆρας τὸ κακὸ καὶ ἡ δύναμίς σου ἐκόπη,
ἀδύναμον θεράποντα καὶ ἀργοὺς τοὺς ἵππους ἔχεις·
καὶ ἀνέβα ἐδῶ στ’ ἁμάξι μου νὰ ἰδῆς τοὺς ἀνδρειωμένους
ἵππους ποὺ ἦσαν τοῦ Τρωὸς κι ἐπῆρ’ ἀπ’ τὸν Αἰνείαν,
πῶς κυνηγοῦνται ἤ κυνηγοῦν, πετοῦν εἰς τὸ πεδίον·
ἂς ἔχουν οἱ θεράποντες τῶν ἵππων σου φροντίδα
κι ἐμεῖς μὲ τοῦτ’ ἂς τρέξουμε τὰ φοβερὰ πουλάρια
τῶν Τρώων μὲς στὲς φάλαγγες, ὁ ῞Εκτωρ νὰ γνωρίση    110
ἐὰν εἰς τὴν παλάμην μου τούτη μανίζ’ ἡ λόγχη».
Εἶπε καὶ ὁ Νέστωρ ἔστερξε τὸν λόγον τοῦ Τυδείδη·
τότε οἱ λαμπροὶ θεράποντες φροντίσαν διὰ τοὺς ἵππους
τοῦ Νέστορος, ὁ Σθένελος κι ὁ ἀνδρεῖος Εὐρυμέδων·
καὶ ὁ Νέστωρ εἰς τὴν ἅμαξαν μὲ τὸν Τυδείδη ἀνέβη·
τοὺς λαμπροὺς πῆρε χαλινοὺς κι ἐράβδισε τοὺς ἵππους
κι ἔφθασαν ὡς τὸν ῞Εκτορα ποὺ ἐπάνω τους ἐχύθη.
Πετάχθη εὐθὺς ἀλλ’ ἔσφαλε τὸ βέλος τοῦ Τυδείδη
κι εὕρηκε τὸν ἀκόλουθον καλὸν ᾽Ηνιοπῆα,
ποὺ γόνος ἦταν τοῦ ὑψηλοῦ στὸ φρόνημα Θηβαίου,    120
στὰ στήθη, ἐνῶ τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων ἐκρατοῦσε·
κυλίσθη ἀπὸ τὴν ἅμαξαν κι οἱ ταχεῖς ἵπποι ὀπίσω
ἐπήδησαν, καὶ ἡ δύναμις ἐκόπη καὶ ἡ πνοή του˙
ἐζάλισε τὸν ῞Εκτορα ὁ πόνος τοῦ συντρόφου·
θλιμμένος κεῖ τὸν ἄφησε κι ἐζήτα κυβερνήτην
νὰ ἔβρη ἄλλον ἀτρόμητον· οὐδὲ πολληώρα ἐμεῖναν
οἱ ἵπποι δίχως ὁδηγόν, ὅτι τὸν ᾽Ιφιτίδην
ἦβρε τὸν ᾽Αρχιπτόλεμον, ἀτρόμητον κι ἐπῆρε
στὴν ἅμαξαν καὶ τοῦ ᾽δωκε τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων.
῎Ολεθρος τότε θά ᾽ρχονταν· καταστροφὴ τῶν Τρώων,    130
καὶ μὲς στὰ τείχη ὡσὰν ἀρνιὰ θὰ τοὺς μανδρίζαν ὅλους·
τὸ νόησ’ ὅμως τῶν θεῶν κι ἀνθρώπων ὁ πατέρας·
καὶ μὲ φωνὴν τρομακτικὴν λευκὸν ἀστροπελέκι
στὴν γῆν ἀπέλυσ’ ἔμπροσθεν τῶν ἵππων τοῦ Τυδείδη,
καὶ ἀπὸ τὸ θειάφι ὅπ’ ἄναβε δεινὴ σηκώθη φλόγα·
ἐτρόμαξαν στὴν ἅμαξαν ζεμένα τὰ πουλάρια·
οἱ χαλινοὶ τοῦ Νέστορος ἀπὸ τὰ χέρια φύγαν
καὶ φόβος τὸν κυρίευσε καὶ στὸν Τυδείδην εἶπε:
«Τυδείδη, στρέψε διὰ φυγὴν τ’ ἀκούραστα πουλάρια·
δὲν βλέπεις ὅτι τοῦ Διὸς δὲν σὲ βοηθεῖ τὸ χέρι;    140
εἰς τοῦτον τώρα ἐχάρισε τὴν δόξαν ὁ Κρονίδης,
σήμερα· κι ὕστερα σὲ μᾶς θὰ τὴν χαρίση, ἂν θέλη.
Θνητὸς τὴν γνώμην τοῦ Διὸς τοῦ μεγαλοδυνάμου,
ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἀνδράγαθος, ποτὲ δὲν θὰ κρατήση».
Σ’ ἐκεῖνον τότε ἀπάντησεν ὁ ἀνδρεῖος Διομήδης:
«Αὐτὰ ποὺ λέγεις, γέροντα, ὀρθὸν τὸν λόγον ἔχουν·
ἀλλ’ εἶναι τοῦτο ποὺ βαθιὰ πληγώνει τὴν ψυχήν μου·
μιὰ μέρα θέλει καυχηθῆ ὁ ῞Εκτωρ πρὸς τούς Τρῶας:
«Τὸν Διομήδη ἔκαμα ἐγὼ νὰ φύγη πρὸς τὰ πλοῖα».
Αὐτὸ θὰ εἰπῆ, καὶ ἠ μαύρη γῆ τότε ἂς ἀνοίξη ἐμπρός μου».    150
Τοῦ ἀπάντησ’ ὁ Γερήνιος ὁ Νέστορας ἱππότης:
«᾽Οιμένα, υἱὲ τοῦ συνετοῦ Τυδέως τοῦ ἱπποδάμου,
καὶ ἂν ὁ ῞Εκτωρ ἄνανδρον σὲ εἰπῆ, πῶς θὰ τὸ στέρξουν
τῶν Τρώων καὶ Δαρδανιδῶν τ’ ἀσπιδοφόρα πλήθη,
κι ἐξόχως οἱ γυναῖκες των ποὺ τοὺς ἀνδρειωμένους
συντρόφους εἶδαν ἀπὸ σὲ νὰ κυλισθοῦν στὸ χῶμα; »
Κι ἐστρεψε ὁ γέρος διὰ φυγὴν τ’ ἀκούραστα πουλάρια
μὲ τὸν λαὸν ὅπ’ ἔφευγε, καὶ ὁ ῞Εκτωρ μὲ τοὺς Τρῶας
μ’ ἀλαλαγμὸν ἐπάνω τους τὰ πικρὰ βέλη ἐχύναν.
