Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Ο



Μα τέλος πια σα διάβηκαν παλούκια και χαντάκι
τρεχάτοι, κι' έπεφαν πολλοί απ' Αχαιών κοντάρια,
στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στ' αμάξια
χλωμοί του φόβου, τρέμοντας· και στην κορφή της Ίδας
ξύπνησε ο Δίας άξαφνα απ' το πλεβρό της Ήρας.    5
Κι' όρθιος πηδάει, και στέκοντας τους διο στρατούς τηράζει,
τους Τρώες πούχαν νικηθεί, και πίσω τους Αργίτες
που τους βαρούσαν κι' έτρεχε ο Ποσειδός μαζύ τους.
Κι' είδε στον κάμπο κατά γης τον Έχτορα βαλμένο,
κι' οι φίλοι γύρω κάθουνταν, κι' αφτός αγκομαχούσε    10
βαριά φυσώντας, που η ψυχή λες τούβγαινε, και ξέρναε
αίμας, τι δεν τον βάρεσε ο πιο αχαμνός Αργίτης.
Κάηκε σαν τον είδε εκεί, κι' έρηξε μιά της Ήρας
λοξή ματιά και τρομερό της μίλησε ένα λόγο
« Άσφαλτα ο δόλος σου, άπιστη, τον Έχτορα απ' τη μάχη
» μούπαψε εκεί ο κακόβουλος και τσάκισε τους Τρώες.    15
» Δεν ξέρω αλήθια αν πρώτη εσύ δεν πρέπει να πλερώσεις
» τα μπλέκουδά σου με βεργιές και ναν τους δεις τη γλύκα.
» Ή δε θυμάσαι όταν ψηλά σε κρέμασα κι' αμόνια
» διο σούδεσα στα πόδια σου και σούσφιξα τα χέρια
» μ' άσπαστη ολόχρυση τριχιά, κι' εσύ έτσι κρεμασμένη    20
» έμενες μες στο λιόφωτο και στ' ουρανού τα γνέφια ;
» Και στο τρανό βουνό οι θεοί βαρυγομούσαν όλοι,
» μα δεν τολμούσαν και κοντά να παν και να σε λύσουν,
» τι όπιον αρπούσα τίναζα οχ το κατώφλι κάτου,
» κι' εκείνος έφτανε στη γης με την ψυχή στο στόμα.
» Μα κι' έτσι δεν ξεθύμανα απ' τη βαριά εγώ λύπη    25
» του θεογέννητου Ηρακλή, που εσύ τ' Ανεμοβρόχια
» ξελόγιασες και το Βοριά με τους κακούς σκοπούς σου,
» και θαλασσόδαρτο ως την Κο τον έσπρωξες αλάργα.
» Μα εγώ τον έσωσα από κει και τόνε πήγα πίσω
» στερνά από τόσα βάσανα στ' αλογοθρόφο τ' Άργος.    30
» Λείψε απ' τις διαβολιές λοιπόν, μη σ' τα θυμίσω πάλι
» και δεις αν βγάζεις τίποτα από φιλιά κι' αγάπες,
» πούρθες κλεφτά και μούπεσες στην αγκαλιά μ' απάτη.»
Είπε, και σκιάχτηκε η θεά, η γελαδόματη Ήρα,
και φοβισμένη απάντησε διο φτερωμένα λόγια    35
« Σ' αμώνω τώρα μα τη Γης, μα τα ουράνια απάνου,
» και μα τη μελανόχυτη της Φρίκιας καταβόθρα,
» π' όρκος ο πιό 'ναι φοβερός με τους θεούς και δέτης,
» μα τη σεπτή σου κεφαλή, το νυφικό μας στρώμα,
» το στρώμα εγώ που ψέφτορκα στο στόμα μου δεν πιάνω,    40
» σου τάζω ο σείστης Ποσειδός δε βλάφτει απ' αφορμή μου
» τους Τρώες και τον Έχτορα, ή και βοηθάει Αργίτες,
» μόν θάν τον σπρώχνει αφτόθελα μέσα η καρδιά, γιατί είδε
» και πόνεσε τους Αχαιούς πούταν στενά ζωσμένοι.
» Αν με ρωτά, εγώ θάν του πω, κάλια κι' αφτός να σύρει    45
» εσύ όπως, Μαβροσύγνεφε, μας οδηγάς στη στράτα.»
Είπε, και τότες των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας
μ' ένα χαμόγελο ήμερο της μίλησε έτσι κι' είπε
« Αν τότες, Ήρα, δέσποινα γελαδομάτα, μένεις
» ήσυχη εδώ μες στους θεούς και πας καθώς πηγαίνω,    50
» γλήγορα τότε ο Ποσειδός θαρρώ σκοπό θ' αλλάξει
» όπως εμείς τα θέλουμε, κιάς προτιμά άλλη στράτα.
» Όμως αλήθια αφτά αν τα λες κι' όχι έτσι τάχα λόγια,
» σύρε ως στους θεϊκούς σωρούς κι' αμέσως κράξε τώρα
» Την ανεμόποδη Ίριδα ναρθεί και τον Απόλλο,    55
» για να κατέβει η Ίριδα στων Αχαιών τους λόχους
» κι' ας πει του σείστη Ποσειδού ν' αφίσει τους πολέμους
» και να τραβάει στον πύργο του μες στου γιαλού τα βαθιά·
» κι' ας στείλει ο Φοίβος πάλε ομπρός τον Έχτορα στη μάχη,
» μέσα ξανά φυσώντας του ζωή σαν του γιατρέψει    60
» τους πόνους που τον τυραννούν, και τους Αργίτες πίσω
» ας τους γυρίσει με φεβγιό δειλόκαρδο σκιαγμένους,
» που αβάσταχτοι ως στα φτερωτά να τσακιστούν καράβια.    63
» Μα πριν δεν ξεθυμώνω εγώ, μήτε άλλο δε θα αφίσω    72
» θεό κανένα εδώ βοηθός των Αχαιών να τρέξει,
» πριν ως στην άκρη ο πόθος του τελειώσει τ' Αχιλέα
» που τούταξα —τη θεϊκιά κουνώντας κεφαλή μου—    75
» τη μέρα π' άγγιξε η θεά τα γόνατά μου, η Θέτη,
» και να τιμήσω κλάφτηκε τον καστροπάρτη γιο της.»
