Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Π



Σαν έτσι αφτοί για τ' όμορφο καράβι πολεμούσαν.
Και τότες φτάνει ο Πάτροκλος μπροστά στον Αχιλέα
χύνοντας δάκρια φλογερά, σα βρύση βουρκωμένη
π' απ' ορθολίθι τα θολά κατρακυλάει νερά της.
Και σαν τον είδε ο θεϊκός τον πόνεσε Αχιλέας,    5
και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια.
« Τί κλαις σαν κόρη, Πάτροκλε, μικρούλα που της μάννας
» ζητάει, μαζί της τρέχοντας, στα χέρια ναν την πάρει,
» και την τραβά ενώ βιάζεται, κι' ως που ναν τη σηκώσει
» τη βλέπει πάντα ολόδακρη πιασμένη απ' την ποδιά της ;    10
» Έτσι τα δάκρια, Πάτροκλε, σαν κοπελούδι χύνεις.
» Μην ξέρεις τίποτα κακό για τα παιδιά ή για μένα;
» μην άκουσες εσύ καμιά πικρή είδηση απ' τη Φτία;
» Ωστόσο ζει ο Μενοίτης λεν, τ' Αχτόρου ο γιος, ακόμα,
» ζει κι' ο Πηλιάς, του Αιακού ο γιος, μες στα βουνά μας,    15
» που να κλαφτούμε, αν πέθαναν, βαριόκαρδα κι' οι διο μας.
» Μα πες τί κλαις, να ξέρουμε κι' οι διο μας, μην το κρύβεις.»    19
Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με στεναγμούς και κλάμα    20
« Ω αδέρφι, του Πηλέα γιε, των Αχαιών αθέρα,
» συμπάθα· τι άγρια το στρατό φουρτούνα συνεπήρε.
» Τι όσοι είταν πριν οι πιο καλοί, από σαΐτες όλοι
» κι' από κοντάρια κοίτουνται στα πλοία χτυπημένοι.
» Σαΐτα του Τυδέα ο γιος, και κονταριά ο Δυσσέας,    25
» έφαγε κονταριά κι' ο γιος τ' Ατρέα ο Αγαμέμνος·
» κι' έχει αρπαγμένα στο μερί σαΐτα ο γιος του Βαίμου.
» Αφτούς γιατροί με τα πολλά βοτάνια τους κοιτάζουν
» και τους γιατρέβουν τις πληγές. Μα εσύ καρδιά δεν έχεις !
» Σαν τέτιο πάθος που βαστάς πεισματικά στα στήθια    30
» θεός να σώζει, ώ της κακής της ώρας παλικάρι !
» Πιός άλλος, πες, κι' απ' τους στερνούς θα δει καλό από σένα
» αχ οχ τη μάβρη συφορά τους Αχαιούς δε σώσεις ;
» Άσπλαχνε, η Θέτη μάννα σου, πατέρας σου ο Πηλέας
» δεν είναι· εσένα θάλασσα σε γέννησε αφρισμένη
» και γκρεμοβράχια, τι θεριού καρδιά 'χεις μες στα στήθια.    35
» Μα αν ίσως σου δειλιάει καμιά το νου σου προφητεία
» πούχε απ' το Δία ακούσει πριν η σεβαστή σου η μάννα,
» μα άφισε καν να σύρω εγώ, μαζί μου ας βγουν και τάλλα
» τα παλικάρια μήπως δει φως ο στρατός μιά στάλα.
» Και δάνεισε μου τ' άρματα, σα βγω, τ' αστραφτερά σου,    40
» ίσως ότι είμαι τάχα εσύ νομίζοντας με οι Τρώες
» σταθούν, κι' έτσι ανασάνουνε οι παινεμένοι Αργίτες
» πούλιωσαν πια· τι λιγοστή απ' τη σφαγή είναι ανάσα.
» Έφκολα ακούραστος λαός πολεμοκουρασμένους
» θα διώξει πίσω ως στο καστρί αλάργα απ' τις καλύβες. »    45
Έτσι είπε περκαλώντας τον ... α τί τυφλός, γιατί είταν
δικό του χάρο και κακό να περκαλέσει τέλος !
Τότε αναστέναξε βαθιά και τούπε ο Αχιλέας
« Ώχου, τί λόγο, Πάτροκλε θεόσπαρτε, μου κραίνεις !
» Δε συλλογιέμαι εγώ καμιά μαντολογιά που ξέρω,    50
» λόγο δε μούπε η σεβαστή μητέρα μου απ' το Δία·
» λάβρα όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια,
» όταν κανείς τον ίσο του να παραπάει γυρέβει
» και πίσω αρπά του το πρεσβιό, τι πιό 'ναι δυνατός του.