Τότε μακρὰν τοῦ ἔσυρε κραυγὴν ὁ μέγας ῞Εκτωρ:    160
«Τυδείδ᾽, οἱ ἄνδρες Δαναοὶ μὲ θέσιν σ’ ἐτιμοῦσαν
πρώτην, μὲ κρέας ἄφθονον, μ’ ὁλόγεμα ποτήρια·
τώρα ποὺ ἐφάνηκες γυνὴ θὰ σὲ καταφρονέσουν.
῍Ω χάσου, κόρη οὐτιδανή· στοὺς πύργους μας νὰ φθάσης,
δοῦλες εἰς τὰ καράβια σας νὰ πάρης τὲς γυναῖκες
δὲν θὰ σ’ ἀφήσω καὶ ἀπὸ ἐμὲ θὰ ἰδῆς τὴν κακὴν ὥραν».
Εἶπε καὶ τότε μέσα του στοχάσθη ὁ Διομήδης
ἐὰν θὰ στρέψη τ’ ἄλογα ν’ ἀντιταχθῆ σ’ ἐκεῖνον·
καὶ τρεῖς φορὲς εἰς τῆς ψυχῆς τὰ βάθη τὸ ἐστοχάσθη,
καὶ τρεῖς ἐβρόντησε φορὲς τῆς ῎Ιδης ἀπ’ τὰ ὄρη    170
στοὺς Τρῶας νίκης μήνυμα ὁ πάνσοφος Κρονίδης.
Καὶ φωνὴν ἔβγαλε τρανὴν ὁ ῞Εκτωρ πρὸς τοὺς Τρῶας:
«Τρῶες, Λύκιοι, Δάρδανοι καὶ σεῖς κονταρομάχοι,
ὡς ἄνδρες τὴν πολεμικὴν ὁρμήν σας αἰσθανθῆτε.
Ξεύρ’ ὅτι νίκην ἔνδοξον εὐδόκησε ὁ Κρονίδης
σ’ ἐμὲ νὰ δώση καὶ κακὸ μεγάλο εἰς τοὺς Ἀργείους
ποὺ σοφισθῆκαν οἱ μωροὶ τὰ τείχη αὐτὰ ποὺ βλέπω
τ’ ἀδύνατα τ’ ἀψήφιστα· κι ἡ ἀνδρειά μας θὰ τὰ σπάση
καὶ τ’ ἄλογα τὸν λάκκον τους εὐκόλως θὰ πηδήσουν.    180
Καὶ ὅταν περάσω κι εὑρεθῶ σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα,
φωτιὰ νὰ μοῦ ἑτοιμάσετε, μὴ λησμονεῖτε, ὦ φίλοι,
νὰ καύσω τὰ καράβια τους κι ἐκείνους νὰ φονεύσω,
τοὺς ᾽Αχαιοὺς κεῖ ποὺ ὁ καπνὸς θὰ τοὺς στενοχωρήση».
Εἶπε κι ἐπαρακίνησε μὲ τὴν φωνὴν τοὺς ἵππους:
«῏Ω Ξάνθε καὶ σὺ Πόδαργε Αἴθων καὶ Λάμπε θεῖε,
τώρα νὰ μοῦ ἀποδώσετε τὲς τόσες καλωσύνες,
ποὺ ἡ γεννημένη ἀπ’ τὸν λαμπρὸν Ἀετίων’ ᾽Ανδρομάχη
ἔχει διὰ σᾶς καὶ πρόθυμα σᾶς ἐτοιμάζει πρῶτα
γλυκὸ σιτάρι καὶ κρασί, κι εὐφραίνεται ἡ καρδιά σας,    190
παρὰ σ’ ἐμὲ ποὺ σύντροφος καυχῶμαι ἀγαπητός της.
Συντρέχτε με σπουδακτικὰ καὶ τότε τὴν ἀσπίδα
τοῦ Νέστορος θὰ πάρωμεν, ποὺ ὡς τ’ ἄστρ’ ἀνέβ’ ἡ φήμη,
πὼς εἶναι ὁλόκληρη χρυσὴ μὲ τὰ ραβδιά τῆς ὅλα,
καὶ ἀπὸ τοὺς ὤμους ἔπειτα τοῦ δυνατοῦ Τυδείδη
τὸν θώρακα νὰ πάρωμεν ἔργον λαμπρὸν τοῦ ῾Ηφαίστου.
Ἄν αὐτὰ πάρωμεν ἡμεῖς, οἱ Ἀχαιοί, νομίζω
τὴν νύκτα τούτην θ’ ἀνεβοῦν στὰ γρήγορα καράβια».
Στὸ καύχημά του ἐθύμωσεν ἡ ῞Ηρα κι ἐταράχθη
στὸν θρόνον ἡ σεπτὴ θεὰ καὶ ὁ ῎Ολυμπος ἐσείσθη.    200
Κι ἔπειτα ἐστράφη κι ἔλεγε στὸν μέγαν Ποσειδώνα:
«Στὴν δύναμίν σου, ἀπέραντε, μεγάλε κοσμοσείστη,
δὲν θλίβεσαι τῶν Δαναῶν νὰ βλέπης τοὺς θανάτους;
Καὶ σοῦ ἀνεβάζουν στὲς Αἰγὲς καὶ στὴν ῾Ελίκην δῶρα
καλὰ καὶ πάμπολλα· καὶ σὺ τὸ θέλεις νὰ νικήσουν.
᾽Εὰν ὅσ’ εἴμαστε βοηθοὶ τῶν Ἀχαιῶν τὸν Δία
θέλαμε νὰ κρατήσωμε κι ἐσπρώχναμε τοὺς Τρῶας,
μόνος στὴν ῎Ιδην θά ᾽μενεν ὁ Βροντητὴς θλιμμένος».
᾽Εβάρυνε καὶ ἀπάντησε, ὁ μέγας κοσμοσείστης:
«Στὴν γλῶσσαν ἀχαλίνωτη, ποιόν λόγον εἶπες, ῞Ηρα;    210
Εἰς μάχην νά ᾽λθωμεν ἡμεῖς οἱ ἄλλοι μὲ τὸν Δία
ἐγὼ δὲν θά ᾽θελα, ἐπειδὴ πολύ ᾽ναι ἀνώτερός μας».
Αὐτὰ ἐλέγαν οἱ θεοί˙ καὶ ὡστόσ’ ὅλον τὸν τόπον,
ὁποὺ τοῦ τείχους ἔκλειεν ὁ λάκκος πρὸς τὰ πλοῖα,
ἵπποι γεμίζαν στριμωκτὰ καὶ πλήθη ἀσπιδοφόρα·
καὶ τοὺς ἐστρίμωνε ὁ γοργὸς ἰσόπαλος τοῦ Ἄρη,
ὁ ῞Εκτωρ, ἀφοῦ ἤθελε νὰ τὸν δοξάση ὁ Δίας.