Έτσι είπε και τον άκουσε του Κρόνου η κόρη η Ήρα,
και στον τρανό πήγε Έλυμπο οχ τις κορφές της Ίδας.
Σαν πώς πετάει ο νους αντρός κοσμοταξιδεμένου    80
όταν στης μάβρης του καρδιάς τα βάθια λογαριάζει
« εδώ 'μουνα κι' εκεί 'μουνα,» και τα παλιά θυμάται·
έτσι γοργά πετάχτηκε πιλάλα η σεβαστή Ήρα.
Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους
στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι    85
σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια.
Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι
τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει
και πρώτη που της μίλησε δυό φτερωμένα λόγια
« Ήρα, γιατί ήρθες ; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω,    90
» θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου.»
Τότες απάντησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα
« Θέμη θεά, μην τα ρωτάς ! Κι' εσύ εκείνου την ξέρεις
» τη γνώμη τί είναι, ανήμερη δίχως ψηφιά και σπλάχνος.
» Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν,    95
» και θάν τα πω εγώ σ' όλους τους τί μας μηνάει ο Δίας,
» άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν
» την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου,
» τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους.»
Έτσι είπε η Ήρα κι' έκατσε —και στου Διός τον πύργο    100
όλοι οι θεοί βαριόμησαν—-και γέλασε, μα γέλιο
στα χείλια μόνο κι' έμεινε ανταριασμένη η όψη,
κι' έπειτα πήρε με πικρά ναν τους μιλήσει λόγια
« Αλί μας που έτσι αλόγιαστα θυμώνουμε του Δία
» κι' ακόμα ναν του βάλουμε περιορισμό ζητούμε    105
» μ' αντριές μας και φοβέρες μας! Μα εκείνος τί τον μέλει
» που κάθεται κι' αδιαφορεί. Τί απ' τους θεούς παινιέται
» πως ξάστερά 'ναι ανώτερος, πιο δυνατός απ' όλους.
» Για αφτό ότι στέλνει σας, καλό κακό, σπολλάτη πάντα.
» Νά! που και τώρα στεναγμοί τον Άρη καρτερούνε,    110
» τι τον πιο λατρεφτό θνητό τού σκότωσαν στη μάχη,
» το γιο του τον Ασκάλαφο που τόνε λέει δικό του.»
Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα
με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας
« Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια    115
» των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω,
» κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει
» χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμπο.»
Είπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν
στ' αμάξι του τα δυό ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο.    120
Τότε οι θεοί χειρότερα πιο ακόμα των παθών τους
τον τάραχο ίσως πάθαιναν απ' τους θυμούς του Δία,
μόνε από φόβο η Αθηνά, όλοι οι θεοί μην πάθουν,
όξω χοιμά οχ το πρόσπιτο κι' αφίνει το θρονί της,
κι' έτρεξε αμέσως τούβγαλε τα κράνο απ' το κεφάλι    125
και την ασπίδα απ' το κορμί, και τ' άσπαστο κοντάρι
του τ' άρπαξε απ' τη χέρα του και τόστησε στην κόχη.
Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια
« Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου
» τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.
» Μα δεν ακούς τί είπε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα,    130
» που τώρα μόλις έφτασε στον Έλυμπο απ' του Δία;
» Ή θες κι' εσύ κακά πολλά να πάθεις, να γυρίσεις
» άναβλα εδώ στον Έλυμπο με την καρδιά καμένη,
» κι' εμάς των άλλων συφορές να βάλεις στο κεφάλι;
» Τι ίσια τους λιονταρόψυχους Αργίτες και τους Τρώες    135
» θ' αφίσει, και θα τρέξει εδώ σ' εμάς να ξεθυμάνει,
» κι' όλους θ' αρπάξει στη σειρά, σφάλλεις ξεσφάλλεις όλους.
» Έτσι — άκου με —μη χολοσκάς για το παιδί σου τώρα·
» τι κι' άλλοι ακόμα πιο καλοί στη δύναμη στα χέρια
» ή σφαχτήκανε ή θα σφαχτούν και σαν πολλά γυρέβεις,    140
» απάθεφτη κάθε θεού νάναι η γενιά και φύτρα.»
Έτσι είπε, και τον έβαλε σ' ένα θρονί να κάτσει.
Τότ' όξω η Ήρα φώναξε την Ίριδα οχ τον πύργο —
π' αφτή είταν των παντοτινών θεών μαντατοφόρα —
και τον Απόλλο, και τους λέει διο φτερωμένα λόγια    145
« Στήν Ίδα εφτύς του Κρόνου ο γιος να πάτε σας προστάζει.
» Εκεί σα φτάστε κι' έρθετε στο Δία ομπρός, κοιτάξτε
» πρόθυμα κάντε — ακούστε με —ότι σας πει και θέλει. »
Είπε, και μέσα γύρισε η σεβαστή Ήρα πάλι
κι' έκατσε στο θρονί. Κι' αφτοί τρεχάτοι πήραν δρόμο.    150
Έτσι ήρθαν στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα,
κι' ήβραν το Δία στου βουνού την άκρη καθισμένο,
στο Ξέφαντο· κι' είχε άλωνα μοσκαχνισμένο γνέφι.
Κι' ομπρός σαν ήρθαν στων θεών κι' αθρώπων τον πατέρα,
στέκουν και καρδιοχάρηκε, άμα τους είδε, ο Δίας    155
που έτσι τα λόγια τ' άκουσαν της γυναικός του αμέσως.
