Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Ε: Η μεταφυσική του καλού παρά Πλωτίνω


Εκ του προηγουμένου κεφαλαίου εννοείται πλέον, ότι πάντα τα αισθητά μεθέξει εστίν α λέγεται, της υποκείμενης φύσεως, δηλαδή της ύλης μορφήν ισχούσης άλλοθεν. Ενν. V.9.5, σελ. 559. Εάν τώρα ο Πλωτίνος που μεν λέγη, ότι την μορφήν αυτής και επομένως την ύπαρξιν λαμβάνει η ύλη διά του λόγου, που δε διά της ψυχής, που διά του είδους και που πάλιν δι' αυτού του Νου, δεν πρέπει να παραξενευθώμεν. Διότι αι έσχαται παρ' αυτώ μορφωτικαί δυνάμεις, οι λόγοι, αμέσως μεν τυγχάνουσιν εν ταις ψυχαίς, ως ενέργεια αυτών, εμμέσως όμως προέρχονται, διά της δευτέρας και της προτέρας ψυχής, από των ειδών, τα οποία, ως ενεργοί δυνάμεις, και νοι ονομάζονται υπό του Πλωτίνου και θεοί ενίοτε[1]. Οι λόγοι επομένως δεν είναι και αυτοί ει μη ενεργά απαυγάσματα των δι' ων επληρώθη ο Νους υπό του Ενός ιδεών, κατά μεν το ποιόν ουδαμού και ουδέποτε, μόνον δε κατά τον βαθμόν της δυνάμεως τροποποιούμενοι, οσάκις εν τη καταφορά και αποστάσει αυτών καταντώσιν εις ποιαν τινα σχέσιν προς την αρχικήν αυτών εστίαν, σχέσιν, ήτις ορίζεται εκάστοτε υπό του παρεμπίπτοντος αριθμού δημιουργικών μελών, δι' ων η επί της ύλης τελική αυτών επίδρασις εξασκείται.

Αλλ' επίσης υπεδηλώθη εν τοις προηγουμένοις, ότι και το κάλλος αυτών χρεωστούσι τα αισθητά αντικείμενα εις τας αυτάς ταύτας αιτίας, εις ας και το είναι. Μόνον τα άϋλα και τα ηθικά, δηλαδή μόνον τα υπέρ αίσθησιν καλά, έχουσι καθ' εαυτά και αφ' εαυτών άμορφον το κάλλος. Τα αισθητά αντικείμενα γίνονται καλά μεθέξει, Ενν. I. 6.1. η μετοχή είδους ή λόγου από θεών ελθόντος κοινωνία[2]. Ενν. I.6.2 . Άλλως τε είναι γνωστόν, ότι γραφικόν, πλαστικόν, μουσικόν, ποιητικόν κάλλος, ούτε εν τοις φυσικοίς δημιουργήμασιν, ούτε εν ταις τέχναις υφίσταται δι' άλλον λόγον, ει μη διά τας προς άλληλα σχέσεις των υλικών στοιχείων, διά τας μορφάς, τα σχήματα και τα χρώματα των αντικειμένων, δι' αυτά δηλαδή ταύτα, εις α χρεωστούσι την αισθητήν αυτών ύπαρξιν. Ήδη αυτός ο Πλωτίνος αποφαίνεται ότι ουχί ο ζωγράφος, αλλ' η θέσις η ουτωσί των χρωμάτων ποιεί την εικόνα. Ενν. VI.4.10.653.

Διδάσκει, λοιπόν ο Πλωτίνος την ταυτότητα του καλού και του αληθούς, δηλαδή του υπαρκτού και ζώντος; Αυστηρώς κρινομένου του πράγματος, τοιούτον τι διδάσκει. Παν ό,τι είναι άμοιρον λόγου και είδους, επομένως εστερημένον μορφής και αισθητής υπάρξεως, τούτο είναι η εσχάτη ύλη, και είναι το πάντη αισχρόν. (Ένν. 1.6, 2). Διότι η ψευδής αύτη ουσία δείται επακτού ειδώλου καλού ίνα και καλόν φαίνηται και όλως η. Και κατά τοσούτον εστί, καθ' όσον, μετείληφε κάλλους του κατά το είδος. (Ένν. V, 8, Ψ περί το τέλος). Αφ' ετέρου ο Νους είναι κατά Πλωτίνον το πρώτως καλόν το σύνολον των ιδεών, ο νοητός κόσμος είναι το υπέρκαλον κάλλει αμηχάνω[3]. Αλλ' ο αυτός Νους, ως είδομεν, είναι και το όντως ον· αι εν αυτώ ιδέαι είναι ουσίαι κατ' εξοχήν ο τον οποίον συνιστώσι νοητός κόσμος, η μόνη αληθινή πραγματικότης. Εν γένει κάλλος και ουσία είναι τα αχώριστα κατηγορούμενα, τα όποια ο Πλωτίνος συνεχώς εις τον Νουν αποδίδει. Η δύναμις η εκεί, (η εν τω νοητώ κόσμω) λέγει, μόνον το είναι έχει και μόνον το καλόν είναι. Που γαρ αν είη το καλόν αποστερηθέν του είναι. Που γαρ αν είη το καλόν αποστερηθέν του είναι. Που δ' αν η ουσία του καλόν είναι εστερημένη; Εν γαρ τω απολειφθήναι του καλού ελλείπει και τη ουσία. Διό και το είναι ποθεινόν έστι ότι ταύτον τω καλώ, και το καλόν εράσμιον, ότι το είναι[4]. Και τέλος πάντων τις η ανάγκη, λέγει, να ζητώμεν πότερον ποτέρου αίτιον, αφού αμφοτέρων η φύσης είναι μία και η αυτή; Ενν. V.8.9.551.

Το πολύ πολύ θα ηρώτα τις ίσως ενταύθα τις έστιν η κοινή του τε είναι και του καλού αιτία. Ταύτην όμως υπέδειξεν ημίν ήδη εν τοις μέχρι τούδε ο Πλωτίνος· ούδ' ηδύνατο να ήναι άλλο τι παρ' αυτό το Εν, ήτοι το Αγαθόν διότι όπως πάσα ουσία και ζωή, ούτω και παν καλόν ύστερον εκείνου και παρ' εκείνου· (Ένν. VI.9.4.761 περί το τέλος). Μόνον υπό την έποψιν ταύτην ονομάζει ο Πλωτίνος το Αγαθόν και καλλονήν, δηλαδή δύναμιν και πηγήν κάλλους,[5] ότι εκείθεν το καλόν και η μοίρα η ετέρα των όντων. I.6.6.55.

Ότι δε ούτω θέλει να εννοηθή ο Πλωτίνος φαίνεται και εκ του εννάτου κεφαλαίου αυτόθι, ένθα λέγει, ότι: ο προς τον Θεόν ανερχόμενος, ήξει πρώτον αναβαίνων επί τον νουν, κακεί πάντα είσεται καλά τα είδη και φήσει το κάλλος τούτο είναι τας ιδέας· πάντα γαρ ταύταις καλά, το δε επέκεινα τούτου την του αγαθού λέγομεν φύσιν, προβεβλημένον το καλόν προ αύτης έχουσαν. Ώστε μόνον γενικώς ειπείν (ολοσχερεί λόγω) είναι το Αγαθόν πρώτον καλόν. Όταν τις θέλη να ορίση την μεταξύ αυτών σχέσιν ακριβέστερον, τότε το μεν νοητόν καλόν τον των ειδών φήσει τόπον, το δ' αγαθόν το επέκεινα και πηγήν και αρχήν του καλού[6].

Εάν τίνες, ως είπομεν εν τοις προλεγομένοις, υπέθεσαν τον Πλωτίνον ταυτίζοντα το καλόν μετά του Αγαθού εποίησαν τούτο διότι, προκατειλημμένοι ίσως υπό της Πλατωνικής καλολογίας, παρηρμήνευσαν μεν τα όμοια τοις ανωτέρω χωρία, δεν προσέσχον δε προσηκόντως εις άλλα, διαρρήδην τουναντίον της εαυτών γνώμης διδάσκοντα. Το Αγαθόν παρά Πλωτίνω τίθεται υπέρτερον παντός κάλλους, ως τίθεται υπέρτερον και πάσης ουσίας[7], επομένως όχι μόνον υπερούσιον είναι, (Ένν. III.9.9.) αλλά και υπέρκαλον. Υπέρκαλον όμως ουχί όπως ο νους, διά το υπερβολικόν αυτού κάλλος, αλλά διότι ίσταται υπεράνω του καλού. Περί τούτου δύναται μεν ν' αμφιβάλλη όστις έχει υπ' όψιν μόνον τα εν Ένν. VI.7.33, ένθα το επίθετον υπέρκαλον αποδίδεται εις το Αγαθόν αλλ' όστις ήθελε ζήτηση και ανεύρη τον λόγον της τοιαύτης ονομασίας εν τω προηγουμένω κεφαλαίω αυτόθι, δεν θα διστάση να παραδεχθή την ερμηνείαν ημών ταύτην. Διότι περί του Αγαθού εκεί (§32) λέγεται, ότι κάλλος υπέρ κάλλους· δύναμις παντός καλού και άνθος εστί, κάλλος καλλοποιόν τη παρ' αυτού περιουσία του κάλλους· δηλαδή τη περιουσία της καλοποιού αυτού δυνάμεως. Άλλως τε ο Πλωτίνος δεν παύει επαναλαμβάνων, ότι το Αγαθόν ουδενός δείται, ουδέν έχει[8] και πάντα παράγει τη εαυτού δυνάμει. Και όπως δεν έχει ανάγκην ουδενός κατηγορουμένου, ουδ' αυτής της ουσίας και ζωής[9], ούτως ουδέ καλόν εθέλει είναι. Ενν. V. 8.8.549. Προς ταύτα ηδύνατο να σχετίση τις και τα εν Ενν. V.5.12 σελ.531, ενθα οριστικώτερον λέγεται, ότι το μεν αγαθόν αυτό ου δείται του καλού, το δε καλόν εκείνου. Και άλλα ουκ ολίγα χωρία της αυτής περίπου σημασίας, χωρίς όμως ν' αύξηση και την βεβαιότητα του εκ των ανωτέρω συμπεράσματος, ότι ο Πλωτίνος ταυτίζει το καλόν ουχί μετά του Αγαθού αλλά μετά του όντος[10].