Καὶ ἀφεύκτως τότε θά ’καιε τὰ ἰσόπλευρα καράβια,
ἂν στοῦ Ἀγαμέμνονος τὸν νοῦν δὲν ἔβαζεν ἡ ῞Ηρα
νὰ κινηθῆ, τοὺς Ἀχαιοὺς ὁ ἴδιος νὰ ἐμψυχώση.    220
Τῶν Ἀχαιῶν εἰς τὲς σκηνὲς ἐπῆγε κι ἐκρατοῦσε
μέγαν μανδύαν πορφυρόν, καὶ εἰς τὸ τρανὸ καράβι
τοῦ ᾽Οδυσσέως ἔμεινε, ποὺ εὑρίσκετο στὴν μέσην,
ὥστε ν’ ἀκούεται ἡ φωνὴ στό ᾽να καὶ στ’ ἄλλο μέρος˙
καὶ στὲς σκηνὲς τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνιάδη
καὶ τοῦ Ἀχιλλέως, ποὺ ἀκρινὰ τὰ πλοῖα τους ἐστῆσαν,
στὴν δύναμίν τους ἥσυχοι καὶ στὴν πολλὴν ἀνδρείαν˙
καὶ ψιλὴν ἔσυρε φωνὴν στῶν Δαναῶν τὰ πλήθη:
«Αἶσχος, Ἀργεῖοι θαυμαστοὶ στὴν ὄψιν, ἀλλ’ ἀχρεῖοι!
Ποῦ ἐπῆγαν τὰ καυχήματα πολεμικῆς ἀνδρείας
ποὺ στὸν ἀέρα ἐρίχνετε στὴν Λῆμνον συναγμένοι,    230
τρώγοντας κρέατα πολλὰ βοδιῶν ὀρθοκεράτων,
πίνοντας τὸ γλυκὸ κρασὶ στὰ ὁλόγεμα ποτήρια,
πὼς ἕνας θ’ ἀντιστέκονταν πρὸς διακοσίους Τρῶας;
Καὶ τώρα ἄξιοι δὲν εἴμασθεν δι’ ἕναν ὅλοι ἀντάμα,
τὸν ῞Εκτορα, ποὺ ἰδοὺ φωτιὰ θὰ βάλη στὰ καράβια.
᾽Απ’ τοὺς μεγάλους βασιλεῖς τάχ’ ἄλλον, ὦ πατέρα,
εἰς τόσην ζάλην ἔριξες καὶ στέρησιν τῆς δόξης;
Καὶ ὅμως κανέναν τῶν λαμπρῶν βωμῶν σου δὲν ἀφῆκα
καθὼς ἀρμένιζα γιὰ δῶ – ποτὲ νὰ μή ᾽χα φθάσει –
χωρὶς τῶν μόσχων τὰ μηριὰ καὶ λίπος νὰ σᾶς κάψω,    240
διὰ νὰ κερδίσ’ ὡς ἤθελα τὴν πυργωμένην Τροίαν.
᾽Αλλά, πατέρα, στέρξε μου κὰν τούτην τὴν εὐχήν μου·
κὰν τὴν ζωὴν νὰ σώσωμεν εὐδόκησε, μὴ θέλης
οἱ Δαναοὶ νὰ συντριβοῦν, ὡς βλέπεις, ἀπ’ τοὺς Τρῶας».
Εἶπε, καὶ τὸν λυπήθηκε, ποὺ ἐδάκρυζε, ὁ πατέρας
κι εὐδόκησε ἀπ’ τὸν ὄλεθρον νὰ σώση τὸν λαόν του.
Κι ἔστειλ’ ἀπ’ τὰ πετούμενα τὸ πλέον τελεσφόρον,
τὸν ἀετὸν ὅπ’ ἔσφιγγε στὰ νύχια ἐλαφομόσχι,
καὶ τ’ ἄφησε στὸν εὔμορφον βωμὸν σιμὰ νὰ πέση,
ὅπου θυσιάζαν οἱ ᾽Αχαιοὶ στὸν πάμφημον Κρονίδην.    250
Καὶ ὡς εἶδαν κεῖνοι τὸ πτηνὸν σταλμένο ἀπὸ τὸν Δία,
δίψαν πολέμου αἰσθάνθηκαν κι ἐχύθηκαν στοὺς Τρῶας».
Καὶ ὅλων ἐκεῖ τῶν Δαναῶν κανεὶς δὲν ἐκαυχήθη
πὼς τοῦ Τυδείδη πρότερα τοὺς ἵππους εἶχε στρέψει
πέραν τοῦ λάκκου νὰ στηθῆ, τὴν μάχην ν’ ἀπαντήση·
ἐκεῖνος πρῶτος κτύπησε πολεμιστὴν τῶν Τρώων,
Ἀγέλαον τοῦ Φράδμονος υἱόν· καὶ ὅπως τοὺς ἵππους
ἔστρεψ’ ἐκεῖνος νὰ σωθῆ τ’ ἀκόντι μὲς στοὺς ὤμους
τοῦ ἔμπηξε καὶ ἀπ’ τὰ στήθη του ἡ λόγχη ἐβγῆκε πέρα.
῎Επεσε αὐτὸς κι ἐπάνω του βροντῆσαν τ’ ἄρματά του.    260
Κατόπι του εἰς τὸν πόλεμον κατέβηκαν οἱ Ἀτρεῖδαι,
οἱ Αἴαντες μ’ ἀδάμαστην ζωσμένοι ἀνδραγαθίαν,
ὁ ᾽Ιδομενεὺς καὶ ὁ σύντροφος ἐκείνου Μηριόνης,
φρικτός, ὡς ὁ Ἐνυάλιος· ὁ Εὐρύπυλος ὁ ἀνδρεῖος,
ὁ Εὐαιμονίδης, κι ἔνατος μ’ αὐτοὺς ὁ Τεῦκτρος ἦλθε
μὲ τόξ’ ὀπισθοτέντωτο, καὶ κάτω ἀπ’ τὴν ἀσπίδα
ἔμεινε αὐτὸς τοῦ Αἴαντος τοῦ Τελαμωνιάδη.
Καὶ τὴν ἀσπίδα ἔβαζ’ ἐμπρὸς ὁ Αἴας· τότε ὁ Τεῦκρος
στὸ πλῆθος γύρω ἐκοίταζε· καὶ ὅποιον ἐτόξευ’ ἄνδρα,
κάτω τὸν ἔριχνε καὶ αὐτὸς τοῦ Αἴαντος ὀπίσω    270
πάλιν ἐκρύβετ᾽, ὡς παιδὶ στὸν κόλπον τῆς μητρός του·
καὶ ὁ Αἴας τὸν ἐσκέπαζε μὲ τὴν λαμπρὴν ἀσπίδα.
Ποιὸν ἀπ’ τοὺς Τρῶας ἔριξεν ὁ θεῖος Τεῦκρος πρῶτον;
Πρῶτ’ ἔπεσε ὁ ᾽Ορσίλοχος, κατόπιν κι οἱ ἀνδρειωμένοι
Δαίτωρ, Χρομίος, ῎Ορμενος καὶ ἰσόθεος Λυκοφόντης,
ὁ ᾽Οφελέστης ἔπεσε καὶ ὁ ἥρως ᾽Αμοπάων
Πολυαιμονίδης κι ὕστερον ἡ ἀνδρειὰ τοῦ Μελανίππου.