» Αφτός με τυραγνά ο καημός, τι μάτωσε η καρδιά μου,    55
» γιατί τη νιά που χώρισε πρεσβιό ο στρατός για μένα
» και πήρα με τη σπάθα μου πατώντας καστροχώρια,
» αφτή ξανά οχ τα χέρια μου την πήρε ο Αγαμέμνος,
» τ' Ατρέα ο γιος, σα νάμουνα λες του σωρού ραγιάς του.
» Μα τώρα αφτά ας κουρέβουνται· γραφτό 'ταν να μη μείνει    60
» πάντα η καρδιά μου αμέρωτη, κι' εγώ δα πούπε ο νους μου
» πως πριν δεν πάβω το θυμό πριν καταντήσει πρώτα
» ως στα καράβια αφτά μου εδώ η μάχη κι' η αντάρα.
» Τώρα έλα βάλε, Πάτροκλε, τα ξακουστά άρματά μου
» να πας στη μάχη τα παιδιά που λαχταρούν κοντάρι,    65
» τι μάβρο σύγνεφο, οι οχτροί, δες ! πλάκωσαν τα πλοία
» βαριά, κι' είναι όλοι οι Δαναοί ρηγμένοι στ' ακροβράχια
» άκρη άκρη· λίγο κι' ο γιαλός θάν τους χωνέψει πίσω.
» Τι όλο όξω βγήκε οχ το καστρί της Τριάς το ψυχομέτρι....
» πώς όχι ; Ομπρός τους δε θωρούν του κράνου μου την όψη    70
» ν' αστράφτει· ειδέ θα γιόμιζε κουφάρια κάθε αβλάκι
» μεμιάς αν ήξερε ο τρανός τι μ' άξιζε Αγαμέμνος.
» Μα νά τα τώρα, ας χαίρεται, τα πλοία τού βαρούνε.
» Τι δόντια πια δε δείχνει εκεί Διομήδικο κοντάρι,    75
» γύρω δεν άκουσα να βγει λαλιά οχ τον Αγαμέμνο,
» το σκύλο αφτό τον άπιστο· μα ο Έχτορας θα σκάσει
» απ' τ' άπαφτο λες σκούξιμο, που στέλνει Τρώες γύρω
» παντού, και μες στον κάμπο αφτοί κάθε Αχαιό σαρώνουν.
» Μα τρέξε — πρέπει — Πάτροκλε, να σώσεις την αρμάδα    80
» απ' τη φωτιά, μην τους καεί και πια δε δουν πατρίδα.
» Μα άκου καλά τι θα σου πω και τήρα μην ξεχάσεις.    83
» Διώξε οχ τα πλοία τους οχτρούς, και πίσω εφτύς ! Και νίκη    87
» όταν σου δώκει και χαρείς ο βροντολάλος Δίας,
89 91 » μη σε μεθήσει ο πόλεμος και πάρα θες αλάργα
» δίχως μου ως στο καστρί να πας, ομπρός σου οχτρούς βαρώντας,
» μην τύχει κι' απ' τον Έλυμπο κανείς θεός αιώνιος
» στη μέση μπει, τι αφτούς πολύ τους προστατέβει ο Φοίβος·
» μον πόδα πίσω γύρισε, τα πλοία άμα αλαφρύνεις,    95
» κι' εκείνους άσ' τους όσο θέν να φαγωθούν στον κάμπο. »
Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο    101
δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων.
Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες
βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια,
σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος,    105
γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.
Κομένος τούταν ο ζερβύς ο νώμος που του κράταε
πάντα γερά τη σκαλιστή εφτάπετσή του ασπίδα,    107
τον είχε πιάσει και βαρύ λαχάνιασμα, κι' ολούθες    109
τούτρεχε βρύση απ' το κορμί ο ίδρος, μηδ' ανάσα    110
στιγμή δεν είχε, και σωρός πλακώνανε οι λαχτάρες.
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες,
πώς πρώτα νάπεσε η φωτιά μες στην αρμάδα τάχα.
Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη
μιά τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι    115
κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα.
Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα,
κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.
Τούνιωσε τότε η αντρικιά καρδιά —και τούρθε σύγκρια—
το θεϊκό το δάχτυλο, πως κάθε μάχης τέχνη    120
του χάλναε ο Δίας κι' ήθελε τους Τρώες να νικήσουν.
Τότε έτσι ο Αίας κώλωσε οχ τα κοντάρια πίσω,
κι' εκείνοι ακούραστη φωτιά στο σπαθωτό καθίζουν
σκαφί· και φλόγα απάνου εφτύς τού χύθηκε ρημάχτρα.