Κι' άρχισε πρώτα κι' έλεγε της Ίριδας διο λόγια
« Τρέχα, γοργή Ίριδα, να πας, κι' αφτά άκου να μηνήσεις
» όλα τ' αφέντη Ποσειδού χωρίς ν' αλλάξεις λέξη.
» Πες του πολέμους και σφαγές πως, λέω να παραιτήσει,    160
» και μιά και διο ή στη θάλασσα ή στων θεών τον κύκλο.
» Μα αν δεν πειστεί στα λόγια μου κι' αψήφιστα σ' ακούσει,
» ας λογαριάσει κι' ας σκεφτεί πως, δυνατός κι' αν είναι,
» δεν έχει να μ' αντισταθεί σαν πιάσω αστροπελέκι
» και του ρηχτώ, τι εγώ θαρρώ πολύ είμαι ανότερός του    165
» και πριν στα χρόνια· ωστόσο αφτός σαν ίσος μου να βγαίνει
» λες δε δειλιάζει, εμένανε που με φοβάνται κι' άλλοι.»
Είπε, κι' ακούει η γλήγορη θεά, και χέρι χέρι
έτρεξε κάτου απ' τις κορφές της Ίδας ως στον κάμπο.
Πώς αψηλά οχ τα σύγνεφα πέφτει χαλάζι ή χιόνι    170
κατάκριο, σα φυσάει βοριάς και φέρνει παγοκαίρι,
έτσι γοργόποδη η θεά πιλάλησε ως τον κάμπο.
Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε
« Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου,
» να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία.    175
» Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα
» στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.
» Μα αν δεν πειστείς στα λόγια του κι' αψήφιστα μ' ακούσεις,
» φοβέριζε κι' αφτός εδώ πως να σε πολεμήσει
» θάρθει ανοιχτά, μα κάλια σου να τραβηχτείς νομίζει,    180
» μη σου ρηχτεί, τι αφτός μαθές πολύ είναι ανότερός σου
» και πριν στα χρόνια· ωστόσο εσύ έτσι ίσος του να βγαίνεις
» λέει δε δειλιάζεις, του Διός που τον φοβάνται κι' άλλοι. »
Τότες βαριά αγανάχτησε της γης ο σείστης κι' είπε
« Ω φαντασία! Τί, δυνατός γιατί είναι, θα μ' ορίζει    185
» με ζόρι εμένα κι' άθελα, που εγώ 'μαι ισόβαθμός του;
» Τι είμαστε τρία αδέρφια εμείς, του Κρόνου οι γιοι απ' τη Ρέα,
» εγώ κ' ο Δίας κι' έπειτα ο νεκρορήγας Άδης.
» Κι' όλα σε τρία μοιράστηκαν, του κάθε γιου ένα θέμα·
» εγώ, σα ρήχναμε λαχνό, πήρα να ορίζω πάντα    190
» τα κύμα, ο Δίας τα πλατιά ουράνια μες στα γνέφια
» και στο λιοπύρι, κι' έπεσαν στον Άδη τα σκοτάδια·
» μα η Γης κοινή κι' ο Έλυμπος μένει ολονώνε ως τώρα.
» Έτσι ορισμούς του ή προσταγές δεν παίρνω εγώ, κι' ας μένει
» εκεί ήσυχος στο θέμα του, όσο τρανός κι' αν είναι.    195
» Κι' ας μη με σκιάζει —έτσι δειλός δεν είμαι— μ' αστραπές του.
» Πιο γνωστικό 'ναι κόρες του να παραπάει και γιους του
» με λόγια του έτσι αγέρωχα, τι σαν παιδιά του πούναι,
» χρέος τους, θέν δε θένε, αφτοί ν' ακούν τους ορισμούς του.»
Τότε η γοργόποδη Ίριδα τ' απάντησε και τούπε    200
« Έτσι λοιπόν, αφτά να πω, Τραντάχτη μαβρομάλλη,
» στο Δία θες τα λόγια σου—σφιχτά πεισματωμένα—
» ή θες ν' αλλάξεις; Αλλαχτή του γνωστικού 'ναι η γνώμη.
» Τους πιο μεγάλους πως βοηθούν το ξέρεις οι Κακίστρες.»
Τότες της είπε ο Ποσειδός, ο μαβρομάλλης σείστης    205
« Σωστός πολύ, Ίριδα θεά, ο λόγος σου. Στόν κόσμο
» καλό κι' αφτό όταν έχει νου γερό ο μαντατοφόρος.
» Καημό όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια,
» που εμένα τον ισότιμο, γραμμένονε όμιας μοίρας,
» να μ' αποπαίρνει όλο ζητάει με θυμωμένα λόγια.    210
» Μα τώρα —εγώ τον σέβουμαι— δεν πεισματώνω, ας είναι.
» Μα άκου, άλλο λόγο θα σου πω, που δεν απλή φοβέρα.
» Αν θέλει εμάς στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι' εμένα    213
» να λυπηθεί τ' ορθόβραχο καστρί και ναν τ' αφίσει    215
» ολόρθο, και των Αχαιών να μην τους δώσει νίκη,
» ας μάθει αφτό, πως άσβυστο θάχουμε πάντα πάθος.»
Είπε, κι' αφίνει το στρατό και πάει και μέσα μπαίνει
στο κύμα, κι' αποθύμησαν τον Ποσειδό οι Αργίτες.
Τότες ο Δίας φώναξε το γιο του Φοίβου κι' είπε    220
« Πήγαινε τώρα Απόλλο μου, τον Έχτορα και βόηθα,
» τι τώρα ο σείστης Ποσειδός μες στο ψαρύ του κύμα
» ξανάμπε, κι' έτσι γλύτωσε από το βαρύ θυμό μου.