Καὶ ὡς εἶδ’ αὐτὸν ποὺ ἀφάνιζε τὲς φάλαγγες τῶν Τρώων
τοῦ τόξου μὲ τὴν δύναμιν, ἐχάρη ὁ βασιλέας
ὁ Ἀγαμέμνων, κι ἔμεινε σιμά του καὶ τοῦ εἶπε·    280
«῟Ω Τεῦκρε Τελαμώνιε, γλυκέ μου πολεμάρχε,
καθὼς τὸ κάμνεις, τόξευε, τῶν Δαναῶν νὰ φέρνης
χαρὰν καὶ εἰς τὸν πατέρα σου ποὺ σ’ ἔχει θρέψει βρέφος
καὶ τρυφερὰ σ’ ἀνάστησε στὸ σπίτι, ἅν κι ἤσουν νόθος·
καὶ σὺ μακρόθεν λάμπρυνε μὲ δόξαν τὸν γονέα.
Καὶ ἄκουσε πράγμα ὁποὺ θὰ εἰπῶ καὶ ἄσφαλτ’ αὐτὸ θὰ γίνη·
ἐὰν ὁ Ζεὺς κι ἡ Ἀθηνᾶ δώσουν σ’ ἐμὲ τῂν χάριν,
τὴν πόλιν τὴν καλόκτιστην νὰ πάρω τῆς ᾽Ιλίου
σ’ ἐσὲ πρῶτον κατόπι μου θὰ δώσω ἐγὼ βραβεῖον
ἢ τρίποδα ἢ στὴν ἅμαξαν ζεμένα δυὸ πουλάρια    290
ἢ κορασίδα σύντροφον τῆς κλίνης νὰ τὴν ἔχης».
Καὶ ὁ Τεῦκρος τοῦ ἀποκρίθηκεν: «῏Ω δοξασμένε Ἀτρείδη,
ἐμὲ κινεῖς τὸν πρόθυμον, ὡς βλέπεις, στὸν ἀγώνα;
Καὶ μ’ ὅσην ἔχω δύναμιν ἐγὼ δὲν ἡσυχάζω·
ἀπ’ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐσπρώξαμεν αὐτοὺς κατὰ τὴν πόλιν,
μ’ αὐτὸ τὸ τόξο καρτερῶ τοὺς ἄνδρες καὶ φονεύω.
᾽Οκτώ μου βέλη ἀγκυλωτὰ ποὺ ἔριξα ἐμπηχθῆκαν
ὅλα σ’ ἀνδρείων σώματα· καὶ ὅμως τὸ λυσσασμένο
τοῦτο σκυλὶ δὲν δύναμαι νὰ τὸ κτυπήσω ἀκόμη».
Εἶπε κι εὐθὺς ἀπ’ τὴν χορδὴν ἐτράβηξε ἄλλο βέλος,    300
τὸν ῞Εκτορα πού ᾽χε ἀντικρὺ ποθώντας νὰ πιτύχη.
Τὸν ἔσφαλε κι ἐκτύπησε στὸ στῆθος τὸν γενναῖον
εὔμορφον Γοργυθίωνα, ἀγόρι τοῦ Πριάμου
πού ᾽χε γεννήσει νυμφευτὴ γυνή του ἀπ’ τὴν Αἰσύμην.
ἡ ὡραία Καστιάνειρα, ὡσὰν θεὰ στὸ σῶμα.
Καὶ ὡς παπαρούνα φουντωτὴ ποὺ ἀπ’ τοῦ καρποῦ τὸ βάρος
καὶ ἀπ’ ἀνοιξιάτικες δροσιὲς τὴν κεφαλήν της γέρνει.
τὴν κεφαλὴν ἔγειρε αὐτὸς τοῦ κράνους ἀπ’ τὸ βάρος.
Καὶ βέλος ἄλλο τράβηξεν ὁ Τεῦκρος νὰ κτυπήση
τὸν ῞Εκτορα κατάντικρυς, ἀλλ᾽ ἔσφαλε καὶ πάλιν    310
ὅτι τὸ βέλος ἀλλαχοῦ τοῦ ἔστριψεν ὁ Φοῖβος·
τοῦ ῞Εκτορος τὸν τρομερὸν ἀνδρεῖον κυβερνήτην
ἦβρε, τὸν Ἀρχιπτόλεμον, τὸ βέλος, εἰς τὸ στῆθος.
᾽Απὸ τ’ ἁμάξι ἐβρόντησε καὶ οἱ ταχεῖς ἵπποι ὀπίσω
ἐσύρθηκαν καὶ ἡ δύναμις ἐκόπη καὶ ἡ πνοή του.
Βαθιὰ τὸν ῞Εκτορα ἔπληξε τοῦ κυβερνήτου ὁ πόνος,
θλιμμένος κεῖ τὸν ἄφησε, κι εἶπε στὸν Κεβριόνην,
τὸν αδελφὸν ποὺ ἦταν σιμὰ τοὺς χαλινοὺς νὰ πάρη,
καὶ τὸν ὑπάκουσε ὁ ἀδελφός˙ καὶ αὐτὸς ἀπ’ τὸν ὡραῖον
θρόνον στὴν γῆν ἐπήδησε καὶ τρομερὰ βοώντας    320
ἔπιασε στρογγυλόπετραν κι ἐχύθη πρὸς τὸν Τεῦκρον,
νὰ τὸν κτυπήση πρόθυμος· καὶ ὁ Τεῦκρος παίρνει βέλος
ἀπ’ τὴν φαρέτραν φονικὸ καὶ στὴν χορδὴν τ ἁρμόζει,
καὶ ὡς τὴν τραβοῦσαν ἄνωθεν στὴν κλείδωση τῆς πλάτης,
ποὺ στῆθος δένει καὶ λαιμὸν κι εἶναι ἀκριβὸ τὸ μέρος,
ὁ ῞Εκτωρ κεῖ τὸν κτύπησε μὲ τὸ σκληρὸ λιθάρι
καὶ τὴν χορδὴν τοῦ ἔσπασεν· ἐνάρκωσε ἡ παλάμη
εἰς τὸν ἁρμὸν κι ἔπεσε αὐτὸς στὰ γόνατα κι ἐστάθη
ἀκίνητος καὶ τοῦ ᾽πεσε τὸ τόξο ἀπὸ τὸ χέρι.
Στὸν ἀδελφὸν ὅπ᾽ ἔπεσε δὲν ἔλειψεν ὁ Αἴας,    330
κι ἐμπρός του μὲ τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἀσπίδα ἐστάθη.
Καὶ δυὸ καλοί του σύντροφοι, ὁ Μηκιστεύς, τοῦ ᾽Εχίου
υἱός, μὲ τὸν Ἀλάστορα στοὺς ὤμους των τὸν φέραν,
ὁποὺ βαριαναστέναζε στὰ βαθουλὰ καράβια.