Και ηδύνατο λοιπόν να ελέγξη τις αυτόν δια την τοιαύτην σύγχυσιν. Διότι εάν το είναι και το καλόν είναι δεν διαφέρουσιν αλλήλων, τότε και παν αισθητόν δημιούργημα είναι καλόν, αδιάφορον εάν αυτό είναι άνθρωπος ή πίθηκος, αδιάφορον εάν είναι δορκάς ή χελώνη, αφού εκάστη αυτών έχει το κάλλος δικαιώματι του είναι ή της ζωής ην κέκτηται. Επίσης ηδύνατο να ελέγξη τις τον Πλωτίνον μετά του Lévêque, (II, σελ.447) ότι, ταυτίζων το αισχρόν μετά της ύλης, αίρει την ύπαρξιν αύτου όλως διόλου. Διότι η ύλη ως ουκ ον δεν δύναται να έχη άλλην τινά ιδιότητα ει μη ταύτην: ότι δεν υπάρχει. Αλλά σκοπός ημών δεν είναι να κατατριβώμεν εις μεταφυσικάς επί τούτου συζητήσεις. Το σύστημα του Πλωτίνου, κατά τα δύο αυτού άκρα, παρέχει πλείστην αφορμήν προς τοιαύτας· και αυτός δε ο ίδιος δεν παραγνωρίζει τα τρωτά ταύτα της φιλοσοφίας του μέρη, και επανειλημμένως προσπαθεί να πεισθή καν αυτός, ότι είναι δυνατόν να φαντασθή τις αφ' ενός μεν το Εν ουδένα θετικόν επιδεχόμενον προσδιορισμόν και όμως ον[11], αφ' ετέρου δε την ύλην εστερημένην παντός προσδιορισμού και διά τούτο μη υπάρχουσαν[12]. Ως προς την καλολογίαν, το πράγμα θα ευοδούτο, νομίζομεν, εάν ήθελε παραδεχθή τις ότι τόσον το καλόν όσον και το αισχρόν αντιπροσωπεύουσι παρά Πλωτίνω σχετικάς μόνον εννοίας. Ήδη αυτός ο ίδιος κλίνει να ομολογήση, ότι ή ύλη, μη ούσα αιρετή ταις αισθήσεσιν, ουδέποτε υφίσταται χωριστή και άνευ ίχνους τινός μορφής και είδους[13]. Εν γένει είναι πεπεισμένος, ότι αδύνατος μεν η ύπαρξις μορφής άνευ ύλης, αδύνατος δε η κατανόησις ύλης άνευ μορφής. Διά τούτο πιστεύει, ότι και εν τω νοητώ κόσμω υπάρχει τις ύλη, ως υποκείμενον της μορφής των ιδεών, και της ψυχής και διδάσκει, ότι οσάκις φανταζόμεθα την ύλην απολύτως υπάρχουσαν, άνευ δηλαδή μορφής και σχήματος, καταντώμεν εις την έννοιαν αυτής υπό παραβόλου τινός της διανοίας ημών περιέργειας, ήτις, διά της επ' άπειρον διαιρέσεως του συνθέτου κατάντη επί τέλους εις δύο αντιθέτους αλλήλων απλάς έννοιας, ων δεν εδόθη ημίν να γνωρίσωμεν χωριστάς τας αντιστοίχους πραγματικότητας[14]. Καί λέγει μεν, ότι αύτη η βουλομένη είναι νόησις (της ύλης) είναι ου νόησις αλλ' οίον άνοια μάλλον, αυτάς τας εν Τιμαίω (σελ. 51 και 52) λέξεις του Πλάτωνος επαναλαμβάνων, επιμένει όμως αναγνωρίζων την ύπαρξιν της ύλης μετά του Πλάτωνος ως ένα έτερον στοιχείον, άνευ του οποίου κόσμος δεν δύναται να υπάρξη[15]. Λόγου χάριν, εν Ενν. II.4.12, ποιείται διάκρισιν μεταξύ του μεγέθους, όπερ ο λόγος δίδει εις την ύλην και του μεμεγεθυσμένου, δηλαδή της ύλης· και λέγει ότι, εάν δεν υπήρχεν η τελευταία, τα σώματα θα ήσαν αμεγέθη, και επομένως ανυπόστατα. Και προιών «έστι τοίνυν αναγκαίον η ύλη, λέγει, και τη ποιότητι και τω μεγέθει, ώστε και τοις σώμασιν. Και ου κενόν όνομα αλλ' έστι τι υποκείμενον, καν αόρατον και αμέγεθες υπάρχη».

Είμεθα λοιπόν υποχρεωμένοι να εννοήσωμεν και ημείς το αισχρόν μετά του Πλωτίνου διά της αυτής νόθου νοήσεως, δι' ης εκείνος την ύλην, με την διαφοράν, ότι το ημέτερον πρόβλημα είναι πολλώ μάλλον παρακεκινδυνευμένον, αφού εκείνος μεν εφαντάζετο την ύλην άνευ μορφής τίνος οίας δήποτε, ημείς δε πρέπει κατ' ανάγκην να φαντασθώμεν το αισχρόν, άνευ της ωρισμένης εκείνης μορφής, δι' ην είναι αισχρόν. Αλλ' όχι, ύλη άνευ είδους ουδαμού υφίσταται, είπεν, ο Πλωτίνος. Αλλά τότε ουδ' άμορφον ουδέν, και επομένως ουδέ το πάντη αισχρόντης Ενν. I.6.2, άλλως, ει μη ως έννοια μόνον της νοήσεως, ή ως ο Πλωτίνος περί της ύλης λέγει, ως φάντασμα της ψυχής νόθον και ψευδές. Τούτο είναι το μέχρις ου ο ορθός λόγος εξικνείται· εάν τώρα παραδεχθώμεν το αίσχρόν και καθ' αυτό υπάρχον, επαναλαμβάνομεν μόνον την διδασκαλίαν του Πλωτίνου, μηδέν έχοντες δικαίωμα να την ερμηνεύσωμεν άλλως παρ' όπως αυτός θέλει.

Το αυτό ρητέον και περί της ταυτίσεως του καλού μετά του είναι. Η εν αυτη αντίφασις δεν αίρεται παρά εάν παραδεχθώμεν το κάλλος ως σχετικήν έννοιαν, οπότε τα αισθητά αντικείμενα θα υπάρχωσι μεν πάλιν ως μέτοχα είδους και μορφής, δεν θα δύνανται όμως να ήναι και κατ' εξοχήν καλά παρά υπό ωρισμένας τινάς συνθήκας. Αυτός ούτος ο Πλωτίνος, εφ' όσον περιορίζεται μόνον εις την καλολογίαν, ούτω πως διακρίνει το καλόν από του είναι. Αληθώς τα αισθητά αντικείμενα δύνανται να υπάρχωσι, και κατ' ελάχιστον μόνον μετέχοντα της ουσίας, ήτοι του είδους· διά τούτο όμως δεν είναι ακόμη και καλά. Όπως γίνωσι καλά, ανάγκη όχι μόνον να μετέχωσιν απλώς είδους τινός, άλλ' ανάγκη το είδος τούτο να επικρατή της εν αυτοίς ύλης ολοσχερώς, δηλαδή κατ' εκείνον τον εξαίρετον βαθμόν, όστις είναι ο μόνος ανάλογος εις την ιδανικήν τελειότητα της φύσεως ενός εκάστου των δημιουργημάτων. Όπου τούτο δεν συμβαίνει, και καθ' όσον δεν συμβαίνει, εκεί έχομεν ενώπιόν μας το αισχρόν βαθμολογημένον. Μόνον οσάκις κρίνει υπό ταύτην την έποψιν, εκφράζεται ορθώς ο Πλωτίνος, ότι αισχρόν είναι το μη κρατηθέν υπό μορφής και λόγου, ουκ ανασχομένης της ύλης το πάντη κατά το είδος μορφούσθαι[16].

Εν τοις έμπροσθεν είδομεν τον Πλωτίνον προικίζοντα τας ιδέας με την δύναμιν να μορφώσι την ύλην, μεθ' ης ήθελον έλθει εις δυναμικήν συγκοινωνίαν διά των εν ταις ψυχαίς λόγων. Εκ του ανωτέρω χωρίου και εκ πολλών παρομοίων[17] πειθόμεθα, ότι αντιθέτως προς τας ιδέας η ύλη έχει το καθήκον ή μάλλον τον παθητικόν προορισμόν να υπείκη και ανέχηται τας επιβαλλομένας αυτή μορφάς εκουσίως και ολοσχερώς. Εκ της ανοχής δε αυτής ταύτης, εκ της ικανότητος προς εκπλήρωσιν του εαυτής προορισμού, φαίνεται εξαρτωμένη και η αξία της ύλης. Ούτως Ενν., II.4.3, διδασκόμεθα, ότι «ου πανταχού το αόριστον (η ύλη) ατιμαστέον ουδ' ο αν άμορφον η τη εαυτού επινοία, ει μέλλοι παρέχειν αυτό τοις προ αυτού και τοις αρίστοις». Προϊών δ' ο Πλωτίνος διακρίνει την εις τον αίσθητόν τούτον κόσμον υποκειμένην ύλην, από την υπάρχουσαν ως υποδομήν του νοητού, μόνον κατά την προθυμίαν αυτής ταύτην, το δε πολύ πολύ και κατά τούτο, ότι «η των γινομένων (των αισθητών0 ύλη αεί άλλο και άλλο είδος έχει, ενώ η των αϊδίων η αυτή ταύτη αεί,» ούσα τρόπον τινά η ιδέα της ύλης[18].