» Τί κι' άλλοι θάκουγαν θεοί τη μάχη μας στον κόσμο,
» κι' όσοι είναι ακόμα μες στης γης τα βάθια με τον Κρόνο.    225
» Μα κέρδος είναι και των διο που έτσι η δουλιά δεν πήγε
» πιο κει, και που τα χέρια μου απόφυγε από σέβας·
» ειδέ, σ' το λέω πως άδρωτα δε θάχε ξεδιαλούδια.
» Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα,
» και σκιάζε σκιάζε σιώντας την τους Αχαιούς στη μάχη.    230
» Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια,
» το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες
» τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία.
» Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τί θα πω ή θα κάνω,
» ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα.»    235
Είπε, κι' εκείνος άκουσε την προσταγή του Δία,
και χύθη κάτου απ' τα βουνά της Ίδας σαν αγιούπας,
σα φασσοφάγος άφταστος πούναι στον κόσμο απ' όλα
το πιο γοργόφτερο πουλί. Και βρήκε του Πριάμου
το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου
στρωμένο πια, μόν κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει    240
και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι
σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη.
Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε
« Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις
» εδώ μισόνεκρος; Σαν τί κακό σε βασανίζει; »    245
Τότες εκείνας τ' απαντάει με την ψυχή στο στόμα
« Πιός είσαι εσύ, θεούλη μου, που μ' αρωτάς αγνάντια ;
» Δε σ' τόπαν πως σαν έσφαζα τους Αχαιούς στα κοίλα
» καράβια ομπρός, με βάρεσε στα στήθια με μιά πέτρα
» του Τελαμώνα ο γίγας γιος και μ' έβγαλε απ' τη μάχη ;    250
» Και μιά στιγμή είπα, σήμερα πως στα λημέρια τ' Άδη
» και στους νεκρούς θα βραδιαστώ, γιατί είχα ψυχομάχη. »
Τότες του λέει ο φυλαχτής αφέντης γιος του Δία
« Τώρα καρδιά! τι τέτιο δες βοηθό οχ την Ίδα ο Δίας
» να σε προσέχει σούστειλε και δίπλα σου να στέκει,    255
» το Φοίβο εμένα, φυλαχτή του Δία γιο, που πάντα
» κι' εσένα σώζω ως σήμερα και τ' ορθωμένο κάστρο.
» Μόν έλα τώρα πρόσταξε τ' αμαξωτό σου τάγμα
» ίσα ως στα πλοία τις γοργές φοράδες να λαλήσουν,
» κι' εγώ μπροστά τους τρέχοντας το δρόμο θάν τους σιάξω    260
» ίσο έτσι, και των Αχαιών τους λόχους θα τσακίσω. »
Είπε, και φύσησε άπειρο μες στην καρδιά του θάρρος.
Πώς το βαρβάτο σε παχνί αργό παραχορταίνει
και το καπίστρι σπάει κι' ορμάει στον κάμπο πιλαλώντας —
γιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμια —    265
περήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του
κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει,
κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά γοργά το παν τα πόδια
όπου συχνάζουν αλόγα και στα λειβάδια βόσκουν·
έτσι κι' εκείνος γόνατα και πόδια γοργοκούναε,
κι' έκραζε ομπρός! άμα άκουσε τα θεϊκά τα λόγια.    270
Κι' αφτοί, όπως διπλοκέρατο αλάφι ή αγριογίδι
παίρνουν κυνήγι οι χωριανοί κι' ασπροτριχάτοι σκύλοι,
μα φέβγει αφτό σε σγουμπουλά βουνά και δασωμένες
λογγιές, μηδέ γραφτό μαθές δεν είταν ναν το πιάσουν,
τι απ' τις φωνές τους λέοντας αρχοντικός στο δρόμο    275
προβάλνει κι' όλους θέν δε θέν σε μιά άχνα τους κωλώνει·
έτσι οι Αργίτες σωρεφτοί πριν κυνηγούσαν πάντα
όλο χτυπώντας με σπαθιά και δίστομα κοντάρια,
μα άμα τον Έχτορα είδανε π' ορμούσε απάς στους λόχους,
δείλιασαν κι' όλων θρούβαλα τους έγινε το θάρρος.    280
Τότε είπε και τους λάλησε τ' Αντραίμου ο γιος ο Θόας,
πρώτο των Αιτωλών σπαθί, πιδέξος με κοντάρι,
γερός και σ' αμαξοσφαγή, και λίγοι τον νικούσαν
στη συντυχιά όταν όλοι οι νιοι παράβγαιναν στο λόγο.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε    285
«Ώχου, κι' αφτό ναι απ' τ' άγραφα που βλέπω τώρα ομπρός μου!
» Τήρα, απ' το χάρο γλύτωσε ο Έχτορας, και βγήκε
» ξανά στη μάχη φοβερός, που εμείς κρυφή μιά ολπίδα
» τόχαμε πια πως τούφαγε την κεφαλή του ο Αίας.
» Μα κάπιος του ξανάδωκε θεός τη γιά του πάλι    290
» και γλύτωσε ... τηράτε, αφτός π' αφάνισε πολλούς μας,
» όπως και τώρα λέω ξανά θα γίνει, τι δε στέκει
» με τόση αντριά έτσι ολόμπροστα δίχως του Δία γνώμη.
» Μα ελάτε κι' ότι εγώ σας πω, τώρα έτσι ας κάνουμ' όλοι.
» Το πλήθος πρώτα ας στείλουμε να σύρει στα καράβια,    295
» κι' εμείς που λέμε του στρατού πως είμαστε ο αθέρας
» μ' όρθια ας σταθούμε αντίκρυ του κοντάρια, και το δρόμο
» μπροστά ας του κόψουμε, κι' αφτός θαρρώ, όσο κι αν λυσσάζει,
» θάν το σκεφτεί ως στων Αχαιών τους λόχους να βουτήξει.»