Καὶ ὁρμὴν στοὺς Τρῶας ἔβαλε καὶ πάλιν ὁ Κρονίδης·
καὶ ὡς εἰς τὸν λάκκον τὸν βαθὺν τοὺς Ἀχαιοὺς ἐσπρῶξαν,
καὶ ὁ ῎Εκτωρ πρῶτος μ’ ἔπαρσιν πολλὴν στὴν δύναμίν του,
καὶ ὡσὰν σκυλὶ γοργόποδο, ποὺ κυνηγᾶ λεοντάρι
ἢ ἄγριον χοῖρον, τὰ μεριὰ τοῦ πιάνει καὶ τὲς φτέρνες,
καὶ εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἂν στραφῆ, ποτὲ δὲν τὸν ἀφήνει,    340
παρόμοια τοὺς Ἀχαιοὺς πατοῦσε ὁ μέγας ῞Εκτωρ
κι ὅπως ἐφεῦγαν πάντοτε τὸν ὕστερον κτυποῦσε.
Καὶ ἀφοῦ διαβῆκαν οἱ Ἀχαιοὶ τοῦ λάκκου τοὺς πασσάλους,
καὶ πλῆθος καθὼς ἔφευγαν ἐφόνευσαν οἱ Τρῶες,
πλησίον στὰ καράβια τους ἐμεῖναν ἑνωμένοι
καὶ ν’ ἀνδρειωθοῦν ἐκραύγαζαν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον
καὶ στοὺς Θεοὺς ἐδέοντο μὲ χέρια σηκωμένα·
καὶ ὁ ῞Εκτωρ περιέστρεψεν ὁλόγυρα τοὺς ἵππους
μὲ μάτια ὡς εἶναι τῆς Γοργοῦς καὶ τοῦ ἀνδροφόνου Ἄρη.
Τοὺς εἶδε κι ἐλεήθηκεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα,    350
κι ἔλεγε πρὸς τὴν ᾽Αθηνᾶ: «῏Ω τοῦ Κρονίδη κόρη,
ὀιμέ, πόνον δὲν θά ᾽χωμεν ἐμεῖς οἱ δύο πλέον
διὰ τὴν φθορὰν τῶν Δαναῶν στὴν ὕστερην κὰν ὥραν;
Κι εὔκολον εἶναι ὁλόβολοι νὰ κακοθανατίσουν
ἑνὸς ἀνδρὸς ἀπ’ τὴν ὁρμήν· τοῦ ῞Εκτορος ἡ λύσσα
τούτη δὲν ὑποφέρεται καὶ θρῆνον ἔχει κάμει »,
Τότε ἡ γλαυκόματη Ἀθηνᾶ στὴν ῞Ηραν ἀποκρίθη:
«Εὔκολ’ ἀπὸ τῶν Δαναῶν τὰ χέρια τὴν ἀνδρείαν
καὶ τὴν ζωὴν θά ᾽χανε αὐτὸς στὸ πατρικό του χῶμα·
ἀλλ’ ὁ πατέρας μου κακὰ μανίζει ὁ διεστραμμένος    360
ποὺ πάντοτε ὅ,τι ἐγὼ ποθῶ καὶ βούλομαι ἐμποδίζει.
Λησμόνησε πόσες φορὲς τὸ τέκνον του ἔχω σώσει,
ὅταν τὸ ἐβασάνιζαν οἱ ἀγῶνες τοῦ Εὐρυσθέως.
Στὸν οὐρανὸν ἐκλαίονταν ἐκεῖνος, καὶ ὁ Κρονίδης
ἐμέν’ ἀπὸ τὰ οὐράνια βοηθὸν τοῦ προβοδοῦσε.
Ἂν τοῦτα ὁ νοῦς μου πρόβλεπεν ὅταν τὴν εἶχε στείλει
στὸν Ἅδη, ἀπὸ τὸ ῎Ερεβος στὸν κόσμον ν’ ἀνεβάση
τὸν σκύλον ποὺ ὁ τρομακτικὸς θεὸς στὴν πύλην ἔχει,
δὲ θά ᾽βγαινε ἀπὸ τῆς στυγὸς τὸ ἀπέραντο ποτάμι.
Καὶ τώρα ἐμὲ μισεῖ καὶ ἰδοὺ τὸν πόθον φέρ’ εἰς τέλος    370
τῆς Θέτιδος, ποὺ πρόσπεσε κλιτὴ στὰ γόνατά του,
νὰ τῆς τιμήση τὸν υἱὸν πολιορκητὴν Πηλείδην.
Θὰ ἔλθ’ ἡ ὥρα νὰ μὲ εἰπῆ καὶ πάλι ἀγαπητήν του.
Ἀλλὰ σὺ τώρα εὐτρέπισε τὰ δυνατὰ πουλάρια,
ὥσπου νὰ ζώσω τ’ ἄρματα στὸ δῶμα τοῦ πατρός μου
νὰ ἑτοιμασθῶ στὸν πόλεμον, νὰ μάθ’ ὁ λοφοστείστης
ὁ ῞Εκτωρ τοῦ Πριάμου υἱὸς ἂν θὰ γελάση ὁπόταν
ν’ ἀναφανοῦμε μᾶς ἰδῆ στοὺς δρόμους τοῦ πολέμου.
Τρῶες θὰ πέσουν πάμπολλοι σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα
καὶ τὰ πουλιὰ στὲς σάρκες των καὶ οἱ σκύλοι θὰ χορτάσουν».    380
Εἶπε καὶ τὴν ὑπάκουσεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα.
Πῆγε τὰ χρυσοστέφανα πουλάρια νὰ εὐτρεπίση
ἡ ῞Ηρα σεβαστὴ θεὰ τοῦ ῾Υψίστου Κρόνου ἡ κόρη,
κι ἡ Ἀθηνᾶ κόρη σεμνὴ τοῦ αἰγιδοφόρου Δία
εἰς τοῦ πατρὸς τὸ ἔδαφος τὸν πέπλον ἀπολύει
τὸν ἀγανὸν καὶ πλουμιστὸν ποὺ ἐκέντησεν ἐκείνη,
καὶ τὸν χιτώνα ὡς ἔλαβε τοῦ ἀστραποφόρου Δία
στὴν μάχην τὴν πολύθρηνην νὰ ὁρμήση ἀρματωνόνταν.
᾽Ανέβηκε στὸ φλογερὸν ἁμάξι καὶ κοντάρι
φούκτωσε μέγα, στερεὸ – μ’ αὐτὰ δαμάζ’ ἡρώων    390
τὰ πλήθη, ἂν ἡ πατράγαθη θεὰ μ’ αὐτοὺς θυμώση.
Κι ἡ ῞Ηρα μὲ τὴν μάστιγα σφοδρὰ κεντᾶ τοὺς ἵππους.
