Ἡ παραμονή
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Τὴν εἶδα χθὲς τὸ βράδυ
’Σ τὰ μαῦρα φορεμένη,
Σὰ νύχτα στολισμένη
Μὲ τἆστρα τὰ χρυσᾶ.

Τὸ θεῖο τὸ πρόσωπό της
Ὠχρὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
Εἶχεν ἀγγέλου χάρι,
Γλυκάδα κι’ ὠμορφιά.

Τὰ δυὸ φτενά της χείλη,
Ποὖχαν τς αὐγῆς τὸ χρῶμα,
Εἰς τὸ μικρό της στόμα,
Τὰ μάραινε ἡ σιωπή.

Τὰ φτερωτά της πόδια,
’Λαφρὰ σὰν χρυσαλλίδα,
Νὰ τρέχουνε δὲν εἶδα
Χαρούμενα ’ς τὴν γῆ.

Εἶχε γλυκὰ σὰν ῥόδο
Τὴν κεφαλὴ γυρμένη,
Ὡς νᾆχε πληγωμένη
Τὴν οὐρανία καρδιά.

Εἶδα, ὁ καϋμένος, εἶδα
’Σ τὸ δάκρυ νὰ λαμπρίζουν,
Αὐτὰ ποῦ κόσμο ἀνθίζουν
Μὲ μία γλυκομματιά.

Κ’ ἐφώναξε ἡ καρδιά μου
Μὲ χείλη τρομασμένα,
Τὰ μάτια της κλαμμένα
Νὰ μὴν τὰ ἰδῇ ὁ οὐρανός·

Αὐτὸς ποῦ κάθε χάρι
Ἀπὸ ’κεῖ μέσα πίνει,
Μὴ λυπηθῇ καὶ μείνῃ
’Σ τὰ βάθη τῆς νυχτός.