Την υπερκόσμιον ταύτην ύλην ταυτίσας μετά του πνεύματος ο Zimmermann, εν τη εκθέσει της παρά Πλωτίνω θεωρίας του καλού (σελ. 128) προχωρεί υπέρ το δέον διατεινόμενος, ότι μεταξύ ύλης και πνεύματος δεν υπάρχει παρά Πλωτίνω ει μη η διαφορά, ότι το μέν πνεύμα είναι λεπτότατη ύλη, η δε ύλη παχυλότατον πνεύμα. Τουτέστιν, ότι ύλη και πνεύμα είναι η διάφορος έκφανσις ενός και του αυτού υποκειμένου και επομένως το πνεύμα δύναται να γίνη οικεία βουλήσει ύλη, το καλόν δύναται να γίνη το πάντη αισχρόν, και πάλιν, ότι η ύλη δύναται να επιστρέψη εις την προτέραν αυτής κατάστασιν γενομένη είδος, δηλαδή νοητόν κάλλος!

Ο Zimmermann άγεται προφανώς υπό της επιθυμίας να άρη ή καν να πείση ημάς, ότι ο Πλωτίνος ήρεν εν τη μεταφυσική αυτού την αντίθεσιν μεταξύ είδους και ύλης, οία υπάρχει αύτη παρά τε τω Πλάτωνι και τω Αριστοτέλει. Προς τούτο συντάσσεται τοις φρονούσιν, ότι ο Πλωτίνος έπεται τυφλώς τη φιλοσοφία των ανατολικών εθνών και ασπάζεται ως ίδιον εαυτού το δόγμα της εκροής ή προέσεως, (emanatio). Τούτο όμως ούτε προς τον χαρακτήρα της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας εν γένει συμβιβάζεται, ως μαρτυρούσι τα προ μικρού παρατεθέντα χωρία περί διακρίσεως μεταξύ μορφής και ύλης, ούτε προς τας λέξεις συμφωνεί αυτού του Πλωτίνου, όστις διαρρήδην αποπτύει και εκ ποδών ποιείται[19] τοιαύτην τινά διδασκαλίαν προέσεως, καθ' ην τα ατελέστερα όντα είναι μέρη της του Θεού ουσίας, αδιαλείπτως εν χρόνω και χώρω απ' αυτού προϊεμένης[20].

Ο Νεοπλατωνισμός παραδεχόμενος, ως υπεδείξαμεν εν τω προηγουμένω κεφαλαίω, δυναμικήν μόνον σχέσιν του πεπερασμένου προς το Εν, ηδύνατο ίσως να χαρακτηρισθή ως δυναμικός πανθεϊσμός, όχι όμως ως εκπορευτικόν σύστημα, οία διεμόρφωσαν ανεπιστημόνως οι Ινδοί, οι Πέρσαι και οι Αιγύπτιοι[21].

Είναι αληθές ότι αι εικονικαί του Πλωτίνου εκφράσεις, οσάκις πρόκειται να δηλώση τίνι τρόπω εκ του Ενός προήλθον τα πολλά, μετάγουσι λεληθότως τον νουν εις τας των Βαλεντινείων δοξασίας και εκείθεν εις τα των ανατολιτών φιλοσοφήματα. Αλλά δια τούτο και ο Πλωτίνος μας καθίστα συνεχώς προσεκτικούς, προφυλάττων από πάσης παρερμηνείας και συγχύσεως δι' ολοκλήρων χωρίων προς τούτο καθιερωμένων.

Εκ των εικόνων, ας μεταχειρίζεται περιγράφων την εκ του Ενός γένεσιν του σύμπαντος κόσμου, καταλληλότερα είναι η δι' ης παριστά την μεταξύ της ψυχής και του Νου (και επομένως και την μεταξύ τούτου και του Ενός. Zeller V, 497) σχέσιν. Η εκ του Νου γεννώμενη ψυχή εχει προς αυτόν, λέγει, ουχί ως το εκρέον προς το εξ ου απορρέει, αλλ' ως ο προφορικός λόγος προς τον ενδιάθετον, ή την ιδέαν, ην αισθητοποιεί. «Οίον λόγος ο εν προφορά λόγου του εν ψυχή, ούτω και αυτή λόγος νου»[22]. Ο προφορικός λόγος δεν είναι συνέχεια του ενδιαθέτου, αλλ' απλώς δήλωσις της δυνάμεως αυτού. Ούτω και τα όντα είναι δήλωσις της δυνάμεως του Ενός εν εαυτή μενούσης. Διότι (λέγει περί της νοητής ουσίας) «ανάγκη αυτό αεί τε συν αυτώ είναι και μη διϊστάναι αφ' αυτού — μηδέ προϊέναι τι απ 'αυτού· ήδη γαρ αν εν άλλω και άλλω είη·» (Ενν. VI, 5.3.) Εν γένει ο Πλωτίνος δεν παύεται επαναλαμβάνων, ότι το πεπερασμένον έχει προς το Εν, ουχί ως το μέρος προς το όλον, αλλ' ως το αιτιατόν προς το αίτιον. Δεν απεσπάσθη από της ουσίας του πρώτου, ουδέ είναι συνέχεια αυτής προβαλλόμενης, αλλά παρήχθη διά της δυνάμεως αυτού χωρίς να μειωθή διά τούτο, ουδέ να μεταβληθή η ουσία του[23]. Διά τούτων και των τοιούτων καταδείκνυται αναμφισβητήτως η μεγάλη διαφορά μεταξύ της φιλοσοφίας των νεοπλατωνικών και των προετικών συστημάτων.

Αλλ' όσον είναι βέβαιον ότι ο Πλωτίνος διά της ανωτέρω εκτεθείσης εξηγήσεως των όντων προσεπάθησε, και δη και κατόρθωσε να υπαγάγη τα πάντα εις μίαν υψίστην ενιαίαν αρχήν, τόσον είναι αφ' ετέρου αναμφίβολον, ότι την ενότητα ταύτην του συστήματος του, δεν ηδυνήθη να την διατήρηση. Ευθύς μετά το πρώτον βήμα της από του Ενός αναχωρήσεώς του, διέσπασε το ενιαίον της αρχής αυτού, υποπεσών εις την παρ' Αριστοτέλει διάκρισιν μεταξύ μορφής και ύλης. Είδομεν αυτόν ήδη παραδεχόμενον το διττόν εν τω Νω και ποιούμενον διάκρισιν μεταξύ μορφής και ύλης και εν αυταίς ακόμη ταις ιδέαις. Και όχι μόνον τούτο, αλλά είδομεν αυτόν μερίζοντα εις δύο και αυτήν την ψυχήν του παντός, ήτις παρεμβαλλόμενη μεταξύ του νοητού και του αισθητού κόσμου, προώριστο ίσα ίσα να πληρώση το εν τη παλαιοτέρα φιλοσοφία υφιστάμενον χάσμα κατά το σημείον τούτο[24]. Ουδέν λοιπόν δικαιολογεί την προσπάθειαν ν' αντικαταστήση τις εν τη νεοπλατωνική φιλοσοφία μίαν ασυμβίβαστον προς εαυτήν ενότητα, ταυτίζων την ύλην μετά του πνεύματος, δηλαδή μετά του όντος, ως ποιεί ο Zimmermann. Ουδέ είναι τις, ως ιστορικός, υποχρεωμένος να άρη τας αντιφάσεις, εις ας ο Πλωτίνος περιπίπτει ως προς τον καθορισμόν της ύλης και του είδους, εφ' οσον η άρσις δεν προκύπτει ως συνέπεια της αληθούς φύσεως αυτού τούτου του φιλοσοφικού του συστήματος.

Και λοιπόν μένουσιν υφιστάμεναι παρά Πλωτίνω δύο αντίθετοι αρχαί: Τα είδη με την μορφωτικήν αυτών δύναμιν, ελαττουμένην καθ' όσον αυξάνει ο αριθμός των δημιουργικών σταθμών, δι' ων η ενέργεια της διαβαίνει, ή μεταβιβάζεται εις το μορφωθησόμενον, και η ύλη με τον προορισμόν να δέχηται τας επιβαλλομένας αυτή μορφάς, καθιστώσα ούτω δυνατόν τον μέχρις έσχατων εξελιγμόν της από του Ενός μεταδιδόμενης παραγωγικής δυνάμεως. Όπου αύτη προσιούσα συντάττει την ακόσμητον ύλην ούτως, ώστε η προκύπτουσα μορφή να ήναι η ολοσχερής της δυνάμεως ταύτης έκφανσις, εκεί έχομεν ενώπιόν μας το αισθητόν καλόν. Αφού δε τα εν τω Νώ είδη δεν δύνανται παρά να ήναι τα κάλλιστα όντα, και αφού παντός ό,τι βλέπομεν επί της γης εύρηται το είδος εν τω νοητώ κόσμω, εννοείται ευκόλως, ότι καλόν δύναται να ήναι και το έσχατον ζωύφιον[25], όπως είναι καλά και τα άστρα. Επίσης όμως εννοείται, ότι ολόκληροι τάξεις δυσμόρφων επί γής πλασμάτων είναι δύσμορφοι ουχί δι' άλλον λόγον παρά διότι δεν ομοιάζουσι το εν τω Νω είδος των· ορθότερον ειπείν, διότι η δύναμις του εαυτών είδους, δεν κατώρθωσε να υποτάξη ολοσχερώς την ύλην εις την εαυτής εξουσίαν. Και λοιπόν όπου ή το είδος αδυνατεί να επικρατήση της ύλης, ή η ύλη είναι τοιαύτη, ώστε να μη ανέχηται την δι' αυτού μόρφωσιν καθ' όλας τας επόψεις, εκεί γεννάται το αισχρόν τόσω μείζον, όσω ολιγώτερον κατώρθωσεν η ιδέα να υπόταξη εις την συνεκτικήν αυτής δύναμιν τα ακόσμητα στοιχεία του άμορφου. Διότι κατά Πλωτίνον (I,6.2) είτε ανομοιομερής είτε ομοιομερής τυγχάνει η ύλη η ερχομένη εις επικοινωνίαν μετά του είδους, η επικράτησις τούτου επ' αυτής εκδηλούται εν τω ότι: προσιόν το είδος «το εκ πολλών εσόμενον εν συνθέσει συνέταξετε και εις μίαν συντέλειαν ήγαγε και εν τη ομολογία πεποίηκεν».

Αισχρόν λοιπόν κατά Πλωτίνον απόλυτον είναι παν το άνουν και ανούσιον και άσκοπον, ακριβώς δηλαδή εκείνο, όπερ ο Κάντιος εθαύμαζεν ως ελεύθερον κάλλος. Σχετικώς δ' αισχρόν το έχον μεν ουσίαν και ζωήν, αλλ' ουχί τοιαύτην, ήτις να εκδηλούται επί της ύλης διά μορφής αναλόγου της ζωής και της ουσίας ταύτης. Και κατά τούτο ο Πλωτίνος υπερέχει του τε Αριστοτέλους και του Πλάτωνος, εμβαθύνας φιλοσοφικώτερον εις την φύσιν του αισχρού παρ' ό,τι ποιούσιν εκείνοι, μόνον εις τας περί την μορφήν εξωτερικάς σχέσεις ανάγοντες την ασχημίαν[26]. Απ' εναντίας «Κάλλος έστι όταν η του ενός τα μόρια κατάσχη φύσις». (Ένν. VI, 9.1.757) ή, ως είδομεν και ανωτέρω, όταν η ενότης της ιδέας, υποτάξασα το χαοτικόν της ύλης εις μίαν σκόπιμον συντέλειαν, αντικαταστήση την αταξίαν διά της τάξεως, το άμετρον διά της συμμετρίας και αναλογίας το έκρυθμον διά του ρυθμου και της αρμονίας. Και ταύτα δύναται να λέγη τώρα ο Πλωτίνος χωρίς να παλινωδή εις την κατά της συμμετρίας υπέρμετρον εκείνην πολεμικήν του. Διότι και μόνον εν τω αισθητώ κόσμω περιοριζομένη η σύνταξις και η ομολογία των μερών ενός όλου παρά Πλωτίνω (Brenning σελ. 12) δεν είναι, όπως η των στωικών συμμετρία αίτιον, αλλ' αποτέλεσμα του καλού. Καλόν δε είναι, ως γνωρίζομεν πλέον, ο νους, το αμέγεθες είδος, η ασώματος ψυχή, ήτις ως τοιαύτη δεν κέκτηται μεν αυτή συμμετρίαν τινά και αρμονίαν, είναι όμως η δύναμις η τα πάντα εις εν άγουσα και δημιουργούσα και πλάττουσα και μορφούσα και συντάττουσα[27]. Ώστε οσάκις ο Πλωτίνος, επαναλαμβάνει την πλατωνικήν έκφρασιν, ότι τα αντικείμενα γίνονται καλά μετοχή είδους ή μορφής, δεν πρέπει να υποθέσωμεν, ότι υφίστανται μεν αι μορφαί και τα είδη, όπως αι ιδέαι του Πλάτωνος, εν τω νοητώ κόσμω ως πρόσωπα, γίνονται δε τα αισθητά πράγματα κατ' εικόνα και ομοίωσιν αυτών, μετέχοντα της εκεί συμμετρίας και τάξεως. Πολλώ μάλλον, όπως το κάλλος του Ενός δεν είναι παρά καλοποιός δύναμις, ούτως η μορφή του είδους δεν είναι κυρίως παρά μορφωτική αυτού δύναμις. Εάν εν τω νοητώ κόσμω υπήρχε τάξις ή συμμετρία, τα αισθητά δεν θα ηδύναντο να μετέχωσιν αυτων άλλως παρά εάν ήσαν τα αυτά μετά των νοητών. «Νυν δε έτερον μεν εκείνο, έτερον δε τούτο· ουδέ γαρ οικία η αισθητή το αυτό τη νοητή καίτοι ωμοίωται· και τάξεως δε και κόσμου μεταλαμβάνει η οικία η αισθητή· κάκει εν τω λόγω ουκ έστι τάξις, ουδέ κόσμος ουδέ συμμετρία. (Ενν. I.2.1, εν τέλει).

Αιτία δι' ην τα επί γης καλά έχουσι παρεπομένην αυτοίς την τάξιν και την συμμετρίαν, είναι η φύσις της ης μετέχουσι ψυχής, του προς ον κοινωνούσι λόγου. «Ό,τι γαρ αν εφάψηται ψυχής, ούτω ποιείται, ως έχει φύσεως ψυχής ή ουσία». (Ενν. IV.3.10. σελ.380 εν αρχή). Η ουσία όμως της ψυχής έχει, ως γνωρίζομεν, την φύσιν ενιαίαν και τούτο είναι το αποτελούν την αρετήν αυτής ότι είναι εν. Επειδή λοιπόν το μορφούν την ύλην είναι έν, διά τούτο, λέγει ο Πλωτίνος, «εν τε έδει το μορφούμενον είναι, ως δυνατόν αυτώ εκ πολλών όντι». (Ενν. I. 6.2). Πραγματικώς: Εάν τα χαοτικά και ακόσμητα της ύλης στοιχεία μέλλουν να γίνωσι κοινωνά της ενιαίας φύσεως του είδους, πρέπει κατ' ανάγκην να υπαχθώσιν εις μίαν ομόλογον ολομέλειαν εις μίαν οργανικήν ενότητα· άλλως δεν δύνανται να χρησιμεύσωσιν ως άξιος, τρόπον τινά, θρόνος ο όποιος να φέρη όλον το είδος επ' αυτού ιδρυμένον. Διά τούτο λέγει ο Πλωτίνος ότι το κάλλος όταν μεν καταλάβη πολυμερές τι, τότε «ιδρύται επ' αυτού, εις εν συναχθέντος, και τοις μέρεσι διδόν εαυτόν και τοις όλοις. Όταν δε εν τι και ομοιομερές (οία είσι τα απλά), τότε δίδωσιν εαυτό εις όλον». (Ενν. I. 6. 2).

Τοιουτοτρόπως εξηγείται, όχι μόνον το καθ' έκαστα κάλλος των εις μίαν ολομέλειαν ανηκόντων μερών, αλλά και το των απλών πραγμάτων, το οποίον δεν ήξευρε να εξηγήση η των στωικών συμμετρία. Τα χρώματα, ως απλά πράγματα, δεν έχουσιν ανάγκην ομολογίας τινός ή συμμετρίας προς υποδοχήν του κάλλους, ασωμάτου και αμεγέθους όντος και εν αυτοίς τοις σώμασιν[28]· ο βαθμός της καλλονής αυτών εξαρτάται συνεπέστατα εκ του βαθμού της επικρατήσεως του είδους επί της υποκείμενης εις αυτά ύλης. Ενθυμηθώμεν, ότι η ύλη, στέρησις ούσα και πενία πάσης ιδιότητος, είναι το σκοτεινόν των αντικειμένων βάθος, προς ο ορρωδεί η ψυχή εγκύπτουσα[29]. Το είδος απεναντίας της χρόας είναι αυτό αφ' εαυτού λάμψις και φως, είναι ο λόγος του παρ' ημίν φωτός και πυρός, είναι ζωή τις πύρινη. (Ενν. VI.7.10. σελ.704). Όπου λοιπόν προσιόν το ασώματον τούτο φως του λόγου και είδους[30] επικράτηση ολοσχερώς του εν ύλη σκοτεινού, εκεί έχομεν τα καλά και έμμονα και ανέκπλυτα χρώματα. Απεναντίας όπου τα χρώματα δεν αντέχουσιν, εξίτηλα τω φωτί γινόμενα, εκεί έχομεν κατά Πλωτίνον την ένδειξιν, ότι η ύλη δεν μετέσχεν ολοκλήρου του είδους της χρόας[31]. Διά τούτο το εξίτηλον χρώμα ούδέ καλόν είναι πλέον.

Ότι αναλόγως εξηγείται το κάλλος και των απλών τόνων και παντός απλού πράγματος εν γένει, εννοείται αφ' εαυτού. Επίσης πρέπει να εξηγηθή επί τη βάσει των ανωτέρω το εν ταις αρμονίαις κάλλος, είτε είναι αύτη αρμονία φωνών, είτε είναι αρμονία χρωμάτων. Το εν Ενν.I, 6, 3 χωρίον περί της μουσικής αρμονίας φαίνεται εφθαρμένον και η υπό του E. Müller διόρθωσις αυτού ολίγον συντείνει προς τοιαυτην αυτού ερμηνείαν, ήτις να ικανοποιή πάσας τας κριτικάς αξιώσεις. Αλλ' ο λόγος της σκοτεινότητός του κείται, νομίζομεν, όχι τόσον εν τη ανωμάλω αυτού συντομία, όσο εν τη συνηθεία του Πλωτίνου να μη ήναι πάντοτε συνεπής εις τας περί ενός και του αυτού πράγματος εκφράσεις του. Ούτως εν τω ανωτέρω χωρίω παραδέχεται, ότι εν ταις φωναίς ενοικούσι τρόπον τινά αφανείς αρμονίαι, αίτινες, τας φανεράς αρμονίας παράγουσαι, ποιούσι την ψυχήν να λάβη σύνεσιν του καλού. Ενώ εν Ενν. V. 9.11, ομιλεί περί νοητού ρυθμού και αρμονίας, δηλαδή περί ειδών αυτών εν τω νοητώ κόσμω υπαρχόντων, τουθ' όπερ είναι φυσική του συστήματος του συνέπεια. Όπως πάντα τα αισθητά, ούτω και η μουσική αρμονία αρμόζεται κατά τα εν τω νω είδη: «Καί μην και μουσική πάσα περί αρμονίαν έχουσα και ρυθμόν, η μεν περί ρυθμόν και αρμονίαν έχουσα τα νοήματα τον αυτόν τρόπον αν είη, ώσπερ και η περί τον νοητόν ρυθμόν έχουσα». Αλλαχού όμως πάλιν πιστεύει: οτι «ου μην εκινήθη αν η χορδή μουσικώς, ει και ο μουσικός εβούλετο, μη της αρμονίας τούτο λεγούσης». (Ενν. III.6.4, εν τέλει).

Εν τούτοις η ασυνέπεια αύτη προέρχεται μόνον εκ της εν τοις έμπροσθεν εξηγηθείσης συνήθειας του Πλωτίνου, να συναλλάσση τα ονόματα των μορφωτικών δυνάμεων, πότε μεν αποκαλών αυτάς λόγους, πότε ψυχάς, πότε ιδέας και πότε νους. Αίρεται δε το ασυνεπές και ευοδούνται τα συγγενή τοις ανωτέρω χωρία, εάν, οσάκις ο Πλωτίνος ομιλεί περί αφανούς αρμονίας, νοώμεν δι' αυτής τους κοσμητικούς των φωνών λόγους, ων οι απλοί τόνοι πρέπει να μετάσχωσιν όπως συνηχήσωσιν αρμονικώς. Αρμονία είναι η δύναμις των λόγων τούτων η υπάγουσα τας εν τη ύλη κινήσεις εις ωρισμένας τινάς σχέσεις, εν τη του χρόνου μονάδι, άνευ της οποίας εις μάτην θα εκοπία ο μουσικός, όπως κίνηση αρμονικώς τας χορδάς του.

Διά τούτο μας υπενθυμίζει και ενταύθα ο Πλωτίνος, ότι αι σχέσεις αύται δεν γεννώσι το κάλλος εν τη μουσική, αλλ' είναι αποτέλεσμα της παρουσίας αυτού ήδη. Ως και εν τοις προηγουμένοις είπομεν, το κάλλος το γνωρίζει η ψυχή βολή τη πρώτη, ενώ εν τη μουσική αρμονία το μετρείσθαι αριθμοίς παρακολουθεί την φύσιν αυτής αλλά δεν την κατασκευάζει. Άλλως τε οι αριθμοί, καθ' ους μετρούνται αι αρμονίαι εκ των υστέρων, τυγχάνουσι προς αλλήλους εν λόγω ου τω παντί, αλλ ' ος αν η δουλεύων εις ποίησιν είδους εις το κρατείν. (Ενν. I.6.3. εν τέλει). Εάν τώρα ενθυμηθώμεν ότι τοιούτοι εισίν οι αριθμοί, ους ταυτίσας μετά των ιδεών ο Πλάτων εξήγει την της ενότητος και πολλαπλότητος συζυγίαν και συνάφειαν[32], και ους ο Αριστοτέλης αναφέρει ως αριθμούς ειδητικούς[33], και αριθμούς των ειδών[34], εννοούμεν ευκόλως, ότι και η μουσική αρμονία, όπως και η συμμετρία παράγεται συνεπώς υπό της εις τα συναρμοττόμενα στοιχεία παρουσίας και της επ' αυτών επικρατήσεως του είδους[35].

Περί αρμονίας χρωμάτων ουδαμού φαίνεται ποιησάμενος λόγον ο Πλωτίνος: Ως εν τοις προηγουμένοις εσημειώσαμεν, θαυμάζει την ποικιλίαν αυτών, και ζητεί τον λόγον της γενέσεως αυτής, την αρμονικήν όμως σχέσιν, ην έχουσι ταύτα προς άλληλα, ουδαμού την αναφέρει· ίσως διότι ταύτην εννοεί υπό το όνομα ποικιλία αφού οι όροι: αρμονία, συμφωνία, αντίθεσις κτλ. χρωμάτων φαίνονται όντες προϊόντα της νεωτέρας οπτικής· ως εκ τούτου, και διότι οι όροι ούτοι τυγχάνουσιν ειλημμένοι εκ της μουσικής κυρίως, προετάξαμεν ανωτέρω τα περί μουσικής αρμονίας του Πλωτίνου, αν και ταύτα ανήκουσι κυρίως εις το τεχνητόν κάλλος. Διότι μόνον εκ των όσα λέγονται παρ' αυτού περί αρμονίας φωνών είναι ελπίς να συμπεράνωμεν και την περί χρωμάτων αρμονίας διδασκαλίαν. Εννοείται ότι, όπως τας μεταξύ τόνων και φωνών, ούτω και τας μεταξύ των χρωμάτων προτερηματικάς σχέσεις παράγουσιν αι παρουσίαι και επικρατήσεις των ειδών. Επίσης εννοείται ότι, όπως αι μουσικαί αρμονίαι, ούτω και αι των χρωμάτων αρέσκουσιν ημίν πριν ή μετρήσαντες εύρωμεν πειραματικούς τας ωρισμένας σχέσεις, εις ας περιέρχονται αι παράγουσαι τα χρώματα φυσικαί αιτίαι, οσάκις επικρατήση αυτών το της αρμονίας είδος. Διότι όπως αι μουσικαί αρμονίαι, ούτω και αι των χρωμάτων μετρούνται λόγω ου τω παντί αλλ' ος αν η δουλεύων εις ποίησιν είδους. Και ως μεν προς ημάς είναι τούτο ευνόητον, εάν ενθυμηθώμεν ότι υπάρχει τις αναλογία τόσον μεταξύ των επτά (κυρίως εξ) χρωμάτων του πρίσματος και των επτά της μουσικής κλίμακος τόνων, όσον και μεταξύ των απ' αλλήλων διαστημάτων, καθ' α οι τε τόνοι και τα χρώματα εύρηνται εις προτερηματικήν προς άλληλα σχέσιν[36]. Ο Πλωτίνος όμως την αναλογίαν ταύτην δικαιώνει συνεπέστατα τω εαυτού συστήματι. Εγνωρίσαμεν ήδη παρ' αυτώ το είδος του επί γης φωτός ως πυρίνην ζωήν. Εν. Ενν. IV.4.35, παραδέχεται περί του ήλιου, ότι η δράσις αυτού δεν περιορίζεται μόνον εις το να θερμαίνη και φωτίζη τα επί γης αντικείμενα, αλλ· ως άστρον του οποίου ή ψυχή είναι θεία, επιδρά επί της ύλης ως μορφωτική δύναμις, ψυχής διαδόσει «όσον εν αυτώ φυσικής ψυχής πολλής ούσης». Η ψυχή αύτη, εκ του φωτός της οποίας πάντα τα χρώματα γεννώνται[37], ευμοιρεί βεβαίως, όπως πάσα ψυχή, των ιδίων αυτής λόγων ή δυνάμεων, ων μετέχοντα τα καθ' έκαστον χρώματα συντάττονται κατ' ανάγκην εις τοιαύτας τινάς αρμόνικας σχέσεις, οποίαι είναι αι μόναι καταλληλότεραι προς έκφρασιν ολοκλήρου της ενιαίας φύσεως του είδους εξ ου προέρχονται[38].

Ο φόβος, ότι τα όρια της μελέτης ημών ταύτης επεκτείνονται ολονέν πέραν του δέοντος, μας αναγκάζει να μη προσθέσωμεν ενταύθα την επί τη βάσει της συγχρόνου επιστήμης μεθερμήνευσιν και δικαιολογίαν της περί φωνών και χρωμάτων καλολογικής του Πλωτίνου θεωρίας, καθ' όσον αύτη είναι δυνατόν να συμβιβασθή προς εκείνην. Αναφέρομεν μόνον απλώς ως περίεργον, ότι τα εν Ενν. IV.4.35 σελ. 429 περί το τέλος πλατωνικώς λεγόμενα περί της συμπληρωματικής τρόπον τινά φύσεως των εν τω αισθητώ κόσμω εν γένει, (λαβείν γαρ τι των ετέρων εθέλει μέρος το άλλο μέρος, ενδεές ον αυτού) καταλλήλως συνδυαζόμενα μετά των αμέσως ηγουμένων και επί του φωτός εφαρμοζόμενα, συμβιβάζονται πληρέστατα —πάντοτε κατά το πνεύμα του νεοπλατωνισμού εννοείται— προς την σύγχρονον θεωρίαν περί των συμπληρωματικών λεγομένων χρωμάτων, και ορίζουσι και υπό ταύτην την έποψιν την καλολογικήν αυτών αξίαν.

Ό,τι δεν δυνάμεθα να μη επισυνοψίσωμεν ενταύθα κατάντησαντες, είναι το γεγονός, ότι η βαθμολογία του αισθητού καλού παρά Πλωτίνω βαίνει παραλλήλως ή μάλλον συμπίπτει με την οντολογικήν αξίαν των δημιουργημάτων εν γένει. Ουδ' ηδύνατο να έχη άλλως, αφού, ως είδομεν, το καλόν ταυτίζεται μετά της ουσίας. Κατά συνέπειαν ο νοητός κόσμος είναι όχι μόνον το όντως ον αλλά και το πρώτον καλόν και, ως ο Πλωτίνος είπεν, υπέρκαλος κάλλει αμηχάνω. Η εκ του Νου γεννώμενη ψυχή είναι μεν και αυτή καλή, αλλά κατά δεύτερον λόγον, διότι το κάλλος αυτής είναι το είδωλον του εν εκείνω[39]. Εκ ταύτης πάλιν το προς τον αισθητόν κόσμον γειτνιάζον μέρος έχει αμυδρότερον κάλλος, ως έχει και ασθενεστέραν ζωήν, και ούτω καθ' έξης το κάλλος της νοεράς ουσίας ελαττούται καθ' όσον και η οντότης αυτής εξασθενεί, ένεκα της ολονέν αυξανούσης αυτής αποστάσεως από του Ενός. «Και γαρ, όσω ιόν εις την ύλην εκτέταται, τόσω ασθενέστερον του εν ενί μένοντος. Αφίσταται γαρ εαυτού παν διϊστάμενον, ει ισχύς, εν ισχύϊ, ει θερμότης εν θερμότητι, ει όλως δύναμις εν δυνάμει, και κάλλος εν κάλλει». (Ενν. V.8.1).

Αλλ' ινά περιορισθώμεν εις τα αισθητά: Το ύψιστον και τελειότατον κάλλος εν σώματι προσιδιάζει εις το σύμπαν, εις τον αισθητόν τουτέστι κόσμον, καθ' όσον αυτός θεωρείται ως εν όλον, τούτο μεν διότι έρχεται ως πρώτος μετά τα υπέρ αίσθησιν καλά, τούτο δε διότι εν αυτώ αντιπροσωπεύονται συνάπαντα τα είδη και γένη, ολικήν αποτελούντα, εστω και ως εν κατόπτρω, εικόνα του νοητού κόσμου. Εν τω προηγουμένω κεφαλαίω είπομεν διά βραχέων κατά τι ο αισθητός διαφέρει του νοητού κόσμου. Εν Ενν. III.2.2, παράγων ο Πλωτίνος τον μεν από του δε, λέγει: Εξ ενός νου και του απ' αύτου λόγου ανέστη τόδε το παν και διέστη και εξ ανάγκης τα μεν εγένετο φίλα και προσηνή, τα δε εχθρά και πολέμια, και τα μεν εκόντα τα δε και άκοντα αλλήλοις ελυμήνατο και φθειρόμενα θάτερα γένεσιν αλλήλοις ειργάσατο». Εν τούτοις εκ της μερικής ταύτης αλληλομαχίας, λέγει ο Πλωτίνος δεν πρέπει να συμπεράνη τις, ότι το σύμπαν δεν είναι το αρμονικώτατον των δημιουργημάτων[40]. Οι εν τοις μερικοίς πόλεμοι και φθοραί έχουσι προς το όλον όπως αι αντιθέσεις και αι φθοραί των τόνων εν μεγάλη και τελεία μουσική συνθέσει. Διότι ο Νους «επί τοις μέρεσι του παντός τοιαύτα ποιούσι και πάσχουσιν όμως αρμονίαν ενεστήσατο, φθεγγομένων μεν εκάστων τα αυτών, του δε λόγου επ' αυτοίς την αρμονίαν και μίαν την σύνταξιν εις τα όλα ποιούμενου». Αλλ' ουδέ το γεγονός, ότι μερικά εκ των δημιουργημάτων είναι ατελή και τούτ' αυτό αισχρά δεν μεταβάλλει ποσώς την καλλονήν του κόσμου, όστις θα ήτο το κάλλιστον πάντων, εάν δεν είχε προ αυτού καλλίω τον νοητόν. Το σύμπαν θεωρεί ο Πλωτίνος ως τέλειον δράμα, εν τω οποίω δεν δύναται να ώσι πάντα τα πρόσωπα ήρωες· άλλ' είναι και οικέται τινές και αγροίκοι και φαύλως φθεγγόμενοι, ως εάν εξέλη τις φθείρει την καλλονήν του δράματος. Οι μεμψιμοιρούντες, ότι δεν είναι πάντα τα πλάσματα ίσα ως προς την τελειότητα ομοιάζουσι τους απείρους γραφικής τέχνης, οίτινες αιτιώνται του ζωγράφου, ως ου καλά τα χρώματα πανταχού της εικόνος, αγνοούντες ότι ο καλλιτέχνης, ου φθόνω, αλλά λόγω ποικιλίαν νοεράν έχοντι τα προσήκοντα απέδωκεν εκάστω τόπω. Ενν. III.2.Η.

O Πλωτίνος προδίδει εν γένει βαθύ προς την αισθητήν καλλονήν αίσθημα· και μ' όλην την μηδαμινότητα αυτού ως προς την τάξιν, ην έχει ο αισθητός κόσμος εν τη οντολογία, επιμένει εξαίρων τας αρετάς του και υπερασπιζόμενος το κάλλος προ πάντων κατά των Γνωστικών, οίτινες, ως γνωστόν, ητιώντο τον δημιουργόν ως κακώς ποιήσαντα τον κόσμον και εμέμφοντο τον τελευταίον ως ατελή και άσχημον[41]. Ο ένθεος, ούτως ειπείν, ζήλος του Πλωτίνου, δι' ου υπεραμύνεται, της του Θεού προνοίας, και το γλαφυρώτατον ύφος, εν ω περιγράφει την του σύμπαντος καλλονήν, ενέπνευσαν τοσάκις τους τε φιλοσόφους και τους ποιητάς και τους θεολόγους της χριστιανικής εποχής, ώστε δεν διστάζομεν να παραθέσωμεν εν ολόκληρον κεφάλαιον, εκ των Εννεάδων αυτού αντί πάσης ημετέρας περιγραφής και αναλύσεως.

«Και ουκ αν τις εικότως, ουδέ τούτω (τω παντί) μέμψαιτο ως ου καλώ, ουδέ του μετά σώματος ουκ αρίστω, ουδ' αυ τον αίτιον του είναι αυτώ αιτιάσαιτο[42]· πρώτον μεν εξ ανάγκης όντος αυτού και ουκ εκ λογισμού γενομένου, αλλά φύσεως αμείνονος γεννώσης κατά φύσιν ομοίαν εαυτή[43]. Έπειτα ούδ' ει λογισμός είη ο ποιήσας, αισχυνείται τω ποιηθέντι. Όλον γαρ τι εποίησεν πάγκαλον και αύταρκες και φίλον εαυτώ και τοις μέρεσι τοις αυτού τοις τε κυριωτέροις και τοις ελάττοσιν, ως αυτώ προσφόροις. Ο τοίνυν εκ των μερών το όλον αιτιώμενος, άτοπος αν είη της αιτίας. Τα τε γαρ μέρη προς αυτό το όλον δει σκοπείν, ει σύμφωνα και αρμόττοντα εκείνω, το τε όλον σκοπούμενον μη προς μέρη άττα σμικρά βλέπειν[44], τούτο γαρ ου τον κόσμον αιτιωμένου, αλλά τινα των αυτού χωρίς λαβόντος, οίον ει παντός ζώου τρίχα ή τον χαμαί δάκτυλον, αμελήσας τον πάντα άνθρωπον, δαιμονίαν τινά όψιν, βλέποι η νη Δία τα άλλα ζώα αφείς το ευτελέστατον λαμβάνοι, ή το όλον γένος παρείς, οίον το ανθρώπου, Θερσίτην εις μέσον άγοι. Επεί ουν το γενόμενον ο κόσμος εστίν ο σύμπας, τούτον θεωρών, ταχ' αν ακούσαις παρ' αυτού ως: Εμέ πεποίηκε Θεός καγώ εκείθεν εγενόμην τέλειος εκ πάντων ζώων και ικανός εμαυτώ και αυτάρκης, ουδενός δεόμενος, ότι πάντα εν εμοί και φυτά και ζώα και συμπάντων των γεννητών φύσις και θεοί πολλοί και δαιμόνων δήμοι και ψυχαί αγαθαί και άνθρωποι αρετή ευδαίμονες[45]. Ου γαρ δη γη μεν κεκόσμηται φυτοίς τε πάσι και ζώοις παντοδαποίς και μέχρι θαλάττης ψυχής ήλθε δύναμις, αήρ δε πας και αιθήρ και ουρανός σύμπας ψυχής άμοιρος· αλλ' εκεί ψυχαί αγαθαί πάσαι άστροις ζην διδούσαι και τη εύτακτη ουρανού και αϊδίω περιφορά, νου μιμήσει, κύκλω φερομένη εμφρόνως περί ταύτον αεί[46]. Ουδέν γαρ έξω ζητεί. Πάντα δε τα εν εμοί εφίεται μεν του Αγαθού, τυγχάνει δε κατά δύναμιν την εαυτού έκαστον[47]. Εξήρτηται γαρ πας μεν ουρανός εκείνου[48], πάσα δε εμή ψυχή και οι εν μέρεσιν εμοίς θεοί, και τα ζώα δε πάντα και τα φυτά και ει τι άψυχον δοκεί είναι εν εμοί. Και τα μεν του είναι μετέχειν δοκεί μόνον, τα δε του ζην, τα δε μάλλον εν τω αισθάνεσθαι, τα δε ήδη λόγον έχει, τα δε πάσαν ζωήν[49]. Ου γαρ τα ίσα απαιτείν δει τους μή ίσους, ουδέ γαρ δακτύλω το βλέπειν, αλλ' οφθαλμώ τούτο, δακτύλω δε άλλο, το είναι, οίμαι, δακτύλου και το αυτού έχειν». Ενν. III.2.3.

Τοιαύτη η του παντός αρμονία και τοιαύτη η μεταφυσική του καλού παρά Πλωτίνω: Από της ευτάκτου και αϊδίου περιφοράς των ουρανίων σφαιρών μέχρι της εσχάτης οργανικής κινήσεως παντός, ό,τι ζη επί μίαν στιγμήν, από της πολυπλοκωτάτης ολομελείας των ενοργάνων μέχρι των ομοιομερών σχημάτων του φυσικού κρυστάλλου, από του απλέτου φωτός του ηλίου, μέχρι του απλούστατου χρώματος της ανεμώνης μία και η αυτή δύναμις διήκει κατά το μάλλον και ήττον εκδηλουμένη, η δημιουργική του Ενός δύναμις εμψυχούσα και συντάττουσα την νεκράν και ακόσμητον ύλην διά της ιδέας του καλού[50]. Όπου προσέπεσεν εις τας αισθήσεις ημών μορφή τις χρονική ή τοπική, εκεί προηγήθη ήδη το καλόν ζωοποιούν και κινούν τα αδρανή και άμορφα της ύλης στοιχεία. Τα ογκώδη βουνά, οι τραχείς βράχοι, οι αναίσθητοι λίθοι, πάντα ταύτα ευμοιρούσι μικράς ή μεγάλης καλλονής, διότι και ταύτα συγκρατεί, διά της αυτής του καλού ιδέας εκδηλουμένη η του παντός ψυχή, διότι και ταύτα κατά Πλωτίνον, όχι μόνον ζώσιν ονειρώδη τινά ζωήν, αλλά και αυξάνουσιν όπως τα φυτά και τα δένδρα. Ενν. IV.3.59. σελ. 419 εν τέλει και VI.7.11. σελ. 703.