Σαν έτσι τότρωγε η φωτιά. Και τότε ο Αχιλλέας
χτυπάει τα διο του γόνατα και κράζει του Πατρόκλου    125
« Πάτροκλε, ομπρός, θεόσπαρτε, γενναίε αμαξομάχε,
» νά ! βλέπω γλώσσα ανήμερη φωτιάς κοντά στα πλοία.
» Τρέχα, μην πια τα κάψουνε και γλυτωμό δεν έχει.
» Οπλίσου, μην αργείς, κι' εγώ τους άντρες παρατάζω.»
Είπε, κι' αφτός οπλίστηκε το θαμπωτή χαλκό του.    130
Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια,
πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Έπειτα πήρε φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα,
αστρένια παρδαλόμορφα, του φτερωτού Αχιλλέα.
Κατόπι γύρωθε κρεμάει στους ώμους του την πάλα,    135
μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια,
κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα.
Κι' έβαλε στ' αρχοντόμορφο κεφάλι τη φαντούσα
περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της
πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε διο αντριωμένα
κοντάρια που του πάγαιναν στη δυνατή του χούφτα.    139
Και ναν του ζέψει τ' άλογο τον Αφτομέδο ορίζει,    145
που τον αγάπαε πιο πολύ στερνά απ' τον λοχοσπάστη
γιο του Πηλιά, και τα πιστά που τούχε, πως στη μάχη
έφοδο οχτρού δε θα σκιαχτεί. Και πάει ο Αφτομέδος
κι' εφτύς τον Ξάνθο στο ζυγό και τον Ψαρύ του ζέβει,
τα πιλαλά άτια, που μαζί πετούσαν με τ' αγέρια,
που με το Ζέφυρο άνεμο τάχε μιά λάμια κάνει,    150
η Λεφκοπόδα, ενώβοσκε μιά μέρα στο λιβάδι
κοντά στο ρέμα τ' Ωκιανού. Και μες στα παραλούρια
το γάβρο δένει Πήδασο—που ο Αχιλιάς τον πήρε
τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστρο—
πούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιάς είταν θρέμμα.
Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη    155
156 166 κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Και πρόθυμοι όξω οι άντρες
πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας
αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.
Πενήντα θάταν τα γοργά καράβια που στην Τροία
οδήγαε του Πηλέα ο γιος με λαμνοκόπους μέσα    170
από πενήντα αντρόκαρδους. Και κάνοντάς τους λόχους
διόρισε πέντε οπλαρχηγούς που τα πιστά τους είχε.    171
Τον πρώτο λόχο αρχήγεβε ο παρδαλοτσαπράζης    173
Μενέστης, σπέρμα του Σπερχιού, διόθρεφτου ποτάμου,
που η Πολύδωρα, του Πηλιά τον έκαμε μιά κόρη    175
με τον ακούραστο Σπερχιό, γυναίκα με θεόνε·
μά 'λέγαν τάχα με το γιο —το Βώρο του Περγήρη,
που την παντρέφτηκε ανοιχτά βαριά αγοράζοντάς την.
Τον άλλο λόχο ο Έβδωρος οδήγαε, γεννημένος
δίχως στεφάνι απ' την καλή χορέφτρα Πολυμήλα,    180
κόρη του Φύλα. Αφτή ο Ερμής την πόθησε μιά μέρα
όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη
της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης,
κι' εφτύς ανέβηκε ο καλός θεός κρυφά στον πύργο
και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη,    185
γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη·
π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα,
έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα,
τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου,
την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την,    190
και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας,
ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.
Τον τρίτο λόχο ο Πείσαντρος οδήγαε, ο φημισμένος
γιος του Μαιμάλου, πούτανε το πιο γερό κοντάρι
των Μυρμιδόνων ύστερα απ' τ' Αχιλιά το βλάμη.    195
Ο γέρος πάλε Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε.
Τον πέμτο τού Λαέρτη ο γιος, ο άξιος Αλκιμέδος.
Και πια άμα με τους αρχηγούς ο Αχιλιάς τους λόγους
καλά 'στησε και χώρισε, τότες σφιχτό 'πε λόγο
« Παιδιά, κανείς μη μου ξεχνάει τί λόγια για τους Τρώες    200
» εδώ παχιά μού κόβατε, και τα παράπονά σας
» στιγμή δεν πάβατε όλοι σας σαν είμουν θυμωμένος
» 'Έρμε αρχηγέ, έτσι για θυμούς σ' έκανε εσένα η μάννα,
» που, άκαρδε, τα παιδιά βαστάς με το στανιό απ' τη μάχη.
» Κάλια στη Φτιά ας γυρίσουμε με τα θαλάσσια πλοία    205
» ξανά, αφού μπήκε σου κακός έτσι θυμός στα σπλάχνα.'
» Τέτια συχνά όλοι σωρεφτοί μου σκούζατε· νά! τώρα
» σφαγής βαριά άνοιξε δουλιά πούχατε πριν σας πόθο,
» και σύρτε μ' άτρομη όλοι σας καρδιά να πολεμήστε.»
Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος,    210
και πιο όλοι οι λόφοι πύρωσαν μ' τ' αρχηγού το λόγο.
Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου
πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι,
έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια.
Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος,    215
κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους
σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.
Κι' ομπρός ομπρός διο στέκουνταν μ' τ' άρματά τους άντρες,
ο δοξασμένος Πάτροκλος με το γερό Αφτομέδο,
διο μ' έναν πόθο, ολόμπροστα να θανατώνουν Τρώες.    220
Ωστόσο του Πηλέα ο γιος γυρίζει στην καλύβα
κι' ανοίγει εκεί το σκέπασμα κουτιού πλουμουδισμένου,
που η αργυρόποδη θεά του τόχε βάλει, η Θέτη,
να πάρει μες στο πλοίο του, καλά στοιβάζοντάς το
με φλοκοπέφκια, ρουχικά, κι' ανεμοκόφτρες κάπες.
Ποτήρι φύλαε μέσα εκεί καλόφτιαστο, π' ούτ' άντρας    225
μ' αφτά άλλος έπινε κρασί, μήτ' έπιανε να στάξει
αλλού θεού ποτές του εξόν τού Δία τού πατέρα.
Το πήρε τότε απ' το κουτί, το πάστρεψε με θιάφι
πρώτα, και τόπλυνε έπειτα μ' αγνό νερό οχ τη βρύση.
Κατόπι νίβοντας κι' αφτός τα χέρια, το γιομίζει    230
μάβρο κρασί, και στέκεται μες στης αβλής τη μέση.
Κι' έσταζε τότε εκεί κρασί θωρώντας τα ουράνια
και δέουνταν, και του Διός δεν ξέφυγε το μάτι
« Ώ Δία Δωδωνάρχοντα, Πελασγικέ, π' ορίζεις
» μακριά τη μυριοχιόνιστη Δωδώνη, και χωριά 'χουν
» γύρω οι Σελλοί, οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντες,    235
» κι' άλλοτες πριν μου ξάκουσες τη δέηση μου εμένα,
» και για το δίκιο μου έστρεξες τους Αχαιούς στον κάμπο
» και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, ώ Δία,
» περικαλώ σε, ακόμα αφτό τον πόθο ξάκουσέ μου.
» Εγώ θα μείνω τώρα εδώ, μα μ' όλους μου τους λόχους
» αδέρφι στέλνω αγαπητό να πάει να πολεμήσει,    240
» και δόξασ' τον, δυνάμωσ' του, ώ βροντολάλε Δία,
» μέσα στα στήθια την καρδιά, που ο Έχτορας να μάθει,
» κι' αν μοναχός του ο βλάβης μου να πολεμάει κατέχει,
» ή τότες μόνο τού λυσσούν τ' αζύγωτά του χέρια
» όταν μαζί του πάω κι' εγώ στο πανηγύρι τ' Άρη.    245
» Μα όταν πια διώξει τη σφαγή κι' αντάρα οχ τα καράβια,
» άπαθος κάνε τότε εδώ να μου γυρίσει πίσω
» μ' όλα μου τ' άρματα, μαζί κι' ο άσκιαχτος στρατός μου.»
Έτσι είπε και την άκουσε τη δέηση του ο Δίας.
Για τόνα τούπε μάλιστα, για τ' άλλο τούπε τ' όχι·    250
ναν τα γλυτώσει τούστρεξε οχ τα χαμό τα πλοία,
ναν τούρθει πίσω ζωντανός, όχι είπε πως δε θάρθει.
Έτσι λοιπόν σαν έσταξε του Δία, εφτύς γυρίζει
μέσα ξανά, και το καφκί μες στο κουτί απιθώνει.
Έπειτα βγαίνει εκεί μπροστά και στέκει στην καλύβα,    255
τι καν τα μάτια του να δουν τον πόλεμο ποθούσε.
Τότες γυρνάει ο Πάτροκλος και στους συντρόφους κράζει    268
« Παιδιά, της Φτιας σταβραετοί, συντρόφοι τ' Αχιλέα,
» άντρες φανείτε κι' όλοι σας σα σκύλοι πολεμήστε.    270
» Έτσι, παιδιά, θα δοξαστεί κι' ο αρχηγός, που πρώτος
» είναι, τον ξέρουν, στη φωτιά, και πρώτοι οι παραγιοί του·
» έτσι θα δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα
» π' αψήφισε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος.    275
257 259
Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι,
σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου,    260
και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα,
262 254 έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος
ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους·    265
έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες
οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα,
κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα    276
τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.
Και πρώτος τότε ο Πάτροκλος τινάζει το κοντάρι    284
ίσα στη μέση, οπούτανε πιο πυκνωμένη η μάχη,    285
στ' ακροκαράβι εκεί κοντά τ' αρχόντου Πρωτεσίλα,
και τον Πυραίχμη κάρφωσε πούχε απ' τ' Αξιού το ρέμα
αμαξοπλίτες Παίονες της Αμυδός φερμένα.
Στον ώμο βρήκε τον δεξά, κι' εκείνος ξεφωνώντας
πέφτει στα βούρκα ανάσκελα, και γύρω του οι συντρόφοι    290
σκορπούν, τι σ' όλους έβαλε μες στην ψυχή τρομάρα
σα σκότωσε τον αρχηγό πούταν στη μάχη ο πρώτος.
Και διώχνοντάς τους έσβυσε τις φλόγες, και το πλοίο
έμεινε εκεί μισόκαφτο, και πόδισαν οι Τρώες.    294
Κι' όπως απ' αψηλή κορφή βουνού μεγάλου ο Δίας    297
πυκνό αλαργέβει σύγνεφο, και γύρω τ' ακροτήρια
προβάλνουν και τα ξέφαντα και τροφαντά λιβάδια,
τι κάτου πλημμυράει το φως οχ τ' ουρανού το θόλο·    300
301 302 έτσι είδαν φως οι Δαναοί σα γλύτωσε η αρμάδα
303 305 απ' τη φωτιά και κώλωσαν θένε δε θέν οι Τρώες.
Και πρώτος χάνει ο Έχτορας το θάρρος, και πηδώντας    656
στ' αμάξι φέβγει ακράτητος, και πρόσταζε όλοι πίσω
να φύγουν, τι είδε του Διός πως είχε αλλάξει η γνώμη.    658
Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας    352
αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο
σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι
γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου·    355
έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες
φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.
Τι πίσω πλάκωνε στοιχιό ο Πάτροκλος, και πάντα    372
ομπρός ! στους άντρες φώναζε, που οι Τρώες σαστισμένοι
374 375 και σκούζοντας κάθε στρατί πλημμύρησαν, και τ' άτια
375 376 άναβλα πήραν του καστριού στα τέσσερα το δρόμο.
Τον Πρόνο τότες σούγλισε με το λαμπρό όπλο πρώτα—    399
στα στήθια εκεί σαν τάδειξε ασπιδογυμνωμένα—    400
πούπεσε αχώντας και νεκρός απόμεινε στον τόπο.
Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι
ορμώντας —κάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος,
τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέρια—
αφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει    405
μιά κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.
Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι
τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι
και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι·
έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο
οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω.    410
Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα
κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος
άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα,
κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.
Κατόπι τον Τληπόλεμο κι' Αφοτερό κι' Επάλτη,    415
τον Έχιο και τον Έβιππο και το Βιφιά και Πύρη
και τον Ερύμα και το γιο του πρωταρχόντου Αργέα,
τους έστρωσε όλους σωρεφτούς στη γης την πλουτοδότρα.
Μα άμα τότ' είδε ο Σαρπηδός τους άφασκιους συντρόφους
π' απ' τ' αντριωμένου σφάχτηκαν Πατρόκλου το κοντάρι,    420
γυρνάει με λόγια αγγιχτικά και σκούζει στους Λυκιώτες
« Παιδιά, πού φέβγετε ; Ντροπής! Σταθείτε, ορέ, με θάρρος,
» τι εγώ σ' αφτόν θα βγω μπροστά τον άντρα, για να μάθω
» πιός είναι αφτός που μας νικάει κι' έκανε τόσο θρήνος,
» γιατί πολλών παλικαριών έφαγε εδώ το μάτι. »    425
Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι,
πήδηξε κι' όξω ο Πάτροκλος άμα αντικρύ τον είδε.