Βρόντησε τότε τ’ Οὐρανοῦ ἡ πύλη καὶ τοῦ ᾽Ολύμπου
ἀφ’ ἑαυτοῦ της· τὴν φρουροὖν αἱ ῟Ωρες πόχουν ἔργον
τὸ πυκνὸ νέφος ν’ ἀφαιροῦν ἢ νὰ τὸ ἐπαναφέρουν.
Καὶ ὡς τὰ κεντοῦσαν, τ’ ἄλογα περάσαν ἀπ’ τὴν πύλην.
Τοὺς ξάνοιξε καὶ ὀργίσθηκεν ὁ Ζεὺς ἀπὸ τὴν ῎Ιδην,
κι ἔλεγε πρὸς τὴν ῎Ιριδα, χρυσόπτερην μηνύτραν:
«Γοργόποδ’ ῎Ιρι, πήγαινε καὶ ὀπίσω γύρισέ τες,
νά ᾽λθουν μ’ ἐμένα εἰς πόλεμον κακὸν μὴ τὲς ἀφήσης.    400
Κι ἰδοὺ τὸ λέγω φανερὰ καὶ ὁ λόγος μου θὰ γίνη·
θὰ τοὺς χολώσω τ’ ἄλογα στὰ ἁμάξια τους ζεμένα·
αὐτὲς θὰ ρίξω ἀπ’ τὸ θρονί, τ’ ἁμάξι θὰ συντρίψω
καὶ χρόνοι δέκα δὲν θ’ ἀρκοῦν νὰ κλείσουν οἱ πληγές των
ὅσες χαράξη ὁ κεραυνός· καὶ τότε ἡ γλαυκομάτα
θὰ ἰδῆ τί εἶναι πόλεμον νὰ κάμη στὸν πατέρα.
Στὴν ῞Ηραν δὲν χολεύομαι καὶ δὲν θυμώνω τόσο,
τί ξέρω ποὺ ἀντιφέρεται σ’ ὅποιον κι ἂν εἴπω λόγον».
Εἶπε, κι εὐθὺς ἐκίνησεν ἡ ἀνεμόποδ’ ῎Ιρις
πρὸς τὸν ὑψηλὸν ῎Ολυμπον τῆς ῎Ιδης ἀπ’ τὰ ὄρη·    410
στὴν πύλην τὲς σταμάτησε τοῦ πολυλόφου ᾽Ολύμπου
ὡς βγαῖναν καὶ τοὺς εἶπ᾽ εὐθὺς τὸν λόγον τοῦ Κρονίδη:
«Ποῦ τρέχετε, τί μάνιτα τὸν νοῦν σας συνεπῆρε;
Δὲν στέργει ὁ Ζεὺς τῶν Δαναῶν βοηθοὶ νὰ κατεβῆτε.
Καὶ ἀκοῦτε ὅ,τ’ εἶπε, καὶ ἄσφαλτα θὰ κάμη ὁ υἱὸς τοῦ Κρόνου·
θὰ σᾶς χολώση τ’ ἄλογα στ’ ἁμάξια σας ζεμένα,
ἐσᾶς θὰ ρίξη ἀπ’ τὸ θρονί, τ’ ἁμάξι θὰ συντρίψη,
καὶ χρόνοι δέκα δὲν θ’ ἀρκοῦν νὰ κλείσουν οἱ πληγές σας,
ποὺ θὰ χαράξη ὁ κεραυνός· καὶ τότε, ὦ γλαυκομάτα,
θὰ ἰδῆς τί εἶναι πόλεμον νὰ κάμνης τοῦ πατρός σου.    420
Τῆς ῞Ηρας δὲν χολεύεται καὶ δὲν θυμώνει τόσο
τί ξέρει ὅτι ἀντιφέρεται σ’ ὅποιον κι ἂν εἴπη λόγον.
Ἀλλὰ σὺ σκύλ’ ἀδιάντροπη, σὺ πάγκακη, ἂν τωόντι
στὸν Δία τὸ θεόρατο κοντάρι θὰ σηκώσης».
Αὐτὰ τοὺς εἶπε κι ἔφυγεν ἡ ἀνεμόποδ’ Ἴρις,
κι ἡ ῞Ηρα πρὸς τὴν Ἀθηνᾶ τὸν λόγον τοῦτον εἶπε:
«Κόρη ὦ μεγάλη τοῦ Διός, ἐγὼ δὲν στέργω πλέον
πόλεμον χάριν τῶν θνητῶν νὰ κάμωμεν στὸν Δία.
Ἄς ἀποθάνουν κεῖ στὴν γῆν ἄλλοι καὶ ἄλλοι ἂς ζήσουν,
ὅπως τοῦ τύχη καθενός· καὶ ὅπως τοῦ λέγη ὁ νοῦς του    430
τοὺς Τρῶας καὶ τοὺς Δαναούς, ὡς πρέπει ἂς κρίνη ἐκεῖνος».
Εἶπε καὶ ὀπίσω ἐγύρισε τὰ δυνατὰ πουλάρια·
κι οἱ ῟Ωρες τὰ καλότριχα τοὺς ξέζεψαν πουλάρια,
κατόπιν εἰς τ’ ἀμβρόσια παχνιά τους τὰ προσδέσαν,
καὶ πρὸς τοὺς τοίχους πόλαμπαν τὴν ἅμαξαν ἐκλίναν.
Κι οἱ δυὸ Θεὲς ἀνάμεσα τῶν ἄλλων ἀθανάτων
καθίσαν εἰς χρυσὰ θρονιὰ μὲ θλίψιν στὴν ψυχήν τους.
Κίνησε τὸ καλότροχον ἁμάξι ἀπὸ τὴν ῎Ιδην
ὁ Ζεύς, κι ἦλθε στὸν ῎Ολυμπον στὴν σύνοδον τὴν θείαν.
Καὶ τ’ ἄλογ’ ἀφοῦ ξέζεψεν ὁ μέγας Κοσμοσείστης    440
τ’ ἁμάξι ἐπάνω στοὺς βωμοὺς ἐσκέπασε μὲ πέπλον·
ἐκάθισεν ὁ Βροντητὴς εἰς τὸν χρυσόν του θρόνον
καὶ ὁ ῎0λυμπος σαλεύετο στὰ πόδια του ἀποκάτου.
Καὶ μόνες τοῦ Διὸς μακρὰν ἡ Ἀθηνᾶ κι ἡ ῞Ηρα
καθίζαν οὐδ᾽ ἐρώτησιν ἢ λόγον τοῦ προφέραν.
Καὶ ὁ Ζεὺς καλὰ τὲς νόησε κι εἶπε: «Ἀθηνᾶ καὶ ῞Ηρα,
τί στέκεσθε περίλυπες; Δὲν ἔχετε κοπιάσει,
θαρρῶ, πολὺ στὸν πόλεμον, ὅπου δοξάζοντ’ ἄνδρες,
τοὺς Τρῶας ν’ ἀφανίσετε, ποὺ φοβερὰ μισεῖτε.