Ότι τοιαύτη τις εκδοχή της εξωτερικής φύσεως, υπό σημερινήν καλολογικήν έποψιν μεθερμηνευομένη, συμφωνεί πληρέστατα μετά των όσα υπεδείξαμεν εν τοις δύο πρώτοις Κεφαλαίοις της παρούσης πραγματείας, εννοείται αφ' εαυτού. Εγνωρίσαμεν εκεί τας διά των υποδεεστέρων αισθήσεων εντυπώσεις αποκαλυπτούσας ημίν, προς τω ποιώ αυτών περιεχομένω και πλέον τι, βαθμόν τινα καλού, όπερ εχαρακτηρίσαμεν εικονικώς ως δήλωσιν του υφ' ου τα αντικείμενα εμφορούνται πνεύματος. Και εγνωρίσαμεν την συμμετρίαν ουδέν άλλο ούσαν παρά ισορροπίαν δυνάμεων, ων η έκφρασις εμψυχώνει και ζωοποιεί τας εν χρόνω και χώρω σχέσεις του πολλαπλού και συνθέτου, και είδομεν τέλος, ότι λόγος ψυχολογικός του τοιούτου φαινομένου είναι το γεγονός οτι οι άνθρωποι μεταφέρομεν τας εν ημίν καταστάσεις και υποθέτομεν αυτάς κατ' αναλογίαν εν τοις αψύχοις και ανοργάνοις, ακριβώς όπως ο αρχιτέκτων προσωποποιεί την στήλην εις Καρυάτιδα, εμψυχών αυτήν διά των ιδίων αυτού δυνάμεων, όπως οι ζωγράφοι ζωογονούσιν ως και αυτάς αυτών τας γραμμοπλοκίας υπομιμνήσκοντες ημίν τας όπισθεν αυτών δρώσας οργανικάς δυνάμεις. Αλλ' όχι μόνον τούτο: ο δυναμικός του Πλωτίνου Πανθεϊσμός ευρίσκεται σύμφωνος με την καλολογικήν συνείδησιν της ανθρωπότητος εν γένει. Εν ταις γλώσσαις των εθνών υπάρχουσι πολλαί γραφικαί λέξεις και πλείονες εικονικαί εκφράσεις παμπάλαιου καταγωγής και όμως πάντοτε το αυτό εξασκούσαι επί της φαντασίας των χρωμάτων αυταίς εθνών γόητρον. Η γραμματική τας υπάγει εις το σχήμα του τρόπου, ειδικώτερον της μεταφοράς. Η καλολογία τας θαυμάζει ή και τας αναλύει, ως εάν ήτο έκαστη εν τέλειον αριστούργημα εικαστικής τίνος τέχνης ή ποιήσεως. Η φιλοσοφία του Πλωτίνου αναλαμβάνει πρώτη να δώση τον μεταφυσικόν λόγον των μεταφορών και των προσωποποιήσεων, να εξήγηση δε την των διαφόρων την φύσιν πλασμάτων αλληλοσυμπάθειαν, δι' ης και σήμερον ακόμη τα βουνά λόγου χάριν, όχι μόνον κορυφάς, οφρύς τραχήλους, ράχεις, βραχίονας πλευράς και πόδας έχουσιν, αλλά και εύδουσι, και ονειρεύονται, και σκιρτώσι, και συνοφρυούνται, και ιδρώνουν αίμα, και ζηλοτυπούσι, και ερώνται αλλήλων, και συνδιαλέγονται, και μαλόνουσιν[51]. <references>

  1. Ενν. I.6.2 εν τέλει.
  2. Ίδ. και Ενν. I.6.6. εν τέλει ένθα λέγεται: Και δη και τα σώματα, όσα ούτε λέγεται, ψυχή ήδη ποιεί· άτε γαρ θείον ούσα και οίον μοίρα του καλού, ων αν εφάψηται και κρατεί καλά ταύτα, ως δυνατόν αυτοίς μεταλαβείν, ποιεί.
  3. Ενν. V.8.3.8. και VI.2.21.
  4. Ίδ. και Ενν I.6.6, ένθα λέγει ότι τα όντα εστίν η καλλονή, η δ' ετέρα φύσις το αισχρόν.
  5. Ενν I.6.6: Το πρώτον θετέον την καλλονήν, όπερ και τ' αγαθόν, αφ' ου νους ευθύς το καλόν. Ένθα το καλλονή δεν σημαίνει το κάλλος, ως παρ' ημίν, αλλά την παράγουσαν το κάλλος δύναμιν. Υπό το αυτό πνεύμα λέγει ο Πρόκλος εν τη Θεολ. Πλ. II.11, σελ. 106 «Όθεν οίμαι και Πλωτίνος πηγήν του καλού τον πρώτον θεόν προσειπείν ουκ ώκνησεν.» Παραβ. Zeller εν V· 523.6. και 484.1.
  6. Ίδ. Zeller V.454.1.
  7. Ίδ. Ενν. I.7.1. σελ. 61, ένθα λέγεται, ότι το αγαθόν είναι επέκεινα ουσίας, επέκεινα και ενεργείας, και επέκεινα νου και νοήσεως. VI.8.16. εν τέλει, ότι είναι ενέργεια υπέρ νουν και φρόνησιν και ζωήν.
  8. Ίδ. Zeller V.485.1 και Ενν.V.2.1.
  9. Ενν. III.8.10.352.
  10. Οι ταυτίζοντες το Αγαθόν μετά του καλού παρά Πλωτίνω λησμονούσι και τούτο, ότε ούτος ουδαμού παραδέχεται κάλλος άνευ είδους, περί του Αγαθού όμως επανειλημμένως διατείνεται, ότι όπως οιδένα άλλον θετικόν προσδιορισμόν έχει (εν αφαιρέσει πάντα τα περί τούτου λεγόμενα VI.8.11.) ούτως είναι και ανείδεον και άμορφον VI.7.17. Και αυτόθι 32 σελ.723. Και 33.724.
  11. Περί της αοριστίας του Ενός ίδ. Ενν. V.5.6.
  12. Ότι ένεκα τούτου και το Εν κινδυνεύει να υπαχθή εις την κατηγορίαν του ουκ όντος το διαβλέπει ο Πλωτίνος εν οις λέγει: όσω δ' αν εις ανείδεον η ψυχή ίη, εξ αδυνατούσα περιλαβείν τω μη ορίζεσθαι – εξολισθάνει και φοβείτε μη ου δεν έχει. Ενν. VI.9.3. εν αρχή· δεν λείπουσι δε και χωρία εν οις ονομάζει το Εν ουκ ον, ως λόγου χάριν εν Ενν. V.2.1: ότι ουδέν ην εν αυτώ, διά τούτο εξ αυτού πάντα, και ίνα το ον ή ια τούτο αυτός ουκ ον, γεννητής δε αυτού. Ιδ. Και VI.9.3.
  13. Ενν. II.4.3: Ουδέποτε ουν άμορφος ούτε εκεί (εν τω νοητώ κόσμω) η εκεί, (ύλη) επεί ουδ' η ενταύθα· επίσης §12, αυτόθι και §5: Ουδέποτε γαρ άνευ μορφής. Επίσης III.6.13. Σελ. 315 εν τέλει: Ουκ έστιν ότε ουκ εν είδει τινί εστίν (η ύλη), και IV.3.9. Επεί ουκ ην ότε ουκ εψύχωτο τόδε το παν ουδέ ην ότε σώμα υφειστήκει, ψυχής απούσης, ουδέ ύλη ποτέ ότε ακόσμητος ην.
  14. Ενν. I.8.9, σελ. 78-79. II.4.5. Και νους ευρίσκει το διττόν· ούτος γαρ διαιρεί, έως αν εις απλούν ήκει· μηκέτι αυτό αναλύεσθαι δυνάμενον. Πρβλ και IV.3.9, σελ. 379.
  15. Ίδ. εκτενώς ταύτα παρά Zeller. V. σελ. 544 και εξής.
  16. Ίδ. και Ενν. I.6.8, ένθα καλεί το αίσχος ύλην ου κρατηθείσαν είδει, και σελ. 79 αυτόθι. Ότι το καλόν σχετικόν, ίδ. Ενν. VI.3.11, kai ΙΙΙ.2.7.
  17. Ίδε Ζελλερ ένθα ανωτέρω. Ο Πλωτίνος αρνείται κυρίως εις την ύλην και αυτήν την δύναμιν του ν`αποποιηθή και να μη δεχθή τας επιβαλλομένας αυτή μορφάς. Όπου δεν δέχεται τό όλον είδος σημαίνει, ότι ήτο ανίκανος να το δεχθή, και ουχί ότι αντέστη οικεία βουλήσει κατά του είδους. Ενώ ο Πρόκλος όχι μόνον ενεργητικήν αντίστασιν αποδίδει εις την ύλην αλλά και την ικανότητα να νικήση αυτό το είδος και το υποτάξη τρόπον τινά εις την αταξίαν της: «Και όταν κρατηθή το είδος υπ' αυτής, αίσχους αναπίμπλαται.» Περί Ενώσ. και Κάλλους VIII, σελ 219 περί το τέλος.
  18. Εν τούτοις τούτο είναι η ύλη ουχί αφ' εαυτής. Εν Ενν. IV.3.10.380 λέγει, ότι εν ταις νοερωτέραις σφαίραις «η ουσία είναι δύναμις κυρία σωμάτων εις το γενέσθαι τε και ούτως έχεις, ως αυτή άγει, ου δυναμένω των εξ αρχής εναντιούσθαι τη αυτής βουλήσει. Εν γαρ τοις υστέρας άλληλα εμποδίζοντα πολλά εις αποστερείται του τυχείν μορφής της οικείας, ην ο λόγος ο εν σμικρώ θέλει.» Τα αυτά δε περίπου και εν Ενν. II.4.5.161 περί το τέλος, διακρίνων μεταξύ θείας ύλης, της υποκειμένης ταις ιδέαις, και μη τοιαύτης, υποκειμένης εις τα αισθητά αντικείμενα.
  19. Ενν. V.1.6.487: Εκ ποδών δε ημίν έστω γένεσις η εν χρόνω τον λόγον περί των αεί όντων ποιουμένοις.
  20. Προβάλλειν και προβολή είναι οι παρά τοις γνωστικοίς εν χρήσει όροι. Ο Πλωτίνος μεταχειρίζεται αδιακρίτως τα προϊέναι, εκρείν, απορρείν, εξελίττειν, εκροή, περίλαμψις, κτ.τ. όπως σημάνει το αυτό πράγμα.
  21. Ίδε Zeller V .507, και παρβλ. Ενν. VI.9.5, ένθα ο Πλωτίνος ονομάζει το Εν «δύναμιν γεννώσαν τα όντα, αλλά μένουσαν εν αυτή και ουκ ελαττουμένην ουδ' εν τοις γινομένοις υπ' αυτήν ούσαν.» Ιστέον δε ότι τα επιστημονικώτερον διαμεμορφωμένα προετικά συστήματα των ανατολιτών ετελειοποιήθησαν αργότερον και πιθανώς επί τη βάσει της ελληνικής φιλοσοφίας. Πρβλ. Zeller V.506 και εξής.
  22. Ενν. V.1.3. Ούτω και 1.2.3: ως γαρ εν φωνή λόγος μίμημα του εν ψυχή, ούτω και ο εν ψυχή μίμημα του εν ετέρω. Ίδ. και V.1.6. Η εικών όμως αύτη δεν είναι εύρημα του Πλωτίνου, διότι προ αυτού την μετεχειρίσθη ήδη Φίλων ο Ιουδαίος. Πρβλ. M. Heinze: Die Lehre vom Legos in de Griechischen Philosophie. Oldenburg. 1872 σελ.231.
  23. Πρβλ και Ενν. VI.9.9.767 ένθα λέγει περί της ζωής, του όντος, της ψυχής κλτ· ως ουκ εκχεομένων απ' αυτού (του Ενός) είτ' εκείνων (εκείνο;) ελαττούντων. Και προϊών, ότι η αρχή αυτών ωσαυτώς μένει ου μεμερισμένη εις αυτά αλλ' όλη μένουσα. Τέλος ίδ. και Steinbart. P. R. Encycl. Τόμ. 5, σελ. 1758.
  24. Ίδ. Zeller V. σελ.541.
  25. Ο Πλωτίνος αισθάνεται το εν τη φύσει καλόν και θαυμάζει την εν τοις ζώοις ποικίλην θαυματουργίαν, και το εύειδες των φύλλων και των καρπών, και το ράστα ευανθές και ραδινόν και ποικίλον αυτών πλέον ή πας άλλος των αρχαίων φιλοσόφων. Πρβλ. Ενν. III.2.13 και V.1.2, περί του βολαίς ηλίου φωτιζομένου νέφους.
  26. F. Gregorovins σελ.124.
  27. Ενν. VI.9.1.757 και παρβλ. VI.7.30 περί το τέλος, ένθα λέγει, ότι και η συμμετρία και το κάλλος εκείθεν (εκ του νοητού κόσμου) εις το καλόν ελείλυθεν. Ουχί λίαν διαφόρως και μόνον με νεωτέρας εκφράσεις χαρακτηρίζει ο H. Lotze την συμμετρίαν ως Herrschaft des Gesetzes (über den Stoff) im allgemeinen. Ueber den Begriff der Schônheit σελ. 39.
  28. Ενν. IV.7.8.463.
  29. Ενν. II.4.16, σελ.169-170.
  30. Ο Πλωτίνος ενταύθα και προ πάντων εν Ενν. II.1.7 και 8, αναφερόμενος εις τα παρά Πλάτωνι:Τιμ.31B.51.B και Φιληβ.26,C και 47,A, παραδέχεται είδος υπερκόσμιου φωτός το οποίον, κάλλιστον ως τοιούτον, παρέχει εις το εν κόσμω φως την λάμψιν και γεννά τα χρώματα. Αλλά και το αισθητόν πυρ το θεωρεί παρά τα άλλα σώματα καλόν: ότι τάξιν είδους προς τα άλλα στοιχεία έχει· λάμπει ουν και στίλβει ως αν είδος ον. Ιδ. περί τούτου Creuzer σελ.194 και εξής.
  31. Ατελώς μεταφράζει ο Zimmermann σελ.136, τας λέξεις του Πλ: το δε μη κρατούν εξίτηλον τω φωτί γινόμενον ουκέτι καλόν, ως αν του είδους της χρόας ου μετέχον όλου.»
  32. Ίδ. Zeller II,567 και εξής.
  33. Ίδ. Αριστοτ. Μεταφ. XIII.9.1086, β.34 και 1090, β.35.
  34. Μεταφ. XIII.7.1081, α. 1083 β, και XIV,3 1090, β.
  35. Με τους αριθμούς ταυτίζει τους παρ' αυτώ λόγους ο Πλωτίνος ουχί σπανίως. Παρβ. Ενν. IV. 4. 35, σελ. 429. Ως γνωστόν οι τοιούτοι των αριθμών ανήκουσι τη Πυθαγορική φιλοσοφία, παρ' ης έλαβε τροποποιήσας αυτούς ο Πλάτων. Από τούτου δε πάλιν οι νεοπυθαγορικοί και διά τούτων ο Πλωτίνος. Ίδ: M. Heinze. Die Lehre vom Logos, σελ. 180 και εξής, Zeller V σελ.122 και εξής.
  36. Περί τούτων ίδε. F. Unger: Die Bildende Kunst. Göttingen 1858, σελ.192. Vischer: Aestotik. II.1.§§251 και εξής, και παρβλ. Göthe: Sämmtliche Warke (εκδ. Gödecke εις 15 τομ.) XV σελ.199 και 695.
  37. Οι νεοπλατωνικοί καλούσι τα χρώματα έκγονα φωτός. Ίδ. Πρόκλον, όστις έπεται, ως προς τούτο τη του Πλωτίνου διδασκαλία· εις Φιληβ. σελ.141.
  38. Ο Πλωτίνος ενώ εν Ενν. IV.4.29 και IV.4.22 απορεί εάν οι λόγοι οι εν τοις σπέρμασι ποιούσι τας χρόας, εν Ενν. II.4.9, παραδέχεται όχι μόνον την λευκότητα ως λόγον του λευκού χρώματος, αλλά και ποικίλον λόγον ως αιτίαν των ποικίλων χρωμάτων. Και όμως Ενν. VI.4.10, ως και εν τοις έμπροσθεν εσημειώσαμεν, αποφαίνεται επί το νεωτεριστικώτερον, ότι ουχί το σώμα του ζωγράφου, ουδέ το είδος το μεμιμημένου γράφει την εικόνα, αλλά η θέσις η ουτωσί των χρωμάτων ποιεί αυτήν τοιαύτην.
  39. Ενν. V.8.13 εν τέλει.
  40. Ίδ. Ενν. III.2.15. Τας αλληλοφαγίας των ζώων και των εν πολέμοις και μάχαις αποθνησκόντων παραβάλλει ο Πλ. προς τας επί της σκηνής του θεάτρου εισόδους και εξόδους των υποκριτών.
  41. Πρβλ. Της Ενν. III, το 2 και 3 βιβλίον, προ πάντων δε το έννατον της αυτής Εννεάδος το ειδικώς «προς τους κακόν είναι τον δημιουργόν του κόσμου και τον κόσμον κακόν είναι λέγοντας» απευθυνόμενον.
  42. Ίδ. Ενν. II.3.18, σελ.148 και παραβλ. Αυγουστ. De civit. Dei XII,5.
  43. Κατά τον Πλατ. Εν Τιμαίω, σελ.29. Ίδε και Ενν. II.9.17, και παραβλ. Αυγουστ. ένθα ανωτέρω. XI.21.
  44. Παραβλ. Fenelon: De l' existence de Dieu, Ι.3. Leibnitz. Théodicée. II. §§ 134, 146, 214.
  45. Παράβλ. Αυγουστ. Confess. VII.13.
  46. Ίδ. Ενν. II.2.2, και παράβλ. Πλάτ. Τιμ, σελ 34 και 40.
  47. Ίδ. Ενν. II.2.1, και παραβλ. Πλατ. Τιμαίον, σελ. 33 και 34. Παραβλ. δε: M.S. Munk. Melanges de Philosophie juive et arabe σελ.63, ένθα την αυτήν ιδέαν επαναλαμβάνει ο νεοπλατωνίζων Ιουδαίος φιλόσοφος Ibn Gebirol.
  48. Δηλαδή του Αγαθού. Ίδ. Ενν. I.7.1, σελ. 114-115. Ο Αριστοτέλ. Περί ψυχής. I.3, μεταχειρίζεται την φράσιν, εν οις κρίνει τα ανωτέρω χωρία του Τιμαίου. Ανάλογα είναι τα παρά Δάντη εν Παραδείσω. XXVIII και XXII, στίχ. 41 και εξής, (Γερμ. Μεταφρ. Υπό Witte, σελ.506.) Παραβλ. M. Ozanam: Dante et la philosophie Catholique. Μέρος δεύτερον, Κεφ. IV, 4.
  49. Ίδ. και Ενν. III.2.12, σελ. 264. Την αυτήν ιδέαν αναπτύσσει ο Αυγουστίνος: De libero arbitrio, II.17.
  50. Ο Πλωτίνος ονομάζει και αυτάς τας ποιότητας δυνάμεις. Ενν. VI.1.10.
  51. Την εμψυχωτικήν της εξωτερικής φύσεως αντίληψιν εν τη καλολογία του Πλωτίνου επεμείναμεν εν τοις ανωτέρω ερμηνεύοντες κατά το πνεύμα του αειμνήστου ημών διδασκάλου H. Lotze, διότι έχομεν την πεποίθησιν, ότι τα υπό του τελευταίου φιλοσοφηθέντα επί του αντικειμένου τούτου δεν είναι όλως διόλου άσχετα προς τα του Πλωτίνου. Ούτω λόγου χάριν μεταξύ του Πλωτινείου χωρίου: «και πάντα αντίτυπα και ταις πληγαίς βιαζόμεντα τα πληττόμενα ομολογεί αυτών την ουσίαν.» Ενν. III.6.6, σελ. 309, και των του Lotze: das Wesen jeglichen Dinges spricht aus dem Klange den wir ibm entlocken. Uber Bedingugen d. Kunstschönheit. σελ.10, αν δεν υπάρχη ταυτότης, δεν υπάρχει και μεγάλη τις διαφορά. Τοιαύτας δε τινας ομοιότητας μεταξύ των δύο τούτων φιλοσόφων απαντά τις εν εκάστη υπηρετική των συστημάτων αυτών επιστήμη.