Κι' οι διο, όπως διο γαντζόμυτοι αητοί καρφονυχάτοι
μ' άγριες στριγγιές ξεσκίζουνται σε σύραχο βουνήσο,
έτσι κι' αφτοί στριγγίζοντας να φαγωθούν χοιμούνε.    430
Και σαν τους είδε, πόνεσε μέσα η καρδιά του Δία,
κι' εφτύς της Ήρας λάλησε διο φτερωμένα λόγια
«Ώχου, γραφτό 'ναι ο Σαρπηδός —θνητός που κάλια απ' όλους
» λατρέβω εγώ—να μου σφαχτεί με του Πατρόκλου χέρι.
» Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει·    435
» πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον,
» έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα,
» και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο. »
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα
« μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου;    440
» Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας,
» θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο;
» Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε.
» Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.
» Αν πας κι' αφτόν στον τόπο του τον στείλεις ζωντανόνε,    445
» τότ' ίσως κι' άλλος μας θεός γυρέψει, συλλογίσου,
» να βγάλει οχ τη σκληρή σφαγή παιδί του αγαπημένο,
» τί γύρω του τρανού καστριού της Τροίας πολεμούνε
» κι' άλλων πολλά παιδιά θεών που θα σκυλιάσουν όλοι.    449
» Μα αν σούναι ακριβαγάπητος κι' αν σ' τον θρηνούν τα σπλάχνα,
» τώρα άφισ' τον κι' ας σκοτωθεί με του Πατρόκλου χέρι,
» μα όταν ανάσα και ζωή τον παραιτήσουν, στείλε
» το θάνατο και το βαθύ τον Ύπνο ναν τον πάρουν,
» ως ναν τον πάνε στης πλατιάς μες στα χωριά Λυκίας,    455
» όπου ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νέκρωνε.»
Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας.
Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες
τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους    460
ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.
Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια,
τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο
Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος,
τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή τού κόφτει.    465
Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε
κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι
τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε,
κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.
Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γκέμια    470
μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες.
Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος·
δεν τάχασε, μόν σέρνοντας οχ το παχύ μερί του
την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου,
κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους.    475
Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.
Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι,
τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο
δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης,
που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι,    480
μόν μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.
Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα
χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι
νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει·
έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι    485
μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα.
Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι    503
στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο
οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.
Δε στέκουν τότες, μόν σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες    659
όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους·
κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους,    663
αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους
τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία.    665
Τότες στο Φοίβο γύρισε κι' είπε ο μεγάλος Δίας
« Φοίβε μου γιε μου, πήγαινε το Σαρπηδό να βγάλεις
» αλάργα τώρα απ' τις ρηξές, και πάρε οχ το ποτάμι
» αγνό νερό και πλύνε του τις ματωμένες σάρκες,
» άλειψ' τον λάδι αθάνατο κι' άλιωτα βάλ' του ρούχα.    670
» Και στείλε διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
» το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
» θάν τόνε παν ως στης Λυκιάς μες στα χωριά τα πλούσια,
» κι' εκεί ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε. »    675
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος,
και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο,
κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει,
πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο,
του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα,    680
και στέλνει διό οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.
Κι' ο Πάτροκλος φωνάζει ομπρός ! στον αμαξά στα ζώα,
και τρέχει πίσω απ' τους οχτρούς ... ώ τί βαρύ το λάθος,    685
γιατί αν ο έρμος τ' αρχηγού τα λόγια δεν ξεχνούσε,
θάχε σωθεί απ' το θάνατο κι' απ' τα σκοτάδια τ' Άδη.
Μα πάντα νά ! νικάει ο νους του Δία, κι' όχι αθρώπων,    688
που έτσι και τότες την καρδιά τού φτέρωσε στα στήθια.    691
Τότε πιούς πρώτους, Πάτροκλε, πιούς ρήμαξες κατόπι,
όταν τα βρόχια πια οι θεοί σού στήσανε του χάρου;
Τον Άδραστο θανάτωσες και το Μεγάδη πρώτους,
το Έλασο το Βίστορα τον Έχεκλο τον Πέρμο,    695
κατόπι το Μελάνιππο το Μόλη τον Πυλάρτη·
όλους αφτούς, ενώφεβγαν αλαφιασμένοι οι άλλοι.
Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια    712
κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα.
να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.
Κι' ενώ τ' ανάδεβε, νά! εκεί προβάλλει ομπρός του ο Φοίβος,    715
μιασμένος μ' άντρα δυνατό, τον Άση τον ξεστήθια,
πούτανε θιός του, αφτάδερφος της σεβαστής Εκάβης,
και τ' αρχηγού τού Δύμα γιος που στης Φρυγιάς τα μέρη
βασίλεβε, τριγύρω εκεί στου Σαγγαριού το ρέμα·
έτσι μιασμένος τότε ο γιος τούπε του Δία, ο Φοίβος    720
« Κρίμας τη φήμη σου, Έχτορα ! Τί παραιτάς τη μάχη ;
» Τί να σου κάνω πούσαι εσύ πιο δυνατό κοντάρι !
» αλλιώς, εφτύς θα σούδειχνα πώς παραιτούν πολέμους.
» Μόν έλα λάλα τ' άλογα κατά τον Πάτροκλο ίσια,
» μήπως τον σφάξεις αν τυχόν σου δώκει νίκη ο Φοίβος. »    725
Έτσι είπε κι' έφυγε ο Θεός. Και τότε εκεί προστάζει
ο ξακουσμένος Έχτορας τον άφοβο Κεβριόνη
ξανά με τα γοργά άλογα στον κάμπο να γυρίσει.
Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα,
κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους,
μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες,    730
κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε,    552
μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι.
Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε,    731
κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε. Κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ
πήδηξε χάμου οχ τ' άλογα, και κράταε το κοντάρι
με το ζερβύ, κι' αδράζοντας με το δεξύ μιά πέτρα,
χοντρή κοτρώνα που όλη του του γιόμισε τη χούφτα,    735
ρήχνει μ' ορμή, τι δα καιρό δεν άφισε ν' αγιάσουν·
μήδ' είταν άστοχη η ρηξά, τι τον Κεβριόνη, νόθο
γιο του Πριάμου, κι' αμαξά του φημισμένου Εχτόρου,
τον ήβρε εκεί στα κούτελο ενώ τα γκέμια βάσταε.
Κι' έσπασε η πέτρα και τα διο τα φρύδια, μηδ' αμπόδιο    740
στάθη το κόκκαλο, κι' αφτού τα μάτια ομπρός στα πόδια
τούπεσαν χάμου στα πηλά, κι' αφτός βουτά απ' τ' αμάξι
σα σφουγγαράς, κι οχ το σκαρί τού μίσεψε η ψυχή του.
Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας
« Ωχ ωχ, ο σκύλος τί αλαφρύς ! βουτιές που σου τις παίρνει.    745
» Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τί λόγος, ένα πλήθος
» θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο
» σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιάς είναι οργιές το βάθος,
» σαν που στον κάμπο νά ! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα.
» Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια. »    750
Έτσι σαν είπε, χύθηκε να γδύσει τον Κεβριόνη·
θεριό 'ταν λες που χύνεται βουστάσι να ρημάξει,
μα απ' αφοβιά του χάνεται τι το βαρούν στα στήθια·
σαν έτσι, Πάτροκλε, όρμησες με λύσσα στον Κεβριόνη.
Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορρς πηδά οχ τ' αμάξι χάμου,    755
και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους,
σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι,
σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι·
έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι,
ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια,    760
διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.
Κι' ο Έχτορας μιάς κι' έπιασε τ' αδερφικό κεφάλι,
δεν τ' άφινε· κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ απ' το ποδάρι
τραβούσε, κι' έστησαν σφαγή μιά πεισματάρα οι άλλοι.
Πώς σ' όρους διάσκελο ο βοριάς κι' ο νότος πολεμούνε    765
πιός πιο πολύ τα σύμπυκνα να σείσει δεντροκόρμια,
οξές και φράξα κι' ακρανιές με σύμπυκνα τα φύλλα,
που δυνατόλαλα χτυπούν τ' απλόβεργα κλαριά τους
τόνα με τ' άλλο, κι' η λογγιά σα σπάζουν σαλαγίζει·
έτσι όρμησαν κι' οι διο στρατοί να χτυπηθούν με λύσσα    770
και σφάζουνταν, μηδ' είχε πια φεβγιό κανείς στο νου του.
Κι' είχαν τριγύρω στο νεκρό πολλά μπηχτεί κοντάρια,
πολλές σαΐτες φτερωτές δοξαροτιναγμένες,
και τις ασπίδες έκροσγαν πολλά χοντρά κοτρώνια,
σαν πολεμούσαν κύκλω του. Κι' ο ξακουστός Κεβριόνης    775
κοίτουνταν μες στον κουρνιαχνό μακρύς εδώ κι' ως πέρα
με δίχως πια μιαλό και νου για αμαξοσύνες κι' άτια.
Κι' ως τότε ο Ήλιος π' άγγιζε τα μεσουράνια απάνου,
έβρισκαν κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε το πλήθος·
μα όταν το πίσω πήρε πια στρατί για να ξεζέψει,
τότες πια τέλος άγραφα νικήσανε οι Αργίτες    780
κι' έσυραν όξω το νεκρό απ' τις ρηξές, και πήγαν
πέρα μακριά και τ' άρματα του βγάλανε οχ τους ώμους.
Όρμησε πάλι ο Πάτροκλος να πετσοκόψει Τρώες.
Τρεις τότε χύθηκε φορές σα θνητοφάγος Άρης
φριχτά αλυχτώντας, και τις τρεις εννιά 'σφαξε ανομάτους·    785
μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σαν το στοιχιό με τ' όπλο,
τότε άχ! η ώρα, Πάτροκλε, σου σήμανε η στερνή σου !
Τι ομπρός τού βγήκε σκιαχτερός ο Φοίβος μες στη μάχη
δίχως στον τόσο αναβρασμό πως πλάκωνε να νιώσει.
Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει...    790
και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη
μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια.    792
Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε    806
τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι
από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων,
του Πάνθου ο νιός ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε
με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά του πόδια
που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει    810
κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.
Μα πιός, λεβέντη Πάτροκλε, σούμπηξε τ' όπλο πρώτος·
δε σ' έσφαξε όμως, μόν ξανά τ' άρπαξε εφτύς τρεχάτος
κι' έφυγε πίσω ως στο σωρό χωρίς να σε προσμείνει.    814
Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο    816
κι' απ' την πληγή του, γύριζε —για να σωθεί οχ το χάρο—
κατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε
πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος,
κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του    820
χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα
και πέρα ως πέρα τον τρυπάει. Έπεσε τότε αχώντας,
και πλήγωσε βαθιά βαθιά κάθε Αχαιού τα σπλάχνα.
Πώς λέοντας μαχονικάει κάπρι στεριοδοντάτο—
σαν πολεμούν περήφανα σ' ολόρθο κορφοβούνι
για μιά πηγούλα, τι διψούν και θέν κι' οι διο να πιούνε —    825
και το σπαράζει, ενώ φυσάει και μάχεται ως στο τέλος·
έτσι με τ' όπλο από κοντά και το Δαρδανοφάγο
γιο του Μενοίτη ο Έχτορας έστρωσε εκεί στο χώμα.
Έσκουξε τότε ο Έχτορας περήφανα και τούπε
« Δεν είσαι εσύ που μ' όλπιζες πως τάχα θα ρημάξεις    830
» την ξακουστή πατρίδα μου και πως στης Φτιας τα μέρη
» σκλάβες θα πας τα τέρια μας με τα γοργά σου πλοία;
» Μουρλέ, μα ομπρός τους τ' άφταστο του Έχτορα ζεβγάρι
» στη μάχη πάει με δρασκελιές, κ' είμαι κι' εγώ το πρώτο
» κοντάρι αδείλιαστου στρατού που θαν τις σώσω θέλω    835
» απ' τη σκλαβιά. Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε.
» Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας ;
» Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει
» ήξερε εσένα μιά χαρά, παχιά μιλώντας λόγια
» 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα
» κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα    840
» στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια.'
» Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου. »
Τότ' είπες, Πάτροκλε αλογά, με την ψυχή στο στόμα
« Τώρα καμάρωνε, Έχτορα, όσο μπορείς, τι ο Δίας
» νίκη κι' ο Φοίβος σούδωκαν που μ' έσφαξαν εμένα·    845
» τι σαν κι' εσένα κι' είκοσι να θε μου βγουν, εδώ όλοι    847
» θάτρωγαν χώμα, απ' το γερό χαλκό μου καρφωμένοι.
» Ναί, εμένα η έρμα η Μοίρα μου με σκότωσε κι' ο Φοίβος
» κι' από θνητούς ο Έφορβος· ύστερα εσύ ήρθες, τρίτος.    850
» Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι.
» Καιρό κι' εσύ δε θα χαρείς — και ξέρε το — τι σ' έχει
» από κοντά πια η Μοίρα σου κι' ο θνητοφάγος Χάρος,
» π' από το χέρι είναι να πας του ξακουστού Αχιλέα.»
Είπε, και μάβρο σύγνεφο τον σκέπασε θανάτου,    855
και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη,
κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' άφηκε αντριά και νιότη.
Μα και νεκρό έτσι ο Έχτορας του φώναξε και τούπε
« Πάτροκλε, τί μαντολογάς και τί μου ψέλνεις χάρους;
» Πιός σ' τόπε αν δε θα πάει κι' ο γιος της Χρυσομάλλως Θέτης    860
» στον τάφο πριν, από σκληρό χαλκό μου τρυπημένος;»
Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο
οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι.
Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο,
αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα,    865
τι τού διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη
τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του,
δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.