Η κερένια κούκλα
Συγγραφέας:
Οι ασβεστωμένοι Άγιοι


. . Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ’ ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που κύτταζαν κ’ οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα. Και τους είπε τότε, μ’ ένα κρυφό χαμόγελο για τη θάμαξη που θάκαναν και με μιαν ομιλία που τους φάνηκε πως άκουγαν το διάκο να διαβάζη το Ψαλτήρι, πως η Παναγία αυτή που δεν υπάρχει ομοία της εις όλην την οικουμένην ήρθε μόνη της κ’ εζωγραφίσθη μέσα σε μιαν καμάρα ως είδος χάλασμα απ’ τους χρόνους των Εθνικών κ’ έπειτα εκτίσθη η εκκλησία από αμνημονεύτων αιώνων· και κάτω απ’ τον ασβέστη είναι όλο και Άγιαι Εικόνες ιστορημέναι δια χειρός των αγγέλων και ωσάν να είχαν κατεβή οι Άγιοι κατά σάρκα εκ των ουρανίων σκηνωμάτων εν όλη των τη δόξη και λαμπρότητι και στέκουν ορθοί κατά σειράν και τάξιν, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του θρόνου της Παναχράντου Χριστοτόκου· επειδή παλαιόθεν δεν υπήρχε το τέμπλον και ο ιερός ναός ήτον αδιαίρετος καθώς η μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. . . Και πήρε δρόμο, ο γέρος εκκλησιάρης, έτσι για τον εαυτό του, σα να διάβαζε ένα παλιό συναξάρι, χωρίς να προσέχη αν τον καταλάβαιναν οι δυο γυναίκες που τον ακούγανε μανοιχτό το στόμα και με σταβρούς η θεια Ελέγκω κάθε τόσο. . κ’ έπειασε να τους αναφέρη για την παλιά ιστορία: γιατί ασβέστωσαν την εκκλησία και πως απόμειν’ έτσι ασβεστωμένη και δεν την ανιστορούσε ο Παππά-Βουλέτης που ήτον ιδιοκτήτωρ — όπως του τάχε διηγηθή η μητέρα του που εχρημάτισεν οικονόμος του γέροντος Παππά-Βουλέτη, θείου προς πάππου του τωρινού και πρώτου κτήτορος, εκ Σφακιών της Κρήτης, ο και αγοράσας αυτός τον ιερόν ναόν για χίλιες σφάντζικες κ’ ήταν και κελλιά πολλά με μάρμαρα λαμπρά, διότι ήτον μοναστήρι σεβασθείς υπό των Τούρκων δια θαύματος της μεγαλόχαρης, ώστε έπεσαν κ’ οι άπιστοι Αγαρηνοί κ’ επροσκύνησαν την θαυματουργόν Εικόνα της. . κι ακόμη φαίνονται οι κολώνες και τα μάρμαρα οπού ήτον άλλοτε. . . Έτυχε και πέθανε η Παππαδιά του πρώτου Παππά-Βουλέτη και αυτός συμβουλευθείς από τον Πειρασμόν, επήρε στο μήνα μέσα μιαν εξαδέρφισσάν της χήραν πολλά καλλίμορφον στο σπίτι του και ο τότε Μητροπολίτης τον έκαμε αργόν για ένα χρόνο. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ηθέλησε κατόπιν πάλι δια να λειτουργήση, όμως οι Άγιοι όλοι εν χορώ τον απηρνήθησαν, δηλαδή, τον αγριοκύτταζαν ωσεί εν πυρί και ρομφαία: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Ελευθέριος σήκωσαν ο καθένας τους το βαρύ Ευαγγέλιον όπου εκρατούσαν να του το ρίξουν κατακέφαλα· ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος σήκωσε το ραβδί με τον σταυρόν να τον πατάξη· ο Άγιος Μηνάς κ’ οι Άγιοι Θεόδωροι και ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος κέντρισαν τάλογά τους να τον ποδοπατήσουν και να τον λογχίσουν· η Αγία Αικατερίνη κ’ η Αγία Βαρβάρα κ’ η Οσία Πελαγία απέστρεψαν το πρόσωπον τους απ' αυτού. Τότε ο Σατανάς εσυμβούλευσε πάλιν τον Παππά-Βουλέτην, επειδή τον κυρίεψε παντάπασι ο μεγαλύτερος Παππάς, και αυτός με την πρόφαση νανακαινίση τον ναόν εκ βάθρων ασβέστωσε τας Αγίας Εικόνας —

— Χριστέ και Παναγιά! το μέγα Σου Έλεος! — ξεφώνισε η θεια Ελέγκω περίτρομη, με το στόμα μια πήχη ανοιχτό για τα όσα άκουγε, κι άρχισε τους σταυρούς τώρα γλήγορους κι απανωτούς, εξόν που σε κάθε όνομα Αγίου πούβγαινε απ’ τα χείλια του εκκλησιάρη είχε κάμει κι από έναν αργά-αργά λέγοντας μέσα σ’ ένα βαθύν αναστεναγμό: «η χάρη σου! . . .»

— Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον, εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, — ο Θεός κ’ η Παναγία να ελεήσουν την ψυχή του! — και ο μικροανεψιός του, τωρινός Παππά-Βουλέτης χρηματίσαντος μαχητής της Κρήτης και λοχίας, έλαβε την ιερωσύνην και πήρε την εκκλησίαν και θέλησε δια νανιστορήση πάλιν τον ναόν με τας Αγίας Εικόνας. Οι Άγιοι όμως δεν τον άφησαν. . . Ηθέλησε δια να αντιγράψη την Πλατυτέραν των Ουρανών μεγαλώσαντος το ιερόν: να φέρη την Αγίαν Τράπεζαν στη μέση, όπως το κανονικόν, δια να περιφέρεται ο ιερεύς, επειδή τώρα είναι μες τον τοίχο, κάτωθεν της θαυματουργού Εικόνας όπως αρχαιόθεν. Αλλ’ η Παναγία δεν τον ηυδόκησε. . . Ήλθαν οι καλύτεροι ζωγράφοι των Αθηνών και εξ όλης της Ασίας και της Σμύρνης, και μάλιστα δύο μοναχοί από το Άγιον Όρος διάσημοι εις τον κόσμον κ’ εκοπίασαν και απηύδησαν: τα πινέλα τους έσπαζαν κομμάτια κ’ έπεφταν οι τρίχες, τα χρώματα έσβηναν, τα χέρια τους εκόπτοντο ωσάν με το μαχαίρι. Ο είς εξ αυτών ηθέλησε δια να ξύση τον ασβέστη και παράλυσε από το ένα μέρος — —

— Κύριε σώσον! έλεγεν η θεια Ελέγκω κ’ η Λιόλια έπεφτε απάνω της μ’ ανατριχίλες κ’ έρριχνε φοβισμένες ματιές στους άσπρους τοίχους. . .

— Έχει πολύ μεγάλους Αγίους η εκκλησία μας! είπε ο εκκλησιάρης, με κατάνυξη. . . και μη θαρρήτε πως επειδή δεν φαίνονται κάτω από τον ασβέστη δεν υπάρχουν εδώ εις τον ναόν πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, δεν θέλουν δια να βλέπουν τας κακίας των ανθρώπων και αποστρέφονται από τα όμματα των Βεβήλων του κόσμου. . . Όταν έρχεται λείψανο σεβάσμιο, κανένα γεροντάκι εν αρετή βιώσας καλοσύνες εν ονόματι Κυρίου ή γυναίκα κάνοντας οβολόν της χήρας στους φτωχούς ή που στεφανώνεται καμμιά τίμια κόρη Παρθένος του Χριστού, τότε ο ασβέστης στους τοίχους γίνεται ανάριος-ανάριος και φαίνονται τα μάτια των Αγίων ωσεί αστέρες του στερεώματος και τα χέρια τους ωσάν κρίνα του αγρού που ευλογούν. . και εις τον θρόνον της εν μέσω την χορείαν των Αγίων εκ δεξιών και εξ ευωνύμων η Υπεραγία ημών Δέσποινα, η Πλατυτέρα των Ουρανών, λάμπων ωσεί πύργος δυσθεώρητος ευλογεί μαζί με τον γλυκύτατον Χριστόν. . .

Του είχαν έρθη τα δάκρυα τον εκκλησιάρη από τη φτερωμένη έξαρση πούδινε στην ψυχή του η αγία Πίστη. . κ’ έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα κοκκινογυρισμένα μάτια του με το μανίκι του. Τον είδε η θεια Ελέγκω κ’ άρχισε να κλαίη κι αυτή και σήκωσε την άκρη του φουστανιού της απ' την ανάποδη και φύσηξε τη μύτη της.

— Μια φορά, είπε πάλι μ’ ένα κρυφό αναγάλλιασμα στη φωνή του, ανήμερα της Αγίας Γεννήσεως του Χριστού αρρώστησε ο ψάλτης ο δεξιός — τον αριστερό τον κάνω εγώ — και δεν είχαμε δια να γίνη Λειτουργία ειμή μόνον ένας μαθητής του Σχολείου που δεν ήξερε να ψάλλη. . κ’ έξαφνα γέμισε η εκκλησία ουράνιους ψαλμούς και το εκκλησίασμα των πιστών έπεσαν όλοι στα γόνατα καθώς οι εθνικοί στρατιώται και ο Εκατόνταρχος εις την Αγίαν Ανάστασιν του Σωτήρος ημών. . .

Άκουγε η θεια Ελέγκω κλαίγοντας από χαρά πια, άκουγε κ’ η Λιόλια σαν παγωμένη τώρα από μιαν ακατανίκητη ανησυχία κ’ έναν τρόμο κρυφό. . .

Γυρίσανε σταναμεταξύ οι τρεις νέοι με τον Παππά-Βουλέτη, έναν άντρα ίσαμ’ εκεί πάνω με μια μεγάλη ψαριά γενειάδα, κατάμαυρη ολόγυρα στο στόμα, με χοντρά φρύδια σπαθωτά σαν του κοράκου το φτερό και μάτια γιαλιστερά σαν κάρβουνο σχιστό, που να τούβγαζες το καλυμαύχι και να τούβαζες μαντήλι μαύρο στο κεφάλι, Θα νόμιζες πως βρίσκεσαι στο Θέρισο.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ’ η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν. Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη! . . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από ’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ’ έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ’ απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ’ είδε την Παναγία που την κύτταζε — — αυτή και ο μικρός Χριστός — με απερίγραπτη λύπη. . .

Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . .

Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ’ η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ’ ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή —

. . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής —