Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Στ: Η κριτική του καλού δύναμις


Τα άμορφα της ύλης στοιχεία δυνατόν να συνυπάρχωσιν αιωνίως εν τω απείρω, χωρίς το έτερον να λάβη του ετέρου αίσθησιν, πολύ ολιγώτερον γνώσιν των ων στερείται έκαστον εσωτερικών καταστάσεων. Άλλως έχει το πράγμα ως προς τα υλικά στοιχεία, όσα εκρατήθησαν υπό των ειδών. Διότι ενταύθα ναι μεν η υποκείμενη εις τας μορφάς ύλη δυνατόν να μένη αμέτοχος πάσης συγκινήσεως, αλλ' αι επ' αυτών ιδρυμέναι ψυχαί, αν και χωρισμέναι κατά το φαινόμενον απ' αλλήλων, συνανήκουσιν, όμως εις μίαν και την αυτήν γενικήν ουσίαν, αδιασπάστως απ' αυτής εξηρτημέναι, ζώσιν από κοινού μετ' εκείνης. Ουδέν λοιπόν φυσικώτερον παρά εάν η κατάστασις της μιας δεν μένη αδιάφορος εις την άλλην, εάν συμπαθώσιν αλλήλαις, (Ενν. IV.3.8 εν αρχή) και συνεννοώνται και αναγνωρίζωσι τας διαθέσεις αλλήλων αι ψυχαί όπισθεν των δι' ων εκδηλούνται μορφών και σχημάτων. Το «οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή» δεν περιορίζεται μόνον επί των ανθρώπων λεγόμενον, ουδ' αναφέρεται ποσώς εις την εξωτερικήν των σχημάτων παράστασιν, αλλ' αληθεύει, κατά το πνεύμα του Πλωτίνου, μόνον εφ' όσον αφορά την έκφρασιν της εσωτερικώς εμψυχούσης τα όντα δυνάμεως, και επεκτείνεται εφ' απάντων εν γένει των αντικειμένων. Μόνον ούτως εννοείται πώς ηδύνατο να ήναι καλός ο Σωκράτης κατ' Αλκιβιάδην[1], και πώς το κανονικώτερον πρόσωπον δεν κατορθοί να μας γοητεύση, εάν ήναι ψυχρόν και άψυχον. Μόνον ούτως εννοείται διατί τα αντικείμενα, εκτός της παραστάσεως του ποιου και των προς άλληλα σχέσεων αυτών κατορθόνουσι να διεγείρωσιν εν ημίν και εν πρόσθετον αίσθημα αρεσκείας ή απαρεσκείας, συμπαθείας ή αντιπάθειας, ανεξάρτητον μεν του μεγέθους[2], ανεξάρτητον δε του σχήματος αυτών[3]. Μόνον ούτως εννοείται τέλος πάντων, διατί περί της παρουσίας του καλού κρίνομεν μόνον οσάκις τούτο έρχεται εις άμεσον μετά της ψυχής ημών συνάφειαν: Το κάλλος έξω μεν έως εστίν ούπω είδομεν, όταν δε είσω γένηται διέθηκεν· λέγει ο Πλωτίνος, (Ενν. V. 8.2. 543), προηγηθείς και κατά τουτο του μεγίστου των νεωτέρων φιλοσόφων Καντίου[4], όστις πρώτος επανέλαβε περί του καλού, ότι τούτο δεν υπάρχει δι' ημάς πριν ή γεννηθή ως εσωτερικόν της ημετέρας ψυχής αίσθημα[5]. Και ιδού λοιπόν ο Πλωτίνος συμπληρών εαυτόν και ευρισκόμενος έτι άπαξ σύμφωνος μετά των νεωτέρων και ως προς το αντιληπτικόν του καλού όργανον. Διότι αφού το καλόν «διέθηκεν ημάς μόνον όταν είσω γένηται», τότε είναι αδιάφορον πλέον διά τίνων αισθήσεων φθάνει η δύναμις αυτού μέχρι της ψυχής, αφού αύται δεν είναι όργανα, αλλ' οδοί μόνον, ας η δύναμις του καλού ειμπορεί να εκλέγη εκάστοτε αναλόγως του βαθμού της. Το παν εξαρτάται εκ του εάν η ψυχή αισθάνηται και αναγνωρίζη το καλόν ή όχι. Η μουσική του Βετχόβεν ειμπορεί να εισδύση δι' απάντων των πόρων ιθαγενούς τίνος αγροίκου Αφρικανού και να κρούη τας πύλας της ψυχής αυτού διά των θελκτικωτέρων τόνων· τα ώτα της ψυχής ταύτης είναι επικεχρισμένα υπό της αμουσίας, ως υπό παχέως στρώματος πηλού, δεν δύναται να λάβη σύνεσιν του εν τη μουσική κάλλους, να το αναγνώριση και να διατεθη υπ' αυτού αναλόγως. Διά τον αυτόν λόγον θα ήτο αδύνατον να συννενοηθή η ψυχή τού Οττεντώττου προς το κάλλος της Αφροδίτης της Μήλου. Αμφότεροι ούτοι, παραβαλλόμενοι προς τους ανεπτυγμένους της Ευρώπης ανθρώπους, δυνατόν να έχουν ασυγκρίτως οξυτέρας τας αισθήσεις της οράσεως και της ακοής. Εις ουδέν τοις χρησιμεύουσι. Διότι η κριτική του καλού δύναμις δεν κείται εν τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν αλλ' εν τη εσωτερική του ανθρώπου διαθέσει, ως ιδιαιτέρω της ψυχής αυτού τρόπω, καθ' ον δέδοται εις την εαυτής φύσιν να εκτιμά το καλόν αναλόγως, ως θα ίδωμεν, της τάξεως εις ην αύτη ανήκει εν τη ατελευτήτω των όντων βαθμολογία.

Ότι ο Πλωτίνος εμάντευσεν ασφαλώς την σημασίαν του καλολογικού λεγομένου αισθήματος, ως προς την κρίσιν του καλού, και εχώρισεν αυτό από πάσης άλλης ψυχικής ενεργείας μαρτυρούσιν αυταί αύται αι λέξεις του: Γινώσκει δε αυτό (το καλόν) η επ'αυτό δύναμις τεταγμένη, ης ουδέν κυριώτερον εις κρίσιν των εαυτής, όταν και η άλλη συνεπικρίνη ψυχή»[6]. Αληθώς το καλόν δεν αρκεί μόνον να υπάρχη, ουδέ κατ' αυτόν τον Πλωτίνον, όπως παραγάγη όλα εκείνα τα θαυμάσια επί της διαθέσεως ημών χρειάζεται προς τούτοις και ιδιαιτέρα τις ικανότης της ημετέρας ψυχής αισθητική και εκδηλωτική των διαθέσεων τούτων. Εάν η ανθρώπινη ψυχή τούτο μεν υπό των αμέσων αυτής εντυπώσεων και παραστάσεων, τούτο δε υπό των μεταξύ αυτών σχέσεων προκαλούμενη, δεν είχε την ικανότητα να εκφράζη υπό την μορφήν ενός αισθήματος αρεσκείας ή απαρεσκείας τας υπό των τοιούτων προκλήσεων γιγνομένας αυτή εσωτερικάς καταστάσεις, εάν κατά τήν αντίληψιν της εξωτερικής φύσεως εκινούμεθα να κρίνωμεν και αποφανθώμεν μόνον περί της υπάρξεως των ιδιοτήτων και των μεταξύ αυτών σχέσεων των αντικεμένων, όχι όμως και περί του πώς, ταύτα διατιθέασιν ημάς εσωτερικώς, τότε την λύπην δεν θα διεκρίνομεν από την χαράν και θα συνεχέομεν την ηδονήν μετά της αλγηδόνος. Η παρούσα του Θεού δημιουργία θα εκέκτητο μεν ίσως πάντοτε την εξωραΐζουσαν τα καθ' έκαστα ποικιλίαν και την διά του όλου αυτής διήκουσαν συνεκτικήν ενότητα της του καλού ιδέας, αλλά διά την ημετέραν συνείδησιν ενότης και αρμονία ουδόλως ήθελον διαφέρει του εναντίον των. Τάξις και αταξία εν τη ανελίξει των φυσικών φαινομένων, ήθελον έχει μίαν και την αυτήν δι' ημάς αξίαν, την εκ του δικαιώματος της υπάρξεως αυτών απορρέουσαν, όπου και οσάκις η ψυχή ελάμβανεν αυτών αίσθησιν. Η δε περιοχή των όλων, την οποίαν δύο φιλοσοφικαί σχολαί της αρχαιότητος, ίσως ίσως την κοινήν των Ελλήνων συνείδησιν διερμηνεύουσας απεκάλεσαν κόσμον, εκ της εν αυτώ τάξεως[7], και από της των συμπάντων διακοσμάσιος ποθ' εν το άριστον[8]· ο κατ' εξοχήν ούτος κόσμος ήθελεν έχει το όνομα αυτού κοινόν μετά της ακοσμίας του χάους και της συγχύσεως.

Όπισθεν των σημερινών αισθητηρίων, αλλ' εστερημένη της ικανότητος του και καλολογικώς εκτιμάν τας εαυτής καταστάσεις η ψυχή, θα παρήγε μεν κατά τον αυτόν πάντοτε τρόπον τας εις εκάστην των αισθήσεων αντιστοιχούσας εντυπώσεις και παραστάσεις, και, συνείρουσα και συνδυάζουσα, θα ύφαινε τα συμπλέγματα και τας σειράς των εννοιών και των κρίσεων αυτής ανελλιπείς και τελείας. Αλλά την εργασίαν αυτής ταύτην θα εξετέλει μηχανικώς και μετ' αδιαφορίας, διευθετούσα το περιεχόμενον της συνειδήσεως απαθώς και ηλιθίως, ομοία προς τα επί τούτω κεχορδισμένα εκείνα ξόανα, τα όποια, μετακινούντα εν τω προ αυτών αβακίω τους πεσσούς, παίζουσι ζατρίκιον μετά του δεξιωτέρου αντιπάλου, αλλ' ούτε νικώντα χαίρουσιν, ούτε ηττώμενα λυπούνται. Επίσης την γένεσιν των απλών αυτής εντυπώσεων ήθελε πραγματοποιεί η ψυχή εργαζομένη, ως οι ηλεκτρικοί των ξενοδοχείων αριθμοδείκται; Όπως ούτοι, αναλόγως του σύρματος, δι' ου ο ηλεκτρισμός εκίνησε τον εσωτερικόν αυτών μηχανισμόν, προβάλλουσιν επί της κενής αυτών πλακός εκφανή τον αριθμόν του δωματίου, εξ ου προήλθεν ο ηλεκτρισμός ερεθισμός, ούτως η ψυχή, αναλόγως των αισθητηρίων νεύρων, δι' ων αι εξωτερικαί διεγέρσεις αφικνούται μέχρις αυτής θα εγέννα ταύτην ή εκείνην την εντύπωσιν, τόσον γινώσκουσα περί της σημασίας του περιεχομένου αυτών, όσον η ηλεκτρική συσκευή περί του πνεύματος, δι' ου εμφορείται ο εκ του τάδε δωματίου θεις αυτήν εις ενέργειαν. Συνέπεια τούτου θα ήτο, οτι ο καθαρώτερος του κλειδοκυμβάλου τόνος θα μας εφαίνετο τόσον ευάρεστος όσον και ο τριγμός μιας θύρα· το άσμα της αηδόνος θα μας έτερπεν όσον και ο κρωγμός των κοράκων· τα χρώματα της ίριδος θα μας ήρεσκον όσον και αι κηλίδες της ποδιάς των Αθηναίων κρεωπωλών, τα πτερά του παγωνιού, όσον και η επιδερμίς του κροκοδείλου, και το χειρότερον πάντων οι Αχιλλείς και οί Αντίνοοι θα είχον την αυτήν ευμορφίαν με τους Αισώπους και τους Θερσίτας· τα δε εκτρώματα της Οττεντωττίας θα ήριζον περί κάλλους προς τας θυγατέρας τού Καυκάσου[9].

Ότι υπό τοιαύτας συνθήκας όχι μόνον τέχνη αλλ' ουδέ κοινωνία ούτε πολιτισμός θα ήτο δυνατός, εννοείται ευκόλως. Όπως εννοείται ότι οι ημέτεροι πρόγονοι δεν ανεδείχθησαν το ανθρωπινώτατον της υφηλίου έθνος, ει μη διότι εταύτιζον την εθνικήν αυτών παίδευσιν με την αγάπην και την ορθήν εκτίμησιν του καλού, αδιασπάστως ενώσαντες εν τω όρω «καλός καγαθός» την έννοιαν των κοινωνικών και πολιτικών αρετών μετά της εννοίας της του καλού εκτιμήσεως. Επίσης εννοείται πως εις την διάνοιαν του αγνοτάτου των Τευτόνων ποιητών Schiller ηδύνατο να γεννηθή η ιδέα της διά του καλού παιδεύσεως ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους[10].

Ήδη αυτός ο Κάντιος χαρακτηρίσας το τερπνόν, το καλόν και το αγαθόν ομού ως αντικείμενα της αρεσκείας, όχι μόνον διέκρινεν αυτά από των αδιάφορων παραστάσεων[11], αλλά και ωμολόγησεν αυτά λεληθότως ως διαφόρους βαθμούς μιας και της αυτής ψυχικής ενεργείας, απαράλλακτα ως θα ίδωμεν τον Πλωτίνον να θέτη το καλόν ως απαραίτητον βαθμολογημένην κλίμακα της προς το Αγαθόν αναβάσεως.

Αλλ' εύρων ο Πλωτίνος πρώτος την κριτικήν του καλού ως ιδιαιτέραν της ψυχής δύναμιν, δεν ηδυνήθη και να εκμεταλλευθή το εύρημα του προσηκόντως. Εκωλύθη δε προς τούτο, διότι είναι υπέρ το δέον προκατειλημμένος υπό της φιλοσοφίας του Πλάτωνος, υπέρ το δέον δεσμευμένος εις το ίδιον αυτού σύστημα. Και επανελήφθη λοιπόν ενταύθα έτι άπαξ ό,τι ο Goethe είπε που περί των αρχαίων εν γένει, ότι ανακαλύπτουσι μεν πρώτοι τους θησαυρούς της επιστήμης, και ανορύττουσι και εξάγουσιν αυτούς μέχρι του χείλους του λάκκου, εν ω ήσαν τεθαμμένοι, αλλ' ενταύθα, επειδή δεν γνωρίζουσιν ακόμη την μυστηριώδη επαδήν, δι' ης θα ελύετο η επί του ευρήματος βασιλεύουσα μαγεία, ο θησαυρός εκφεύγει τας χείρας των ανασκαψάντων και καταπίπτων θάπτεται πάλιν εις το σκοτεινόν βάθος του προτέρου του κευθμώνος. Ο Πλωτίνος εφ' όσον είχεν οδηγόν την αυτοπαρατηρησίαν ανεκάλυψεν εν εαυτώ την αλήθειαν και εξέφρασεν αυτήν ως είδομεν ανωτέρω: το καλόν το γινώσκει η επ' αυτό δύναμις τεταγμένη ης ουδέν κυριώτερον εις κρίσιν των εαυτής: Ευθύς όμως ως ηθέλησε να συμβιβάση την αλήθειαν ταύτην με τας παρ' αυτώ επικρατούσας πλατωνικάς ιδέας, η παλαιά θεωρία είλκυσε προς εαυτήν την προσοχήν αυτού, και αφήκε την νέαν να του εκφύγη λεληθότως ο Πλωτίνος οπισθοδρομήσας κατά δεκαπέντε πάλιν αιώνας. Ήδη αυταί αι λέξεις, δι' ων τροποποιεί τας ανωτέρω φράσεις, μαρτυρούσι τον ανταγωνισμόν των παλαιών αυτού ιδεών προς την νέαν, και προδίδουσι την αμφιβολίαν, εις ην ο άνθρωπος περιήλθεν ως έκτης μεταξύ αυτών ασυμφωνίας. Η προσθήκη του όταν και η άλλη συνεπικρίνη ψυχή, τόσον ευθέτως γενομένη, δεν τω φαίνεται αρκετή. Η πλατωνική διδασκαλία περί των ιδεών ως προτύπων, καθ' α κανονίζονται πάντα τα αισθητά, επιβάλλεται εις την διάνοιαν αυτού· διά τούτο εξακολουθεί «Τάχα δε και αυτή (η ψυχή εν γένει) λέγει, συναρμόττουσα, τω παρ' αυτή είδει κακείνω προς κρίσιν χρωμένη, ώσπερ κανόνι του ευθέως».

Ταύτα προσθέτει ο Πλωτίνος ενδοιαστικώς και ως δευτέραν αυτού σκέψιν και όμως, ως εάν μη είχε σκεφθή άλλο τι παρά ταύτα, επιλαμβάνεται της αρχιτεκτονικής αυτού παρομοιώσεως και ερωτά: «πώς συμφωνεί το περί σώμα τω προ σώματος; πώς δε την έξω οικίαν τω ένδον οικίας είδει ο οικοδομικός συναρμόσας καλήν είναι λέγει;» Αληθώς, αφού το κάλλος, ως μεν έκφανσις της επί της ύλης επικρατήσεως της ιδέας παρουσιάζεται εις τας αισθήσεις ημών υπό την μορφήν της τάξεως και του κόσμου, ως είδος όμως εν τω λόγω, ούτε τάξιν και κόσμον ούτε συμμετρίαν ειμπορεί να έχη[12], ευλόγως γεννάται η απορία, πώς κατορθώνει η ψυχή να συγκρίνη δύο τόσον ασύγκριτα πράγματα, όπως πεισθή, ότι το ορώμενον είναι αληθώς σύμφωνον προς το είδος, ου την μορφήν εκφράζει; Ο Πλωτίνος λύει την απορία ταύτην ως εξής: Το κάλλος ήτοι η μορφή της οικίας, αμεγέθης αυτή καθ' εαυτήν, είσεισι δι' ομμάτων συνεφελκομένη το μέγεθος, ου μέγα εν όγκω, αλλ' είδει μέγα γενάμενον (Ενν. V.8.2) κυμαινόμενος, ως φαίνεται ημίν, μεταξύ της ψυχολογικής πείρας, ότι αι τας οποίας λαμβάνομεν εκ του εξωτερικού κόσμου εντυπώσεις, άποσοι και άποιοι ούσαι, παριστώσιν όμως ακριβώς το ποσόν και το ποιόν των αντικειμένων εξ ων προέρχονται, και της ιδίας αυτού περί ειδών θεωρίας, καθ' ην διά των οφθαλμών, μικρών όντων, αντιλαμβανόμεθα ουχί το μέγεθος αλλά το αμέγεθες είδος του μεγέθους. Εν τω ανωτέρω λοιπόν παραδείγματι η ούτως εις την ψυχήν εισερχόμενη μορφή της οικίας, εάν ήναι καλή, συμφωνεί με την προς ην παραβάλλεται ιδέαν του κάλλους, διότι χωριζόμενη των λίθων, ους εκράτει εις ωρισμένας προς αλλήλους σχέσεις η μορφή αύτη ουδέν είναι παρά αυτό τούτο το εν τη ψυχή αμερές και ενιαίον είδος· αμερές μεν διαμείναν και εν τω όγκω της ύλης, φανταζόμενον όμως εν πολλοίς; ή, ως θα έλεγεν ορθότερον ο Πλωτίνος, μεταδίδον την καλοποιόν αυτού δύναμιν όχι μόνον εις το όλον της οικίας αλλά και εις εν έκαστον των μερών αυτής, και διά τούτο ως μεμερισμένον φαινόμενον[13].

«Όταν ουν η αίσθησις το εν σώμασιν είδος ίδη συνδησάμενον και κράτησαν της φύσεως της εναντίας, αμόρφου ούσης, και μορφήν επί άλλαις μορφαίς εκπρεπώς εποχουμένην, συνελούσα αθρόον αυτό το πολλαχή, ανήνεγκέ τε και εισήγαγεν εις το είσω αμερές ήδη και έδωκε τω ένδον σύμφωνον και συναρμόττον και φίλον». (Ενν. I.6.3). Διά των τελευταίων τούτων λέξεων ο Πλωτίνος συμπληροί μεν την της απορίας αυτού λύσιν, επανέρχεται δε εις την μεταξύ της ψυχής και του κάλλους υφισταμένην συμπάθειαν, ως εκ της ταυτότητος της φύσεως αυτών, ανακεφαλαιών τα περί κριτικής του καλού δυνάμεως εν γένει και υπό ταύτην την έποψιν. Η ψυχή αισθάνεται το καλόν σύμφωνον προς την εαυτής φύσιν και φίλον, όπως σπουδαίος αγαθός ανήρ αισθάνεται σύμφωνους προς τας εαυτού διαθέσεις τας άρτι υποφωσκούσας αρετάς του νεανίου, και συνάπτει προς αυτόν φιλίαν και οικειότητα. Αλλά, τόσον εν τη παρομοιώσει ταύτη όσον και εν τη ανωτέρω αναπτύξει περί του πώς η ψυχή κρίνουσα ευρίσκει την ταυτότητα μεταξύ της εξωτερικής μορφής του καλού και του εν αυτή είδους, παρίσταται ημίν ο Πλωτίνος μάλλον ανεξάρτητος της πλατωνικής διδασκαλίας παρ' ότι ήτο έτι προ μικρού. Εν Ενν., I.6.2. η γνώσις του καλού ήτο απλή αναγνώρισις δι' αναμνήσεως γιγνομένη, ακριβώς όπως εδίδασκεν ο Πλάτων[14]. Εν τοις ανωτέρω η ψυχή συνέκρινε το καλόν ουχί προς την εν τω νοητώ κόσμω ιδέαν, ως προς παράδειγμα, κατ' απομίμησιν του οποίου εγένετο το ενταύθα, αλλά πρώτον μεν προς την οποίαν διεγείρει το καλόν διάθεσιν εν αυτή, είτα δε προς το ένδον αυτής είδος, το όποιον ως ανωτέρω υπεδείξαμεν συγχέει ο Πλωτίνος με την ψυχικήν παράστασιν, ή κάλλιον την εν τη φαντασία ιδεώδη του καλού εικόνα, κατά την σημερινήν του όρου σημασίαν. Ότι τούτο είναι αληθές φαίνεται και εκ των εν τω §1 του 8 της V Ενν. λεγομένων. Αλλ' ενταύθα μας ενδιαφέρει κυρίως το έτερον συμπέρασμα εκ της τελευταίας αυτού παρομοιώσεως. Το «προσηνές επιφαινόμενον αρετής ίχνος εν νέω» το αναγνωρίζει ουχί πας άνθρωπος, αλλ' όστις είναι ενάρετος αυτός ο ίδιος. Ο μη αγαθός τυφλώττει προς την λαμπροτάτην αρετήν και δεν την βλέπει, ως ει τις εξ αρχής τυφλός γεγονώς. Ακριβώς το αυτό συμβαίνει ως προς την του καλού αίσθησιν. Όπου η ψυχή δεν είναι αυτή αύτη καλή, και επομένως δεν έχει αναπτυγμένην την επί το καλόν τεταγμένην δύναμιν, ης ουδέν κυριώτερον προς κρίσιν των εαυτής, εκεί το καλόν μένει άγνωστον, ως άγνωστον μένει το φως εις οφθαλμούς ημαυρωμένους. «Το γαρ ορών προς το ορώμενον συγγενές και όμοιον ποιησάμενον δει επιβάλλειν τη θέα· ου γαρ αν πώποτε είδεν οφθαλμός ήλιον ηλιοειδής μη γεγενημένος[15], ουδέ το καλόν αν ίδοι ψυχή, μη καλή γενομένη». (Ενν. I.6.9. σελ. 57 εν τέλει).

Και ταύτα μεν περί της κριτικής του καλού δυνάμεως εν γένει, άνευ της οποίας ουκ έστιν «ιδόντας ησθήναι και έκπληξιν λαβείν και πτοηθήναι. — Ταύτα γαρ δει τα πάθη γενέσθαι περί το ό,τι αν η καλόν: θάμβος και έκπληξιν ηδείαν και πόθον και έρωτα και πτόησιν μεθ' ηδονής». Αλλά, διά των πλατωνικών τούτων αναμνήσεων[16] μεταβαίνων, εισέρχεται ο ημέτερος φιλόσοφος εις ειδικωτέρας τινάς παρατηρήσεις επί του αντικειμένου τούτου. Είναι αληθές οτι κατά πρώτιστον λόγον αναφέρεται εις το υπέρ αίσθησιν κάλλος εν ταις παρατηρήσεσιν αυτού ταύταις, τούτο όμως δεν θα είπη ότι δεν εφαρμόζονται και επί του αισθητού. Απεναντίας ο Πλωτίνος φαίνεται μεταφέρων αυτάς από του τελευταίου εις το πρώτον. Διότι λέγει: «Έστι δε ταύτα παθείν, και πάσχουσιν αι ψυχαί και περί τα μη ορώμενα πάσαι μεν, ως ειπείν, μάλλον μέντοι αι τούτων ερωτικώτεραι[17]· ώσπερ και επί των σωμάτων, πάντες μεν ερώσι, κεντούνται δε ουχ ίσα. αλλ' εισίν, οι μάλιστα, οι και λέγονται εράν». (Ενν. 1.6.4. εν τέλει). Το τελευταίον τούτο, έρχεται να μας επασχολήση μικρόν ενταύθα: Ουχί πασαι αι ψυχαί είσιν εκ φύσεως επίσης ευαίσθητοι προς το καλόν, και ουχί πάσαι προς το αυτό καλόν ευαίσθητοι. Διότι και κατά τούτο διαφέρει άνθρωπος ανθρώπου, υποτιθεμένου ότι έκαστος έχει την ικανότητα να παθαίνηται όπως δήποτε υπό του κάλλους. Ως πρώτον βαθμόν φιλοκαλίας παραδέχεται ο Πλωτίνος, κατά το παράδειγμα του Πλάτωνος[18] την του μουσικού, ον τίθησιν «ευκίνητον και επτοημένον μεν προς το καλόν, αδυνατότερον δε παρ' αυτού κινείσθαι, έτοιμον δε εκ των τυχόντων, οίον εκτύπων, ώσπερ οι δειλοί προς τους ψόφους, ούτω και τούτον προς τους φθόγγους και το καλόν το εν τούτοις έτοιμον, φεύγοντα δε αεί το ανάρμοστον και το μη εν εν τοις αδομένοις και εν τοις ρυθμοίς το εύρυθμον και το εύσχημον διώκοντα». Ούτος είναι κατά την σημερινήν εκδοχήν, ο φύσει ευαίσθητος και αδιδάκτως φιλόκαλος άνθρωπος, αλλ' ευαίσθητος μόνον οσάκις το καλόν προσπέση εις τας αισθήσεις αυτού και φιλόκαλος κατά παθητικήν μόνον έννοιαν· συναρπαζόμενος δηλαδή εκ της επ' αυτού εξασκουμένης επιδράσεως του αισθητού κάλλους δουλικώς και λεληθότως, (ως πάσχουσιν οι εν αγνοία των στρατιωτικόν αναλαμβάνοντες βήμα, οσάκις ακούωσι τους ρυθμούς εμβατηρίου μουσικής), αλλ' ανίκανος να υψωθή αφ' εαυτού εις το κατ' ιδέαν. Εκτός του ό,τι προσπίπτει εις τας αισθήσεις αυτού, ουδενός άλλου καλού έννοιαν ειμπορεί να συλλάβη πολύ ολιγώτερον να εκφράση αυτός. Εκ τούτου οι πολλοί άνευ λόγου θαυμασταί των αντικειμένων της φύσεως ή της τέχνης. Οι αιωνίως τα έργα αυτών αντιγράφοντες χωρίς ουδέποτε να εννοήσωσι την ιδέαν ήτις ενέπνευσεν αυτά εις τους δημιουργούς των.

Δεύτερος μετά τον μουσικόν ακολουθεί ο ερωτικός, επίσης κατά το υπόδειγμα του Πλάτωνος[19], αλλ' ουχί όπως ο εν τη Πολιτεία (III, 403. ο.) εκ της μουσικής αυτού παιδεύσεως αναγκαίως γενόμενος ερωτικός περί τα καλά. Το τελευταίον τούτο, αφού το εύρε πλέον παρά τω διδασκάλω του ο Πλωτίνος το παρενθέτει ως δυνατόν μόνον, ουχί όμως και αναγκαίον. Ο παρ' αυτώ ερωτικός δεν γίνεται μόνον διά της παιδεύσεως, αλλ' είναι φύσει μνημονικός του υπέρ αίσθησιν καλού· επειδή όμως η ψυχή αυτού είναι χωρισμένη και μακράν του νοητού κόσμου, αδυνατεί να εννοήση ότι το εν τη μνήμη αυτής καλόν υπάρχει εκεί βλέπων δε τας αισθητάς μορφάς συγχέει το εν μετά του άλλου, λησμονών ότι τούτο το κάλλος το επί τοις σώμασιν επακτόν έστι τοις σώμασιν, (Ενν. V.9.2) και αναβακχεύεται και ανακινείται και φέρεται προς τας αγλαΐας των σωμάτων, μη ειδώς, ότι αυταί είσιν εικόνες και ίχνη και σκιαί της ιδίας αυτού ψυχής[20], και κινδυνεύει να πάθη το του Ναρκίσσου νεύοντος να περιπτυχθή το ίδιον εαυτού ίνδαλμα εν τω υδάτι, να βυθισθή δήλον ότι, ουχί τω σώματι, αλλά τη ψυχή εις το ολέθριον της υλικής ηδυπαθείας ρεύμα και να ταφή εις τα σκοτεινά και ατερπή τω νω βάθη, ένθα τυφλός εν άδη μένων και ενταύθα κακεί σκιαίς συνέσται[21]: Τοιαύται είναι και σήμερον ακόμη πάσαι αι εξόχοις πνευματικοίς προτερήμασι πεπροικισμέναι φύσεις, αίτινες τον κατ' ιδέαν προορισμόν αυτών παραγνωρίζουσαι, είτε καταστρέφονται προώρως θύματα του ατασθάλου αυτών βίου εν τη ορμητική φορά της σφριγώσης αυτών σαρκός, είτε αποβαίνουσιν επιζώντες άσεμνοι υμνηταί ή ζωγράφοι ή πλάσται του εν σώμασι κάλλους μεθ' απάσης της συμπαρομαρτούσης αυτώ κακίας και διαφθοράς.

Τρίτος και ανώτατος έρχεται και παρά Πλωτίνω ο φιλόσοφος, έχων μεν εμφύτους τας αρετάς, ας αποδίδει αυτώ ο Πλάτων εν τω Συμποσίω (206 Β. και εξής) έχων δε τας ψυχικάς ιδιότητας των δύο προηγουμένων, αλλά λελυμένος της προς την ύλην κλίσεως του ερωτικού, άτε ων ανέκαθεν επτερωμένος και προς τα άνω κεκτημένος, πτοούμενος δε ουχί περί το τι καλόν, ώσπερ ο μουσικός, αλλά περί το όλως καλόν και την νοητήν αρμονίαν. Τοιούτοι είσιν οι ολίγοι και σπάνιοι εκείνοι, ων η ψυχή αδιαλείπτως προς το κατ' ιδέαν αποβλέπουσα, πληρούται μεν θάμβους μεθ' ηδονής, εκπλήττεται δε αβλαβώς και ερά αληθή έρωτα. Λίαν προσηκόντως είπε περί αυτών ο Πλωτίνος, ότι πάσχουσιν, όποιον πάσχουσιν οσοι θεών είδεσιν ή δαιμόνων προστυχόντες, ούκετι ανάποδέχοιντο ομοίως άλλων κάλλη σωμάτων.

Αληθώς όσων αι ψυχαί δεν απέβαλον την δύναμιν των πτερύγων υπό της πολλής προς την ύλην νεύσεως, όσων αι διάνοιαι, και εν τω σωματικώ κόσμω τυγχάνουσαι, κέκτηνται το προνόμιον να μετεωρίζωνται απτόητοι και τολμηραί, αμέσως προς τον νοητόν συγκοινωνούσαι κόσμον, δι' αυτούς, έστωσαν θεωρητικοί τίνες ή ποιητικοί, ουδέν κάλλος ειμπορεί να έχη ο αισθητός κόσμος, του οποίου περικαλλέστερον να μη βλέπωσι, ουδέν αληθές, του οποίου αληθέστερον να μη θεωρώσι — διά της φαντασίας των.

Τούτο μόνον ώφειλε να προσθέση ο ημέτερος φιλόσοφος ενταύθα, ότι παρόμοιαι ψυχαί, υπό της θαυμασίως γονιμοποιού δυνάμεως του νοητού κάλλους κινούμεναι, άγονται ως υπό φυσικής τίνος ορμής εις το να γεννήσωσι και τοις άλλοις ινδάλματα καν της καλλονής εκείνης, ην καθ' εαυτάς εφαντάσθησαν. Αλλ' ουδ' ως προς τούτο θα μεμφθή τις δικαίως τον Πλωτίνον' διότι την μεν ανωτέρω διάκρισιν ποιείται εκείνος προς άλλον σκοπόν παρά προς ον την εχρησιμοποιήσαμεν ημείς ενταύθα, εν δε τω οικείω αναφέρει διαρρήδην την διαφοράν των ψυχών, όχι πλέον ως προς την αντίληψιν και κρίσιν, ως εν Ενν. II. 9. 16, αλλά και ως προς την παραγωγικότητα αυτών εν γένει. Εκτενέστερα περί τούτου χωρία εισί τα Ενν. IV, 3, § 6, 7, 8 και 15.

Είδομεν ήδη εν τω Δ' Κεφαλαίω την ψυχήν του παντός ατενίζουσαν προς τον νοητόν κόσμον και υπό την μυστηριώδη επ' αυτής επίδρασιν της καλλονής αυτού συλλαμβάνουσαν και γεννώσαν τον αισθητόν, ως ίνδαλμα του κάλλους εκείνου. Ο Πλωτίνος, οσάκις άπτεται του αντικειμένου τούτου, μεταχειρίζεται λέξεις και φράσεις, ας θα ενόμιζέ τις ειλημμένας εξ όσων οι σημερινοί λέγουσι μεταφορικώς περί της σχέσεων των καλλιτεχνών προς τα εαυτών έργα. Ούτως ο νους παράγει την ψυχήν και αυτή τον αισθητόν κόσμον ουχί εκ προηγηθείσης προθέσεως ή λογισμού, αλλ' αναγκαίως[22] αφ' ενός μεν υπό της εαυτής φύσεως αφ' ετέρου δε υπό της δυνάμεως του νοητού κάλλους ωθούμενη. Παράγουσα δε τον αισθητόν κόσμον η ψυχή όχι μόνον ανακουφίζεται ηδέως εκ του βαρύνοντος αυτήν παραγωγικού οργασμού, αλλά και ευφραίνεται θεωμένη το εαυτής δημιούργημα, διότι, όσω κατωτέραν αξίαν και αν έχη, είναι όμως η μόνη εφικτή αισθητοποίησης των ιδίων αυτής ιδεών[23].

Αλλά την θαυμαστήν εκείνην πάθησιν εκ της προς τον νοητόν κόσμον θέας έχουσι κοινήν μετά της του παντός και αι μερικαί ψυχαί, λέγει ο Πλωτίνος[24]. Η δε ως εκ τούτου παραγωγική αυτών όρεξις είναι τοσαύτη, ώστε δεν ηδύνατο εκάστη χωριστά να δημιουργήση τον αισθητόν κόσμον ολόκληρον, εάν προλαβούσα δεν εχρησιμοποίει προς τούτο το υπάρχον υλικόν ή του παντός ψυχή. Αφού δε τούτου γενομένου, δεν ευρίσκουσι πλέον τι ανύπαρκτον να αισθητοποιήσωσιν αι μερικαί ψυχαί ικανοποιούσι την παραγωγικήν αυτών όρεξιν διέπουσαι και διακοσμούσαι αι μεν τούτο αι δε εκείνο του αισθητού κόσμου το μέρος, όχι μόνον καθ' όσον ως ψυχαί των ουρανίων σωμάτων διοικούσιν αυτά κατά την εν τω νοητώ κοσμώ υφισταμένην τάξιν και αρμονίαν, αλλά και καθ' όσον ως ατομικαί των ενόργανων ψυχαί διέπουσι τας σωματικάς κινήσεις και ρυθμίζουσι τον τε εξωτερικόν και τον εσωτερικόν βίον των ων εισί ψυχαί. Ταύτα και συν τούτοις η εύρεσις και πραγματοποίησις των τεχνών και των επιστημών εν γένει αποτελούσι το μόνον έδαφος, εφ' ου δέδοται τη ανθρωπίνη ψυχή, να ικανοποίηση εξασκούσα την δημιουργικήν αυτής όρεξιν.

Αλλά και εν τη μικρά ταύτη σφαίρα περιορισθείσα η παραγωγική της ψυχής ημών δύναμις δεν είναι η αυτή εν παντί ανθρώπω. «Θαυμαστόν έστι, λέγει ο Πλωτίνος, τους την αυτήν επιστήμην έχοντας τους μεν πλειόνων τους δε ελαττόνων άρχειν». Τω φαίνεται όμως όλως διόλου φυσικόν, και αναγκαίον μάλιστα διά την τελειότητα του κόσμου, ότι αι ψυχαί κέκτηνται μεν πάσαι τας αυτάς δυνάμεις, εξασκούσιν όμως αυτάς εκάστη χωριστά ουχί κατά τον αυτόν βαθμόν ουδέ κατά τον αυτόν τρόπον. Εκ τούτου δε κυρίως ορμώμενος απορεί περί διαφοράς ψυχών εν γένει, ιδία όμως περί διαφοράς των ικανοτήτων αυτών προς αλλήλας. Όπως πάντοτε ούτω και ενταύθα εις τας έρευνας αυτού χωρεί ο Πλωτίνος το μεν επί των σχετικών χωρίων του Πλάτωνος,[25] το δε επί των ιδίων αυτού αρχών βασιζόμενος.

Διαφέρουσι λοιπόν αι ψυχαί ως προς τε το ποσόν και το ποιόν της πνευματικής αυτών ικανότητος αναλόγως των προβεβιωμένων βίων, ων την ανάμνησιν συνεπάγονται όταν εισέλθωσιν εις νέον σώμα[26]: Τούτο είναι όλως διόλου Πλατωνικόν. Διαφέρουσιν όμως και ως εκ της τοιαύτης ή τοιαύτης ιδιοσυγκρασίας του σώματος, ου εισί ψυχαί: Τούτο μετέχει τινός νεωτερισμού πλωτινείου. Αλλ' η τοιαύτη ή τοιαύτη κλίσις, και επιτηδειότης εις τούτο ή εκείνο εξαρτάται προς τούτοις εκ των ηθικών ή φυσικών όρων και σχέσεων, εν αις η ψυχή διάγει τον επί γης αυτής βίον εν γένει — «Ικανή γαρ ψυχή και παρά φύσεως τόπων πολλά απομάττεσθαι και υδάτων και αέρος και πόλεων διαφόρων οικήσεις». Τούτο είναι το και σήμερον κατά κόρον επαναλαμβανόμενον, περί της επιδράσεως, ην εξασκεί επί τε της τάσεως και της αναδείξεως πνευματικής τίνος υπεροχής το κλίμα, η εποχή, ο λαός, η κοινωνία, εν γένει οι φυσικοί και ηθικοί οροι, υφ' ους το πνεύμα τούτο αναπτύσσεται. Εν τούτοις ο Πλωτίνος δεν ανήκει εις τους τυφλούς οπαδούς της φαταλιστικής ταύτης αιρέσεως, της επί των συγγραφών του H. Taine ως επί αψευδούς ευαγγελίου ομνυούσης.

Πάντες ούτοι και οι τοιούτοι όροι εξασκούσιν ομολογουμένως επίδρασίν τινα επί νου βαθμού, καθ' ον αι ψυχικαί δυνάμεις αναπτυσσόμεναι εκδηλούνται, αλλά τας ειδικάς ταύτας δυνάμεις πρέπει να έχη άνωθεν λαβούσα η ψυχή[27]. Λαμβάνει δε ταύτας τόσω μάλλον υπέροχους όσω αϋλοτέρα είναι η πηγή εξ ης προέρχονται, όσω αμεσώτερον η ψυχή συνάπτεται μετά του νοητού κόσμου. Διότι λέγει ο Πλωτίνος διαφέρει το ν' ατενίζη μία ψυχή προς τον όλον νουν δηλαδή τον κόσμο των ιδεών, και να εμφορήται του κάλλους και της δυνάμεως αυτής εκείθεν, και διαφέρει το να περιορίζηται βλέπουσα προς τον εαυτής νουν τον εν μέρει. Ένεκα δε της διαφοράς ταύτης ενεργούσι και οι άνθρωποι δυνάμεσιν ου ταις αυταίς, «αλλ' οι μεν τη πρώτη, οι δε τη μετ' εκείνην, οι δε τη τρίτη, απάντων τας αυτάς εχόντων». Εάν τώρα λάβωμεν υπ' όψιν, ότι ναι μεν αι ψυχαί είναι πανταπάσαι, αποβαίνουσιν όμως κατά το ενέργησαν εν αυτή εκάστη, καθ' όσον άλλη άλλα βλέπει και εκάστη εστί και γίνεται α βλέπει, τότε δεν είναι δύσκολον, νομίζω, να εξηγήσωμεν κατά το πνεύμα του Πλωτίνου εν γένει μεν τας ιδιοφυΐας, ιδία όμως ενταύθα την περί το δημιουργείν το καλόν ιδιοφυΐαν τινών ανθρώπων. Τούτο όμως μεταφέρει τας ερεύνας ημών εις το περί παραγώγου ή τεχνητού κάλλους. <references>

  1. Ίδ. Πλατ. Συμπ. 215-217. Και πρβλ. Ενν. II, 9, 17.
  2. Διότι το είδος εάν τε εν σμικρώ εάν τε εν μεγάλω [η] ομοίως κινεί και διατίθησι την ψυχήν τη εαυτού δυνάμει. Ενν. V.8.2 και IV.7.8: Αμέγεθες δ' οίμαι και το καλόν κ.τ.λ.
  3. Άλλως απορεί ο Πλωτίνος διατί τον μεν τούτο τον δε άλλο εκίνησε, μη της κατά το σχήμα διαφοράς, την δύναμιν εχούσης; Εν Ενν. IV. 4.35. 430. Όμως πρβλ. το και έμπροσθεν σημειωθέν II. 9. 16.
  4. Την του Κάντιου ιδέαν εκφέρει ο Πλωτίνος αυτολεξεί σχεδόν, αλλ' ως απορίαν, εν Ενν. VI. 2.18. σελ. 611 εν αρχή: «Ει δε ουκ άλλο τι καλόν ή η ουσία αυτή, εν τη ουσία είρηται· εί δε προς ημάς τους ορώντας τω (το;) τοιόνδε πάθος ποιείν έστι, τούτο το ενεργείν κίνησις».
  5. Με την διαφοράν, ότι ο Πλωτίνος παραδέχεται το καλόν και αντικειμενικώς υπάρχον γινόμενον δε αισθητόν μόνον εν τη ημετέρα διαθέσει. Την Καντιανήν θεωρίαν περί της του καλού υποκειμενικότητος αποκρούει ο Πλωτίνος εν οις λέγει, ότι δεν πρέπει να υποθέτωμεν, καλόν είναι, ότι ούτω διατιθέμεθα ουδενός όντος εν αυτώ τω υποκειμένω οίον διαθείναι ημάς ουδ' ήκοντος επακτού τω καλώ φαινομένω. Ενν. VI, 6.14.685 εν τέλει.
  6. Καταλληλότερον όνομα διά την δύναμιν ταύτην είναι κυρίως το του Κάντιου: Geschmaksurtheil. Την δύναμιν ταύτην ανεγνώρισεν ορθώς και ωνόμασε «sensum pulcri» ο D. Wyttenbach, παρά Creuzer σελ. 184. Ατόπως δε ο Brenning (σελ. 16) εκβιάζει το Ελλ. κείμενον όπως εξαγάγη εκ δύο διαφόρων προτάσεων μίαν και την αυτήν έννοιαν. Το γεγονός οτι ενταύθα πρόκειται μόνον περί του αισθητού καλού, αμφίβολον αυτό καθ' εαυτό, δεν παρεμβάλλει ουδέν πρόσκομμα εις την ανωτέρω ορθήν του χωρίου ερμηνείαν. Αφού το αισθητόν δεν είναι παρά βαθμός τις κατώτερος του νοητού κάλλους, το κριτικόν αμφοτέρων αίσθημα δεν δύναται να η διάφορον.
  7. Πλουτ. Περί τ. αρεσκ. τ. φιλοσ. Βιβλ. II, Κεφ. Α. 1. Στοβ. Εκλ. I. σελ. 450. Zeller I, 409. 3.
  8. Καλλικρατίδας παρά Στοβ. Ανθ. 85, 17. Διογ. Λαερτ. VII 137 και εξής. Στοβ. Εκκλ. 1, 444.
  9. Πρβλ. Lotze: Geschichte der Aesthetik. 5. 100.
  10. Ueber die aesthetische Erziebung d. Menschen, in einer Reihe von Briefen. Έργα τόμ. XII σελ. 3.
  11. Ίδ. Lotze. Geschichte der Aesthetik. S.72, και προ πάντων 286.
  12. Ενν. I. 2. 1. περί το τέλος.
  13. Όπως παραδέχεται τούτο διά την ψυχήν την εν σώματι. Ενν. IV.1.1, σελ. 361 εν αρχή. Άλλως εν Ενν. IV.3,2, διδάσκει ο Πλωτίνος πώς θέλει να τον εννοώμεν οσάκις ομιλεί περί ειδών μεριζομένων
  14. Τα κυριώτερα περί της διδασκαλίας ταύτης του Πλάτωνος χωρία εισί: Φαίδ. σελ. 72, Ε. Φαίδρ. 249, C.D. Μέν. 81 C. και γενικώτερον τα εν τω Συμπ. 201 και εξής.
  15. Πρβλ. και Ενν. V. 8, 2. και 8. Ίδ. Πλάτ. Πολιτ. Σελ. 508. Κατά ταύτα εποίησεν ο Göthe:
    Wär' nicht das Auge sonnenhaft,
    Wie Könnte es nie erblicken.
    wäg nicht in uns des Gottes eigne Kraft,
    Wie könnt' uns Göttliches entzücken!
  16. Ίδ. Πλατ. Φαίδρ. σελ. 250-251 και εξής. Κρατύλ. 420 και εξής. Και πρβλ. περί των κατωτέρω. Ενν. VI.7.33 και 34.
  17. Και ταύτα εισί πλατωνικά. Ίδ. Φαίδρ. 237D. και Creuzer σελ. 214-17.
  18. Πολιτ. III 402e-403.
  19. Φαίδρ. σελ. 248D.
  20. Ενν. V.8.2. Κάλλιον εκφράζεται εν VI.7. 34 ότι το έλκον είναι η εν τη ψυχή δύναμις του Αγαθού.
  21. Ενν. I. 6,8. Πρβλ. τα περί της αλληγορίας του μύθου παρά Creuzer εν τη Praeparetione του περί του Καλού § 10. σελ. XLV.
  22. Η δε ποιεί ουκ επακτώ γνώμη, ουδέ βουλήν ή σκέψιν αναμείνασα· ούτω γαρ ου κατά φύσιν, αλλά κατ' επακτόν τέχνην αν ποιοί. Ενν. IV.3.10. Ίδ. το επόμενον Κεφάλαιον.
  23. Ενν. V.8.12. και IV.3.9. και προ πάντων Ενν. III.8.4 και 5.
  24. Ενν. IV.3.6.
  25. Εν Τιμαίω, σελ. 42, 69. Φαίδρω 246. 48 Φιλήβω 29.
  26. Ενν. IV. 3.8: Κατά γαρ τους προβεβιωμένους, φησί, τας αιρέσεις ταις ψυχαίς γίνεσθαι. Ο Πλωτίνος αναφέρεται εις τον Πλάτωνα: Πολιτ. Χ, σελ. 619.
  27. Ο Πλωτίνος όχι μόνον πνευματικάς αλλά και σωματικάς ικανότητας παραδέχεται εμφύτους ως φαίνεται εκ της Ενν. VI. 1, 10 σελ. 576 εν αρχή: «και ο φύσει πυκτικός τω διακείσθαι πως έχει τούτο». Πρβλ. και § 11 αυτόθι ένθα διακρίνει μεταξύ του δυνάμει και του επιστήμη ή μεταξύ του φύσει και του μελέτη είναι τι. Επίσης εν § 12 αυτόθι, ένθα λέγει ο ποιητικός προς τι είναι τούτο κατά δύναμιν. Ίδ. και Ενν. IV. 3. 32: «Γένοιτο γαρ αν τις και εξ αρχής αμείνων, και τη παιδεύσει της παρά της κρείττονος».