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε.    300
Και με τον Αία όσοι είτανε και Δομενιά και Τέφκρο
και με το Μέγη τον τρανό και με το γιο τού Μόλου
σφιχτογραμμίζουν —κράζοντας τους πιο καλούς κοντά τους—
κατάγναντα στον Έχτορα και στο στρατό των Τρώων,
και πίσω οι άλλοι πόδιζαν, το πλήθος, προς τα πλοία.    305
Κι' οι Τρώες ίσια μαζωχτοί ορμούνε, κι' οδηγούσε
ο Έχτορας με δρασκελιές μεγάλες, και μπροστά του
πάγαινε ο Φοίβος, σκεπαστός με σύγνεφο στους ώμους,
και σκιάχτρα αιγίδα χάλκινη στα χέρια του κρατούσε
με κρόσσα γύρω ολόλαμπρα, που ο Ήφαιστος του Δία
την έδωκε, ο λαμπρός χαλκιάς, ναν τη φοράει στη μάχη·    310
αφτή βαστώντας το στρατό μπροστά μπροστά οδηγούσε.
Μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούνε, κι' άγρια αντάρα
σηκώσανε οι στρατοί κι' οι διο, κι' οχ τις χορδές πηδούσαν
σαΐτες, κι' οχ τις δυνατές τα στεριοφράξα χούφτες
άλλα σε σάρκες μπήγουνταν αντρών παλικαράδων,    315
όμως πολλά και πέφτανε —πριν άσπρο κριάς αγγίξουν—
στη μέση χάμου, αθρώπινη σάρκα να φαν διψώντας.
Έτσι όσο ακίνητη ο θεός κρατούσε την αιγίδα,
βρίσκανε κι' απ' τους διο οι ρηξές κι' ισόπεφτε το πλήθος·
μα όταν κατάματα έπειτα θωρώντας τους Αργίτες    320
την τράνταξε, κι' απέ έσκουξε σκουξιά φριχτή μεγάλη,
τότες τους νάρκωσε το νου, παράλυσε η καρδιά τους.
Τότε όπως διο θεριά άξαφνα σε μάβρης νύχτας πίσσα
πλακώνουν κι' άπειρο σκορπούν προβατινό κοπάδι
η μουγκροβόδικο σωρό ενώ ο τσοπάνης λείπει·    325
έτσι άναντρα έφυγαν κι' αφτοί, γιατί τρομάρα ο Φοίβος
τους έβαλε μες στην καρδιά και δόξαζε τους Τρώες.
Κι' έσφαξε τότε ο Έχτορας το Στίχη κι' Αρκεσίλα,    329
τον ένα των χαλκόφραχτων πρωτάρχο Βοιωτώνε,    330
τον άλλο τ' άξιου Μηκιστιά συντρόφι μπιστεμένο.
Κι' ο γιος τ' Αχίσα γύμνωσε το Μέδο και το Γιάσο.
Νόθος ο πρώτος είταν γιος του θεϊκού Οΐλέα,
του Αία —ο Μέδος— αδερφός, και στη Φυλάκη αλάργα
σε ξένους τόπους κάθουνταν, τι της μητριάς Εριώπης,    335
πούχε την τέρι ο Οϊλιάς, ξαδέρφι 'χε σκοτώσει·
κι' είταν ο άλλος στρατηγός απ' την Αθήνα, ο Γιάσος,
και γιος του Σφήλου πούταν γιος του μαχητή Βουκόλου.
Και μες στη μπροστινή σειρά σκοτώνει ο Πολυδάμας
το Μηκιστιά, κι' ο θεϊκός Αγήνορας τον Κλόνη,
και θανατώνει τον Εχιό ο γλήγορος Πολίτης.    340
Κι' ο Πάρης μες στους μπροστινούς το Διόχο, ενώ γυρνούσε
να φύγει, χαλκοβάρεσε στη ρίζα πίσω τ' ώμου,
κι' ο στόκος ίσα ως αντικρύ τού σούγλισε τον ώμο.
Κι' ενόσω αφτοί τους γύμνωναν, νά! πέφτουν οι Αργίτες
στο χάντακα και στα μπηχτά παλούκια, και πιλάλα
ζερβόδεξα κακήν κακώς μες στο τειχί τραβιούνται.    345
Έκραξε τότε ο Έχτορας με μιά φωνή μεγάλη
« Δεν έχει τώρα πλιάτσικα, μόν' όλοι ομπρός ! στα πλοία.
» Αλλού κανένα σας αν δω, αλάργα απ' τα καράβια,
» αφτού θάν του το φάω εγώ το μάτι, και στην Τροία
» δε θάν του κλάψουν το νεκρό αδέρφια και ξαδέρφια,    350
» μον σκύλοι ομπρός στο κάστρο μας κοψίδια θαν τον κάνουν. »
Είπε και τα φαριά χτυπάει στους ώμους, και φωνάζει
να τρέξουν όλοι οι λόχοι ομπρός. Και μ' ένα ζήτω οι Τρώες
όλοι μαζί του τρέξανε μ' αλόγατα κι' αμάξα,
κι' η ταραχή λες κούφαινε. Κι' ομπρός τους τότε ο Φοίβος,    355
του βαθυχάντακου έφκολα γκρεμίζοντας τα χείλια
με μιά κλωτσά, τα πέταξε στον πάτο, κι' έτσι δρόμο
μακρύ γιοφύρωσε, φαρδύ τόσο όσο πάει κοντάρι
που νιός τινάζει για να δει σαν πόση η δύναμή του·
εκεί —μπροστά ο θεός— χοιμούν οι Τρώες λόχοι λόχοι.    360
Κι' ο Πάτροκλος, όσο οι στρατοί ακόμα πολεμούσαν    390
τριγύρω εκεί στο χάντακα απ' τα καράβια αλάργα,
αφτός ως τότες κάθουνταν στου στρατηγού Βρυπύλου,
με λόγια τον διασκέδαζε, και στην πικρή πληγή του
βοτάνια απίθωνε, γιατριά καταραμένων πόνων.