Τόσ’ ἡ δική μου δύναμις καὶ τῶν χεριῶν μου ὁ τρόμος,    450
ποὺ ὅλ’ οἱ θεοὶ στὸν ῎Ολυμπον τὴν γνώμην δὲν μοῦ ἀλλάζουν.
Καὶ σᾶς τῶν δύο πάγωσαν τὰ τρυφερά σας μέλη
πρὶν κὰν νὰ ἰδῆτε τοὺς φρικτοὺς ἀγῶνες τοῦ πολέμου.
Καὶ ἀκοῦτε ὅ,τι εἶπα καὶ ἄφευκτα θὰ ἦταν τελειωμένο·
κρουσμένες ἀπ’ τὸν κεραυνὸν δὲν θά ᾽χετ’ ἐπανέλθει
μὲ τὴν δικήν σας ἅμαξαν στὰ δώματα τοῦ ᾽Ολύμπου».
Εἶπε, κι ἐγόγγυσαν κρυφὰ ἡ Ἀθηνᾶ κι ἡ ῞Ηρα·
σιμὰ καθίζαν καὶ ὄλεθρον τῶν Τρώων μελετοῦσαν.
Λόγον δὲν ἔλεγε ἡ ᾽Αθηνᾶ καὶ στὸν πατέρα Δία
μ’ ἀγρίαν μάνιζε χολήν· ἀλλ’ ἡ χολὴ στῆς ῞Ηρας    460
τὸ στῆθος δὲν ἐχώρεσε, καὶ πρὸς ἐκεῖνον εἶπε:
«Κρονίδη τρομερώτατε, ποιόν λόγον εἶπες τώρα!
Τὸ ἠξεύρομ’ ὅτι ἀντίστασιν δὲν ἔχ’ ἡ δύναμίς σου.
᾽Αλλ’ ὅμως διὰ τοὺς Δαναοὺς πονοῦμε τοὺς ἀνδρείους
ὁποὺ θὰ πάθουν καὶ ἄσφαλτα θ’ ἀδικοθανατίσουν.
Ἀλλ’ ὅμως θέλει ἀπέχουμεν, ὡς θέλεις, ἀπ’ τὴν μάχην
καὶ συμβουλὴν θὰ δώσωμεν καλὴν εἰς τοὺς Ἀργείους,
νὰ μὴ χαθοῦν ὅλοι διὰ μιᾶς ἀπ’ τὸν βαρὺν θυμόν σου».
Καὶ ὁ Δίας τῆς ἀπάντησεν: «Ἅμα χαράξ’ ἡ μέρα
τὸν Δία τὸν ὑπέρτατον θὰ ἰδῆς, ἂν θέλης, ῞Ηρα    470
ὦ μεγαλόφθαλμη θεά, χειρότερον νὰ φέρη
ἀφανισμὸν εἰς τὸν στρατὸν τῶν μαχητῶν Ἀργείων.
῞Οτι τὴν μάχην ὁ βαρὺς Πριαμίδης δὲν θ’ ἀφήση,
πρὶν ἀπ’ τὰ πλοῖα σηκωθῆ ὁ ἀνίκητος Πηλείδης,
ὁπόταν πέση ὁ Πάτροκλος καὶ διὰ τὸ νεκρὸν σῶμα
θὰ μάχωνται μὲ στένωσιν φρικτὴν σιμὰ στὰ πλοῖα.
῾Η μοίρ’ αὐτὸ διόρισε καὶ προσοχὴν δὲν δίδει
εἰς τὸν θυμόν σου, κι ἐὰν πᾶς στῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
τὰ πέρατα, ὅπου κατοικοῦν ὁ ᾽Ιαπετὸς καὶ ὁ Κρόνος,
κι οὔτε τοὺς τέρπουν ἄνεμοι, οὔτε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου,    480
καὶ Τάρταρος βαθύτατος παντοῦ τοὺς περιζώνει.
Ἂν ἀπ’ τὸ πεῖσμα σου ὡς αὐτοῦ θὰ φθάσης, δὲν μὲ μέλει˙
ὅτι ἄλλο πράγμ’ ἀδιάντροπον, ὡς εἶσ’ ἐγὼ δὲν εἶδα».
Εἶπεν ὁ Ζεὺς κι ἐσώπαινεν ἡ ῞Ηρα ἡ λευκοχέρα.
Κι ἔπεσε στὸν ᾽Ωκεανὸν τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἡλίου
τὴν μαύρην νύκτα σέρνοντας στὴν γῆν τὴν σιτοδότραν.
Τότε νὰ ἐσβήσθηκε τὸ φῶς δὲν ἄρεσε τῶν Τρώων,
πλὴν τῶν Ἀργείων ποθητὸ πολὺ τὸ σκότος ἦλθε.
Ὁ ῞Εκτωρ πάλιν σύνοδον συνάθροιζε τῶν Τρώων
μακρὰν τῶν πλοίων καὶ σιμὰ στοῦ ποταμοῦ τὸ ρεῦμα,    490
ποὺ ἀπὸ νεκροὺς ἐλεύθερος εἶχε ἀπομείνει ὁ τόπος.
Ἀπὸ τ’ ἁμάξια ἐξέζεψαν καὶ τοῦ Ἕκτορος τοῦ θείου
τὸν λόγον ἀκροάζονταν κι ἔσφιγγε αὐτὸς στὸ χέρι
κοντάρι ἑνδεκάπηχο κι ἐμπρὸς σπιθοβολοῦσε
ἡ χάλκιν’ ἄκρη καὶ χρυσὸ τὴν ἔδενε στεφάνι.
Σ’ ἐκεῖνο στηριζόμενος ὡμίλει πρὸς τοὺς Τρῶας:
«Ἀκούτε, Τρῶες, Δάρδανοι καὶ ὅσ’ ἤλθετε βοηθοί μας.
Τοὺς Ἀχαιοὺς θαρροῦσα ἐγὼ νὰ ἐξολοθρεύσω ἀπόψε
ὅλους καὶ τὰ καράβια τους, καὶ στὴν ἀνεμισμένην
῎Ιλιον νὰ γύρω νικητής˙ ἀλλ’ ἔσωσε τὸ σκότος    500
αὐτοὺς καὶ τὰ καράβια τους στὴν ἄκραν τὴς θαλάσσης.
Καὶ τώρ’ ἂς ὑπακούσωμεν κι ἐμεῖς στὴν μαύρην νύκτα.
Τὸν δεῖπνον ἑτοιμάσετε, καὶ τὰ καλὰ πουλάρια
ἀπὸ τ’ ἁμάξια λύσετε καὶ βάλετε τροφήν τους.