Μα καθώς είδε στα γοργά καράβια πως χοιμούσαν    395
οι Τρώες, και μ' οχλοβουή πως φέβγανε οι Αργίτες,
τότε ώχουμου ξεφώνισε, και μ' ανοικτές τις χούφτες
τα διο του γόνατα χτυπάει και λέει θρηνολογώντας
« Βρύπυλε, εγώ πια δε μπορώ, κιάς έχεις τόσο ανάγκη,
» να μένω εδώ, τι κοίτα νά ! κακό μεγάλο ανάβει·    400
» ο παραγιός σου ας σε νιαστεί. Εγώ στον Αχιλέα
» θα τρέξω, και στον πόλεμο να βγει θάν του προσπέσω.
» Πρώτα οι θεοί, ίσως την καρδιά τα λόγια μου —πιός ξέρει;—
» τ' αγγίξουν· τι πολλά μπορεί πιστού συντρόφου ο λόγος.»
Είπε και φέβγει ακράτητος. Κι' οι Δαναοί τους Τρώες    405
μ' απόφαση, ενώ πλάκωναν, προσμένουν· μα πού τρόπος
πίσω ναν τους βαρέσουν πια, κιάς είτανε πιο λίγοι.
Μήτε κι' οι Τρώες μπόρεσαν τους Αχαιούς να σπάσουν
κι' ως στα καλύβια μιά φορά και πλοία να ζυγώσουν.    409
Γιατί τους λόχους σφίγγοντας βαστούσαν λες σα βράχος    618
μεγάλος κρεμαστός μπροστά σε θάλασσα οργισμένη,
άσειστος βράχος κιάς βογγάει τριγύρω ανεμοζάλη    620
κι' άπαφτα ας του ξερνάει αφρούς το κύμα θεριεμένο·
έτσι έστεκαν κι' αφτοί άσειστοι και βήμα δεν κουνούσαν.
Κι' ο Αίας όλο φώναζε στα παλικάρια γύρω    501
« Παιδιά, ντροπής μας! Έφτασε στιγμή κι' ή θα χαθούμε,
» ή θα σωθούμε αν σώσουμε απ' το χαμό τα πλοία.
» Μη δα θαρρείτε, τώρα εδώ αν πάρουν τα καράβια,
» πως περπατώντας το γιαλό ως στ' Άργος θα διαβείτε;    505
» Για δεν ακούτε στους οχτρούς τον Έχτορα που σ' όλους
» κράζει να τρέξουν και λυσσάει να κάψει την αρμάδα;
» Σε πόλεμο, όχι σε χορό, το ξέρτε, τους φωνάζει.
» Μα, αδρέφια, γνώμη πιο καλή για μας δε μένει τώρα
» παρά ας σταθούμε αποκοντά, και την παλικαριά μας
» μαζί τους ας μετρήσουμε και τα βαριά μας φράξα.    510
» Κάλια ή να πάμε μιά φορά για πάντα ή να σωθούμε,
» κι' όχι να λιώνουμε άδικα σε μάχη δίχως άκρη,
» εδώ νά! από μιά φούχτα οχτρούς στα πλοία στρυμωγμένοι.»
Έτσι είπε, κι' άφριζαν κι' αφτοί ναν τους χτυπήσουν πίσω,    565
και πρόθυμοι στα πλοία ομπρός στήνουν χαλκένιο φράχτη·
μα και τους Τρώες πύρωσε του Κρόνου ο γιος ο Δίας.
Και τότες πάλι εκεί σφαγή αρχίζει απελπισμένη.    696
Λες δροσεροί κι' απλήγωτοι πως κι' Αχαιοί και Τρώες
σε μάχη πρωτοσμίγανε· τόσο άγρια εκεί χτυπιούνταν!
Κι' είχαν αφτά σα μάχουνταν οι διο στρατοί στο νου τους·
πως πια δε μένει γλυτωμός οι Δαναοί θαρρούσαν    700
μόνε όλοι εκεί θα σκοτωθούν, μα μες στα στήθια οι Τρώες
είχαν ολπίδα πως στρατό κι' αρμάδα θα ρημάξουν·
αφτά θαρρώντας στήθηκαν αντικρυστοί με πείσμα.
Τότε ο γενναίος Έχτορας το Σκέδη χαντακώνει,    515
άξιο του Περιμήδη γιο, των Φωκιωτών τον πρώτο·
κι' ο Αίας τ' Αντηνόρου γιο χαριτωμένο σφάζει,
το Λαοδάμα, των πεζών, πιδέξο πολεμάρχη·
κι' ο Πολυδάμας γύμνωσε τον Ώτο απ' την Κυλλήνη,
των Επειγών το στρατηγό και σύντροφο τού Μέγη.
Μα τόδε του Φυλέα ο γιος κι' ομπρός πηδάει και ρήχνει,    520
μα δεν τον πήρε —τι έκανε παρέκει, κι' ο Απόλλος
του Πάνθου γιο δεν άφινε να πέσει εκεί στους πρώτους—
μόν μες στα στήθια κάρφωσε τον Κροίσμο, που βροντώντας
πέφτει βαρύς. Τότε έπιασε ναν τον γυμνώσει ο Μέγης·
μα του πλακώνει ο Δόλοπας, πολεμιστής ψημένος,    525
του Λάμπου ο γιος, που ξακουστός τον έκανε πατέρας,
κι' από κοντά τού τρύπησε στη μέση την ασπίδα    528
με το χαλκό, μα τα γερά τον γλύτωσαν τσαπράζα
που διπλοχουφτοτέριαστα τα φόραε. Απ' την Εφύρα    530
άλλοτες τάφερε ο Φυλιάς, απ' του Σελλή το ρέμα,
και βλάμης τού τα χάρισε, ο βασιλιάς Εφήτης,
που σαν κινάει για πόλεμο ναν τα φοράει μπροστήθι·
όπως και τότες τούσωσαν το γιο του από το χάρο.
Μα τούπαιξε κι' ο Μέγης μιά με το βαρύ κοντάρι    535
κατάκορφα στο χάλκινο φουντολοφήσο κράνος,
κι' όλη τη φούντα τούσπασε· κι' η φούντα μες στις σκόνες
πέφτει όλη χάμου, νιόβαφη μ' άλικο πλούσιο χρώμα.
Μα ενώ τη μάχη αφτός βαστάει κι' ολπίζει πάντα νίκη,
να σου ο Μενέλας άξαφνα φτάνει βοηθός του Μέγη,    540
και πλάγια στέκοντας κρυφά του ρήχνει το κοντάρι
πίσω στον ώμο. Σαν τρελό περνάει τα στήθια τ' όπλο
πετώντας ομπρός, κι' ο Δόλοπας σωριάστη με τα μούτρα.
Όμως στον Αία ο Έχτορας τον ξακουστό χοιμίζει.    415
Και γιά 'να πλοίο πιάστηκαν οι διο, μα δε μπορούσαν
μήτε τον Αία διώχνοντας να κάψει αφτός το πλοίο,
και μήτε ο Αίας πάλε αφτόν να τον αμπώξει πίσω
μιάς και του Δία ο ορισμός τον πήγε ως στην αρμάδα.
Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας
τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι·    420
κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.
Μα μόλις είδε ο Έχτορας νεκρό τον ξάδερφό του
πούπεφτε χάμου, ομπρός εκεί στο μελανό καράβι,
έκραξε σ' όλο το στρατό μ' άγρια φωνή μεγάλη
« Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες,    425
» μη χαλαρώστε, μόν καρδιά λιγάκι αφτή την ώρα
» και σώστε τ' Ακουστού το γιο, μη λάχει εδώ οι Αργίτες
» και τον γυμνώσουν πούπεσε μες στο καραβοστάσι. »
Είπε, και σφίγγει το λαμπρό κοντάρι του στον Αία,
μα δεν τον ήβρε, μόν το γιο του Μάστορα Λυκόφρο,    430
τον Κυθηριώτη, σύντροφο του Αία —που φεβγάτος
για φόνο οχ τ' όμορφο νησί στου Αία κατοικούσε—
αφτόν χτυπάει στην κεφαλή, εκεί στ' αφτί από πάνου,
ενώστεκε κοντά κοντά στο γιο του Τελαμώνα·
κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ξερός μπροστά στο πλοίο.    435
Πάγωσε ο Αίας κι' έκραζε παρέκει τ' αδερφού του
« Τέφκρο μου, πάει πια χάσαμε το μπιστεμένο φίλο,
» το γιο του Μάστορα, που εμείς σαν ήρθε απ' το νησί του
» πατέρα λες τον είχαμε στον πύργο μας. Να, τώρα
» του Έχτορα τον σκότωσε η χέρα η μεστωμένη.    440
» Μα πούναι τώρα οι φτερωτές σαΐτες σου, αδερφέ μου,
» και το δοξάρι σου που ο γιος σου χάρισε του Δία; »
Είπε, κι' εκιός τον άκουσε κι' ήρθε σιμά τρεχάτος,
κι' είχε στα χέρια φονικές σαΐτες και δοξάρι
πισώσυρτο· κι' αρχίζει εφτύς να ρήχνει στα γιομάτα.
Και του Πεισάνορα βαράει το γιο, τον άξιο Κλείτο,    445
το σύντροφο τού φημιστού λεβέντη Πολυδάμα,
ενώταν μες στην άμαξα. Τα γκέμια αφτός κρατούσε
κι' έτρεχε εκεί που πιο πυκνοί χτυπιόντουσαν οι λόχοι,
γιατί ήθελε στον Έχτορα και στο λαό των Τρώων
ζήλο να δείξει· μα κακό του βγήκε στο κεφάλι,    450
κακό που δεν του πρόλαβαν κιάς λαχταρούσαν όλοι,
τι πίσω μπήκε η άχαρη σαΐτα μες στο σνίχι.
Κι' όξω οχ τ' αμάξι κύλησε, γυρνούν και τα γοργά άτια
πίσω ξανά, την άμαξα κατρακυλώντας άδια.
Μα τάδε εκεί ο αφέντης τους ο Πολυδάμας πρώτος
κι' έτρεξε ναν τα πιάσει έφτύς. Και τότες στον Αστύνο    455
τάδωκε, στου Πρωτιά το γιο, και τούπε και ξανάπε
νάχει τα μάτια τέσσερα κι' αλάργα να μη στέκει·
κι' ο ίδιος πάει τους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.
Κι' ο Τέφκρος βγάζει δέφτερη σαΐτα να τραβήξει
στον Έχτορα, και θάπαβε τη μάχη ομπρός στα πλοία
αν τον βαρούσε πούτανε το πιο γερό κοντάρι.    460
Μα τον Διός δε γέλασε το μάτι, π' αγρυπνούσε
μην πάθει ο Έχτορας, κι' αφτή τη δόξα δεν τ' αφίνει,
μόν την καλόστριφτη του σπάει χορδή του στο δοξάρι
καθώς τραβούσε απάνου του. Και πάει στραβά η σαΐτα,
κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.    465
Και το δοξάρι ο Έχτορας πως βλάφτηκε σαν τόδε,    484
κράζει με δυνατή φωνή τους Τρώες και Λυκιώτες    485
« Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες,
» σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια
» στα πλοία ομπρός· γιατί είδα εγώ μ' αφτά τα μάτια τώρα
» πούσπασε ο Δίας στρατηγού μεγάλου το δοξάρι.
» Λάθος δεν κάνεις, ξάστερη του Δία 'ναι η βοήθια,    490
» και σ' όσους θέλει την τιμή της νίκης να χαρίσει
» κι' όσους αφίνει αβοηθήτους δίχως καρδιά και θάρρος,
» σαν όπως τώρα εμάς βοηθάει και τους οχτρούς νεκρώνει.
» Μόν πολεμάτε αχώριστοι εδώ μπροστά στα πλοία!
» Κι' όπιος νεκρός από σπαθί για από κοντάρι πέσει,    495
» ας πέσει! Δεν είναι ατιμιά να πέσεις πολεμώντας
» για την πατρίδα· λέφτερα τα τέρια τα παιδιά μας,
» τα γονικά μας άβλαφτα κι' οι πύργοι μας θα σκέκουν,
» οχτρούς και πλοία αν σύψυχους τους φάει το μάβρο φίδι!»
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος.    500
Και σα λιοντάρια οι λόχοι εφτύς ορμούν ζωντανοφάγα    592
ίσια στα πλοία, κι' έκαναν τους ορισμούς του Δία,
π' όλο τους λύσσαε, μα άρπαζε τη νίκη απ' τους Αργίτες
και την αντριά τους χάβνωνε, μα πύρωνε τους Τρώες.    595
Γιατί είταν πάντα ο πόθος του οι Τρώες να νικήσουν
κι' άσβυστη ο Έχτορας φωτιά θεόκαφτη να βάλει
στα πλοία, κ' έτσι να γενεί της Θέτης η κατάρα.    598
Κι' αφτός σαν Άρης φρένιαζε, σα φλόγα λες ρημάχτρα    605
που σε βουνήσας λαγκαδιάς λυσσομανάει την πύκνα,
κι' έχυνε αφρούς το στόμα του και σπίθιζαν τα μάτια
κάτου απ' τα φρύδια τα σμιχτά, κι' ενώ πολέμαε αχούσε
με φρίκη στα μηλίγγια του ζερβόδεξα το κράνος.    609
Κι' έτσι τους πέφτει όπως ορμάει σε τρεχαντήρι κύμα
ανεμοθέριεφτο άρπαγο, και χάνεται το πλοίο    625
όλο μες σε νερά κι' αφρούς, και στα πανιά μουγκρίζει
σκιαχτό το σιφουνόφυλλο, κι' οι νάφτες καρδιοτρέμουν,
τι λεν θάν τους ρουφήξει εφτύς η μάβρη καταβόθρα.    628
Κι' άδραξε τότε ο Έχτορας πελαγοδρόμο πλοίο    704
πανώριο φτεροτάξιδο, πούχε στην Τριά φερμένα    705
τον Πρωτεσίλα, μα ξανά και στ' Άργος δεν τον πήγε.
Για αφτό αφρισμένοι οι Δαναοί κι' οι Τρώες το καράβι
ένας τον άλλο από κοντά βαρούσαν, κι' απ' αλάργα
δεν καρτερούσαν δοξαριών ρηξές και κονταριώνε,
μόν έστεκαν σιμά σιμά, κι' οι δυό τους μ' ίδιο πάθος,    710
και με μπαλτάδες κοφτερούς χτυπιόντουσαν κι' αξίνες
και με θεόρατα σπαθιά και δίστομες μαχαίρες.
Κι' είταν στρωμένη χάμου η γης μαβροδεμένες πάλες

  • πλατιές πανώριες, και κορμιά με γυμνωμένα στήθια.

και λες ποτάμια τρέχανε μαβρόθολα απ' το αίμας.    715
Μα ο Αίας ο τρανόκαρδος πιο πίσω να ζαρώνει    674
δεν ήθελε όχι οπού οι λοιποί τραβήχτηκαν Αργίτες,
μόν με μεγάλα βήματα τα ξύλα δρασκελούσε
του πλοίου, σιώντας ναφτικό στις χούφτες του κοντάρι,
πήχες εικοσιδιό μακρύ ζουναροκολλημένο.    678
Κι' όλο στους άντρες έβαζε φωτιά θεριοφωνώντας    732
« Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια,
» σαν άντρες βάρτε τους, παιδιά, σαν άξια παλικάρια!
» Μην ξέρτε κι' άλλους πίσω μας βοηθούς που καρτεράνε,    735
» ή κάναν πύργο πιο γερό που στέκει να μας σώσει;
» Κάστρο δεν ξέρω εγώ κοντά πυργόφραχτο κανένα
» που μ' άλλη δύναμη από κει ξανά ν' αντισταθούμε.
» Τρώες εδώ μας τριγυρνούν με σπάθες με κοντάρια,
» κι' εμείς σπρωγμένοι ως στο γιαλό αλάργα απ' την πατρίδα.    740
» Έτσι η ολπίδα στο σπαθί, όχι σε δείλια κι' όκνο.»
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος.    667
Μα μιάς την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει,    716
πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα
με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες
« Φέρτε φωτιά, κι' ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε !
» Έφεξε τώρα αβγή για μας η πιο χαριτωμένη
» τα πλοία ναν τους κάψουμε, που στων θεών το πείσμα    720
» ήρθαν κι' εδώ μας ρήμαξαν, απ' των γερόντων δείλια
» που πάντα, εγώ σα γύρεβα να βγω ναν τα βαρέσω,
» οι έρμοι αφτοί μ' αμπόδιζαν και το στρατό κρατούσαν.
» Μα τότες κι' αν μας τύφλωνε ο βροντολάλος Δίας,
» νά! αδρέφια, πάλε μας βοηθάει και μας θαρρύνει τώρα. »    725
Είπε, κι' οι Τρώες ρήχτηκαν με πιο μεγάλη λύσσα.
Και θεν δε θένε οι Δαναοί τραβιούνται απ' τα καράβια    655
τα πρώτα, κι' έμειναν εκεί πούταν κοντά οι καλύβες,
άσπαστοι μήτε σκόρπισαν στον κάμπο· τι τους βάσταε
ντροπής και σέβας, τι έσκουζαν ένας στον άλλο θάρρος.