Βόδια κι ἐρίφϊα παχιὰ θὰ φέρετε ἀπ’ τὴν πόλιν
ὀγρήγορα κι εὐφραντικὸ κρασὶ προμηθευθῆτε
καὶ ἄρτον ἀπ’ τὰ σπίτια σας συνάξετε καὶ ξύλα
πολλὰ διότι ὁλόνυκτα θὰ καῖμε, ὥσπου νὰ φέξη,
πυρὰ πολλὰ ποὺ ἡ λάμψις των θὰ φθάση ὡς τὸν αἰθέρα,
οἱ κομοφόροι Ἀχαιοὶ μήπως τὴν νύκτα ὁρμήσουν    510
στὰ νῶτα ἐπάνω τὰ πλατιὰ τῆς θάλᾶσσας νὰ φύγουν.
Μὴ τοὺς ἀφήσουμ’ ἥσυχοι ν’ ἀνέβουν στὰ καράβια,
ἀλλὰ καὶ κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς στὸ σπίτι του ἄς χωνεύη
τὴν ἀκοντιὰ ποὺ θά ᾽λαβε πηδώντας εἰς τὸ πλοῖον·
ὥστε καὶ ἄλλοι στὸ ἑξῆς νὰ φέρουν θὰ τρομάξουν
τὸν Ἄρην τὸν πολύθρονον στοὺς ἱπποδάμους Τρῶας·
καὶ οἱ κήρυκες οἱ σεβαστοὶ στὴν πόλιν ν’ ἀναγγείλουν.
Οἱ γέροντες οἱ ἀσπρόμαλλοι, τὰ οὐράνια παλικάρια
στοὺς πύργους, κτίσμα τῶν θεῶν, νὰ ξενυκτίσουν ὅλοι,
καὶ οἱ γυναῖκες σπίτι τους φωτιὰ πολλὴν ἂς ἔχουν    520
ἀδιάκοπα, καὶ ἀνύστακτη φρουρὰ νὰ στέκη μήπως
ξάφνου στὴν πόλιν ἔμπη ἐχθρός, οἱ ἄνδρες ἐνῶ λείπουν.
῏Ω Τρῶες μεγαλόψυχοι, τοῦτα ὅπου λέγω ἂς γίνουν.
Καὶ ἰδοὺ σᾶς εἶπα ὅ,τι καλὸν μοῦ ἐφάνη διὰ τὴν ὥραν·
καὶ ἄλλ’ ἅμα φέξη θέλ’ εἰπῶ τῶν ἱπποδάμων Τρώων.
Στὸν Δία καὶ ὅλους τοὺς θεοὺς εὔχομ’ ἐγὼ κι ἐλπίζω
ἐκεῖνα τὰ μοιρόφερτα σκυλιὰ νὰ διώξω ἐδῶθε
ποὺ οἱ Μοῖρες ἔφεραν ἐδῶ στὰ ὁλόμαυρα καράβια.
Τὴν νύκτα νὰ μὴν πάθωμεν ὡστόσο ἄς φυλαχτοῦμε˙
καὶ αὔριο τὰ χαράματα μὲ τ’ ἄρματα ἂς χυθοῦμε    530
τὸν Ἄρην τὸν ὁρμητικὸν νὰ ἐγείρωμεν στὰ πλοῖα·
θὰ δοκιμάσω ἂν ὁ δεινὸς Τυδείδης μὲ θὰ διώξη
στὸ τεῖχος ἀπ’ τὰ πλοῖα των ἢ ἐγὼ θενὰ τοῦ σχίσω
τὸ στῆθος κι αἱματόβρεκτα θὰ πάρω τ’ ἄρματά του.
Καὶ αὔριον τὴν ἀνδρείαν του θὰ μάθη, ἄν θὰ ὑπομείνη
τῆς λόγχης μου τὸ κίνημα. Θὰ πέση, θαρρῶ, πρῶτος
ἀπὸ τὸ χέρι μου καὶ αὐτὸς καὶ τῶν συντρόφων πλῆθος
ὁ ἥλιος ἅμα σηκωθῆ· καὶ ὁμοίως νὰ ἠμποροῦσα
ἀθάνατος καὶ ἀγέραστος νὰ εἶμαι στὸν αἰώνα
καὶ νὰ τιμῶμαι ὡς ἡ Ἀθηνᾶ δοξάζεται καὶ ὁ Φοῖβος,    540
ὅσο κακὴ τῶν Ἀχαιῶν τούτων θὰ φέξ’ ἡ ἡμέρα».
Ὁ ῞Εκτωρ εἶπε, κι ἔκαμαν ἀλαλαγμὸν οἱ Τρῶες˙
τότ’ ἔλυσαν ἀπ’ τὸν ζυγὸν τοὺς ἱδρωμένους ἵππους
καὶ μὲ λουριὰ τοὺς πρόσδεσαν στὲς ἅμαξες πλησίον˙
ἀπὸ τὴν πόλιν ἔφεραν ἐρίφια καὶ μοσχάρια
ὀγρήγορα, κι εὐφραντικὸ κρασὶ προμηθευθῆκαν
καὶ ἄρτον ἀπ’ τὰ σπίτια τους καὶ πολλὰ ξύλα ἐκόψαν·
κι ἐπρόσφεραν πρὸς τοὺς θεοὺς ἐξαίσιες ἑκατόμβες,
καὶ ἀνέβαζαν οἱ ἄνεμοι στὸν οὐρανὸν τὴν κνίσαν
γλυκεῖαν· ἀλλ’ οἱ μάκαρες θεοὶ δὲν τὴν δεχόνταν    550
ποσῶς, ὅτι ἀπεστρέφοντο τὴν ῎Ιλιον τὴν ἁγίαν,
τὸν Πρίαμον καὶ τὸν λαὸν τοῦ δυνατοῦ Πριάμου
καὶ αὐτοὶ μὲ μέγα φρόνημα στὲς τάξες τοῦ πολέμου
ἐκάθοντο καὶ ὁλονυκτὶς πολλὰ πυρὰ ἐκαῖαν.
Καὶ ὡς τ’ ἄστρα, ὁποὺ σπιθοβολοῦν σ’ ἀνάνεμον αἰθέρα
χαριτωμένα ὁλόγυρα στὴν φωτεινὴν σελήνην –
φαίνεται κάθε κορυφή, καθ’ ἄκρη, κάθε πλάγι,
ὡς ἄνοιξε ἀπ’ τὸν οὐρανὸν ἀπέραντος αἰθέρας,
ποὺ τ’ ἄστρα ὅλα ἐφανέρωσε καὶ χαίρονται οἱ ποιμένες·
τόσ’ ἄστραφταν στὴν ῎Ιλιον ἐμπρὸς πυρὰ ποὺ ἐκαῖαν    560
οἱ Τρῶες τότε ἀνάμεσα στὸν Ξάνθον καὶ στὰ πλοῖα.
Χίλια στὸν κάμπον καίονταν πυρὰ καὶ στὸ καθένα
ἄνδρες στὴν λάμψιν τοῦ πυρὸς ἐκάθηντο πενήντα.
Κι οἱ ἵπποι ὀρθοὶ στὲς ἅμαξες σιμὰ κριθάρι ἐτρῶγαν
καὶ τὴν καλόθρονην ᾽Ηὼ νὰ φθάση ἐπεριμέναν.